portraita


..
Η ΠΟΛΗ και οι Σαρακατσιαναίοι
...


του Γιάννη Πιστόλα
Η Κωνσταντινούπολη είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Σαρακατσιάνους. Μέσα από την παράδοση των Σαρακατσιαναίων διαπιστώνουμε πως δύο είναι οι περιοχές που έχουν ιδιαίτερη σημασία : τα Άγραφα και η Κωνσταντινούπολη. Τα Άγραφα ως η κοιτίδα της φυλής και η Κωνσταντινούπολη ως η πρωτεύουσα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Η παράδοση των Σαρακατσιαναίων λοιπόν συνδέεται άμεσα με την Ορθοδοξία και με το Βυζάντιο κατ’ επέκταση, δημιουργώντας μια ξεχωριστή σχέση ανάμεσα στο Σαρακατσιάνο και την Κωνσταντινούπολη. Στην συνείδηση του κάθε Σαρακατσιάνου, η Πόλη αποτελούσε την πρωτεύουσα του Ελληνισμού και αντιπροσώπευε την δύναμη, την δικαιοσύνη και τον πολιτισμό του Βυζαντίου. «Ευλογημένος, λέγανε οι γέροντες παλιότερα, είναι αυτός που θα αφήσει τα Άγραφα και θα πάει στην Πόλη». Μέσα από τα έθιμα των Σαρακατσιαναίων δημιουργήθηκε ένας άξονας αναφοράς μεταξύ των Αγράφων και της Κωνσταντινούπολης, όπου αναπτύχθηκε μια «ιερή» σχέση που χιλιοτραγουδήθηκε και μυθοποιήθηκε με το πέρασμα των χρόνων.


Οι «Πολίτες» Σαρακατσιαναίοι , είναι η ομάδα πληθυσμού που περιλαμβάνει συνολικά τους Σαρακατσάνους της Θράκης (όλης ή αλλιώς της ενιαίας Θράκης) και της Ανατολικής Μακεδονίας μέχρι το Στρυμώνα. Οι «Πολίτες» ξεχειμώνιαζαν, συνήθως σε «χειμαδιά», στα πεδινά παράλια της Ανατολικής Θράκης πλησίον της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στα πεδινά παράλια της Δυτικής Θράκης ή στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (Πύργο, Μεσημβρία, Σωζόπολη). Το καλοκαίρι κατευθύνονταν για να «ξεκαλοκαιριάσουν» προς τους ορεινούς όγκους της Ανατολικής Ροδόπης (Κούλα, Παπίκιο,Λειβαδίτη μέχρι και το Φαλακρό όρος κ.α.), έως τα όρη της Στράντζας (Τουρκία) και Βόρεια στα βουνά της Ρίλας ως την οροσειρά του Αίμου (Βουλγαρία).



Μετά από την Τρίτη 29 Μάιου 1453, το πένθος για την Άλωση και ο πόθος για την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας και του Ελληνισμού γενικότερα καθρεφτίζεται μέσα στην παράδοση των Σαρακατσιαναίων. Στον καθημερινό λόγο επικράτησαν φράσεις και ευχές, όπως «…και του χρόνου στην Πόλη», «…στην Πόλη ξακουσμένος», και άλλες που φανέρωναν την αξία που είχε για αυτούς η Κωνσταντινούπολη. Με το πέρασμα των γενεών επικράτησαν οι μύθοι που αναφέρονταν στην Άλωση της Πόλης( για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, για το κλειδί της Πόλης, για τα σημάδια πριν την Άλωση, κ.α.), παίρνοντας στην συνέχεια την μορφή παραμυθιών που διηγούνταν οι γιαγιάδες στα παιδιά. Αυτή η ιδιότυπη σχέση μεταξύ Σαρακατσιαναίων και Πόλης (που συμβόλιζε την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό), αποτέλεσε την βάση για την αντίδραση των Σαρακατσιαναίων απέναντι στον Τουρκικό ζυγό.



Ο Ευριπίδης Μακρής στο βιβλίο του «Ζωή και παράδοση των Σαρακατσαναίων», αναλύει εύστοχα την σχέση μεταξύ Σαρακατσιαναίων και Κωνσταντινούπολης. Λέει λοιπόν :

«Το ότι δε οι Σαρακατσαναίοι είναι παρά πολύ δεμένοι με την βυζαντινή εποχή, μαρτυρεί και το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα είχαν σαν κυρίαρχο σύμβολο στα έργα της λαϊκής τους τέχνης και στα υφαντά, το Δικέφαλο Αετό και το «κλειδί της Πόλης». Ακόμα δε - αυτό ισχύει και σήμερα - η μέρα Τρίτη που πάρθηκε η Πόλη, είναι για τους Σαρακατσαναίους η καταραμένη μέρα, η μέρα που ποτέ δεν ξεχάστηκε. Κι όπως ο Σαρακατσάνος «φυλάει» την Παρασκευή σαν μέρα πένθους για την Σταύρωση του Χριστού, έτσι «φυλάει» και την Τρίτη... Σαν μέρα καταραμένη. Κι όπως την Παρασκευή ποτέ του δεν αρταίνονταν και δεν «πήγαινε» ακόμα και στην γυναίκα του, για να έχει καθαρότητα στο σώμα και στην ψυχή του, και κατ’ επέκταση και στο κοπάδι του, έτσι και την Τρίτη δεν άρχιζε καμία δουλειά. Ποτέ δεν ξεκίναγε Τρίτη για τα βουνά ή για τα Χειμαδιά, ποτέ Τρίτη δεν απόκοβε αρνιά, ποτέ δεν άρχιζε μπατζιαριό, δεν άλλαζε, ποτέ δεν πήγαιναν οι γυναίκες στο ρέμα για να πλύνουν ή να στήσουν αργαλειό. Κι ακόμα τα λάγια πρόβατα(μαύρα) που είχαν κατά κανόνα οι Σαρακατσαναίοι, σε αντίθεση με τους άλλους κτηνοτρόφους, ήταν γιατί, μετά την Άλωση της Πόλης, κρατούσαν μόνο λάγια πρόβατα για να δείξουν το μεγάλο πένθος τους.



Τραγούδια Σαρακατσιάνικα που να αναφέρονται στην ΠΟΛΗ (Κωνσταντινούπολη) υπάρχουν πολλά, ενδεικτικά παρατίθενται κάποια από αυτά, όπως το παρακάτω το οποίο μελοποιημένο τραγουδήθηκε από τον Σαρακατσιάνο τραγουδιστή Κώστα Νάκα :

«Φόντας θεμελιώνανε Αρχάγγελοι την Πόλη,
Αγγέλοι την εχτίζανε κι Αγγέλοι Κουβαλάνε
Γιέ μ’ απ’ τα’ Άγιο Όρος τόνοι κι απ’ την Αθήνα Χώμα
Κι απ’ τα Ιεροσόλυμα πέτρες και κεραμίδια!
Σαν έχτισαν κι απόχτισαν κι εβγήκανε στη άκρη
Θρονιάσανε τη Δέσποινα, Κυρά να Διαφεντεύει!
Θιαμαίνουνταν - Ξιαστέκουνταν το πώς να την επούνε!!!
ΠΟΛΗ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ,
του Κωνσταντίνου η ΠΟΛΗ!!!»




Στην συνέχεια , παρατίθενται και κάποια άλλα τραγούδια της Τάβλας αλλά και χορευτικά ,που επίσης αναφέρονται στην Πόλη, από το βιβλίο του Λαογραφικού Μουσείου Σαρακατσάνων Σερρών:«Τραγούδια, Χοροί, Έθιμα των Σαρακατσάνων».

Α - (τάβλας)

Φέτο το καλοκαίρι, το χνόπωρο,
Άσπρα χαρτιά μας στέλνουν, κοντούλα λεμονιά,
Μαύρα γράμματα
Από μέσα από την Πόλη,
Κοντούλα λεμονιά, από το βασιλιά.

Β - (τάβλας)

- Ποιος είδε ήλιο αποβραδίς κι αστρί το μεσημέρι,
ποιος είδε τον Καραμπελιά τον καπετάν Θανάση;
- Εψές, προψές τον είδαμε, κάτω στα Πέντε Χάνια,
πέντε χατζίνες τον κερνάν και δέκα τον ‘ξετάζουν.
- Που ήσουν εψές, Καραμπελιά, που ήσουν εψές, Θανάση;
- Εψές ήμουν στην Πρέβεζα, προψές στην αδελφή μου,
κι έτρωγα κι έπινα, αρνιά, αρνιά και κοτοπούλια.
Μου ‘ρθε μια ψιλή γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα.
Πήραν οι Τούρκοι το Μοριά, πήραν τη Σαλονίκη,
πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
που έχει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες.

Γ - (συρτός γυναικείος αργός)

Από την Πόλη κι ως τα Σέρρας
τέτοιο νιο ζευγάρι δεν είδα.
Τέτοια νύφη κρουσταλλένια που έχει τα μαλλιά
στολίδια σαν του ήλιου τις αχτίνες,
Η νυφούλα ντουλμεράκι κι ο γαμπρός περιστεράκι (παλικαράκι).

Δ - (ζωναράδικος)*

Δώδεκα ευζωνάκια, Παναγιά, Παναγιά, αποφασίσανε,
στην Πόλη για να πάνε, να πολεμήσουνε.
Στη στράτα που πααίνουν, Παναγιά, Παναγιά,
στη Μαυροθάλασσα, ο αέρας που τραβούσε
Παναγιά, Παναγιά,
παρακαλούνε για βοήθεια.
Βοήθα Παναγιά, Παναγιά, θα σε γιορτάσουμε,
Κι όσες καντήλες έχεις θα σ’ τις ανάβουμε,
Κι όσα κονίσματα ‘χεις θα τ’ ασημώνουμε.

Ε - (ζωναράδικος)

Μικρό πραματευτόπουλο, μαραγκοφρακόπουλο,
άιντε, μαραγκοφραγκόπουλα,
διαβαίνει από την Πόλη.
Σέρνει μουλίτσες τριάντα δυο, μαραγκοφρακόπουλο,
γιε μ’, μαραγκοφραγκόπουλα,
μουλάρια τριάντα πέντε,
σέρνει και μια χρυσόμουλα αγνό μαργαριτάρι.
Έχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια.
Η μούλα παραστράτησε και σ’ άλλη στράτα πάει.
Πάει στη στράτα των κλεφτών και των καπεταναίων.
*ζωναράδικος, είναι αργός ανάλαφρος χορός, που το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι το πιάσιμο από τα ζωνάρια των χορευτών. Η μορφή αυτού του χορού υπάρχει σε αρχαίες χορευτικές παραστάσεις, καθώς και σε βυζαντινές.


Τον πόθο των Σαρακατσιαναίων για το ξαναπάρσιμο της Πόλης αλλά και την μαρτυρία της καταγωγής τους,περιέχουν και οι στίχοι που έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι στους γάμους :

"Πάντα νουνός και τιμημένος
Και στην Πόλη ξακουσμένος
Και στ’ Άγραφα γραμμένος"



Ο ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΣ:



Άλλο χαρακτηριστικό της σχέσης των Σαρακατσιαναίων με την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο ήταν «Ο Φλάμπουρας». Ο Φλάμπουρας είναι η σημαία, το λάβαρο της χαράς και «σήμα κατατεθέν» σύμβολο του Σαρακατσιάνικου γάμου, κατ’ εξοχήν σύμβολο των Σαρακατσιαναίων, ο οποίος θεωρείται εξέλιξη του βυζαντινού λαβάρου. Σε παλαιότερη μορφή του ο φλάμπουρας ήταν πορφυρούς, ενώ στις νεότερες εκδοχές του κυριαρχούν τα χρώματα της ελληνικής σημαίας δηλ., άσπρο και γαλάζιο. Για το πανί ή σημαία του φλάμπουρα χρησιμοποιείται μαντήλι αφόρεγο που είναι είτε από λευκό σοπάνι (περίπτωση Σαρακατσιαναίων Μωραϊτών, Ηπειρωτών, Κασσανδρινών) είτε από μούργο (σκούρο κόκκινο) υφαντό, ο λεγόμενος μπόχος ή μπόνα, που κυριαρχεί στους Πολίτες Σαρακατσιάνους, (Θράκης και Βουλγαρίας). Για το ράψιμο του φλάμπουρα χρησιμοποιούνταν πάντα συμβολικά τρία βελόνια και τρεις κλωστές χρώματος λευκού, κόκκινου και γαλάζιου. Όταν τελείωνε η κλωστή του ενός βελονιού χρησιμοποιούνταν το άλλο βελόνι. Ο αριθμός των βελονιών συμβολίζει την Τριαδικότητα και αποτελεί ακόμη ένα στοιχείο για την θρησκευτική λατρεία των Σαρακατσιάνων. Ο Φλάμπουρας λέγεται από άλλους - Μη Σαρακατσιάνους - και φλάμπουρο, ακόμη λάβαρο, και μπαϊράκι. Το λάβαρο είναι ένα είδος ρωμαϊκής σημαίας στην οποία ο Μ. Κωνσταντίνος πρόσθεσε χριστιανικά σύμβολα και τη μετέτρεψε σε αυτοκρατορική σημαία, γύρω στα 330 όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του στο αρχαίο Βυζάντιο και το μετονόμασε σε Κωνσταντινούπολη. Οι ονομασίες του φλάμπουρα μας μεταφέρουν πολλά χρόνια πίσω, στα χρόνια της Εθνεγερσίας του 1821, που η Δημοτική Μούσα έλεγε: «κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κορφή και κλέφτης.» ακόμη δε μας ταξιδεύουν και πιο πίσω, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όπως ίσως θυμούνται οι παλιότεροι τον φλάμπουρα τον λέγαν και Βυζαντινό και είχε και το επίσημο Βυζαντινό χρώμα: το κόκκινο και το βυσσινί.



Και τώρα τι ;

Ίσως, για την ειρωνεία της υποθέσεως, το προαιώνιο μαγικοθρησκευτικό τραγούδι με τη μορφή της προφητείας του Πατροκοσμά του Αιτωλού, να έχει κι αυτό σήμερα την ιδιαίτερη σημασία του:

Μια μέρα οι Σαρακατσάνοι θα χωριστούν στα τέσσερα.

Όσοι παν’ έβγα ηλιού , θα γυρίσουν φορτωμένοι με αρμαθιές φτώχεια και κακομοιριά.
Όσοι πάν’ κατ’ το βοριά, θα λουφάξουν.
Κι όσοι δεν Βουργαρέψουν, θα κυριέψουν.
Στο τέλος όλοι θα χαθούν.
Μα σαν χαλάσουν οι Σαρακατσιάνοι, θα χαθεί κι ο κόσμος ολάκερος!!


Η καλύτερα νομίζω ότι μας πάει το:

«ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΑΛΙ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΘΑ’ΝΑΙ!!!»


Ο επίλογος ανήκει σε έναν σεβάσμιο γέροντα Σαρακατσάνο που πριν από κάμποσα χρόνια έδωκε μια ευχή σε ένα λιανοπαίδι που έπαιζε μπροστά του:
«…να σ’ αξιώσει η Παναγιά να σε παντρέψουν στην Αγιά Σοφιά.»