portraita

..
ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΤΑ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
για την εξολόθρευση των Λούκα και Καρατάσου απο τον Κώστα Γαρέφη



του Δημητρίου Αναστ. Γεωργούση

Ο κ. Δημήτριος Αναστ. Γεωργούσης είναι Καθηγητής Θεολογίας. Κατάγεται από το χωριό Μάνδρες Κιλκίς και ζει και εργάζεται στην πόλη του Κιλκίς. Το απόσπασμα που δημοσιεύεται, προέρχεται από την μεταπτυχιακή του διατριβή στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης το έτος 1993 με θέμα :

ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΝΟΤΙΟ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ - Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ



Μετά την εξολόθρευση του Καρατάσου και του Λούκα και τη διάλυση της κομιτατζήδικης συμμορίας τους, πολλά μπατζιά συμπτύχτηκαν σε ένα εξ αιτίας του φόβου αντιποίνων των Βουλγάρων. Το καραβάνι ξεκίνησε για το Γκρότσκο με κατεύθυνση προς τη Ντοϊντίτσα με συνοδεία Ελλήνων ανταρτών, οι οποίοι φορούσαν κάπες σαρακατσάνικες για να μην τους αναγνωρίζουν, κάτω από τις οποίες είχαν τον οπλισμό τους, τις κοντές αραβίδες. Τον επόμενο χρόνο (1907), τα τσελιγκάτα του καραβανιού αυτού δεν ανέβηκαν στους χώρους όπου έγιναν τα γεγονότα αυτά, θέλοντας έτσι να ξεχαστούν με το χρόνο από τους Βουλγάρους, και έμειναν στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.

Το 1908 και έχοντας αλλάξει το όνομά τους οι Καραφυλλαίοι σε Κουτρουζούλας, για να περάσουν απαρατήρητοι, ανέβηκαν στο χωριό Περιστέρι στην περιοχή Μοναστηρίου, κοντά στο χωριό Τύρνοβο. Την περιοχή είχε νοικιάσει ο Κιτάκης (Χρίστος) Ζάζος, αρχηγός του τσελιγκάτου. Η βουλγαρική όμως προπαγάνδα δεν είχε ξεχάσει το βαρύτατο πλήγμα που είχε δεχτεί το 1906, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί τους συγκεκριμένους Σαρακατσάνους. Τα δυο χρόνια που ακολούθησαν από τη νίκη του Γαρέφη, παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους με διάφορους τρόπους. Κυρίως δε με πλανόδιους μικροπωλητές, οι οποίοι ελεύθερα γυρνούσαν από καλύβι σε καλύβι, πουλώντας την πραμάτεια τους. Πουλούσαν ακριβά για να μην αγοράζει κανείς και να πηγαίνουν σε όλα τα καλύβια, βλέποντας έτσι και μετρώντας τη δύναμη των Σαρακατσάνων σε άντρες και όπλα. Ακόμη και με τους προέδρους βουλγαροφρόνων κοινοτήτων, οι οποίοι εθιμοτυπικά τους επισκέπτονταν.



Η Οικογένεια Καραφυλλιά (Κουτρουζούλα). Κάτω ο Δημήτρης Καραφυλλιάς. Στο καλύβι του σκοτώθηκε ο Κώστας Γαρέφης.


Η παρακολούθηση και η καταγραφή των κινήσεων του συγκεκριμένου τσελιγκάτου άρχισε από τα Γιαννιτσά και συνεχίστηκε μέχρι την περιοχή του Τυρνόβου, λίγο πριν το τέλος του προορισμού τους. Σε αυτές τις μικρές στάσεις τους οι Σαρακατσάνοι δεν έχτιζαν καλύβια, αλλά έστηναν τις τσατούρες (αντίσκηνα). Σε μια τέτοια στάση –κατασκήνωση – οι Βούλγαροι επιχείρησαν να εκδικηθούν. Ήταν μήνας Μάιος, ημέρα Παρασκευή, γύρω στις 4-5 το απόγευμα. Την ώρα αυτή οι Σαρακατσάνοι άρμεγαν, ως συνήθως, τα πρόβατά τους. Οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες τους είχαν περικυκλώσει σιωπηλά και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αρχίσουν τη σφαγή των ανύποπτων Σαρακατσάνων. Έγιναν όμως αντιληπτοί από δύο Σαρακατσάνους: τον ενδεκάχρονο τότε Μήτρο ( Δημήτριο) Γεωργούση και τη γριά Στεργιούλαινα, μητέρα του Βασίλη Στεργιούλα.

Η γριά Στεργιούλαινα για κάποιες εργασίες της είχε πάει σε ένα διπλανό ρουμάνι και εκεί είδε τους ενεδρεύοντες Κομιτατζήδες. Κάτωχρη από φόβο, επέστεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον καταυλισμό της, με κομμένη την ανάσα και τραυλίζοντας: Μί …μίτες, θέλοντας να πει Κομίτες ( Κομιτατζήδες). Ταυτόχρονη ήταν και η παρατηρητικότητα του μικρού Μήτρου Γεωργούση, ο οποίος ήταν στη στρούγκα και βαρούσε (κουτάρα), για να περάσουν αυτά και να αρμεχτούν. Του είχε κάνει εντύπωση ένας άνθρωπος, ο οποίος σε αρκετή απόσταση από αυτούς, σε μια πλαγιά, σήκωνε το κεφάλι πίσω από μια μεγάλη πέτρα και ξανακρυβόταν. Η διαρκής αυτή επανάληψη τον έκανε να ρωτήσει με απορία το θείο του Κιτάκη Ζάζο, να του εξηγήσει τι συμβαίνει. Ο τσέλιγκας μόλις το άκουσε και είδε, κατάλαβε ότι ήταν αυτό που φοβόντουσαν: Κομιτατζήδες. Αμέσως δίνει διαταγές να αφήσουν σιγά σιγά τα γαλάρια να περνάνε χωρίς να τα αρμέγουν όλα, παρά ελάχιστα, για να μη δείξουν στους Κομιτατζήδες ότι τους έχουν αντιληφτεί, αλλά ακόμη ότι πανικοβλήθηκαν, και οι άντρες οι οποίοι είχαν όπλα, να πάνε με τρόπο να τα πάρουν, για να μπορέσουν να σώσουν τις ζωές τους και το βιος τους.



Βλέποντας τις σχετικές κινήσεις οι Βούλγαροι, άρχισαν ένα καταιγισμό πυροβολισμών κατά των Σαρακατσάνων, που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πάρουν θέσεις μάχης στον στενό ακάλυπτο χώρο που βρίσκονταν, ενώ τα γυναικόπαιδα σκόρπισαν στο γύρω δάσος έντρομα. Ο Κιτάκης Ζάζος παίρνοντας το γκρα του, – αυτός ήταν ο οπλισμός τους, γκράδες – φορώντας ακόμη το παντελόνι του αρμέγματος, έπιασε θέση μάχης πίσω από μια τρανή πέτρα, ενώ δίπλα φοβισμένα κούρνιασαν τα ανίψια του Μήτρος Γεωργούσης και Γιώργος Τζάτζος, οι οποίοι και μου διηγήθηκαν τα γεγονότα. Ο μικρός Μήτρος Ζάζος έφυγε στο δάσος, και παρά τις προτροπές του Κιτάκη να κάνουν το ίδιο και οι δύο μικροί, αυτοί έμειναν δίπλα του, νοιώθοντας κάποια μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο καπετάνιος Κομιτατζής σηκώθηκε και όρμησε κατά των Σαρακατσάνων. Αυτό ήταν και το τελευταίο τους λάθος, γιατί καθώς ήταν γυμνό το μέρος, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του τσέλιγκα Κιτάκη Ζάζου.

Ο αγώνας ήταν άνισος. Πολυάριθμοι Βούλγαροι Κομιτατζήδες με σύγχρονο οπλισμό, λίγοι οι μάχιμοι άντρες του τσελιγκάτου, καθώς λίγα και παλιά τα όπλα τους, οι γκράδες, περίπου 27 κατά τον Γιάννη Κουτσοκώστα. Κοντά στον τόπο της μάχης ήταν το ελληνικό αντάρτικο σώμα του Μανόλη Κατσίγαρη ( Καραμανώλη), το οποίο ακούγοντας τους πυροβολισμούς της μάχης, έσπευσε και πλαγιοκόπησε τους κομιτατζήδες, οι οποίοι και με το χαμό του καπετάνιου τους, εγκατέλειψαν τη μάχη, τους νεκρούς, τους τραυματίες τους και έφυγαν. Οι Βούλγαροι είχαν μαζί τους πολλά αλογομούλαρα, βέβαιοι για την επιτυχία τους, για να φορτώσουν τα λάφυρα, και τα οποία οδηγούσαν Βούλγαροι χωρικοί των γύρω χωριών. Αυτοί οι χωρικοί επιχείρησαν να περισυλλέξουν τους τραυματίες για να μη αποκαλυφτεί η ταυτότητά τους από τους Τούρκους, οι οποίοι ειδοποιημένοι, έφτασαν την άλλη μέρα από το Μοναστήρι. Ένας μάλιστα Βούλγαρος χωρικός, προσποιούμενος ότι πηγαίνει στο χωράφι του, προσπάθησε να περισυλλέξει έναν τραυματία Κομιτατζή, ο οποίος σφαδάζοντας από τους πόνους, φώναζε «Πέτκο, Πέτκο», δηλαδή Πέτρο–Πέτρο. Βλέποντας όμως τα τουρκικά στρατεύματα κοντά, τον εγκατέλειψε, ο δε τραυματίας αυτοκτόνησε, για να μην μαρτυρήσει τους συντρόφους του στις τουρκικές αρχές.




Το τίμημα της προσφοράς των Σαρακατσάνων στην πατρίδα ήταν βαρύ: τρεις (3) νεκροί, έξι(6) βαριά τραυματίες.


Οι νεκροί ήταν:

1) Η Στεργιάνω Γεωργούση, η οποία όταν άρχισε η μάχη, έψηνε μπλανό, έξω από το καλύβι της. Προσπάθησε να πάει το όπλο και τις σφαίρες στον γυιο της Κιτάκη, αλλά χτυπήθηκε από σφαίρα στο κεφάλι και σωριάστηκε νεκρή επάνω σε ένα σωρό ξύλων.

2) Ο Χρίστος Γεωργούσης, γέροντας με άσπρα μαλλιά και γενειάδα, αδελφός της Στεργιάνως. Προσπάθησε να ξεφύγει κατηφορίζοντας μέσα στο δάσος. Μαζί του πήγε και ένα κατσικάκι, που είχαν μανάρι και το οποίο πρόδωσε τη θέση του, όπου κρύφτηκε ο γέροντας, στους Κομιτατζήδες. Αυτοί τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους, τα δε χέρια του ήταν κομματιασμένα – ξεσχισμένα – στην προσπάθειά του να φυλαχτεί από τους λογχισμούς, το κεφάλι του το πολτοποίησαν με τους υποκόπανους των όπλων τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, έσφαξαν το κατσικάκι και το έβαλαν στο στόμα του νεκρού γέροντα και τον σκέπασαν με την κάπα του. Έτσι τον βρήκαν την επομένη οι Σαρακατσάνοι που αναζητούσαν τους ανθρώπους τους και τα κοπάδια τους που είχαν σκορπίσει στο δάσος με τη μάχη.

3) Ο Βασίλης Στεργιούλας. Σκοτώθηκε στην πόρτα μέσα του καλυβιού του, όπου βρισκόταν κατά την έναρξη της μάχης. Είχε πάρει το όπλο του και τράβηξε την τέντα της εισόδου για να δει πού βρίσκονται οι Βούλγαροι, οι οποίοι βλέποντάς τον τον σκότωσαν με σφαίρα στο κεφάλι.

Τραυματίες:

1) Ο Κιτάκης( Χρίστος) Ζάζος είχε χτυπηθεί από σφαίρες στο χέρι και στο πόδι.

2) Ο Κίτας( Χρίστος) Στεργιούλας ήταν τραυματισμένος και στα δυο του χέρια. Μία σφαίρα μάλιστα εξοστρακίστηκε σπάζοντας το όπλο επάνω του.

3) Ο Γιάννος Ζάζος, πατέρας του αφηγητή Γιώργου Ζάζου, πολεμούσε από μέσα από το καλύβι, προστατευόμενος από τα χαράρια. Όπως όμως μετακινούνταν για να πετυχαίνει τους στόχους του, τραυματίστηκε στον αστράγαλο, τον οποίο διαπέρασε η σφαίρα, καθώς και στο άλλο πόδι. Κουτσαίνοντας και στηριζόμενος στο όπλο του προσπάθησε να διαφύγει προς το ρουμάνι. Εκεί συναντήθηκε με δυο Κομιτατζήδες οι οποίοι τον σημάδεψαν, αλλά δεν τον σκότωσαν, πιθανώς θέλοντας να τον αφήσουν να πεθάνει με βασανιστικό τρόπο, βλέποντας την οικτρή του κατάσταση. Εκεί στο ρουμάνι τον βρήκε μετά τη μάχη και τον κουβάλησε στην πλάτη ο Σαρακατσάνος Γιώργος Σκαντάλής.

4) Κόρη του Βασίλη Μπιτζίκη. Έχασε τα τέσσερα δάχτυλα του δεξιού χεριού της από σφαίρα, στην προσπάθειά της να πάει το όπλο και τα φυσίγγια στον αδελφό της. Όπλο, φυσίγγια και δάχτυλα έπεσαν καταγής. Αυτή όμως τα άρπαξε με το αριστερό και κατάφερε να τα δώσει στον αδερφό της.

5) Κόρη του Σαρακατσάνου Κοζάρα.Τραυματίστηκε από σφαίρα στη μέση με διαμπερές τραύμα, στο καλύβι όπου σκοτώθηκε ο Βασίλης Στεργιούλας.

6) Άγνωστα τα στοιχεία σε μας του έκτου τραυματία. 


Τα γυναικόπαιδα δεινοπάθησαν, γιατί έφυγαν χωρίς να πάρουν μαζί τους κανένα ρούχο και κρύφτηκαν στο δάσος, όπου τα χιόνια από τα δέντρα είχαν αρχίσει να λιώνουν και τους έβρεχαν, καθώς ήταν κρυμμένοι κάτω από αυτά.

Μετά τη σφαγή το τσελιγκάτο βγήκε στην κορυφή του βουνού Περιστέρι, όπου είχαν την προστασία των αντάρτικων ελληνικών ομάδων. Οι Σαρακατσαναίοι είχαν πληρώσει για πολλοστή φορά με αίμα για την ελευθερία της Μακεδονίας και της Ελλάδας.