portraita






κ’λάρφανους, -η, -ου αυτός που γεννιέται μετά το θάνατο του πατέρα του [17, 332].
κ’λιάστρα, η το πρώτο γάλα μετά τη γέννα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ και πολύ νόστιμο [26, 72].
κ’λός, -ή, -ό 1. ανάπηρος. 2. κατάκοιτος.
κ’λούρα, η κουλούρα, ψημένο ψωμί σε στρογγυλό σχήμα και μεγάλο μέγεθος.
κ’λούρι, του γυμνή περιφραγμένη έκταση.
κ’λουριάζουμι κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι.
κ’λουρουτρουβάς, ου τροβάς στον οποίο βάζω την κουλούρα για το γάμο και είναι γεμάτος κεντίδια.
κ’νάου τ’ στάνη ο τυροκόμος (μπάτζιος) αρχίζει την τυροκόμηση πάνω στο βουνό.
κ’ρουνουγάγια, τα βολβοί που τους προτιμούν οι κουρούνες.
κ’τάζουμι 1. κείτομαι καταγής: κ’τάσ΄ ικεί π’ κάθισι κι μη ταράζισι. 2. είμαι άρρωστος
κ’τάρι, του το ύστερο των ζώων μετά τη γέννηση, πλακούντας [17, 332].
κ’τούκι, του πολύ παχύς άνθρωπος, αυτός που «έκλεισε» από το πάχος: γίν΄κι κτούκι κι κάνια μέρα θα σκάσει.
κ’τσαμός, ου κουτσαμάρα.
κ’τσιούμπα, η, βλ. κτσιούμπι.
κ’τσιούμπας, ου (μτφ.) ψηλός και υπέρβαρος άνθρωπος.
κ’φά πρότα πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν καθόλου πτερύγιο παρά μόνον ακουστική οπή [23α, τ. 3, 39].
κ’φάρι, του το σώμα από το ζώο, το κορμί του: αυτό του κριάρι έχει κ’φάρι.
καβαλ’κιεύου ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.
καβαλάου καβαλικεύω: το ’να ρίχνει ψιλή βρουχή, τ’ άλλου βαρύ χαλάζι κι η Μάρου μι τη ρόκα της στου φάρου καβαλάει.
καβαλάρ’ς, ου 1. καβαλάρης, ιππέας. 2. οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης [25, 228] 3.οριζόντιο τεντόξυλο .
καβαλαραίοι, οι καβαλάρηδες.
καβαλαρία, η έφιππη συνοδεία.
καβαλαρίας τραγούδια τραγούδια που λέει το συμπεθεριακό στη στράτα, καθώς πηγαίνει έφιππο για να πάρει τη νύφη.
καβαλίκα έμπα καβάλα: του βρεις, δεν του βρεις τ’ άλουγου, καβαλίκα του κι έλα.
καβαλίνα, η αλογοκοπριά [26, 108].
καβάλις, οι αντρικό παιχνίδι [4, έτος 13ο, 30].
καβαλότουπα, η παιχνίδι για μεγάλους.
καβαλουβέλιντζα, η βελέντζα που βάζω στη σέλα από το άλογο.
καβούλι βάνου ορίζω συνάντηση: βάλτι καβούλια σίγουρα, σιαπού θ’ ανταμουθούμι [21β, 174].
καβουρμάς, ου κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται.
καβουρντίζου ξερoψήνω, τσιγαρίζω.
καγκέλι, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη, ζικ-ζακ [26, 360].
καγκιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαμένος με κάγκελα: του τίνους είνι τ’ άλουγα που βόσκουν στα μπαΐρια, του τίνους είνι τα μαντριά τα καγκιλουφκιασμένα.
καγκιλουφρύδα, η (μτφ.) γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.
καγκιόλια, τα μονοπάτια με στροφές.
καδάδις, οι τεχνίτες που φτιάχνουν τα καδιά, (βλ. λέξη) [26, 361].
καδένα, η αλυσίδα.
κάδη, η, βλ. καδιά, κάδη λέμε και τη βούρτσα, (βλ. λ.).,
καδί, του ξύλινο δοχείο για γάλα ή για άλλα προϊόντα.
καένας, ου κανένας.
καζαναριό, του πλυσταριό [26, 305].
καζανουσάκια, τα σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια, μέσα στα καζάνια βάζω γυαλικά και τα μεταφέρω.
καζαντίζου αποχτώ περιουσία, κερδίζω.
καζάντιου, του κέρδος.
καζιάκα, η ξύλινο φορείο, ξυλοκρέβατο.
κάηκι η πρατίνα δεν την αρμέξαμε στην ώρα της και μπορεί να πάθει μαστίτιδα.
καήλα, η 1. κάψιμο, αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται απ’ αυτό [12β, 128]. 2. (μτφ).στε­νοχώρια, πρόβλημα: ούλουν αυτόν τουν κιρό του ’χα καήλα.
καθάριου, του σιταρένιο ψωμί: καθάρια κ’λούρα σ’ έχου;
καθάριους, -α, -ου (μτφ.) 1. έντιμος: άπιαστους κλέφτ’ς, καθάριους ν’κουκύρ’ς. 2. αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.
κάιας, ου 1. κακός, εγκληματίας. 2. ανεπιθύμητος: μην πααίνιτι κουπέλις ’ια τσιάι, θα πιράσει σήμιρα απ’ τα κουνάκια ικειός ου κάιας ου ντραγάτ’ς. 3. γουρσούζης [12α, 88]. τι μόκαμις, μουρέ κάια;
καίου ακυρώνω (τη σημασία αυτή χρησιμοποιώ πολύ στα παιχνίδια) [13, 93].
καιπέ και μετά, και ύστερα.
καΐπι εξαφανισμένος, άφαντος [17, 280]: φόρτουσι τ’ αλεύρι κι καΐπι ου Καραϊάνν’ς.
καϊπώνου κρύβω κάτι και δύσκολα το βρίσκει κάποιος, το εξαφανίζω.
κακαγειώμι 1. κακαρίζω. 2. φλυαρώ [27, 355].
κακαντρίκους, ου ανθρωπάκι.
κακαντρούλ’ς, ου ασήμαντρος άντρας, ανθρωπάκι [27, 397].
κακαράντζα, η βουνιά του προβάτου και του γιδιού που έχει στρογγυλό μικρό σχήμα.
κακαρώνου 1. μένω ακίνητος και άναυδος, «κοκαλώνω», μένω ξερός. 2. πεθαίνω από το κρύο, τα τινάζω [12α, 88].
κακή του μέρα είνι είναι παλιάνθρωπος: ούδι να σ’ κρίνει ούδι να τ’ κρίν’ς, είνι κακή του μέρα.
κάκια, η έχθρα, μνησικακία.
κάκιουμα, του η ενέργεια του κακιώνου.
κακιώνου θυμώνω, κατεβάζω τα μούτρα: Δισπούλα μ’, τι μας κάκιουσις,τι ν’ είσι κακιουμένη; Δέσπου του Λιακατά [3α, 44].
κάκκα, τα  ανθρώπινα περιττώματα (στη γλώσσα των νηπίων).
κακκάβι, του χάλκινη χύτρα.
κακκαβούλι, του υποκοριστικό του κακκάβι.
κακόπλαγου, του κακοτράχαλη πλαγιά.
κακός, -ιά, -ό 1. έξυπνος, επιδέξιος [26, 398] 2. ικανός: κακός άντρας ικειός ου Γιουργατσέλ’ς, άρμιξι μαναχός τ’ τρακόσις γαλάρις! 3. άτυχος. κακιά 1. άτυχη, κακότυχη; ηκακιά η Αυδουκιά. 2. ανεπιθύμητη; Όπουτις πέραγαμαν απ’ ’κακιά τ’ Ριβινή.
κακου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το δεύτερο συνθετικό είναι κακό, δύσκολο, άσχημο, απρεπές: κακουγνουμιά, κακουγραμμένους (άτυχος), κακουκρένου, κακουτίναχτη, κακουτράχαλους, κακουχειμασμένους, κακουχρουνιά, κακουμάντζαλους (ατημέλητος), κακουπαντρεύου, κακουπουρεύου, κακουφαν’σμός (δυσαρέσκεια), κακουπαθαίνου, κακόγνουμους, κακουγνουμιά, κακότ’χους, κακουγείτουνας, κακουχείμουνου, κακουτουπίζουμι.
κάκου, η θεία: θα πάμι φ’λιά σ’ν κάκου-Ρίνα.
κακουδιάλιχτους, -η, -ου αυτός που δεν είναι ικανός, αυτός που είναι δεύτερης διαλογής: κακουδιάλιχτους ου γαμπρός.
κακουκιέφαλους, -η, -ου 1. ισχυρογνώμονας. 2. αστόχαστος.
κακουσ’μαδιά, η κακό σημάδι, κακός οιωνός, ένδειξη ότι θα πάθω κάτι κα­κό (πρόληψη).
κακουφάουτους, -η, -ου αυτός που δεν τρώει οτιδήποτε ή δεν του αρέσει το φαγητό: αχάμνυνι του πιδί, ’ιατί είνι κακουφάουτου.
κακουχούιτους, -η, -ου αυτός που έχει άσχημα χούγια, δύστροπος.
καλ’βουδάσκαλοι, οι δάσκαλοι που μαθαίνουν τα Σαρακατσιανόπουλα γράμματα στα βουνά.
καλ’βουμάντρι, του είδος από μαντρί σαν το μονό αδίπλα καλύβι [26, 67].
καλ’βουσφύρι, του σφυρί με το οποίο χτυπάω τα καρφιά που στηρίζουν τα πέταλα στις οπλές των αλόγων.
καλ’βουτόπι, του μέρος που διαλέγω και είναι κατάλληλο για να φτιάξω το κονάκι μου.
καλ’γώνου πεταλώνω τα ζώα.
καλ’μέρα σ’, βλ. καληώρα σ’.
καλ’μέρι μ’, βλ. καληώρα σ’.
καλ’μέρι, του τραγούδι (σαν μοιρολόι) του αποχαιρετισμού, τραγούδι λυπητερό του ξενιτεμού, μοιριολοτράγουδο: νύχτουσι κι βράδιασι, γιατί δεν ήρθις ακόμα -καλ’μέρα σ ’- στην ξινιτιά που βρίσκισι, του ποιος σου στρώνει του στρώμα -καλ’μέρα σ’- [17, 258].
καλ’μιράου 1. εύχομαι καλημέρα. 2. τραγουδάω (σαν να μοιρολογώ) πονεμένα για τον ξενιτεμένο. Η Σαρακατσιάνα συνηθίζει να καλ’μιράει μόνον όταν είναι μόνη της στο λόγγο, στο κονάκι ή κάπου αλλού. Το κάνει για να διώξει από πάνω της τον πόνο της νοσταλγίας για τα αγαπημένα της πρόσωπα. Κα­λ’­μιράει, όταν έρχεται σε πνευματική επικοινωνία με τον ξενιτεμένο [21β, 326].
καλάγκαθου, του καλόηθες σπυρί.
καλαμάτις, οι μεγάλα μεταξωτά καλαματιανά μαντίλια που κρεμάει η νύφη στη φορεσιά της [4, έτος 7ο, 24].
καλαμίδα, η μικρή καλαμένια φλογέρα [26, 148].
καλαμίδια, τα δυο ξύλα στα οποία τυλίγω το διασίδι αλλά και ξεμπερδεύω το διασίδι στον αργαλειό.
καλαμίζου περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω μασούρια, (βλ. λ.): νια κόρη, νια Αγραφιώτισσα κι νια Αγραφιωιτουπούλα, ν-ανέμιζι, καλάμιζι κι ψιλουτραγουδούσι.
καλαμουβύζα, η προβατίνα ή γίδα με μακριές και χοντρές θηλές στο μαστάρι της [26, 32].
κάλαμους, ου καλαμιά, καλάμι.
καλανέβατους,-η, -ου. 1. αυτός που τον ανεβαίνω εύκολα. 2. (μτφ.) αυτός που είναι γεμάτος καλοσύνη: αυτός ήταν σ’κιά καλανέβατη.
καλαντάρι, του θήκη όπου βάζω το μελανοδοχείο και την πένα για το γράψιμο: κι ικείνου που χαμήλουσι κι ικειό που χαμηλώνει, κρατεί στα χέρια του χαρτί, χαρτί κι καλαντάρι [15α, 89].
καλάντρας, ου καλός σύζυγος [25β, 105]
καλάρμιχτη, η προβατίνα ή γίδα που την αρμέγω εύκολα.
καλ’γουθήκη,η σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή.
καλέκι, του ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι (παιδικό παιχνίδι) αλλά και το ίδιο το παιχνίδι [13, 93].
καλή μέρα ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ. Πέμπτη).
καλή νύφη ηθική, παρθένα.
καλημιράου καλημερίζω [15α, 91].
καλησπιρίζου εύχομαι καλησπέρα: ν-ούλις οι νιες απέρασαν κι ούλις καλησπιρίζουν. Πέρασι κι η αϊγάπη μου κι δεν καλησπιρίζει [3α, 109].
καληώρα σ’ γυναικεία έκφραση-ευχή που δείχνει αγάπη, συμπάθεια, καλοσύνη, καταδεχτικότητα. Τη λένε οι γυναίκες, κυρίως όταν συναντούν αγαπημένα πρόσωπα: ήρθις, καληώρα σ’.
καλιγούσια, -κου λάια (μαύρη) προβατίνα με άσπρα πόδια ή άσπρους δακτύλιους στα πόδια. Μαύρο αρσενικό πρόβατο με άσπρα πόδια ή άσπρους δακτύλιους στα πόδια. [23α, τ.3, 36].
καλιμπαρδί, του χρώμα πολύ κοντά στο πορτοκαλί.
κάλισιους, -α, -ου [12α, 89], βλ. κάλλισιους.
κάλισμα, του προσκλητήριο του γάμου [17, 224].
καλιστάδις, οι καλεσμένοι του γάμου.
καλλιάζου συνταιριάζω τέλεια μεταξύ τους δυο ή περισσότερα πράγματα ή εξομοιώνω κάποιον με κάτι, τον κάνω εξ ίσου καλό με κάτι άλλο [12α, 89]: καρτέρι λίγου να καλλιάσου τ’ς μιριές απ’ του φόρτουμα.
κάλλιασι  έτυχε.
κάλλιασμα, του η ενέργεια του καλλιάζου.
καλλίσια, τα καλύτερα ρούχα [25α, 91].
κάλλισιους, -α, -ου [25α, 131] 1. πρόβατο με άσπρο μαλλί που έχει μαύρα στίγματα κυρίως στα μάτια και στο μέτωπο και μερικές φορές στα πόδια ή στα αφτιά (το ομορφότερο πρόβατο στο κοπάδι) [23α, τ. 3, 34]. 2. όμορφος και μαυρομάτης άνθρωπος: ψ’λός, λιγνός κι κάλλισιους ου γαμπρός.
καλό μ’ φράση που λέω χαϊδευτικά για να καλοπιάσω κάποιον και κυρίως τα μικρά παιδιά [22, 76].
καλόβουλους, -η, -ου καλοπροαίρετος, καλόγνωμος.
καλόγνουμις, οι νεράιδες, υπερφυσικά όντα [22, 80].
καλόημιρις, οι νεράιδες [22, 80].
καλόιμοιρη, η καλότυχη, καλόμοιρη: καλότυχη, καλόιμοιρη του Κουσταντή ν-η μάνα.
καλός, -ή, -ό  1. ωραίος, όμορφος. 2. γερός, υγιής.
καλότ’χις, οι νεράιδες, φαντάσματα.
καλότ’χους, -η, -ου ο καλότυχος: καλότυχά ’νι ταϊ βουνά, καλουγραμμένοι ν-οι κάμποι που θάνατου δεν καρτιρούν, χάρου δεν πιριμένουν.
καλού προσκαλώ: ν-ούλοι καλούν Παρασκιβή κι ου Γιάννης του Σαββάτου.
καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού, του ωραίου, του εύκουλου ή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι, καλουγιννάου, καλουγραμμένους (πολύ όμορφος ή τυχερός), καλουκιρδαίνου ή καλουκιρδίζου (απολαμβάνω, χαίρομαι), καλουμοίρα (τυχερή), καλουπατέρας, καλουπιθιρά, καλουπιράου, καλουπρουβατίνα, καλουσουρίζου, καλουχειμασμένους, καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος), καλουγάλαρη (πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά (ομορφογύναικα), καλουξιχ’μάζου, καλουκαρδίζου (ευχαριστώ, χαροποιώ), καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο), καλουχρουνιά, καλουέχου, καλουπουρεύου.
καλούδια, τα δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα, φρούτα, κτλ.
Καλουϊάν’ς, ου  Ιωάννης ο Πρόδρομος.
καλουιάννια, τα λουλούδια του βουνού με σκούρο χρώμα και δυνατό άρωμα. Τα μαζεύουμε την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού του Κλήδονα.
καλουκιρίσιους, -α, -ου καλοκαιρινός.
καλουπίχειρα (επίρρ.) εύκολα, με εύκολο τρόπο [17, 331], με καλό τρόπο, καλώς καμωμένο [12β, 130].
καλουσ’μαδιά, η καλό σημάδι, καλός οιωνός, ένδειξη ότι θα μας συμβεί κάτι καλό (πρόληψη).
καλουσκιρίζου τρώω φρούτα και λαχανικά στην εποχή τους (όταν πρωτοδοκιμάζω).
καλουφουριώμι φοράω όμορφα ρούχα, προσέχω την εξωτερική μου εμφάνιση και γι’ αυτό φοράω καλή φορεσιά: θυμώμαι μικρός πώς πάαινε κι ο πατέρας μου. Καλοφοριώταν πολύ. Το φλώρο παντελόνι του, τ’ αδιάβροχα τσαρούχια με τις τρίχινες τις φούντες, φλώρο κοντό και καινούρια πατατούκα [20, 43].
κάλτσα, η υφαντή ή πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το γυναικείο πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο [17, 331].
καλτσάτκους, ου χορός στα τρία.
κάλτσινου, τουείδος διασιδιού με το οποίο φτιάχνουμε παντελόνια ή πατατούκες.
καλτσόν’μα, του νήμα για κάλτσες.
καλτσουβέλουνου, του βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες.
κάλφας, ου ο δεύτερος (βοηθός) από τους δυο τσομπαναραίους-συ­ντρόφους που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.
κάμα, του αφόρητη ζέστη, καύσωνας: ν-ιγώ του κάμα δε βαστού, ζιστό νιρό δεν πίνου.
καμακαλύτιρους, -η, -ου ο καλύτερος από όλους.
καμαρεύου (πιθ.) φτιάχνω καμάρα, αψίδα με διάφορα αντικείμενα: μες του κυρ γαμπρού την πόρτα σαν δασιά είν’ τα κυπαρίσσια, καμαρέψτι τα καμπόσα να διαβεί ου γαμπρός κι η νύφη.
καμάρι, του έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα: πιρπάτα, Νικουλάκινα, μην του κρατάς καμάρι, δε σ’ έχου ιδώ στου Λιπινιό να βγαίνεις στου σιριάνι [3α, 42].
καμαρουβιργουλυϊρή, η όμορφη, ψηλή, λιγνή και καμαρωτή κοπέλα: φιγγάρι μου λαμπρό λαμπρό, καμαρουβιργουλυγιρή, γραμματικέ μ’ κι αφέντη, κι αστέρι μου της πούλιας.
καμαρουμένους, -η, -ουκαμαρωτός, χαριτωμένος, αξιοθαύμαστος: καλότυχη, καλόιμοιρη του Κωσταντίνου ν-η μάνα, του πόχει Κώσταν ν-έ­μουρ­φου, Κώστα καμαρουμένου.
καμαρώνου κορδώνομαι, ναρκισσεύομαι.
καματώνου κουράζομαι, υποκύπτω στον κάματο [25α, 206].
καμένα χαρτιά γράμματα που αναγγέλλουν δυσάρεστα γεγονότα: μου στείλανι δυο γράμματα, κάτι χαρτιά καμένα.
καμένους, -η, -ου λέξη με αρνητικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται με αποστροφή για άτομα ανεπιθύμητα, κακός,: διάφκι ικειός ου καμένους κι ου φουτουκαμένους ου δασικός κι μας λαχτάρ’σι.
καμούτις, οι καμώματα.
καμπανέλι, του, βλ. βλαγκάρι.
καμπάς, ου φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα [26, 71].
καμπάτ’κου φόρτωμα ογκώδες [20, 97].
καμπούλι συγχώρεση, «άφεση αμαρ­τιών» σε ηθικό παράπτωμα: ακούσ΄κι η νύφη, αλλά ου Νάν’ς τ’ς το ’καμι καμπούλι.
καμπρί, του πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά.
κάνα κιρό κάποια φορά, καποτε: κάνα κιρό ήρθι ου πατέρας τ’ς στα κουνάκια [21 α, τ. 164, 18].
καναβίδια, τα μικρές τριχιές αγοραστές [22, 105].
κανάλι, του σκαμμένος κορμός από δέντρο στον οποίο τρέχει νερό και πίνουν τα ζώα [26, 94].
κάναλους, ου, βλ. κανάλι.
καναπίτσα, η το χαμόδεντρο άγνος ο αγνός, λυγαριά. Το χρησιμοποιώ πολύ, για να στρώνω τα μαντριά. [2].
καναράς, ου αυτός που αγοράζει αρνοκάτσικα, τα ξαναπουλάει αργότερα κι έχει σκοπό το κέρδος.
κάνας, καμίνια, κάνα (αντων.) κανένας: δεν είνι κάνας χριστιανός κι λαδουβαφτισμένους, να πάει πέρα στουν τόπου μας κι στην παλιά πατρίδα;
κάνγκουρου, του άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες [27, 347].
κάνει επιτρέπεται: δεν κάνει να μην κρένουν τ’ αδέρφια.
κάνι τουλάχιστον:ας έφυγαν τα πρότα κάνι.
κάνι σιαπέρα πήγαινε προς τα πέρα [27, 399].
κανίσκι, του σφάγιο που πάμε δώρο στο γάμο: κι ου Λάπας πάει ν-ακά­λιστους, τ’ αλάφι πάει κανίσκι.
κάνουνας, ου θρησκευτικό επιτίμιο [17, 296].
κανούτα, -ου γίδα με γκρίζο-σταχτί τρίχωμα, με υπόλευκο τρίχωμα. Αρσενικό γίδι με γκρίζο-σταχτί τρίχωμα.
καντάρι, του, βλ. στατέρι.
κάντιου, του καθαρό, αναλειωμένο βούτυρο.
καντίπουτας τίποτα τελείως [16, 56].
καόνι, του πεπόνι.
καπ’λιά, η κουβέρτα (μάλλινο ορθογώνιο υφαντό με πολύχρωμα κεντίδια) με την οποία στολίζω τα άλογα και τη βάζω στα καπούλια του ζώου.
κάπα, η 1. χοντρός μάλλινος επενδύτης των τσομπαναραίων. 2. γυναικείο γιλέκο με μανίκια από δίμτο, (βλ. λ.) [17, 201]. 3. προστατευτικό τρίχωμα στη ράχη των ζώων μετά το κούρεμα (σαμαράκι): άφκις κάπα στα βιτούλια;
καπάκι, του κάλυμμα σκεύους.
καπακώνου σκεπάζω, καλύπτω.
καπαριάζου 1. εξασφαλίζω κάποια αγορά με προκαταβολή. 2 -ουμι (μτφ.) δίνω το λόγο μου, δίνω υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι: μην αρριβουνιάστηκις, μήνα καπαριάστηκις [21β, 273];
καπαρώνου, βλ. καπαριάζου.
καπέτι, του υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της μυζήθρας [25β, 107].
καπίστρι, του χαλινάρι.
καπιτάλι, του χρήμα.
καπιταναρέικους, -η, -ου αυτός που ανήκει στον καπετάνιο, του καπετάνιου: ιέβγα ψηλά στου Λαχανά, Κιλκίς κι Δουϊράνη να φας κουρμιά λιβέντικα κι καπιταναρέικα.
καπιτανάτου, του αξίωμα ή δικαιοδοσία του καπετάνιου: ν-ου Κόρακας κι ου Σταυραϊτός, τα δυο καπιτανάτα [21β, 188].
καπιτανόιπουλου, -ούλα παλληκάρι από γενιά καπεταναραίων, κορίτσι από γενιά καπεταναραίων: κίνησαν τα Τσιαμόιπουλα κι τα καπιτανόιπουλα, να πάν’ στουν πέρα μαχαλά, που ν’ τα κουρίτσια τα καλά [21β, 269].
καπιτάνους, -ισσα καπετάνιος, καπετάνισσα.
καπιτάνους, ου είδος φαγητού.
καπλατίζου τα θέλω όλα δικά μου: ου Γιαννούλ’ς στου ξικαλουκιριό ήθιλι να καπλατίσει ούλα τα β’νά.
κάπνα, η καπνός, αιθάλη.
καπνισμένους, -η, -ου (μτφ.) αδιάθετος.
καπνόγκιεσα, η μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο πρόσωπο.
καπότα, η, βλ. καπότου.
καπότου, του στενή κάπα των τσομπαναραίων [17, 331].
καπούλια, τα τα νώτα από τα μεγάλα τετράποδα ζώα, μέρος πάνω από την ουρά [17, 330].
καπουλιάζου βάζω τα χέρια μου με ειδικό τρόπο πάνω στη ράχη του ζώου, για να δω αν είναι παχύ [20, 44].
απούλιασμα, του η ενέργεια του καπουλιάζου.
καπουραφτάδις, οι ράφτες, μη Σαρακατσιάνοι, που ράβουν τις κάπες.
καπουσκούτι, του χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για κάπες.
κάπουτις κάποτε.
κάπουτου, του είδος από ύφασμα με το οποίο φτιάχνω πουκάμισα ή φουστανέλλες.
καπουτρέν’ς, ου σιδηροδρομικός υπάλληλος.
καπρί, του γυναίκα ξεδιάντροπη και δυναμική [12α, 90].
καπριτσιαδόρους, ου καπριτσιόζος, παράξενος, ιδιότροπος [27, 399].
καπρούλια, τα δοκάρια στη στέγη που είναι κάθετα στον καβαλάρη.
καρά το ίδιο ακριβώς.
καραβάνι, του πομπή που την αποτελούν ζώα φορτωμένα την οικοσκευή της στάνης και άνθρωποι της στάνης που τα συνοδεύουν, Σαρακατσιαναίοι σε πορεία: τα καραβάνια κίνησαν των Σαρακατσιαναίων, να φύβγουνι για τα χ’μαδιά να πάν’ να ξιχειμάσουν.
καράβι τ’ κόκουτα τμήμα από τον μπροστινό σκελετό (το σημείο εκείνο που μοιάζει με λεκάνη) του κόκορα που το ξετάζουν, δηλ. το κοιτάζουν και προσπαθούν να δουν τα μελλούμενα [1, 133].
καραβιδιάζου δένω πολύ σφιχτά κάτι.
καραβίδιασμα, του η ενέργεια του καραβιδιάζου.
καραγυάλι, του χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα όπου όλα είναι παγωμένα.
καραγυαλιάς, ου βόρειος κρύος άνεμος, βαρδάρης.
καρακόλι, του ομάδα από γέροντες και παιδιά που αναχωρεί γρηγορότερα απ’ το καραβάνι, επειδή δεν μπορεί να συγχρονιστεί με το υπόλοιπο καραβάνι∙ το σια μπρουστά.
καράκουμα, του η ενέργεια του καρακώνου.
καρακώνου σγίγγω γερά κάτι.
καραμάν’κα, τα, βλ. καραμάνα.
καραμάνα, η προβατίνα με κάτασπρο μαλλί που έχει στο πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα ένα ή δυο στην κάθε πλευρά και μερικές φορές στα πόδια και στα αφτιά [23α, τ. 3, 35].
καραματιάζου στοχεύω κάτι επίμονα, το ’χω βάλει στο μάτι: καραματιάζου τα κουρόμπλα.
καραμάτιασμα, του η ενέργεια του καραματιάζου.
καραμαυριάς, ου κατάμαυρος.
καραμηλουτή, η κουβέρτα που την υφαίνω με μάλλινο υφάδι και στημόνι βαμβακερό και έχει ρομβοειδή σχέδια [22, 113], ποικίλα χρώματα και σχέδια [13, 73].
καραμπάσια, -κου πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του και των ποδιών του είναι σκούρο καστανό. Το μαλλί του εξωτερικά φαίνεται άσπρο και εσωτερκά σκούρο [23α, τ. 3, 36].
καραμπατάκ’ς, ου ψεύτης, λωποδύτης.
καραμπατάκι, του είδος πάπιας.
καραουλάου  βλ. καραουλίζου.
καραούλι, του θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις μια περιοχή, παρατηρητήριο: ποιος έχει ν-αράδα σήμιρα να βγει στου καραούλι.
καραουλίζου φρουρώ, ελέγχω [16, 146].
καράς, -σου μαύρο άλογο, μαύρη φοράδα
καράτ’κου, του, βλ. καράς.
καρατζουσούβλι, του βελόνι για να ράβω παπούτσια.
κάργας, ου ψευτοπαλληκαράς.
καρδάματα, τα υδροχαρές χορταρικό.
καρδάρι, του ξύλινο ή τενεκεδένιο δοχείο στο οποίο αρμέγω τα πρόβατα ή τα γίδια. ρίχνει μι του καρδάρι (μτφ.) βρέχει καταρρακτωδώς.
καρδούλα, η κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει σχήμα καρδιάς.
καρέλι, του 1. το καρούλι. 2. εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην οποία περνούν οι κλωστές που φέρνουν το στημόνι) [27, 371].
καρκαλέτσι, του κοκκύτης.
καρκαλιότι η κότα κακαρίζει και θέλει να γεννήσει.
καρκαμπούνου, η παμπόνηρη γυναί­κα.
καρκάνιασι, βλ. κάρκανου γίν’κι.
κάρκανου γίν’κι κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).
καρκάντζαλους, -η, -ου καλικάντζαρος, σατανάς, διάβολος.
κάρκαρα, τα γέλια.
καρκαρίζουμι, βλ. καρκαριώμι.
καρκαρίζουν τα ζώγα άρρωστα ζώα πεθαίνουν και πριν πεθάνουν τρέμουν [25β, 108].
καρκαριώμι γελάω επιδεικτικά, δυνατά [25α, 167].
καρκατζαλαίοι, οι, βλ. παγανά [19 48].
καρκατσάβαλα (επίρρ.), βλ. αφούντζια.
κάρκουμα, του η ενέργεια τουκαρκώνου.
καρκώνουμι πνίγομαι, επειδή μου απόφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν μπο­ρώ να καταπιώ [27, 399].
καρλάφτ’κα, τα γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα προς τα κάτω [23α, τ. 4ο, 25].
καρμάλι γίν’κι κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).
καρνήθρα, η  αναμμένα κάρβουνα.
κάρνου, του κάρβουνο.
καρντιλάνους, ου λάρυγγας.
καρούμπις, οι χαρούπια.
καρπέτα, η διακοσμητικό στρώμα.
καρσί (επίρρ.) απέναντι, αντικριστά [21β, 241].
καρσινός, -ή, -ό αντικριστός: Βουλγάρα, Βουλγάρα, μικρή Βουλγαρουπούλα, να πιρπατούμι αντάμα, που έχουμι τις πόρτις καρσινές κι τις αυλές αντάμα [15α, 175].
κάρτα, η φωτογραφία [27, 399].
καρτάλι, του είδος αετού.
καρτιριμός, ου  υπομονή, διάθεση στο να περιμένεις, η μη βιασύνη.
καρτιρού περιμένω, προσδοκώ: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς να φύβγεις [3α, 147]. –ώμι  δεν ανυπομονώ, δε βιάζομαι.
κάρτου, του τέταρτο της ώρας [27, 399].
καρυά, η καρυδιά.
κάρυνους, -η, -ου αυτός που γίνεται από ξύλο καρυδιάς: ν-έχου καράβι κάρυνου, κατάρτι πυξαρένιου.
καρφίτσα, η 1. κόσμημα στα μαλλιά της γυναίκας. 2.διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 310].
καρφουβέλουνου, του ασημένια καρφίτσα.
καρφουμάρα, η (μτφ.) τσιγκουνιά.
καρφουμένους, -η, -ου (μτφ.) τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος [25β, 109].
κασαβέτι, του στενοχώρια: ους πότι αχ, ους πότι βαχ κι ους πότι κασαβέτι [21β, 118].
κασανό, του μαύρο κοκκινωπό χρώμα [27, 353].
κασιόπ’τα, η αλευρόπιτα με τυρί και βούτυρο χωρίς φύλλα [26, 325].
κασιρία, η μέρος (καλύβι) που βάζω τα κασέρια.
κασκαβάλι, του είδος από τυρί [21α, τ. 162].
κασκαΐ να γένει (μτφ.) να μη μείνει τίποτα, να χαθούν όλα: κασκαΐ να γιένουν ούλα, δε μι νοιάζει ’ια τίπουτας.
κασκαρίκα, η φάρσα, πάθημα.
κασσάρα, η μεταλλικό πλατύστομο και με χειρολαβή εργαλείο με το οποίο κόβω ξύλα [12α, 91].
καστανόλουγγους, ου λόγγος με καστανιές.
καστιγάρου τιμωρώ.
καστραβέτσι, του αγγούρι.
κάτ’ (πρόθ.) προς: κι πήγαν του χ’μώ­να κάτ’ του χ’μαδιό κι γένν’σαν κι έκαμαν ούλα αρνάδις.
κατ’ιμένα προς εμένα [25α, 150].
κατ’κιό, του κατοικία, καλύβι για κατοικία.
κατάβαθα (επίρρ.) 1. εντελώς στο βάθος. 2. (μτφ.) τα μύχια της ψυχής.
καταβόθρα, η υπόγεια φυσική διάβαση από την οποία πολλές φορές περνούν νερά.
καταβόλιασμα, του η ενέργεια του καταβουλιάζου.
καταβουλιάζου 1. καταπλακώνω, κακομεταχειρίζομαι κάποιον. 2. μένω άπραγος: καταβόλιασι ικεί που ’σι.
καταδέχουμι είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.
καταΐ (επίρρ.) καταγής.
κατάκαλα (επίρρ.). είμι κατάκαλα χαί­ρω άκρας υγείας: κι όταν γύρισα κατάκαλα στα κονάκια, η μάνα μου πάλι δεν άλλαξε γνώμη για τους γιατρούς [19, 256].
κατακάλλισιους, -α, -ουαυτός που εί­ναι πολύ κάλλεσιος, (βλ. λ.).
κατάκαμπα (επίρρ.) καταμεσής στον κάμπο.
κατακαμπής (επίρρ.) κατά τον κάμπο.
κατακιέφαλους, ου, βλ. κατακιφαλιά.
κατακιφαλιά, η σφαλιάρα, χαστούκι.
κατακουκκινίζου βάφω ή κάνω κάτι πολύ κόκκινο: ποιος τουν φκιάνει, ποιος τουν ράβει κι τουν κατακουκκινίζει, μήλα, ρόιδα τουν γιουμίζει [3α, 139].
κατάκουρφα (επίρρ.) ακριβώς πάνω στην κορυφή.
κατάλακκα (επίρρ.) καταμεσής στη λάκκα.
καταλαχού (επίρρ.) κατά σύμπτωση, τυχαία [12β, 131], πάνω στην ώρα, εκείνη τη στιγμή..
καταμάρμαρα β’νά πολύ πετρωτά βουνά.
κατάνακρα (επίρρ.) στην άκρη τελείως.
καταντένου καταντώ, γίνομαι [27, 400]: κατάντησαν τα πρόβατα να τα πατάν’ τα γίδια [4, έτος 24ο, 56].
κατάντια, η  προκοπή.
καταντιά, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο ή μια οικογένεια από πλευράς υποδομών, οικονομικής πλευράς, κτλ.: θέλου να σύρου λιβιντιά κι καταντιά δεν έχου· μου λείπει η σέλα απ’ του βρακί, τα δυο τα μπουτζινάρια.
κατάντικρυ (επίρρ.) απέναντι ακριβώς [25α, 54].
καταντιό, του, βλ. καταντιά.
καταούλα (επίρρ.) καταγής.
καταπ’σιά, η γουλιά [25β, 110].
κατάπαμα, του ομφάλιος λώρος [25β, 109]
καταπατού βολιδοσκοπώ, «αγοράζω», «ψαρεύω»: πήγι να τ’ς καταπατήσει, ’ια να ιδει αν του δίνουν του κουρίτσι.
κατάπατου, του ομφάλιος λώρος, αφαλός.
κατάπατους, ου, βλ. κατάπατου.
καταπιόνας, ου φάρυγγας.
κατάρθει, είχα κατάρθει είχα καταβληθεί κυρίως από ασθένεια [20, 77], είχα ξεπέσει οικονομικά.
καταρουτάου ρωτάω με λεπτομέρειες: κι έκατσα κι τη ρώτησα κι την καταρουτάου [21β, 233].
κατάρραχα (επίρρ.) ακριβώς επάνω στη ράχη.
κατασάουρα (επίρρ.) καταγής, πάνω στο χώμα, πάνω στο σαρωμένο έδαφος [25β, 110].
κατάσαρκα (επίρρ.) πάνω στη σάρκα [3α, 195].
κατασάρκι, του μάλλινη φανέλα.
κατασιαίνουμι στήνω κάπου το καλύβι μου, εγκατασταίνομαι.
καταφρουνιμένα, τα πένθιμα, αυτά που μας προκαλούν λύπη: βγάλ’ τα αυτά τα λιρουμένα κι τα καταφρουνιμένα.
καταχειριάζου [12β, 131], βλ. καταχειρίζου.
καταχειρίζου χτυπώ με το χέρι μου, χαστουκίζω [25α, 69].
καταχνιά, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα που δεν είναι διαυγής.
καταχουνιάζου εξαφανίζω κάτι κρύβοντάς το, το τοποθετώ πολύ βαθιά.
κατέχου  γνωρίζω, ξέρω.
κατζίρντισι (του) (πιθ.) (μτφ.) «του ’φυγε» το μυαλό.
κατηγόριου, του κατηγορία.
κατιβάζου αβγό (μτφ.) παρουσιάζω κήλη, αρρωσταίνω από κήλη.
κατιβασιά, η φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή [25β, 111].
κατιπούθι κατά πού [25β, 111].
κάτνους (αντων.) κάποιου.
κατοίκι, του βρασμένο γάλα που το βάζω σε τομάρι και το έχω για το σπίτι [25β, 111].
κατοίκιψι κατοίκησε [19, 198].
κάτους (επίρρ.) καθώς: κάτους πήγα στου χ’μαδιό, ούλα στραβά μ’ πααίνουν.
κατρήθρα, η ουροδόχος κύστη.
κατριγάρ’ς, ου κατεργάρης [27, 400].
Κάτρου
κατσ’κάδα, η θηλυκό κατσίκι [26, 73].
κατσ’κάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα κατσίκια [26, 27].
κατσ’κάρνια, τα κοπάδι με αρνοκάτσικα [26, 29].
κατσ’κουτόμαρου, τουδέρμα από το σφαγμένο κατσίκι [26, 106].
κατσ’λιουμύτ’ς, ου 1.αυτός που έχει τη μύτη γυρισμένη προς τα πάνω.2.(μτφ.)ψω­ροφαντασμένος.
κάτσα, η καθησιά, χορευτική φιγούρα, βαθύ κάθισμα του χορευτή.
κατσαγάν’κη, η γρουσούζα, ζαβή προβατίνα [26, 84].
κατσάκ’ς, ου κλέφτης.
κατσαρέλα, η πέος αγοριού.
κατσαρή, η, βλ. κατσαρέλα.
κατσαρός, -ή, -ό κατσαρομάλλης.
κατσιαμάκι, του χυλός (καλαμποκίσιο αλεύρι+αλάτι+πιπέρι+λάδι)[26, 321].
κατσιαμέρια, τα είδος από σκουλαρίκια που πιάνονται από τα μαλλιά δίπλα στα αφτιά με ασημένιες αλυσίδες, με φλουράκια χρυσά ή ασημένια και πολύτιμες πέτρες [15β, 201].
κατσιαμπούρα, η ζωικό παράσιτο.
κατσιαρμάδις, οι πρώιμα αρνιά.
κατσιέλια, τα τρεις (συνήθως) στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το γύρω-γύρω των ενδυμάτων.
κατσίκι, του νεογέννητο της γίδας.
κατσικουπ’τιά, η κατσικίσια πυτιά.
κατσικουτσιόκανα, τα μικρά τσιοκάνια (βλ. λ.) για τα κατσίκια.
κάτσινα, τα πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο πορτοκαλί χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά [23α, τ. 3, 35].
κατσινουκάλισια, η προβατίνα που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της κάτσινας και της κάλλισιας.
κατσιό, του καθησιό.
κατσιός, ου αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.
κατσιούλα τουν έχει (μτφ.) είναι έτοιμος για τσακωμό: τουν έχει κατσιούλα σήμιρα ου πατέρα σ’.
κατσιούλα, η 1. κορυφή (αχυρένιο κωνικό κάλυμμα που κλείνει το κονάκι από πάνω) από το κονάκι [27, 366]. 2. κουκούλα.
κατσιουλόλουρα, τα λούρ(ι)α (βλ. λ.) που χρησιμοποιώ για να φτιάξω την κατσιούλα από το κονάκι [26, 199].
κατχεύου [20, 340], βλ. κατχιαίνου.
κατχιαίνου αδυνατίζω, χάνω βάρος: πουλύ κάτχινι του πιδί κι πρέπει να του πάμι στου γιατρό..
καυκαλήθρις, οι αγριολάχανα.
καυκί, του, βλ. καυκιά: ιτούτου του καυκί δεν του πιάνει πουτές βρουχή.
καυκιά, η 1. ξύλινο βαθύ πιάτο. 2. ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. από το βοσκό. 3. (μτφ.) τόπος που έχει το σχήμα της καυκιάς.
καύτρα, η η άκρη του τσιγάρου που καίγεται.
καύτρις, οι σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.
καφένιους, -α, -ου καφετής.
καψάλα, η καμένη βουνοπλαγιά, καμένο μέρος: γλέπου δυο ’λάφια πο ’βουσκαν σι νια παλιουκαψάλα [3α, 40] .
καψαλήθρα, η γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο καμένο δέρμα [12β, 132].
καψάλι, του, βλ. καψάλα.
καψαλιά, η, βλ. καψάλα.
καψαλιάρ’ς, -α καημένος, καημένη.
καψαλίζου τα μάτια (μτφ.) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα από θυμό, εκνευρισμό ή για διάφορους άλλους λόγους.καψαλίζου τα ξύλα καίω τη φλούδα από τα χλωρά ξύλα, για να τα καταστήσω ευλύγιστα [13, 52].καψαλίζου του κριάσι καίω τις τρίχες που υπάρχουν επάνω του, το αποψιλώνω από τις τρίχες.καψαλίζουμι καίγονται οι τρίχες από το σώμα μου.
καψαλός, -ή, -ό (πιθ.) αυτός που έχει στο τρίχωμά του πολλά χρώματα ανακατωμένα.
καψαρός, -ή, -ό καημένος.
καψου- το χρησιμοποιούμε ως πρώτο συνθετικό σε ονόματα ή ρήματα για να μετριάσουμε ή να προσδώσουμε σε αυτό τη σημασία της φτώχειας ή της συμπόνοιας, π.χ. καψουμάνα, καψουπατέρας.
καψουμούν’δις, οι έτσι αποκαλούν οι Σαρακατσιαναίοι τους βουνίσιους κτηνοτρόφους χωριάτες.
καψώνου νιώθω υπερβολική ζέστη.
κείθι (επίρρ.)  από εκεί, από εκείνη τη μεριά.
κείτουμι 1. είμαι κατάκοιτος. 2. ευρίσκομαι νεκρός: στου Γράμμου ταϊ ψηλάι βουνά, τα κουρφανταριασμένα, ν-ικεί, μανούλα μ’, κείτουμι σι νια μικρή διασέλα [3α, 34]. 3. (για τόπους) βρίσκομαι, έχω θέση .
Κέρδητα
κέστι, του τύπος, σουλούπι, περίγραμμα [25β, 113]: πουλύν τόπου γκιζέρησα Βλαχιά κι Βουκουρέστι, κόρη ξανθή δεν εύρηκα στου κέστι να μ’ αρέσει [3α, 85].
κηπάρια, τα χώρος που καταλαμβάνει ο κήπος [13, 12].
κήπια, τα μικροί κήποι γύρω από τα κονάκια [22, 186].
κιαμέτι, του μεγάλη βροχοθύελλα, κατακλυσμός.
κιαπέ, βλ. καιπέ: κιαπέ θα γιένου καλουγριά, να πάρου καλουιέρους [21β, 21]..
κιαρατάς, ου κερατάς.
κιβούρι, του μνήμα.
κιδρίσιους, -α, -ου κέδρινος.
κιδρόξ’λα, τα ξύλα από τον κέδρο.
κιεδρουμπόμπουλα, τα καρπός από το κέδρο.
κιέδρους, ου δέντρο κέδρος.
κιέρατου 1. (μτφ.) πονηρός κι έξυπνος άνθρωπος. 2. (μτφ.) ακτίνα του ήλιου: άνοιξη καιρός πούθελα να πλαΐάσω, ώσπου να βγάλει ο ήλιος κέρατα [20, 97].
κιέρμα, του κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο που το έφαγε ο λύκος: στου διάσιλου ηύρα του κέρμα απ’ τ’ λάια απ’ δουκήθ’κα ιψές.
κιλιμόχτινου, του ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν υφαίνω κιλίμια.
κιλιπούρι, του ξένο ζώο σε κοπάδι.
κιμέρι, του 1. ζώνη υφάσματος από την οποία πιάνεται η γυναικεία φούστα. 2. πορτοφόλι της ζώνης.
κιντάου τα πρότα με βέργα ερεθίζω τα πρόβατα να προχωρήσουν και να περάσουν από τη στρούγκα για να τα αρμέξουμε.
κιντίζου κεντάω [27, 372].
κιντόκουλα, τα παιδικό παιχνίδι.
κιντυνεύου κινδυνεύω: τα πρόβατα τα χάσαμι, τα γίδια κιντυνεύουν, κι τα πιδιά μάς έφυγαν ν-αρματουλοί κι κλέφτις [21β, 219].
κίντυνους, ου κίνδυνος.
κιο αφού, ενώ, αλλά, μα: κιο βρέχει, πού θα πάμι;
κιόλα  κιόλας.
κιόσσια, τα παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τέσσερα ξυλάκια, με χαλίκια (πούλια) και με μια πλάκα [17, 211].
κιουσσαριά, η πέτρα πάνω στην οποία είναι χαραγμένες οι στήλες του παιχνιδιού (τα κιόσσια) στις οποίες βάζω τα χαλίκια (πούλια).
κιουσσιλεύου αρχίζω να κουνάω τα πούλια μου, όταν ένα από τα τέσσερα ξυλάκια με τα οποία παίζεται το παιχνίδι τα κιόσσια πέσει με την ίσια πλευρά προς τα πάνω.
κιουστέκια, τα δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του αλόγου για να μάθει ριβάνι, (βλ. λ.) [26, 38].
κιουστικιάζου  1.βάζω του αλόγου κιουστέκια. 2.-ουμι (μτφ.) είμαι εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση.
κιουτεύου 1. φοβάμαι, απογοητεύομαι. 2. -ουμι φοβάμαι.
κιότιμα, του η ενέργεια τουκιουτεύου.
κιουτής, -τ’σσα φοβητσιάρης, -άρα.
κιπτσές, ου ρηχή τρυπητή κουτάλα.
κιραζώσμα, του κόκκινο πύον [27, 400].
κιραλ’φή, η πρακτικό φάρμακο (κερί και λάδι), γιατροσόφι
κιράου κερνάω.
κιράσματα, τα χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα ρίχνουν σε τροβά) οι καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το τελείωμα του γάμου.
κιρατίλας, ου (πιθ.) υποκοριστικό του κερατάς[27, 401].
κιρατίνα, η θηλυκό του κερατάς.
κιρδέσει κερδίσει: να ’ξιρα ποιος θα τα χαρεί κι ποιος θα τα κιρδέσει [3α, 63].
κιριστές, ου διάφορα υλικά, υλικά που χρειάζονται για να στήσουμε το κατοικιό μας, π.χ. ξύλα.
κιρλυγγίτσι, του αγγούρι [25β, 114].
κιρούσ’κου, του πρώιμο φθινοπωρινό χορτάρι.
κιρουφουρία, η αφθονία καρπών και χορταριού.
κισλάς, ου χειμερινό βοσκοτόπι.
κίτιρνους, -η, -ου κίτρινος.
κίτρινις, ου άνθη κολοκυθιάς [13, 25]
κιφαλάρι, του ξύλινο ημικύκλιο στο πάνω μέρος της σαρμανίτσας, (βλ. λ.) [26, 361].
κιφαλαριά, η πονοκέφαλος.
κιφάλι, του 1. κάθε κομμάτι από το φουστάνι. Το κάθε φουστάνι γίνεται από δέκα περίπου κεφάλια [27, 374]. 2. 29 ή 25-30 αδερφωμένες ιδιασμένες κλωστές. Ένας αριθμός από κεφάλια αποτελεί το διασίδι. π. χ. 8, 10 ή περισσότερα. κιφάλι κάνουν τα πρώτα ξεκινούν.
κιφαλιάτ’κου, του φόρος που πληρώνει κάθε Σαρακατσιάνος για κάθε κεφάλι ζώο [26, 10].
κιφαλόβρυσου, του κύρια πηγή, κεφαλάρι: ποιος του είπι κιφαλόβρυσου, ποιος του είπι κρύα βρύση, ποιος του είπι της αϊγάπης μου κι θέλει να μ’ αφήκει.
κιφαλουξιούραφου, τουείδος ξυραφιού.
κιφαλουτάνι κεφαλομάντιλο.
κιχαϊάς, ου τσέλιγκας [3α, 195].
κιχαϊλίκι, του 1. αξίωμα του κεχαϊά. 2. βλ. κιχαϊλίτ’κου: μου ’παν γιένουντι πρόβατα καλά, ζυγούρια σαν κριάρια κι είνι τα έξουτα ’λαφριά, του κιχαϊλίκι λίγου [21β, 222].
κιχαϊλίτ’κου, του χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις υπηρεσίες που προσφέρει στο τσελιγκάτο, αμοιβή του τσέλιγκα.
κιχαΐνα, η γυναίκα του τσέλιγκα: ας μη λένι κιχαΐνα, κι ας πιθαίνου απ’ την πείνα [19, τόμος 1ος, 338].
κιχαϊουπαίδι, του τσελιγκόπουλο: να πάρου δίπλα ταϊ βουνά, δίπλα τα κουρφουβούνια, να πιάσου δώδικα πιδιά ν-ούλα κιχαϊιουπαίδια [21β, 178].
κλ(ε)ίτσα, η εργαλείο (ξύλινη ράβδος) στα χέρια του βοσκού που προορίζεται κυρίως για το πιάσιμο των ζώων. Κλίτσα κυρίως λέμε το μικρό καμπυλωτό εργαλείο που είναι σφηνωμένο πάνω στο κλιτσόξυλο, τη χειρολαβή [25β, 115], [12β, 133] έμ’νι μι ’ν κλίτσα στα χέρια (μτφ.) έχασε το βιος του: ικείνη ν’ καμένη τ’ χρουνιά χιόν’σι πουλύ. Τα πρότα είχαν ξιπαγιάσει απ’ του κρύου κι οι τζιουμπαναραίοι έμ’ναν μι ’ν κλίτσα στα χέρια. πήρι ’ν κλίτσα (μτφ.) έγινε κτηνοτρόφος. παράτ’σι ’ν κλίτσα (μτφ.) δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία. νια κλίτσα γράμματα (μτφ.) λίγα γράμματα· τα στοιχειώδη. –ις γράμματα· οι γραμμές με τις οποίες φτιάχνουμε τα σύμβολα των γραμμάτων [3β, 12].
κλ(ε)ιτσιά, η χτύπημα με την κλίτσα.
κλ(ε)ιτσόξ’λου, του ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η κλ(ε)ίτσα.
κλ(ε)ιτσούλις, οι μικρές κλιτσούλες (γάντσοι) που τις μπήγουμε στο έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουμε μέσα από τις θηλειές της τέντας, και με αυτές τεζάρουμε και σταθεροποιούμε την τέντα (τσιατούρα) κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων [26, 45].
κλαδιφτήρι, του κοφτερό εργαλείο για ξύλα.
κλάδους, ου κλαδευτήρι.
κλανιάρ’ς, ου (μτφ.) φοβητσιάρης.
κλάπα, η σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού για να στερεωθεί το κουδούνι [26, 138].
κλαπάν’σμα, του η ενέργεια του κλαπανίζου.
κλαπανίζει του σκ’λί ρήμα στο τρίτο πρόσωπο που ονοματίζει τον τρόπο που το σκυλί τρώει το γάλα [25β, 114].
κλαπάτσα, η, βλ. αβδέλλιασμα.
κλάρα, η κλαδί.
κλαριά, τα δέντρα.
κλάρ’σμα, του η ενέργεια τουκλαρίζου.
κλαρίζου, βλ. κλαρουκουπού.
κλαρίσιοι, οι Σαρακατσιαναίοι που έχουν τη στάνη τους μέσα στα κλαριά, στα λόγγα.
κλαρουκουπού κόβω τα κλαδιά από το δέντρο, κλαρίζω το δέντρο για να φάνε τα ζώα.
κλαρούλα, η διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 139].
κλάρουμα, του η ενέργεια του κλαρώνου.
κλάρους, ου κλάρισμα δεντρου.
κλαρουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.
κλαρώνου πλέκω με κλαριά το σκελετό του καλυβιού. κλάρουσι του κου­πάδι στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί [23α, τ.4ο, 23].
κλειδί, του, βλ. ψίδι [26, 126].
Κλειδί, χαιρ.42,4
κλειδουμανταλώνου κλειδώνω και μανταλώνω, ασφαλίζω.
κλειδουνιά, η κλειδαριά.
κλειδουπίνακου, του μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι ασφάλειας που κλείνει σχεδόν αεροστεγώς και υδατοστεγώς [12α, 92].
κλείδουση, η άρθρωση, σύνδεση μελών του σώματος.
κλειδουτή ρόκα ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και συνταιριάζεται [26, 364].
κλειδώματα, τα κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά: ν-έβαλι τα κλειδώματα κουδούνια στα πρατά της, βάνει κι τα σκ’λαρίκια της χανάκις στα σκυλιά της [15α, 278].
κλείσμα, του φράχτης ή το γύρω-γύρω της στρούγκας.
κλεισούρα, η πυκνό δάσος.
κλειτσουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.
κλέφτ’ς, ου 1. κλέφτης 2. παιδικό παιχνίδι [17, 211].
Κλέφτις
Κλήδουνα, τα γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του Προδρόμου: βρυσούλα μ’, του κρύου σ’ νιρό, δώσ’ μας νιρό, δώσ’ μας τη δρουσιά, να βρέξουμι τα Κλήδουνα, τ’ Αϊ-Γιαννιού τα καλου­ιάννια [15α, 296].
κληματσίδα, η αναρριχόμενο φυτό που μοιάζει με αγριόκλημα.
κλήτσα, η [25β, 115], βλ. κλ(ε)ίτσα.
κλίκια, τα ανάγλυφες παραστάσεις (σχέδια) από ζυμάρι που φκιάχνουν οι γυναίκες πάνω στις κουλούρες.
κλικόπ’τα, η είδος πίτας.
κλείου κλείνω.
κλιτσ’νάρια, τα μακριά πόδια.
κλιφτάκια, τα 1. κλεφτόπουλα: ν-όσα κλιφτάκια είστι πάνου σταϊ βουνά, ν-ούλα να προυσκυνάτι τουν Αλή-Πασιά [15α, 184]. 2.κλιφτάκια, τα παιδικό παιχνίδι.
κλιφτουβασίλειου, του έτσι λέμε το ελληνικό κράτος απαξιωτικά: τι καρτερείς, μωρέ, απ’ του κλιφτουβασίλειου, αφού κλέφτις το ’φκιασαν [20, 226].
κλιφτουλήμιρα, τα κλέφτικα λημέρια: φίλοι μου, χιριτάτι μου Τζουμέρκα, Βαλτουχώρια κι ούλα τα κλιφτουλήμιρα ους πέρα τα Ζαγόρια.
κλιφτουπαίδια, τα κλεφτόπουλα [24, 13].
κλόσια, τα κρόσια από τα υφαντά.
κλουβώνου βάζω σε κλουβί: να κάνου γυάλινου κλουβί να σι κλουβώσου μέσα, να σι ταΐζου ζάχαρη, να σι ταΐζου μόσκου.
κλουνά, η κλωστή.
κλουνάρας, ου αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει μόνος του.
κλουνί, του 1. μικρό κλωνάρι, βλαστός από φυτό που είναι πόα: έκουψα κάνα δυο κλουνιά τσιάι 2. κλωστή [22, 106] κλουνί αλάτι σπυρί αλατιού.
κλουπακάει  κινείται κάτι υγρό σε σκεύος  ή  σε δοχείο κλειστό.
κλουρώνου 1. κουλουριάζω, περικυκλώνω. 2. -ουμικουλουριάζομαι: κλουριάσ’κα μι ’ν κάπα κι τίναξα ιέναν ύπνου!
κλουστάρια, τα στριμμένα μαλλιά.
κλουτσιάρ’κου, του ζώο που κλοτσάει.
κλουτσουτύρι, του ξινοτύρι που παράγεται από το ξινόγαλο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το βούτυρο [12α, 93].
κλώθου [12β, 134] 1. γυρίζω γύρω, κινούμαι κυκλικά. 2. στρίβω το αδράχτι για να μετατρέψω το μαλλί σε νήμα.
κλώνη, τα κλωνάρια.
κμάνι, του ασθένεια στα ζώα (πληγιάζουν ανάμεσα στα νύχια).
κόβιτι του γάλα γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο.
κόβιτι του ζώγου ξεκόβεται, ξεχωρίζει από το κοπάδι.
κόβου σφάζω: βρέθ’κι Αντώνης μεθυσμένους, πάει κι την έκουψι. κόβου κριάσινιώθω οξύ πόνο πάνω στην οσφυική χώρα. κόβου μέρα ορίζω ποια μέρα θα κάνω κάτι. π.χ. γάμο. κόβου τόπου χωρίζω κάποιο μέρος. κόβου του γάλα σταματάω να πηγαίνω το γάλα στο μπάτζιο (τυροκόμο). κόβου χιόνι ανοίγω δρόμο μέσα στο χιόνι για να πάω κάπου. κόβουντι τα στ’μόνια (μτφ.) δεν έχω κουράγιο, δεν έχω όρεξη για ζωή, γεράζω. κόβουντι τα πρότα αποκόπτονται απ’ το κοπάδι.

κόθρια, τα κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα για το κεφαλοτύρι.
κόθρους, ου το γύρω-γύρω από τη γωνιά, τη βάτρα που είναι υπερυψωμένο (σαν τοιχάκι) καθώς και ο γύρος της πίτας και του ψημένου ψωμιού.
κοιλάρα, η καλύβι αποθήκη [25β, 117].
κοινουνιά, η θεία κοινωνία.
κόκαλα, τα έθιμο στο σφάξιμο του γουρουνιού.
κοκκ’νουβουλάου είμαι κατακόκκινος: κοκκ’νουβουλάει ου κάμπους απ’ τ’ς παπαρούνις.
κοκκ’νουμάτα, -κου προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια. Αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια [23α, τ. 3, 35].
κόκκα, η 1. εγκοπή, σκαλόκωμμα [20, 15]. 2. βλ. μπρουστουκλείδ’κου [26, 34].
κόκκινη, -ου γίδα με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο). Αρσενικό γίδι με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο) [23α, τ. 4ο, 25].
κόκουτας, ου κόκορας: απ’ τουν κόκουτα κουμπάρα κι απ’ τη γίδα συμπιθέρα [19, τόμος 1ος, 342].
κόκουτους, ου κόκορας.
κόλλα, η 1. πρωτόγαλα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ. 2. θεραπευτικό πρωτόγονο έμπλαστρο: πούντιασα κι απόψι μόρ’ξι η μάνα μ’ κόλλα.
κόν’σμα, του εικόνισμα.
κον’σμουμάντ’λου, του μαντίλι που βάνουμε στο εικόνισμα.
κον’σμουτρουβάς, ου τροβάς μέσα στον οποίο βάνουμε το εικόνισμα κατά τις μετακινήσεις μας.
κόνα, η εικόνα.
κόντις, οι αβγά της ψείρας: καείτι ψείρις, κόντις, κι έρχουντι τα κόκκινα [4, έτος 24ο , 56].
κόντιψαν τα πρότα λιγόστεψαν: πούλ’σαμαν τ’ς παλιές κι κόντιψαν τα πρότα.
κόπανους, ου ειδικό ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπάω δυνατά τα υφαντά, όταν τα πλένω.
κόπρια, τα σκουπίδια που ρίχνονται στην «κοπριά», δηλ. στον τόπο των απορριμμάτων [12β, 134].
κόπτσα, η μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
κόρδα, η 1. πρόχειρο και προσωρινό μαντρί που φτιάχνεται με δεματσούλες ή λιάσες [12α, 95]. 2. δεμάτι λυγαριάς που χρησιμοποιώ για να φτιάξω τα μαντριά [27, 403].
κορηφίλμα, του το φίλημα του κοριτσιού.
κόρτσα, η στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο ρούχο: ήμαν στιρφάρ’ς κι είχα δυο μήνις να ρίξου νιρό απάνου μ’. Είχα πιάσει δυο δάχ’λα κόρτσα.
κόρφια, τα: δε θέλου ιγώ τα μήλα σου, ν-ούηδι αυτά τα κίτρα σου, μόν’ θέλου αυτά τα κόρφια σου τα μουσχουμυρισμένα[24, 53], βλ. κόρφους.
κόρφουμα, του φυσικό κοίλωμα.
κόρφους, ου στήθος και καλύτερα περιοχή ανάμεσα στο στήθος και τη μασχάλη που αποτελεί απόκρυφο μέρος του σώματος [12β, 136].
κόσα, η είδος χτενίσματος (πλέξιμο των μαλλιών), κοτσίδα.
κοτ με τη λέξη αυτή φωνάζω το σκύλο και έρχεται κοντά μου.
κότσι, του αστράγαλος.
κότσια, τα παιχνίδι όμοιο με το σημερινό ζάρι.
κότσιαλου, του φρύγανο [12β, 137].
κουβαρδάς, ου χουβαρδάς.
κουβάτα, η μονόξυλο πυξαρένιο καυκί [26, 356].
κούδα, η ομάδα, ομάδα που συνήθως μας είναι αντιπαθητική: νια κούδα κλέφτις έρχουντι πιζοί, καβαλαραίοι [15α, 104].
κουδέλα, η 1. στροφή του δρόμου, ελιγμός, ανακύρτωση [27, 401]. 2. διακοσμητικό θέμα στην τέχνη (κυματιστό και μαιανδρικό) [26, 336].
κουδιλιαστά (επίρρ.) μαιανδρικά, ζικ –ζακ.
κουθρίσιου, του είδος από τυρί [26, 87].
κουκαρέλα, η κροκάλα.
κουκιάζου συμπληρώνω με δικά μου λόγια κάτι που είναι μισοτελειωμένο έτσι, ώστε να υπάρχει συνοχή και ομοιογένεια στο κείμενο, ολοκληρώνω κάτι.
κουκκαλάρι, του, βλ. ανιβατής.
κουκκαλόχουρτου, του βοτάνι.
κούκκους, ου στολίδι στο λαιμό του προβάτου μετά το κούρεμά του∙ έχει σχήμα ολοστρόγγυλο.
κουκλιμέντα, τα κομπλιμέντα [27, 402].
κούκλους, ου κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που μοιάζει με πέπλο.
κουκλώνου βάνω στη νύφη τον κούκλο (πέπλο).
κουκόσια, η καρύδι. κουκόσια κουκκαλιάρα ή κουκόσια κούφια (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο.
κουκότ’φλους, -η, -ου αυτός που δε βλέπει καλά [7β, 139], μισόστραβος.
κουκουβάις, οι (μτφ.) άτυχες, δυστυχισμένες. Άλλες τέτοιες λέξεις είναι: κρούνες, κίσσες κτλ.
κουκουμαυλόχουρτου, του φυτό [27, 379].
κουκουμπέλις, οι μικρά μανιτά­­­ρια· εξωτερικά έχουν χρώμα άσπρο και εσωτερικά τριανταφυλλί. Παρουσιάζονται πιο πολύ το φθινόπωρο και μετά από βροχή.
κουκουμπλούλα, κάθουμι κουκουμπλούλα κάθομαι οκλαδόν ή μισογονατισμένος [22, 138].
κουκουνιάζου κάθομαι στα γόνατα, κωλοκάθομαι.
κουκουράου του πιδί το ταχταρίζω, το παίζω στα χέρια μου, το πετάω ψηλά και το ξαναπιάνω [20, 317].
κουκουρέτσα, η άγρια φυστικιά.
κουκουρέτσι, του μαλλί τυλιγμένο με σειρήτια που μπαίνει στο χτένισμα του κεφαλιού της γυναίκας ψηλά στο μέτωπο.
κουκουρούντσους, ου σωρός.
κουκουσούλα, η φυτό με βολβό.
κουκουστάκια, τα καρπός της οξιάς.
κουκουστάφ’λου, του χορταρικό.
κούλ’κου άλουγου σταχτί άλογο.
κούλα, η φοράδα ή μούλα με καφέ χρώμα [27, 352].
κουλάζουμι αμαρτάνω, αυτοτιμωρούμια [17, 332].
κουλάνι, του εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην ουρά.
κουλατανιάρα, -κου προβατίνα που κουτσαίνει από τα πίσω πόδια και πηγαίνει σβάρνα. Αρσενικό πρόβατο που κουτσαίνει από τα πίσω πόδια και πηγαίνει σβάρνα.
κουλιάντζα, η ασθένεια στα ζώα (δυσεντερία) [27, 356].
κουλιασάκι, του είδος από κουρκούτι.
κουλιμπριά, η πολύ δυνατή βροχή.
κουλκουτάου καλοπιάνω.
κουλλ’τσίδα, η φυτό που τα σπέρματά του έχουν κολλητικά άγκιστρα.
κουλλάν’ τα πρότα βόσκουν [13, 61].
κουλλάστρα, η, βλ. κλιάστρα.
κουλλιατζιάρ’ς, ου (πιθ.) αυτός που πάσχει από κολλιάτζα (δυσεντερία) [20, 286].
κουλλιέτσια, τα κουλούρια, μικρά ψωμάκια.
κουλόκ’ρου, του μαλλιά από το κουλουκούρεμα, βλ. κουλουκ’ρίζου.
κουλόπανα, τα ταινίες από ύφασμα με τις οποίες περιτυλίγουμε τα βρέφη.
κουλουβός, -ή, -ό 1. ακρωτηριασμένος, ελλιπής, ζώο που έχει κοντή ουρά. 2 -οί Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι. Τους λέμε έτσι, γιατί φοράνε κοντή φουστανέλλα μέχρι το γόνατο.
κουλουκ’ρίζου κουρεύω τα πρόβατα στο στήθος, στην κοιλιά, στην ουρά και στο μέρος που είναι γύρω από αυτήν. Το κούρεμα αυτό γίνεται στην αρχή της άνοιξης [26, 97].
κουλουκαθιά, η  κίνηση στο χορό με ημοκάθισμα.
κουλουκούριμα, του η ενέργεια του κουλουκ’ρίζου.
κουλουμάλλιαρους, ου  βλ. μαλλιαρόκουλους.
κουλουμπρίνα, η τεμπέλα γυναίκα.
κουλουρουφάου ρουφάου με τον πισινό μου: ου κόκουτας κουλουρόφ’σι του νιρό απ’ του πουτάμι κι διάφκι πέρα.
κουλουσβιρδόν’ς, ου (μτφ.) πολύ έξυπνος και καταφερτζής: ξέρ’ς τι κουλουσβιρδόν’ς είνι; [17, 260].
κουλουτέντα, η ασθένεια των προβάτων που προσβάλλει τα νεφρά [27, 356].
κουλουτούμπσι έκανε κωλοτούμπα.
κουλουφουτιά, η πυγολαμπίδα.
κουλυρή, η πίτα που τα φύλλα τα τυλίγουμε κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.
κουλυρίδα, η κάθε τι που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο, π.χ. η οχιά που τυλίγεται γύρω από το δέντρο [25β, 121].
κουλυρόπ’τα, η, βλ. κουλυρή.
κουμαντάρης, ου αρχηγός, κουμανταδόρος: τ’ έχου αδέρφι’ αρματολούς, πρωτουξαδέρφια κλέφτις, ν-έχου πατέρα δήμαρχου κι μπάρμπα κουμαντάρη [24, 76].
κουμανταρίζου κάνω κουμάντο, κατευθύνω [27, 404].
κουμαντάρους, ου αρχηγός [27, 404].
κουμάνχα, τα σάρκα που έχουν τα πρόβατα ανάμεσα στα νύχια τους [25β, 121].
κουμαχιόντι τα πρότα (πιθ.) υποφέρουν από τη ζέστη.
Κουμίτις, οι Κομιτατζήδες: Κουμίτις πά­­ησαν νια βραδιά στα βλάχικα καλύβια κι οι βλάχοι τους προυδώκανι στουν Κώστα του Γαρέφη [21β, 81].
κουμπί, του μήλο του Αδάμ [27, 404].
κουμπιάζου τεμάχιο τροφής μου εμποδίζει τη δίοδό της, πνίγομαι, μπουκώνω: βάρι μι λίγου σ ’ν πλάτη, ’ιατί κόμπιασα.
κουμπόδιασμα, του σχεδιασμός του κονακιού (χάραγμα των ορίων) [25β, 121].
κουμπουδάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα στο δεξί αφτί παρακάτω από την κορυφή που μοιάζει με κόμπο.
κουμπουδιάζου φτιάχνω κόμπους, φτιάχνω κόμπους τις κλωστές από το στημόνι και αρχίζω να το υφαίνω.
κουμπουδιασμένους, -η, -ου  τσιγκούνης.
κουμπουθλιά, η γυναικεία πόρπη.
κουμπουλόι, του (μτφ.) αδύνατο ζώο, άπαχο, κοκκαλιάρικο: τις αρνάδες τις κοιτάνε και στην ουρά, να μην είναι «κομπολόι», δηλαδή κόκκαλα χωρίς κρέας [20, 45].
κουμπουράδις, οι αυτοί που κρατούν πιστόλια, αστυνομικοί.
κουμπουραχιά, η τμήμα της σπονδυλικής στήλης κατά μήκος της ράχης [12α, 94].
κουμπούρι, του πιστόλι.
κούμπουσι ου κούκους [22, 97], βλ. τσάκ’σι ου κούκους.
κουμπώνου απατώ, ξεγελώ [12β, 138].
κουνάκι, του 1. σπίτι του Σαρακατσιάνου. 2. μέρος που ξεφορτώνω κατά τις μετακινήσεις μου [17, 141]: ’ν άν’ξη η στράτα ’ια τα β’νά ήταν δέκα κουνάκια. 3. νοικοκυριό, συγύριο [13, 66]. 4. οικογένεια: άιντι, πιδί μ’, να παντριφτείς, να φκιάσεις κουνάκι [20, 18]. 5. -ια σαρακατσιάνικος οικισμός: ταχιά, θα πάμι στα κουνάκια για ν’ αλλάξουμι.
κουνακιάρς, -α, -κου αυτός που ζει στο κονάκι, που η ζωή του κινείται γύρω από αυτό.
κουνεύου σταθμεύω κάπου, φτιάχνω κονάκι [17, 332].
κουνούκλα, η φυτό πόα και με χρώμα μοβ που το αγαπούν πολύ τα πρόβατα.
κουντά (επίρρ.) μετά, ύστερα: πήγαμαν πρώτα στα Γιάννινα κι κουντά σ’ν Πρέβιζα.
κουντακιανός, -ή, -ό κοντούλης, μι­κρόσωμος.
κουντακιανούλα, η κοντούλα.
κουνταρέλα καραβάνι με φορτωμένα ζώα που πηγαίνουν το ένα κοντά, πίσω στο άλλο.
κουνταριλιάζουμι πηγαίνω κονταρέλα , δηλ. ο ένας πίσω από τον άλλον.
κουντεύου 1. πλησιάζω. 2. κονταίνω.
κουντνιέλα, η παρέα των τελευταίων, τελευταία πρόβατα από το κοπάδι, ουρά από το κοπάδι [22, 81].
κουντο- ή κουντου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια του κοντού: κουντουβούνια, κουντόκλιτσα, κουντουξιά, κουντουρούπακα, κουντουτσίπις (λαχανικό), κουντουτσούραπου (κάλυμμα στο γυναικείο πόδι ανάμεσα στην πατούνα και την κάλτσα που φτάνει στον αστράγαλο) κουντουιέλατους, κουντουφτάνου, κουντουραχούλις, κουντουστούπι, κουντόκαπα και κουντουκάπι (και κομμάτι στη φορεσιά), κουντόκουρμους.
κουντό, του πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι κοντό και φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες [22, 163]. τουν παίρου στου κουντό ακολουθώ κάποιον καταπόδι [16, 29]
κουντούρις, οι παπούτσια [19, τόμος 3ος, 214].
κουντουρίσιου, του συμβούλιο που κάνουν οι Σαρακατσιαναίοι  πάνω στα βουνά, για να μοιράσουν τα λιβάδια.
κουντράου (για ζώα) χτυπάω με τα κέρατα [27, 402].
κουντραστάρου μαλώνω [27, 402].
κουντράτα, τα συμβόλαια.
κουντύλι, του κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.
κουντυλουγραμμένους, -η, -ου φτιαγ­μένος με το μολύβι, (μτφ.) πολύ όμορφος: μόν’ θέλου τα ματάκια σου τα κουντυλουγραμμένα [3α, 95].
 κούπα τα ’χου τα μάτια (μτφ.) στραβώνομαι, δε βλέπω και ξεγελιέμαι, «την πατάω»: τα’ χι κούπα τα μάτια στα ειδίσια.
κούπα, η 1. ποτήρι, κύπελλο [23α, τ. 3, 55]. 2. διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 339]. 3. τμήμα από το γόνατο.
κουπάδι, του σύνολο από ζώα.
κουπαδιάζου χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα, στερφοκόπαδα, κ. ά. [21α, τ. 162].
κουπάδιασμα, του η ενέργεια του κουπαδιάζου.
κουπάνα, η σκαφίδι.
κουπανάει η πρατίνα είναι άρρωστη και πάλλεται η κοιλιά της.
κουπανιάρ’κου, του άρρωστο πρόβατο που φουσκώνει και ξεφουσκώνει η κοιλιά του.
κουπανιάρ’ς, -α, –κου άρρωστος.
κουπανίζου χτυπάω τα ρούχα που πλένω με τον κόπανο.
κουπανόκαδη, η, βλ. βούρτσα.
κουπέλλα, η κορίτσι.
κουπή, η κοπάδι: κι παίρουν την Τουρκιά μπρουστά, σαν τις κουπές τα γίδια [21β, 165].
κουπιάζου κάνω τον κόπο: κουπιάστ’ απάνου, βρε πιδιά, να φάμι κι να πιούμι [10α, 57].
κουπιαστό, του είδος από διασίδι, (βλ. λ.).
κουπίδι, του αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο για να σκαλίζω ξυλόγλυπτα ή να τρυπάω κάτι [26, 358].
κουπούλις, οι, βλ. κουπουτά.
κούπουμα, του καπάκι από σκεύη.
κουπουστάρι, του καπάκι από πάφλα (βλ. λ.) ή από χάλκινο μαγειρικό σκεύος [22, 48].
κουπουτά, τα διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 437].
κουπουτούτ’σ’κου, τουδιακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 439].
κουπριά (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για πέταγμα, για περιφρόνηση.
κουπρίζου 1.(για ζώα) αποβάλλω τα περιττώματα μέσα από τη φυσική οδό. 2. αφοδεύω.
κούπσι το ’βαλε στα πόδια, έφυγε τρέχοντας: τσακώθ΄κι μι τ’ς χουριάτις ου Κώστας ου Λιγαίικους κι κούπσι   ’ια να γλιτώσει.
κουπτσιά, η 1. αρμαθιά: κάηκι της Τήνας ν-η κουπτσιά, Τασούλας του φουστάνι [24, 9] 2. πόρπη.
κουπώνει η καρδιά (μτφ.) στενοχωριέμαι, ψυχοπλακώνομαι.
κουπώνου 1. βάνω το καπάκι πάνω στα σκεύη, τα κλείνω, τα καλύπτω. 2. βλ. γκουρώνου.
κουρ’κουζώητους, -η, -ου αυτός που ζει τα χρόνια του κόρακα (πολλλά χρόνια), ιδιαίτερα μακρόβιος, αιωνόβιος.
κουρ’φ’νός, -ή, -ό αυτός που βρίσκεται στην κορυφή.
κουρ’φανταριασμένα β’νά βουνά με αντάρα στις κορυφές ιδιαίτερα το Φθινόπωρο που αρχίζουν οι βροχές.
κουρ’φή, η 1. κορυφή. 2. γινωμένο για βάρεμα (αποβουτύρωση) γάλα [17, 332]. 3. αφρόγαλο [26, 72].
κουρ’φουβούνια, τα βουνοκορφές.
κουρακιάζου του τραγούδι κλώθω, σέρνω και κρατάω πολλή ώρα το τραγούδι: μιθαύριου στου γκουρμπάνι θα του κουρακιάσουμι.
κουράκιασμα, του η ενέργεια του κουρακιάζου.
κουρακιαστό τραγούδι τραγούδι που ο τραγουδιστής το κλώθει και το σέρνει πολύ.
κουρακώνου 1. ξεπαγιάζω, μελανιάζω από το πολύ κρύο [25β, 122]. 2. πεθαίνω από το πολύ κρύο: τουν έπιασι στ’ στράτα του χιόνι κι κουράκιασι.
κουράσι, του [3α, 93], βλ. κουράσιου.
κουρασιά, η, βλ. κουράσιου: στης κουρασιάς του μάγουλου, στης έμουρφης τ’ αχείλι.
κουρασινή, η κοράσιο, κορίτσι, κοριτσόπουλο: κουρασινή τραγούδησι ψηλά σ’ ιένα γκιουφύρι κι του γκιουφύρι ράισι κι του πουτάμι ιστάθη [15α, 88].
κουράσιου, του κορίτσι, κοριτσόπουλο: πουλλές νύχτις γκιζέρησα μ’ ένα  μουρφου κουράσιου.
κούρβα, η ανήθικη γυναίκα, πόρνη.
κουρδαρίζουμι περηφανεύομαι χωρίς ντροπή [25β, 119].
κουρδέλια, τα δεμάτια από κλαδιά [27, 403].
κουρδουκ’λάου κατρακυλάω, πέφτω και κυλάω πολύ αστεία και απρεπώς [25β, 122]: κουρδουκύλ’σι τουν κατήφουρου σαν κουλουκύθι.
κουρδουκύλ’σμα, του  η ενέργεια του κουρδουκ’λάου.
κουρδουκύλα, η κατρακύλισμα.
κουρδουμπλός, -ή, -ό κοντός και παχύς άνθρωπος, αστεία παχύς που φαίνεται σαν στρογγυλός [25β, 123].
κουρδουμπούλι, του 1. βόλος 2. (μτφ.) παχουλός άνθρωπος [22, 79]: τρώει, τρώει κι γίν’κι κουρδουμπούλι. 3. (μτφ.) κουτσομπολιό, συκοφαντίες [25β, 123].
κουρέλα, η μικρό μαχαίρι [26, 105].
κουρημάδδα, η [25β,123], βλ. κουριμάδα.
κουριμάδα, η (μτφ.) κακομοίρα, αξιολύπητη, καημένη, παραπεταμένη, κουρεμένη σε ένδειξη πένθους [12α, 97].
κουριμαδιά, η [24, 90], βλ. κουριμάδα.
κουριντίνα καραντίνα, περιορισμός στο κονάκι, παραμονή για πολλή ώρα σε ένα μέρος: μ’ έπιασι νια θέρμη κι είμι τώρα τρεις μέρις κουριντίνα. τι μόκατσις κουριντίνα στου κιφάλι μ’ ;
κουριόζους, ου πονηρός [27, 403].
κουρίτα, η μακρόστενη ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή για να βάζω τροφή στα ζώα ή για να περνάει νερό, σχηματίζοντας μορφή βρύσης [13, 30].
κουριφτάδις, οι αυτοί που κουρεύουν τα ζώα [26, 99].
κουριφτής, ου αυτός που κουρεύει τα πρόβατα.
κουρκουβέτσι ένα ανακατωμένο πρά­­­μα: αρνόμαλλα κι κουλόκρα ανα­κα­τώ­θ’καν κι γίν’καν κουρκουβέτσι [25β, 123].
κουρκουσούρ’ς, -α κουτσομπόλης, κουτσομπόλα [27, 404].
κουρκούτι, του αλεύρι βρασμένο σε πολτώδη κατάσταση ή αλεύρι με γάλα βρασμένο κατάλληλο για να τρέφονται τα βρέφη.
κουρμί, του αμάνικο μαύρο μάλλινο υφαντό (γιλέκο) από αρνίσιο μαλλί με κεντητό μπούστο στη γυναικεία φορεσιά.
κούρμπασης, απ’ τουν κιρό τ’ κούρ­μπαση από πολύ παλιά.
κουρμπέτ’ς, ου εργένης, μοναχός.
κούρνια, η φωλιά.
κουρνιάζου φωλιάζω.
κουρνιαχτίζου 1.σηκώνω σκόνη, σκονίζω 2.-ουμι σκονίζομαι: Μάρου μ’, μη κουρνιαχτίζισι κι μη σι καίει ν-ου ήλιους.
κουρνιαχτός, ου σκόνη.
κουρνόζους, ου πονηρός, κατεργάρης [27, 404].
κουρόμπλου, του κορόμηλο: ξικά­μπ’σι κόκκινου κουρόμπλου.
κουρουμπλιά, η κορομηλιά.
κουρουνάδις, οι αξιωματικοί: ποιοι είν’ αυτοί απόρχουντι, σαν να ’νι κουρουνάδις [21β, 92].
κούρους, ου κούρεμα των γιδοπροβάτων.
κουρουφύλακας, ου χωροφύλακας.
κουρουψάλ’δου, του ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων [26, 97].
κουρσεύου λεηλατώ, λαφυραγωγώ: ν-ούλοι έκλιβαν κι κούρσευαν κριάρια μι κουδούνια κι ’γω ’κλιβα κι κούρσευα ’κλησιές κι μαναστήρια [21β, 24].
κουρσιούμι του κάτι που είναι ασήκωτο από το βάρος, βλήμα: πικρό, Τασιά μ’, του λάβουμα, φαρμάκι του κουρσιούμι [15α, 33].
κουρφανταριασμένου β’νό βουνό που η ομίχλη έχει κατακλύσει την κορυφή του [3α, 43]
κουρφύγγι, του βούτυρο από το πρωτόγαλα της προβατίνας που πολλές φορές το ρίχνουμε πρόχειρα πάνω σε φύλλα και το βάνουμε στη φωτιά [25β, 119].
κουσ’μαρόπ’τα, η πίτα που γίνεται με κουσμάρι, (βλ. λ.).
κουσάνα, η κοτσίδα [12β, 136].
κουσί (επίρρ.) ταχέως, γρήγορα [27, 403]: φεύγα κουσί να προυκάν’ς.
κουσιά, η μεταλλικό εργαλείο με το οποίο κόβω κυρίως χόρτα.
κούσιαλου, του αδύνατος άνθρωπος, γέροντας κατά κανόνα, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του [12α, 98].
κουσιαρίζου γίνομαι είκοσι χρονών ή ο μήνας έχει είκοσι: ν-ου Μάρτης δεν ’κουσιάρισι κι Απρίλης δεν ιμπήκι.
κουσκ’νάου κοσκινίζω: ν’ κουκυρά π’ δεν το ’χει να ζ’μώσει ούλη τ’ μέρα κουσκ’νάει [4, έτος 24ο, 56].
κουσκινίδια, τα κεράσματα, χρήματα που ρίχνουμε στο κόσκινο, όταν αναπιάνουμε (βλ. λ.) τα προζύμια [15α, 209].
κουσκούνι, του, βλ. κουλάνι.
κουσμάρι, του πρόχειρο φαγητό (ξυνισμένο φρέσκο ανάλατο τυρί+α­­λεύ­ρι) [26, 322].
κουσμούρα, η πλήθος κόσμου.
κουσσιεύου τρέχω [12β, 137].
κουσσού κόβω [12β, 136].
κουστέκια, τα αλυσίδες χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια τους άντρες και γυναίκες [17, 197].
κούτ’πας, ου το πίσω μέρος του κεφαλιού, μέρος του ινιακού οστού [12α, 99].
κουτ’ρού (επίρρ.) κουτουρού, χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.
κουτάρα, η περιφραγμένο χώρισμα μέσα στο μαντρί, συνήθως τετράγωνο ή τρίγωνο, για να αρμέγω κάποια γαλάρια [25β, 124].
κουτάρι, του, βλ. μπιτούλι.
κουτιάζου 1. γίνομαι μωρός, ανόητος, κουτός. 2. γεράζω και αρχίζει να με εγκαταλείπει η μνήμη μου. 3. κωφαίνομαι [27, 404].
κούτιασμα, του  η ενέργεια του κουτιάζου.
κούτλας, ου μικρό δοχείο που χωράει 1, 2, 3 ή 4 οκάδες και το χρησιμοποιώ ως μέτρο χωρητικότητας.
κουτλουπίνακου, του, βλ. κουβάτα.
κουτουπούλια, τα κοτόπουλα.
κούτουρους, -η, -ου κουτσός, κολοβός.
κούτρα, η μέτωπο ή κεφάλι.
κουτρίδια, τα βλ. μπουρμπουλόι.
κουτρουβάλα κατρακύλισμα, τούμπα.
κουτρούζας, ου «χοντροκέφαλος», αγύριστο κεφάλι.
κουτρουλή, η σκεύος χωρίς χερούλι.
κουτρουλός, -ή, -ό ο φαλακρός [12α, 99].
κουτρουμαλλιάζου ορμώ σε κάποιον, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον κακοποιώ: έπιασι ου Μήτρους τουν κλέφτη κι τουν κουτρουμάλλιασι[25β, 125].
κουτρουμάλλιασμα, του η ενέργεια του κουτρουμαλλιάζου.
κουτρουμπέλι, του αυτός που πάχυνε και στρογγύλεψε, παχουλός: κουτρουμπέλια τ’ς Βγένας τα πιδιά.
κούτσ’κους, -η, -ου 1. μικρός σε ηλικία [26, 42]. 2. μικροκαμωμένος.
κουτσάκι, του ξύλινο άγκιστρο (σαν γάντσος) στο σαμάρι στο οποίο προσδένουμε το σκοινί που δένει το φόρτωμα.
κουτσακιάζου 1. δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν φορτώνω το ζώο. 2. (μτφ.) φτιάχνω ιστοριούλες ή τραγούδια, ιδίως, όταν θέλω να ειρωνευτώ ή να σατιρίσω ένα γεγονός: κοντά απ’ ’ν κλιψιά τ’ς κουτσάκιασαν κι τραγούδι.
κουτσάκιασμα, του η ενέργεια του κουτσακιάζου.
κουτσαμπ’δάου (πιθ.) πηδάω με το ένα πόδι κουτσό, δηλ.πηδάω με ένα πόδι και το άλλο είναι στον αέρα [20, 339].
κουτσιαλίτ’κου, του ζώο που έχει κόκκαλο και χοντρό δέσιμο, γερό ζώο [20, 139].
κουτσιαλώνου κρυώνω πολύ, παγώνω, ξυλιάζω στα άκρα μου [12β, 137].
κουτσιάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη από το αφτί κάθετα) [17, 168].
κούτσιμα, του κουτσαμάρα.
κουτσιουμπλιάζου κονταίνω ένα αντικείμενο, κόβω ένα τμήμα του, τη «μύτη» του κυρίως [12β, 139].
κουτσούμπλιασμα, του η ενέργεια του κουτσουμπλιάζου.
κουτσιουμπλός, -ή, -ό αυτός που έχει κοντά άκρα αλλά και κοντή τη μύτη του.
κουτσιουμύτα, η γυναίκα με κοντή μύτη.
κουτσιώνου πεθαίνω [27, 403].
κουτσιώρου, η 1. αβάφτιστο κοριτσάκι. 2. άγουρο κορίτσι.
κουτσόλ’κους, ου κουτσός λύκος.
κουτσουδούλια, τα  μικροδουλειές.
κουτσουκιέρα, η γίδα με σπασμένο κέρατο.
κουτσουκιέφαλους,-η, -ου αυτός που του έκοψαν το κεφάλι.
κουτσουκιφαλιασμένους, -η, -ου αυτός που τον αποκεφάλισαν.
κουτσουνόρ’κους, -η, -ου αυτός που έχει κοντή ουρά: μπαίνει ου λύκους μι νουρά κι βγαίνει κουτσουνόρ’κους [4, έτος 9ο, 25].
κουτσουνόρα, η προβατίνα με κοντή ουρά.
κουτσουνόρις, οι έτσι λέμε χαϊδευτικά τα πρόβατα: οι κουτσουνόρις να ’νι καλά κι διν ιέχου καϊέναν ανάγκη.
κούφαλους, ου μεγάλη κουφάλα σε δέντρο.
κουφουξλιά, η το φυτό σαμπούκος ο μέλας, δέντρο με κούφιο και ελαφρύ ξύλο [2].
κουφτέρου, η (μτφ.) πολυλογού, αυτή που κόβει η γλώσσα της [25β, 126]: κουφτέρου η νύφη, του στόμς τ’ς ντιπ δε λαρώνει.
κουψουκιέφαλους, -η, -ου «έξυπνος» με ειρωνική σημασία.
κουψουχρουνιά στη διάρκεια της χρονιάς, προτού να τελειώσει η χρονιά.
κόφα, η ξύλινο μικρό δοχείο για ποτά και ιδίως για κρασί [26, 42].
κόψ’μου τ’ διασιδιού η ολοκλήρωσή του [13, 103].
κράζου φωνάζω, καλώ κάποιον με τη φωνή μου να ρθει κοντά μου: ν-ιφτά πασιάδις πέρασαν στα βλάχικα κουνάκια, κράζουν του γερου-Θόδου­ρου, τουν Πάνου τουν Καψάλη [21β, 205].
κραμπουκούκι του πρόχειρο φαγητό (ζυμάρι ανεβατό, νερωτό με κρεμμύδι και κόκκινο πιπέρι που το ψήνουμε στο ταψί [20, 41].
κρανένια κλ(ε)ίτσα κλ(ε)ίτσα με κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο [12α, 100].
κρανιά, η δέντρο.
κράνια, τα καρπός της κρανιάς.
κρανουϊέλατου, του δέντρο [26, 355].
κρασάσκι, του, βλ. κρασουδέρματου.
κρασουδέρματου, τουασκί για το κρασί.
κρασουπότ’ρου, του ποτήρι για κρασί.
κρασουπουλού πουλώ κρασί.
κρασουπούλους, ου οινοπώλης: ν-ιδώ είν’ κι ου κρασουπούλους κι τουν αλλάζουμι.
κρατ’μάρα, η αυτοσυγκράτηση, συστολή στη συμπεριφορά, ταπεινότητα: οι κουπέλις πρέπει να ’χουν κρατ΄μάρα στου χουρό.
κρατάου 1. βαστάω. 2. (μτφ.) νηστεύω.κράτ’σι η πρατίνα συνέλαβε, είναι έγκυος.κράτ’σι ου καιρός σταμάτησε η κακοκαιρία.κρατάει του ψουμί δεν είναι καλά ψημένο.
κρατζιαμπάκα, η βέργα, που έχει σχήμα κλίτσας, με την οποία πιάνω τα κλαδιά από τα δέντρα και τα χαμηλώνω.
κρατιρός σταυρός συνεχόμενος αλυσιδωτός, και κυρίως στην ποδιά.
κρατούν οι κλέφτις λημεριάζουν.
κρατσαβαλώνου σκαρφαλώνω.
κρέμαση, η μικρός καταρράχτης.
κρένου 1. μιλάω, φωνάζω: ν-Αγγέλου μ’, κρένει ν-η μάνα σου, δεν ξέρου τι σε θέλει [3α, 105]. 2. διαμαρτύρομαι [12α, 100]: σι μάλουνι τόση ώρα κι ισύ ντιπ δεν έκρινις, ντιπ! 3. απαντώ: τώρα, κρίνι κι’ συ.
κρησάρα, η λεπτή σίτα για κοσκίνισμα.
κρητικό, του είδος από σχέδιο [20, 158).
κριαράδις, οι αυτοί που βόσκουν τα κριάρια [26, 26].
κριαρουκούδ’να, τα κουδούνια που βάζω στα γκισέμια, (βλ. λ.) [26, 125].
κριάσι, του κρέας.
κριασόπ’τα, η πίτα με κρέας.
κριατούρια, τα κρεατικά, κρέατα: έπιναν κι έτρωγαν πολύ, «κριατούρια» πολλά [20, 186].
κριβάτα, η πρόχειρο κρεβάτι για ύπνο ή για να τοποθετώ πράγματα: όταν στάλ’ζαν τα πρότα, ιγώ είχα νια κριβάτα απάν’ σ’ ιέναν ιέλατου κι φούσκουνα ύπνου.
κριβαταριά, η βεργόπλεχτο ράφι πάνω στο οποίο τοποθετώ διάφορα πράγματα του νοικοκυριού μας [26, 299].
κριβάτι, του 1. πάγκος για να τοποθετώ πράγματα. 2. (μτφ.) μήτρα των ζώων: η μπούτσκα έβγαλι του κριβάτι κι ψόφ΄σι.
κριβατουκόν’σμα, του μικρό ράφι που βάνουμε το εικόνισμα [26, 306].
κριγκαρίδι, του, βλ. γκριγκαρίδι.
κριμαντάλα, η ξύλο με παρακλάδια για να κρεμάω πράγματα, καλόγηρος [26, 112].
κριμανταλάς, ου [22, 60], βλ. κριμα ντάλα
κριμαντζιάλα, η, βλ. κριμαντάλα.
κριμαντζλιόμι κρέμομαι.
κρίματα, τα αξιόποινες πράξεις, εγκλήματα.
κριμέζι, του ερυθρή χρωστική ουσία.
κριπιτούρα, η μεγάλα βράχια πάνω από τα οποία μπορούν να διαβούν μια χαράδρα ή στενό άνοιγμα [27, 405].
κρίση, η ομιλία, κουβέντα.
κρισούμινους, -η, -ου αυτός που σου μιλάει με ευχαρίστηση, λογικός και γλυκόλογος άνθρωπος.
κριτζαμπαλιάζουμι πιάνομαι από το κριτζιαμπάλι (βλ. λ.), πιάνομαι από κάπου και κρατιέμαι από αυτό.
κριτζιαμπάλι, του, βλ. κριμανταλάς.
κριτσιαλίδα, η 1. χόνδρος που βρίσκεται ανάμεσα στα κόκκαλα. 2. τραγανάδι από το αφτί [26, 42].
κριτσιανάου 1.τρώω κάτι τραγανό, τρώω τραγανιστά. 2. τρίζω.
κριτσιάν’σμα, του η ενέργεια του κριτσιανάου.
κριτσιανήθρα, η τραγανό φαγώσιμο.
κριτσιάνι, του αρρώστια στα ζώα με πυρετό.
κριτσιανίδα, η [12β, 140], βλ. κριτσια­­νήθρα.
κριτσιανίζου, βλ. κριτσιανάου.
κρούβαλου, του υπέργηρος άνθρωπος.
κρουμπουλάχανου, του στρόγγυλο άσπρο λάχανο.
κρούνα, η (μτφ.) άμοιρη, δυστυχισμένη γυναίκα.
κρούου 1. εγγίζω. 2. χτυπάω: ρίχνου μήλου κι την κρούου δεν ταράζιτι, ρίχνου μάλαμα κι ασήμι χαμουγέλασι [24, 52]. Όσου κρούει ου νους (μτφ.) θυμάμαι αμυδρά.
κρούπα, η  σπυρί.
κρούστ’ς, ου πελεκημένο ξύλο με το οποίο χτυπάω το υφάδι στον αργαλειό [26, 362].
κρούσταλλα, τα πάγοι: Γινάρης μι τα κρούσταλλα, Φλιβάρης μι τα χιόνια [21β, 219].
κρουστάλλι, του είδος κρυστάλλινου ποτηριού: ν-η μια κιράει μι του κρασί κι η άλλη μι του κρουστάλλι κι η τρίτη ν-η μικρότιρη κιράει μι του πουτήρι [15α, 80].
κρουσταλλιάζου παγώνω: να’ ταν ν- ου Μάης Χινόπουρους κι ου Θιριστής χειμώνας, να κρουσταλλιάσει ν-η θάλασσα μην πλέξουν τα καράβια [15α,139].
κρουσταλλιένιους, -α, -ου 1. κρυστάλλινος. 2. (μτφ.) αυτός που έχει την ομορφιά του κρύσταλλου: τέτοια νύφη κρουσταλλιένια πο ’χει τα μαλλιά στουλίδια σαν του ήλιου τις αχτίνις.
κρουσταλλουπαγουμένους, -η, -ου αυτός που οι πάγοι του γίνονταιι κρύσταλλα: σταϊ βουνά τα χιουνισμένα, τα κρουσταλλουπαγουμένα [3α, 191].
κρουστιαίνου υφαίνω πυκνά το διασίδι [3α, 196]: να σι μάθου ιγώ να υφαίνεις, τα διασίδια να κρουσταίνεις [3α, 196].
κρουστός, -ή, -ό πυκνός.
κρουστότιρους, -η, -ου πυκνότερος.
κρούτα, η προβατίνα με κέρατα [27, 348].
κρυαδιρός, -ή, -ό κρύος, ψυχρός.
κρυαμάδις, οι (μτφ.) κρυάδες, κουβέντες ειρωνικές, πικρόχολες [16, 152].
κρυόβρυση, η βρύση με κρύο νερό.
κρυότη δροσερός καιρός, καιρός προς το κρύο: έχει κρυότη σήμιρα.
κρυότιρους, -η, -ου πιο κρύος.
κρυπώνου 1. κρύβω. 2.- ουμι κρύβομαι.
κρύπουμα, τουη ενέργεια του κρυπώνου.
κρυφή γκβέντα  μυστικό.κρυφή φτέρη φυτό που φυτρώνει σε βραχώδη μέρη. Το χρησιμοποιώ για να θεραπεύσω το άσθμα [15β, 237].
κρυφουκλανιάρ’ς, ου (μτφ.) φοβητσιάρης.
κρυφουκουβιντιάζου σιγοκουβεντιάζω, κουβεντιάζω με τέτοιο τρόπο ώστε να μη με ακούν οι άλλοι, κουβεντιάζω κάτι πολύ σημαντικό.
κτούπ’σμα, του η ενέργεια του κτουπίζου.
κτούπι, του το μαλλί από το κτού­π’σμα, βλ. κτουπίζου.
κτουπίζου κουρεύω τα πρόβατα στο λαιμό το καλοκαίρι.
κτσάδ’κους, ου είδος χορού.
κτσιούμπα, η [12α, 96], βλ. κτσιούμπι.
κτσιούμπι, του 1. κομμένο κομμάτι από ρίζα δέντρου που το έχω ξεριζώσει και είναι κατάλληλο για φωτιά [12α, 96]. 2. (μτφ.) κουτός.
κυβέρνιου, του (πιθ.) 1. διαχείριση, κουμαντάρισμα, καθοδήγηση. 2. τιθάσευση: κι ισύ πουτάμι ζουριανό κι ισύ κυβέρνιου θέλεις [4, έτος 24ο , 56].
κυβιρνιώμι κάνω κουμάντο στον εαυτό μου, τα βγάζω πέρα μετά από κάτι κακό που μου έχει συμβεί: κι τ’ αρφανά πουρεύουντι κι οι χήρις κυβιρνιόντι, τα μάτια που δε φαίνουντι γλήγουρα λησμουνιόντι [3α, 177].
κύπειρη, η φυτό.
κυπράδις, οι τεχνίτες που φτιάχνουν τα κυπριά [26, 120].
κύπρια, τα κυπριά, χάλκινα αντικείμενα (μορφή κουδουνιού) που κρέμονται από το στεφάνι στο λαιμό των γιδιών [12α, 101].
κυπρουκούδ’να, τα κυπριά και κουδούνια [26, 89].
κύπρους, ου, βλ. κύπρια.
κυρά, η 1.κουνιάδα: μιλένιους άνθρουπους η κυρά μ’ η Μητρούλα.2. συννυφάδα. 3.
Κυρά, χαιρ.42, Βαγγελής
κυράτσα, η κυρά, αρχόντισσα.
κυρατσουιπούλα, η, βλ. κυράτσα.
κυρατσουνύφη, η κυράτσα (βλ. λ.) νύφη: δεν αϊκούς, κυρατσουνύφη, τι σου λέν’ τ’ άια ’Βαγγέλια; [15α, 281].
κύργιοι μ’ προσφώνηση που δείχνει μάλλον εκτίμηση και σεβασμό: κύργιοι μ’, του ποιος τουν κάνει τούτουν τουν νιον του γάμου μι τ’ άνθια, μι του ρόιδου, μι του μαργαριτάρι [3α, 139].
κυρή γαμπρού στου κυρ γαμπρού, στου άξιου γαμπρού, στου γαμπρού που του πρέπει σεβασμός και εκτίμηση: στου κυρή γαμπρού την πόρτα σαν δασιά είν’ τα κυπαρίσσια [21β, 312].
κύρης κύριος, αφέντης: χάρισμα πουλύ γυρεύου ν-απ’ τουν κύρη πιθιρό μου [21 β, 313].
Κυριακάδις, οι Κυριακές: του κένταγι η μανούλα μου γιουρτές κι Κυριακάδις.
κυρούλα, η μικρότερη κουνιάδα.
κώλια, τα ο πισινός.
κωλουπλυμένους, -η, -ου(μτφ.) αστός.








λ(ε)ιανά, τα [12α, 105], βλ. λ(ε)ια­νώματα.
λ(ε)ιανιεύου κάνω κάτι λεπτό ή γίνομαι λεπτός.
λ(ε)ιανίζου 1. κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια. 2. (μτφ.) σκοτώνω: μου πήραν του ζυγούρι μου, του όμορφου γκισιέμι, κι ’γώ τουν Τούρκου λιάνισα κι πάου μι τους κλέφτις [15α, 92].
λ(ε)ιανόλουρα, τα λιανά λούρια, (βλ. λ.).
λ(ε)ιανόπιδα, τα, βλ. λ(ε)ια­νου­παί­δια.
λ(ε)ιανός, -ή, -ό 1. λεπτός [12β, 143] . 2. (μτφ.) μικρός σε ηλικία.
λ(ε)ιανουβρέχει ψιχαλίζει.
λ(ε)ιανουκόρ’τσα, τα κοριτσάκια.
λ(ε)ιανουκούδ’να, τα είδος από κουδούνια.
λ(ε)ιανουλίθαρα, τα μικρά λιθάρια, πετρούλες, πετραδάκια.
λ(ε)ιανουντούφικα, τα αραιοί πυροβολισμοί [21β, 86].
λ(ε)ιανουπαίδια, τα μικρά σε ηλικία παιδιά, μικράκια.
λ(ε)ιανουσιουράου σφυρίζω σιγά.
λ(ε)ιανουφύρα, η μικρή φύρα, λίγη απώλεια.
λ(ε)ιανουχάλ’κα, τα χαλικάκια.
λ(ε)ιανουψιχαλίζει ψιλοβρέχει.
λ(ε)ιάνσ’μα, του τέμάχισμα, κομμάτιασμα.
λ(ε)ιανώματα, τα κέρματα, ψιλά χρήματα [25β, 134].
λ’γιά, η λυγαριά.
λ’θάρι, του 1. λιθάρι: πουλλά καλά στην έρημου κι ξύλα κι λιθάρια [4, έτος 24ο , 56]. 2. αγώνισμα της λιθοβολίας [17, 212].
λ’θαρόστρουγκα, η πέτρινη στρούγκα [26, 81].
λ’κουδέρουν τα σκλιά κυνηγούν με γαβγίσματα το λύκο.
λ’μάζου με διακατέχει μεγάλη πείνα: δεν έφαγα ’ν αυγή κι ους του βράδυ λίμαξα.
λ’μάκια, τα ευλύγιστα μικρά κλαδιά ή μικροί κορμοί [26, 217].
λ’τάρι, του μικρή τριχιά: του πώς μι πάει ν-η Αρβανιτιά μι τους χουρουφυλάκους, μι τα λυτάρια στου λιμό, τα σίδιρα στα χέρια [3α, 61].
λ’ταρώνου  δένω με το λ’τάρι (βλ. λ.)
λ’ψός, -η, -ο 1. λειψός, ελλιπής [17, 281]. 2. κουτός.
λαβαίνου 1. παραλαμβάνω. 2. φτάνω, πιάνω, βρίσκω: άμα σι λάβου, να ιδείς τι θα πάθ’ς.
λαβή, η αφορμή.
λαβουματιά, η πληγή, τραύμα.
λαβούρα, η ψυχική διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή: λαβούρα σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα.
λαβώνου 1. τραυματίζω. 2. -ουμιτραυματίζομαι. 3. (μτφ.) διακατέχομαι από ερωτικό πάθος: μι λάβουσι νια λυγιρή, νιας χήρας δυχατέρα.
λάγανου, του χόνδρος που σχηματίζεται στο υπερώο των ζώων (αλόγων, μουλαριών) κοντά στα επάνω δόντια και τα εμποδίζει να φάνε [12β, 141].
λαγάρ’σμα, του η ενέργεια του λαγαρίζου.
λαγάρα, η 1. τιμιότητα, ειλικρίνεια. 2. καθαρό μαλλί, πολύ καλό μαλλί [26, 97].
λαγαρά, τα ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των ζώων και των ανθρώπων.
λαγαρίζου 1. κάνω κάτι διαυγές. 2. εκκαθαρίζω.
λαγαρός, -ή, -ό καθαρός, διαυγής.
λαγαφτάκια, τα λάχανα του βουνού.
λαγγάδι, του στενή και μικρή κοιλάδα, ρεματιά, φαράγγι.
λαγγεύου [12β, 141] 1. πηδάω, σκιρτώ. 2. ζηλεύω, λιμπίζομαι 3. λιγώνομαι από έρωτα.
λαγγιόλια, τα 1. κομμάτια από ύφασμα κομμένα σε τριγωνικό σχήμα που σχηματίζουν τις πιέτες στη φούστα ή στη φουστανέλλα. 2. (μτφ.) κουτσομπολιά [25β, 130].
λαγκαδίκια, τα (πιθ.) μικρά λαγκάδια: κατέβασαν τα ρέματα κι ούλα τα λαγκαδίκια, φέρουν κιφάλια των κλιφτών, κουρμιά δίχους κιφάλια [15α, 49].
λαγκιουλάτου, του ρούχο με λαγκιόλα, (βλ. λ.).
λαγόγυρους, ου είδος νυφίτσας, λαγουδέρα.
λαγουνικό, του κυνηγόσκυλο: μαύρου κι του λαγωνικό που πάεινι κουντά του.
λαδάκουνου, του λίθινο ακόνι στο οποίο ρίχνουμε λίγο λάδι και τροχίζουμε μαχαίρια, ψαλίδια, κτλ. [12β, 142].
λαδιά, η βουνίσιο χορτάρι.
λαδίκα, η δοχείο για το λάδι [20, 259].
λαδιρό, του σακούλι για το λάδι.
λαδώνου 1. ρίχνω λάδι. 2. (μτφ.) βαφτίζω.
λαζαρίνα, η σπαθί: πέτα του, Δίπλα μ’ του γυαλί, πάρι τη λαζαρίνα, πουλλή μαυρίλα ν-έρχιτι, μαύρη σαν καλιακούδα [15α, 54].
λάζιανη, η παραμονή της στάνης για λίγες μέρες στα χαμηλώματα των βουνών, προτού να βγει στα ψηλώματα, για να ανασυνταχτεί.
λαζουδέρου [12α, 103], βλ. λαντζουδέρου.
λαζουρίσιου, του διασίδι για γυναικείο καλοκαιρινό ντύσιμο.
λαθεύου κάνω λάθος.
λαθούρι, του το φυτό λάθυρος ο ήμερος και ο καρπός του, φάβα.
λάια, -ου μαύρη προβατίνα, μαύρο αρσενικό πρόβατο. Τα λάια πρόβατα είναι τα καλύτερα και τα πιο ανθεκτικά πρόβατα [25β, 130].
λαϊάζου ησυχάζω, σταματώ να κινούμαι, κοιμάμαι: μόλις φτάσουν τα πρότα στου γρέκι κι λαϊάσουν έλα στου καλύβι [12α, 103].
λαϊάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα λάια (μαύρα) πρόβατα.
λαΐνα, η στάμνα.
λαΐνι, του στάμνα.
λακάου εξαφανίζομαι τρέχοντας.
λάκημα, του η ενέργεια του λακάου.
λακιά, η λάκκος, ρέμα: γιόμισαν οι λακιές κουρμιά κι ταϊ βουνά κιφάλια [21β, 90].
λακίζου, βλ. λακάου.
λάκκα, η επίπεδο μέρος με χορτάρι, χερσοχώραφο, ξέφωτο ανάμεσα σε δέντρα. άφ’κι τα πιδιά στ’ λάκκα (μτφ.) τα άφησε ορφανά, απροστάτευτα: χάθ’κι ου ου Μητρούλας κι άφ΄κι τα πιδιά στ’ λάκκα.
λακκιρό, του επίπεδο, το ίσιο μέρος.
λακνιά, η αγέλη με άλογα [26, 9] νια λακνιά πιδιά (μτφ.) πολλά παιδιά [22, 145]: νια λακνιά πιδιά έχει η Γαρέφου.
λακνιάρ’κα, τα άλογα που ανήκουν στη λακνιά, (βλ. λ.).
λαλάς, ου θείος, [12α, 103]: η λαλάς μ’ η Κώτας μάς αϊγάπαϊ πουλύ.
λαλιά, η 1. λόγος, ομιλία. 2. κελάδημα στα πουλιά.
λαλού 1. μιλώ, γλυκομιλώ: λάλα, πιδάκι μ’, μι τ’ άλλα τα πιδιά κι μη φ’λάισι [25β, 131]. 2. φωνάζω, φωνάζω και οδηγώ τα πρόβατα [12α, 104].
λαλούν κουδούνια ηχούν.
λαλούν πουλιά κελαηδούν.
λαμαρίνα, η γαλαροκούδουνο με μεσαίο μέγεθος.
λάμια, η μυθολογική τερατόμορφη γυναίκα: σι μουνουδέντρι στάλισι, σι λεύκα κάνει γιόμα κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα πάει να παίξει κι βήκι η λάμια ζουντανή στα ’λόχρυσα ντυμένη [21β,46].
λάμμουμα, του πολλή άμμος που αφήνει στην κοίτη του ποταμού μια κατεβασιά [25β, 132].
λαμπάδα, η 1. φλόγα από τη φωτιά. 2. μεγάλη ζέστα, λάβρα. 3. (μτφ.) ισιόκορμος, ευθυτενής άνθρωπος.
λαμπαδιάζου 1. καίγομαι με μεγάλες φλόγες. 2. (μτφ.) ( για ανθρώπους) ζεσταίνομαι υπερβολικά.
λαμπάζου τρομάζω [12β, 142].
λάμπει ου ήλιους ακτινοβολεί.
λαμπίζου λαμποκοπώ: δαχτυλίδι λάμπισι κι η καρδιά μου ράισι [21β, 273].
λαμπουγιάλι, του γυαλί για τη λάμπα.
Λαμπρή, η Πασχαλιά.
λαμπριάτ’κου αρνί αρνί που σφάζουμε τη Λαμπρή. Το αρνί αυτό είναι το καλύτερο που θα βυζαίνει μέχρι το Πάσχα [17, 296].
λαμπρουκουδουνάτα, τα πρόβατα που έχουν στο λαιμό τους λαμπρά (όμορφα, αξίας) κουδούνια.
λαμπρουκούδουνου, του είδος κουδουνιού [26, 121].
λανάρ’σμα, του η ενέργεια του λαναρίζου.
λανάρι, του εργαλείο για το λανάρισμα , βλ.λαναρίζου.
λαναρίζου ξαίνω τα μαλλιά με το λαναρι για να γίνουν πιο απαλά.
λαναρίστρα, η γυναίκα που λαναρίζει (βλ. λ.) τα μαλλιά.
λαντζόνι, του γεροδεμένο και μακρύσωμο ζώο.
λαντζουδέρου περιφέρομαι ψάχνοντας ή επιδιώκοντας να βρω κάτι, περπατάω προς όλες τις κατευθύνσεις, κυρίως όταν αισθάνομαι ταραγμένος [27, 406].
λαπασσάρ’σι ου κιρός 1. καταλάγιασε, ηρέμησε: λαπασσάρ’σι ου κιρός, σύρτι να φέριτι νιρό. 2. λαπασσάρ’σι τ’ βάτρα άδειασέ την, καθαρισέ την [25β, 132]. 3. λαπασσάρ’σι η δ’λειά: ξεκαθάρισε.
λαπάτα, η πλατύ μεταλλικό σκεύος για να αδειάζουμε τη στάχτη ή να μεταφέρνουμε κάρβουνα, μικρό φτυάρι.
λάπατου, του το φυτό ρούμεξ ο τραχύς. Με τις ρίζες του βάφουμε τα μάλλινα ρούχα γαλάζια [2].
λαπάφτα, -κου γίδα με μεγάλα και κατεβασμένα, πεσμένα αφτιά. Αρσενικό γίδι με μεγάλα και κατεβασμένα αφτιά.
λαπουδύτ’ς, ου ο λωποδύτης.
λαπτούκα, η χορταράκι.
λαρώνου ησυχάζω, ηρεμώ, σταματώ, καταπραΰνω: λαρώστι να πλαϊάσουμι, λάρουσι ου πόνους. λαρώνουν τα πρότα ηρεμούν, στρώνονται στη βοσκή.
λασπουνιέρια, τα νερά μαζί με λάσπες.
λασσάρ’σι, βλ. λαπασσάρ’σι.
λατανάει τ’ αρνί ρουφάει και τις τελευταίες σταγόνες από το γάλα ξετινάζοντας το μαστάρι. Το ίδιο ρήμα χρησιμοποιούμε και για το μωρό που βυζαίνει.
λατουκλώναρα, τα τα ελατοκλώναρα: πέσαν τα ’λατουκλώναρα ν-απ’ τα πουλλά τα χιόνια κι ’μεις, πιδιά μ’, θα φύβγουμι, θα γιένουμι μπουλούκια.
λατουρέτσινου, του ελατίσιο ρετσίνι. [20, 38].
λατσούδια, τα ελατόκλαρα [26, 80].
λαύρα, η μεγάλη ζέστα.
λαφιάς, ου ελαφιάς(είδος φιδιού).
λαχαίνου 1. συναντώ 2. λαχαίνει συμβαίνει κατά τύχη.
λαχανόπ’τα, η πίτα με λάχανα.
λάχει όπου λάχει, όπως λάχει, όπου τύχει, όπως τύχει: κι αν λάχει κι μιθύσου ιγώ, στρώσι να κοιμηθούμι [21β, 253].
λαχνίζου ρίχνω λαχνό, κάνω κλήρωση: βρίσκουν ιένα πηγάδι, ξιρουπήγαδου, λαχνίζουν, ξιλαχνίζουν, ρίχνουν σι λαχνό. Ν-Ούλου του Κώστα πέφτει του μικρότιρου [15α, 82].
λαχούρι, του μαύρο μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.
λαψάνα, η το φυτό πόα σινάπι το αρουραίο.
λέγκα, η ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσιλίκι [19, τόμος 3ος, 197].
λέει ου πιστικός τραγουδεί.
λειανόματα, τα [12α, 105], βλ. λεια- νώματα.
λειτουργιά, η πρόσφορο.
λειψουχρουνιά, η χρονιά με ελλείμματα, κακή χρονιά.
λέλι μ’ αλίμονό μου: πέρα ιδώ, λέλι μ’, στουν ιέλατου κι στουν κουντουιέλατου [21β, 213].
λέν’ πουλιά κελαηδούν.
λημέρι καταφύγιο των κλεφταρματωλών.
λημιριάζου μένω στο λημέρι.
λιαγκρίζου μόλις διακρίνω.
λιαγκρίζουν τα μάτια λαμπυρίζουν, φαίνεται μέσα στην κόρη ένα μικρό φωτάκι [12β, 143].
λιάζανη, η [26β, 134], βλ. λάζιανη.
λιάζου 1. εκθέτω στον ήλιο. 2 -ουμι απολαμβάνω τον ήλιο.
λιάκατα, τα εντόσθια, έντερα και τα νήματα που γνέθονται στη ρόκα-ηλακάτη [12α, 106].
λιανουκουπίζου τεμαχίζω. κι του σπαθί μου ξέσυρα κι τουν λιανουκουπίζου [24, 27].
λιάρα, -ου ασπρόμαυρη γίδα, παρδαλή. Ασπρόμαυρο αρσενικό γίδι.
λιάσα, η φορητό πρόχειρο στέγαστρο (αχυρένια πλάκα) που το χρησιμοποιούμε για να φκιάχνουμε γρέκια, (βλ. λ.).
λιάτιρου, του φτωχό, αδύνατο, αυτό που βρίσκεται στην έσχατη ένδεια [20, 35].
λιατσιάζου  στραπατσάρω, ποδοπατώ κάτι.
λιβαδιάτ’κου, του ενοίκιο για τα λιβάδια [26, 11].
λιβαδίζου (πιθ.) παίρνω το χρώμα από το λιβάδι, πρασινίζω: τα λιβάδια λιβαδίζουν, τα ματάκια μου δακρύζουν [10α, 119].
λιβακώνουμι ζεσταίνομαι πολύ, με πνίγει ο πολύ ζεστός αέρας [25α, 163].
λιβέντ’ς, -’σσα λεβέντης, ωραίος, λεβέντισσα: λιβέντισσα ’σι, μάτια μου, λιβέντικα χουρεύεις [24, 46].
λιβέντρα, η λεβέντισσα, λεβεντογυναίκα.
λιβέτι, του καζάνι [26, 305].
λιβιθουχόρταρου, του το φαρμακευτικό φυτό φυτό Αρτεμισία η κοινή. Το χρησιμοποιούμε για τις λεβίθες (σκουλήκια στα έντερα) [2].
λιβίθρα, η παράσιτο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου [12β, 144].
λιγγιέρι, του χάλκινο ή μπρούτζινο πλατύ αβαθές αγγειό, πιάτο, λεκάνη.
λιγγιρίζου  αδειάζω από ένα σκεύος σε άλλο.
λίγδα, η 1. λίπος. 2. (μτφ.) η λέρα.
λιγδιάζου (μτφ.) λερώνομαι πολύ, μαζεύω πολύ λέρα.
λιγδιρός, -ή, -ό λιπαρός.
λιγκιέρια, τα μπρούτζινα πιάτα [4, έτος 18ο, 9].
λιγκιρουκρέβατου, του κρεβάτι (ράφι) στο οποίο βάνουμε τα λιγκέρια.
λιγκόξ’λου, του ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσιλίκι [19, τόμος 3ος, 197].
λιγόημιρους, -η, -ου λιγόζωος, μελλοθάνατος: λιγόημιρους ου παππούλ’ς, σώθ’κι του σκ’νί τ’ [25β, 135].
λιγουστός, -ή, -ό λίγος.
λιγώνου πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω [12β, 144].
λιένη, η, βλ. λιένι.
λιένι, του λεκάνη [4, έτος 18ο, 9].
λιέσι, του 1. ψοφίμι: μπας κι διψάς αίματα, μπας κι πεινάς για λέσια; [21β, 78] 2. (μτφ.) ζώο που είναι πολύ αδύνατο: λιέσια τα πρότα τ’ Κουσταντούλα.
λιέσιου, του βλ. λιέσι.
λιθουβουλού πετροβολώ: μαζεύουν πέτρις στις πουδιές, λιθάρια στα μαντίλα. Λιθουβουλούν τη θάλασσα, λιθουβουλούν του κύμα [21β, 28].
λιλιά, τα παιννίδια πλουμιστά γυάλινα ή μεταλλικά [12α, 105].
λιλίτσια, τα 1. βλ. λιλιά. 2. κομμάτια από σπασμένα πιάτα, μπουκάλια ή τενεκεδάκια.
λίμα, η η κατάσταση μεγάλης πείνας [12α, 106].
λιμαριά, η είδος τραχηλιάς (άσπρο πανί που κουμπώνει με κόπτσες πίσω από το λαιμό και φτάνει μπροστά ως τη μέση) [4, έτος 7ο, 23].
λιμιντάρου αφθονώ [27, 407].
λιμόνα, η σταυρός στο μνήμα: ν-ούλοι έδιναν τους φάρους τους σι νιραντζιάς κλουνάρι κι ’γω ’δισα του φάρου μου ν-απού κόρης λιμόνα [21α, 24].
λιμούρα, η μεγάλη πείνα: κι συ βρε Χατζηπέτρου δεν το ’πραξις καλά, π’ απόλυσις τ’ ασκιέρι λιμούρα στα χουριά [3α, 32].
λίμπα, η βαθουλό πιάτο.
λιμπά, τα όρχεις.
λιμπαίσι, του μικρό παιδί.
λιμπιπιά, τα στραγάλια.
λιόκρι, του σταυρουδάκι κοκκάλινο [26, 319].
λιόμαυρα μάτιαμαύρα μάτια σαν τον καρπό της ελιάς: να φκιάσει μάτια λιόμαυρα κι αφρύδια γαϊτανάτα.
λιούρτας, ου αυτός που τα θέλει όλα δικά του.
λιούφα, η φράντσα.
λίπα, η λίγδα, λιωμένο λίπος από γουρούνι που το φυλάμε σε δοχείο και το χρησιμοποιούμε στη μαγειρική [12α, 106].
λιπιπιά, τα, βλ. λιμπιπιά.
λιπτά, τα χρήματα.
λιρά, τα πένθιμα ρούχα, μαύρα: να σι ρουτήσου, Χάιδου μου, γιατί φουράς λιρά; - τ’ έχου άντρα στην ξινιτιά τώρα δώδικα χρόνους [24, 32].
λιρή, η λερωμένη, ακάθαρτη φορεσιά.
λιρουφουρού (μτφ.) πενθώ: βλάχα μ’, του ποιον λιρουφουράς κι τα φουράς τα μαύρα; [24, 31].
λισβάρι, του τόπος με σποραδική βλάστηση και χωματώδης.
λισβός, -ή, -ό λεπτός, αδύνατος, μειωμένος στο σώμα, ελαττωμένος [12α, 106]: λισβούλα η Πανάιου τ’ς Βασίλινας.
λισιά, η [12α, 106], βλ. λυσιά.
λίτρα, η κύπελλο για νερό.
λιφαντινή νύφη νύφη ψηλή και αδύνατη: ψηλή, λιγνή μου νύφη κι λιφαντινή, προυσκύνα αγάλια-αγάλια κι μη βιάζισι [15α,265].
λιφκιαίνου πλένω πολύ καλά τα ρούχα, τα κάνω άσπρα.
λιφκουκουπανάου πλένω τα ρούχα και τα χτυπάω με τον κόπανο για να καθαρίσουν, να γίνουν άσπρα: κι στουν αφρό της θάλασσας τα λιφκουκουπανάει [3α, 96].
λιφτουκαρυά, η φουντουκιά.
λιφτουκάρια, ταφουντούκια.
λιχνιστής, ου αυτός που λιχνίζει, δηλ. με τη βοήθεια του αέρα καθαρίζει τα σιτηρά ή τα όσπρια από άγανα, φλούδια, κτλ.
λιχνός, ου λαίμαργος, ανυπόμονος: κι ’γω ου λιχνός τα μάζευα, στου μαντιλάκι τα ’βανα κι στην αϊγάπη τα ’στιλνα [24, 54].
λόγγους, ου δάσος με θάμνους.
λόια, τα λόγια.
λόιασμα, του η πρώτη συνάντηση δυο νέων για να δώσουν υπόσχεση για αρραβώνα, λογοδόσιμο [25β, 137].
λόιδου, του 1. μικρή φουντούλα (τουφούλα) μαλλί, φουντούλα που αφήνουμε στα πρόβατα, όταν τα κουρεύουμε. 2. μικρή τούφα μαλλιών του κεφαλιού που πετάγεται μροστά, ξεχωρίζει από τα άλλα και καλύπτει μέρος του μετώπου [12β, 145].
λόρθους, -η, -ου 1. ολόρθος 2. (μτφ.) αγέρωχος, υπερήφανος, πιστός στις αξίες μου: τόσα κι τόσα πέρασαμαν μι ’ν Τουρκιά, αλλά έμ’ναμαν ΄λόρθοι.
λουβή, η (πιθ.) η λεία από κλεψιά ή ληστεία: ν-είχα καβούλι σήμιρα, ν- είχα καβούλι βράδυ, για να μοιράσου τη λουβή που ’χαμι καζαντήσει [15α, 87].
λουβί, του σκελίδα από σκόρδο [12α, 107].
λουβιά, η βρόμα, ατιμία, μαγαρισιά.
λουβιάζου 1. καταβρομάω. 2. μολύνω, ατιμάζω: μας λόβιασι του σόι η παλιουκόπιλα.
λουβουδιά, η άγριο λαχανικό.
λουγαριαστής, ου λογιστής της στανης, αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους λογαριασμούς [7β, 120].
λουγγιάς, ου λόγγος ή πυκνός λόγγος.
λουγγίσιοι, οι οι Σαρακατσιαναίοι. που ξεκαλοκαιριάζουν στα λόγγα [17, 102].
λούγκα, η (πιθ.) άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. πουνάει η λούγκα παρουσιάζεται γρουμπούλι (όγκος) στην άρθρωση (ανάμεσα στα σκέλια)· πρόκειται μάλλον για νευροκαβαλίκεμα.
λουγυρίζου γυρίζω όλον τον τόπο, περιπλανιέμαι [15α, 58].
λουθνάρι, του σπυρί που πυορραγεί, καλόγερος.
λουιάζου βάνω με το νου, υπολογίζω: ν-έριξα τα ματάκια μου σι ριζιμιό λιθάρι κι λόιασα νια πέρδικα, νια πλουμιστή τρυγόνα [15α, 42].
λουιάζουμι, βλ. λουίζουμι: θαμαίνουνταν, λουιάζουνταν, σιαπού να πάν’ να μείνουν.
λουϊαστός, -ή, -ό (πιθ.) στολισμένος: μο ‘δουκι η μάνα μ’ σακούλι λουϊαστό μι χάντρις κι κιντίδια [3β, 12].
λουίζουμι λογίζομαι, σκέφτομαι.
λουιών λουιών κάθε είδους.
λουλακί, του βαθύ γαλάζιο χρώμα.
λουλάκι, του βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,
λούλουδα, τα λουλούδια.
λουλουδεί λουλουδιάζει: του κλήμα πο ’χεις στην αυλή, όντας ανθεί κι λουλουδεί.
λουλουδιάζουν τα κλαριά ανθίζουν.
λούμπα, η  ένας πόντος στο παιχνίδι.
λούρα, η χοντρή και μακριά βέργα.
λούρα, τα, βλ. λούρια [26, 173].
λουρθώνου ( για πράγματα) είμαι όλος όρθιος, είμαι ευθυτενής, είμαι κάθετος προς το έδαφος: ’λόρθιασαν τα σπαράγγια.
λούρια, τα χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις χρησιμοποιούμε για να στήσουμε το κονάκι [17, 174].
λουρίδα, η 1. κομμάτι στενό από ύφασμα. 2. στενό και μακρύ τμήμα επιφάνειας. 3. δερμάτινη ζώνη [12α, 107].
λουρουδέματα, βλ. κατσιουλόλουρα.
λουρουδένου βάνω λούρια (βλ. λ.) γύρω από το σάλλωμα του κονακιού και το σιγουρεύω καλύτερα [26, 203].
λούρους, ου, βλ. λούρια.
λουρώνου γίνομαι σαν το λουρί, σκληραίνω: λούρουσι του κριάσι.
λούτσα, η κοίλωμα στο έδαφος γεμάτο νερό φυσικό ή τεχνητό από το οποίο πίνουν τα ζώα νερό.
λουϋρίζου ολογυρίζω, γυρίζω συνέχεια όλον τον τόπο, περιπλανιέμαι: ιένας γέρου γιέρουντας κι ούιδι τόσου γιέρουντας, τιτρακόσια δυο χρουνών, φάρου καβαλίκιβι, ταϊ βουνά ’λουγύριζι.
λουϋρισμός, ου η περιπλάνηση: τα Καστανιώτικαϊ βουνά ’λουϋρισμούς δεν έχουν [21β, 182].
λούφα, η νίκη στα πεντόβολα.
λτσιάρι, του μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και το τρόγαλο (βλ. λ.) και πηγαίνουν τα σκυλιά και τα τρώνε [25β, 138].
λυγγιάζου παθαίνω λόξυγγα.
λυγιόμι λυγίζω, λυγίζω τη μέση μου: λυγίστηκι ν-η τριανταφυλλιά κι πέσαν τα τριαντάφυλλα [21β, 235].
λυγιρός, -ή, -ό (μτφ.) ψηλόλιγνος ανθρωπος.
λυκουνιά, η λύκοι, πολλοί λύκοι: μείναν τα πρότα μαναχά κι τα ’φαγαν ν-οι λύκοι, ν-η λυκουνιά τα πρόβατα κι τα πουλιά τουν κόσμου [ 4, έτος 18ο, 4].
λυκουπουριές, οι περάσματα του λύκου [25β, 139].
λυκουρδιές, οι ίχνη από λύκο [26, 55].
λυκουτσιάκαλα, τα τσακάλια που μοιάζουν με λύκους [26, 54].
λυκουχαβιά, η σαγόνια του λύκου ξεραμένα, ασπρισμένα και δεμένα με μια τρίχρωμη τριχιά. Για να μην αρρωσταίνουν τα μικρά παιδιά τα περνάμε τρεις φορές μέσα από τη λυκοχαβιά [22, 81].
λυσιά, η πόρτα από το κοινάκι (ξύλινο πλέγμα), πορτόφυλλο [25β, 139].
λύσσα, η 1. μανία, ορμή. 2. ασθένεια στα σκυλιά 3. πολύ αρμυρό φαγητό: το’ καμις λύσσα σήμιρα, φάτου μαναχής σ’.
λύχνους, ου λυχνάρι.
λώβα, η 1. βρόμα, μαγάρα [17, 333]. 2. βρομογυναίκα, ξεδιάντροπη, ξετσίπωτη.
  








μ’μπουρλιάζουν έχω πολλά υλικά αγαθά και μου περισσεύουν: μ’ μπούρλιαξαν ιμένα κι θα δώκου κι τ’ς Βασίλους.
μ’σάδι, του το μισό.
μ’σαφ’ρλίκια, τα τα έξοδα για τη φιλοξενία των μουσαφιραίων [26, 10].
μ’σιακός, -ή, -ό αυτός που ανήκει εξ ίσου σε δύο ή περισσότερα άτομα: τα’ χουμι μ’σιακά τα πρότα.
μ’σιανός, -ή, -ό ο μεσαίος.
μ’σίτσα, η αβγό που φτύνει η μύγα στο κρέας.
μ’σόγλουσσους, -η, -ου δίγλωσσος Έλ­­­ληνας που μιλάει και ένα λατινόφωνο ιδίωμα, Βλάχος [12α, 111].
μ’σόκιρους, -η, -ου μεσήλικος: αυτός είνι μ’σόκιρους, γιε μ’, τι γαμπρός να γιένει!
μ’σότριβους, -η 1. μεσήλικος, μεσήλικος: πήρι κι αυτός νια μ’σότριβη, αφού δεν τουν έπιρνι καμίνια άλλη. 2. -ουμισοτριμμένο κι όχι καινούριο ρούχο, ρούχο τριμμένο από την πολλή χρήση.
μ’σουκαδιάρ’κους, -η, -ου αυτός που ζυγίζει μισή οκά.
μ’σουρόι, του μισή ρόγα, (βλ. λ.).
μ’σουστρατίς (επίρρ.) στο μέσο του δρόμου ή της πορείας.
μ’σουφέγγαρου, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.
μ’σουχρουνίς (επίρρ.) στο μέσο της χρονιάς.
μ’σουχρουνίς στα μέσα της χρονιάς.
μ’τάρια, τα εξαρτήματα του αργαλειού που μετακινούνε τα νήματα του στημονιού.
μ’ταρόξ’λου, του ξύλο που φέρει τα μ’τάρια, (βλ. λ.) [27, 371].
μ’τώνου περνάω το διασίδι (εμπλέκω το στημόνι) στα μιτάρια για να το υφάνω.
μα κι μπας και, μήπως και: μα κι είσι ν-απού τα κλάματα, μα κι είσι ν-απ’ τα λιουπύρια [10α, 96];
μαγαρ’σιά, η 1. περιττώματα από ανθρώπους, ακαθαρσίες. 2. (μτφ.) ανήθικη ενέργεια, ηθική μόλυνση.
μαγάρα, η 1. ακαθαρσία, βρόμα. 2. αρρώστια που κολλάει.
μαγαρίζου 1. λερώνω 2. (μτφ.) μιαίνω, μολύνω. μαγαρίς’κι του πιδί  χέστηκε.
μαγαρουσύνη, η 1. ατσαλιά. 2. ανηθικότητα, ηθική ακαθαρσία.
μάγγανα  γκρίνια, φασαρία.
μαγγανιάρ’ς, ου διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 308].
μαγειρτζής, ου μάγειρας [24, 43].
μάγκα, η παρέα, ομάδα συγκεντρωμένων ανθρώπων [27, 407].
μαγκούφ’ς, -α, -κου 1. έρημος. 2. αχαΐρευτος: ν-ισείς ρημάδια Τρίκαλα, μαγκούφα Καλαμπάκα, δε θε να ’ρθει κάνας κιρός, να ’ρθει να σας πατήσου [21β, 188].
μαγκούφια, τα , βλ. μαγκούφ’ς.
μαγκουφιασμένους, -η, -ου: μωρ’ έρημη, μωρ’ σκουτεινή, μωρή μαγκουφιασμένη, ν-ιδώ ήταν κλέφτις νια βουλά, ν-ιδώ ήταν χαραμήδις [24, 30], βλ. μαφκούφ’ς.
μαγκ’φιά, η η ερημιά, η σκοτεινιά.
μαγνάδι, του πέπλο της νύφης: ν-άνοιξα την παραπόλη κι έβγαλα χρυσό μαγνάδι. Φόρα, νύφη μ’, του μαγνάδι ν-είνι χάρισμα δικό σου [15α, 264].
μαδάου 1. ξεπουπουλιάζω τα πουλιά. 2. με τα δόντια μου τραβάω κάτι π. χ. το κρέας από το κόκκαλο για να το φάω. 3. παθαίνω τριχόπτωση: μάδ’σι του σκ’λί.
μάδι (σύνδ.) ούτε.
μαδιώμι 1. πέφτει το τρίχωμά μου. 2. ξεσκίζω τις σάρκες μου, θρηνώ: τι σκούζεις μαυρουκόρακα, τι σκούζεις, τι μαδιώσι; Μήιδα διψάς για αίματα, μήνα πεινάς για λιέσια [15α, 30] ;
μαέριμα, του μαγείρεμα.
μαζμαλάκια, τα προσανάμματα, μικρά ξυλαράκια για προσάναμμα.
μαζματάς, ου πρακτικό από τη μάζωξη του τσέλιγκα και των γερόντων [25β, 139].
μάζουξη, η συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων.
μαζώνου τ’ς πλάτις (μτφ.) βρίσκομαι σε αμηχανία, είμαι απροετοίμαστος να αντιμετωπίσω μια κατάσταση: αφού δεν έχει παράδις, μαζώνει τ’ς πλάτις τώρα.
μαζώνουμι 1. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι , συμμαζεύομαι.2. (μτφ.) ντρέπομαι, φοβάμαι: μαζώχ’κι σι νια άκρη κι του βούλουσι.
μαθητούδια, τα μαθητές [3α,145].
μαϊά, η τυρόγαλο που απομένει από το κεφαλοτύρι.
μαϊλίκια, τα ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.
μαΐσιου μαλλί, βλ. σούμμα.
μαΐστρα, η μάγισσα [27, 408].
μακιδόνις, οι μονοκόμματες και αμάνικες γυναικείες φορεσιές.
μακιλλεύουμι τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός μου ή τραυματίζομαι βαριά.
μάκινα, η μηχανή [27, 408].
μάκου, η γιαγιά.
μακρόκουρμη, η προβατίνα ή γίδα με μακρύ κορμί.
μακρουπρόσουπους, -η, -ου αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο.
μάκρους, του μήκος.
μακρουσκ’νού μακροσκοινώ, δένω το ζώο με μακρύ σκοινί για να βόσκει το έδαφος που του επιτρέπει το μήκος του σκοινιού [12α, 108].
μαλαγάνα, η αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και πονηριές.
μαλαγάρους, -α κόλακας, γυναίκα κόλακας [27, 408].
μάλαμα, του χρυσός, χρυσάφι.
μαλαματένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από χρυσό.
μαλαματίζου επιχρυσώνω, κοσμώ με μάλαμα [15α, 29].
μάλαξα έκανα κάτι μαλακό με τα χέρια μου, με το ζύμωμα, με το τρίψιμο: σαν το κερί τη μάλαξα, σαν ράφτης το βελόνι, σαν χρυσικός του μάλαμα να την αναλιγώσι [23α, τ. 3, 55].
Μαλιάρα
μαλλάκι, του μαλλί αγοραστό εξαιρετικής ποιότητας με το οποίο φτιάχνουμε επίσημες φορεσιές.
μαλλάς, ου έμπορος μαλλιών.
μαλλάτη, -ου 1. πρόβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά. Αρσενικό πρόβατο με πολλά και μακριά μαλλιά. [26, 32].
μαλλιαγρίζου φτιάχνω κάτι χωρίς μεράκι, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, το κακοφτιάχνω, ανακατεύω κάτι άτσαλα.
μαλλιαρουκουλιά, η αγριοτριανταφυλλιά.
μαλλιαρόκουλου, του καρπός από αγριοτριανταφυλλιά [12α, 109].
μαλλιαρόκουλους, ου  (μτφ.) δυσκολία μεγάλη: θα ιδείς του μαλλιαρόκουλου κάνια μέρα!
μαλλιαρουστήθ’ς, ου δασύτριχος στο στήθος [24, 27].
μαλλιάτσιασι η πίτα έχει περισσότερο λάδι από αυτό που πρέπει και δεν έχει στραγγίσει καλά.
μαλλιότου, του [12α, 109], βλ. μαλλιώτα.
μαλλίσιους, -α, -ου ο μάλλινος.
μαλλιώτα, η πανωφόρι με κουκούλα που γίνεται από μαλλί προβάτου (στημόνι-υφάδι και μαντανισμένο), μακρύ σχεδόν κάτω από τα γόνατα, ζεστό αλλά όχι αδιάβροχο [22, 122].
μαλλιώτου, του [25α, 93], βλ. μαλλιώτα.
μαλουσιάρα, η  αυτή που μαλώνει συνέχεια.
μαλτζιάνα, η γίδα που βόσκει μαζί με τα πρόβατα και την αρμέγουν οι τσομπαναραίοι για να τρώνε το γάλα της.
μαμαλίγκα, η είδος φαγητού (κουρκούτη ή πίτα) [26, 321].
μάμους, ου γυναικολόγος.
μαν’κουκάπι, του μανίκι από την κάπα [26, 287].
μαν’κώνου ράβω τα μανίκια στην κάπα ή σε άλλο χοντρό ρούχο [26, 358].
μάνα μ’ προσφώνηση που δείχνει τρυφερότητα, εγκαρδιότητα: έλα δω, μάνα μ’.
μάνα, η 1. μάνα 2. πεθερά [13, 101]: θα σι φουνάζου πιθιρά, θα σι φουνάζου μάνα 3. το πιο μεγάλο (κεντρικό) από τα κομμάτια με τα οποία γίνεται ένα ρούχο. 4. -δις μάνες: του ήμιρου τ’ αρνί β’ζάνει απού δυο μανάδις.
μανάρι, του 1. κονακιάρικο αρνί, χαϊδεμένο 2.(μτφ.) χαϊδεμένο παιδί.
μαναρίζου περιποιούμαι κάποιον με ιδιαίτερη φροντίδα.
μαναφούκια, τα  ρουφιανές, κουτσομπολιά.
μαναχά (επίρρ.) μόνον.
μαναχός, -ή, -ό μοναχός, μόνος.
μαναχουδυγατέρα, η μοναχοκόριτσο [20, 339]
μαναχούλα, η ολομόναχη.
μαναχουσύνη, η μοναξιά.
μαναχούτσ’κους, -η, -ου ολομόναχος [7α, 22].
μανγκαφάς, ου μίξα των γιδιών [27, 357].
μανέλα, η μεγάλη ταλαιπωρία.
μανία, η πείσμα, επιμονή.
μανιώνου κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι [25β, 140].
μανουπούλα, η απελέκητη σανίδα [26, 237].
μανούρι, του κεφαλοτύρι [26, 87].
μανουρουκάλ’βου, του καλύβι στο οποίο βάνουμε το μανούρι, (βλ. λ.) [26, 87].
μανουσάτους, -η, -ου (πιθ.) αυτός που προέρχεται από το μανουσάκι (λουλούδι) ή αυτός που μοιάζει με το μανουσάκι: κι πέσανι τα δόντια μου τα πυκνουφυτιμένα, κι έπισι του μουστάκι μου κι η φούντα η μανουσάτη.
μαντ’λώνου δωρίζω. Η νύφη δωρίζει στους καλεσμένους στο γάμο ή στους αρραβώνες διάφορα δώρα όπως: τροβάδες, ποδιές, προσκέφαλα, κ.ά. [12α, 109]
μανταβέλ’δις, οι μικρονομάδες Σαρακατσιαναίοι που ασχολούνται πιο πολύ με την αιγοτροφία και τους θεωρούν παρακατιανούς και κοινωνικά κατώτερους οι βέροι Σαρακατσιαναίοι.
μανταλοΐδι, του  μέσο για ξεμάτιασμα ή μάγια.
μανταν’κά, τα χρήματα που πληρώνουμε στον ιδιοκτήτη του μαντανιού ως αμοιβή για τα ρούχα που μας έπλυνε.
μαντάνι, του ειδική μηχανή που επεξεργάζεται τα μάλλινα υφάσματα με τη βοήθεια τεχνητού καταρράχτη και με ειδικό ξύλινο μηχάνημα [22, 43]
μαντανίζου πηγαίνω τα μάλλινα υφάσματα στο μαντάνι για να σφίξουν τα υφάδια τους και τα στημόνια τους.
μανταντζής, ου ιδιοκτήτης του μαντανιού, (βλ. λ.) [22, 117].
μαντάτα, τα 1. νέα. 2. θλιβερές ειδήσεις.
μάντζα, η ανακατωμένα πράγματα π.χ. χόρτα με χώματα.
μαντζιάρ’κα, τα (πιθ.) είδος από χρήματα: ν-ικεί ν-απάνου στου μαντρί ν-ήρθ’ ου Καραϊαννάκης κι χάλιψι χαράτσουμα ν-ιννιά χιλιάδις γρόσια κι δικουχτά μαντζιάρικα να φκιάσουν τ ’ άρματά τους [15α, 91].
μαντίλουμα, του η ενέργεια του μαντ’λώνου.
μαντρί, του περιφραγμένος χώρος στον οποίο κοιμούνται το βράδυ τα γιδοπρόβατα.
μαντρουστάσι, του τόπος στον οποίον έχουμε εγκαταστήσει τα μαντριά μας [12α, 109]
μαξουλεύουμι παράγω μαξούλι, (βλ. λ.) [20, 108].
μαξούλι, του προϊόν, εισόδημα [26, 19].: καλουγένν’σαν τα πρατάκια μας φέτου κι θα νάχουμι καλό μαξούλι.
μαξουλιάρ’κα, τα ζώα από το οποία παίρνω προϊόντα και εισόδημα.
μαξούλιμα, του εκείνη η περίοδος κυρίως κατά την οποία συγκεντρώνουμε τα προϊόντα μας (π.χ. τυροκομούμε).
μαξούμι, του 1. κακομοίρικο. 2. μικρό παιδί: τα ’χει ακόμα μαξούμια τα πιδιά η Αλέξινα.
μάρα, η καημός, στενοχώρια: το ’χου μάρα απ’ δεν παντρεύ’κι αυτίνου του πιιδί.
μαραγκά λόια λόγια προσεγμένα, διπλωματικά.
μαραγκιάζου μαραίνομαι, ξηραίνομαι.
μαράζι, του 1. μαρασμός, στενοχώρια. 2. μαραζιάρης: σήκου μαράζι πλάιασι, σήκου μαράζι ακούμπα [3α, 186].
μαραζιάρ’ς, ου αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο νόσημα (π.χ. φυματίωση): κοιμάτι νιος, κοιμάτι νια, κοιμάτι νιο φιγγάρι, κοιμάτι ’να τριαντάφυλλου σιμά στου μαραζιάρη [3α, 186].
μαραζώνου 1. παθαίνω μαρασμό, μαραίνομαι. 2. -ουμι παθαίνω μαρασμό.
μάραθους, ου φυτό πόα.
μαράκι, του, βλ. μάρα.
μαρακλής, -τ’σσα μερακλής, μερακλίτισσα [27, 410].
μαργαρήθρανου, του (πιθ.) λαχανικό.
μαργαριταρένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από μαργαριτάρι και άρα είναι πολύτιμος.
μαργαριτάρι, του πολύτιμος λίθος.
μαργιόλους, ου 1. κακός. 2. πονηρός [27, 409].
μάργουμα, του κρύωμα.
μαργουσιάρ’κους, -η, -ο λιπόσαρκος και γι’ αυτό το λόγο ευαίσθητος στο κρύο, αυτός που κρυώνει εύκολα [22, 61]: τα γίδια είνι ζώγα μαργουσιάρ’κα.
μαργουσιάρ’ς, ου, βλ. μαργουσιάρ­’κους.
μαργώνου κρυώνω.
μαριόλ’κου, του ερωτύλος νέος.
μαρκαλιώντι τα ζώγα ζευγαρώνουν.
μαρκάλους, ου 1. ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα [26, 73]. 2. εποχή του ζευγαρώματος.
μαρκιώντι τα ζώγα αναμασάνε την τροφή τους, μηρυκάζουν:κι νια λαφίνα ταπεινή δε βόσκει δε μαρκιώτι [18, 206].
μάρκους, ου μουλάρι με γκρίζο σκούρο χρώμα [27, 352].
μαρμαγκώνου παθαίνω τρακ, μαρμαρώνω.
μαρμάρα, η προβατίνα που μένει στέρφη πολλά χρόνια [26, 32].
μάρμαρα, τα βράχια, βράχια γκριζόασπρα από γυαλιστερή πέτρα.
μαρμαρένιους, -α, -ου μαρμάρινος.
μαρμαρίτσα, η, βλ. μαρμάρα.
μαρμαρόμαντρου, του (πιθ.) μαντρί που ο τοίχος του είναι χτισμένος με μεγάλες πέτρες.
μαρμαρουβούνι, του βουνό με πολλά πετρωτά μέρη: θέλου ν-ανέβου σεϊ βουνό, σ’ ιένα μαρμαρουβούνι, να πιλικήσου μάρμαρου κι κόκκινου λιθάρι [3α, 178].
μαρμαρουχτισμένους, -η, -ου χτισμένος με μάρμαρο: βάνου, φκιάνου του σπίτι μου του μαρμαρουχτισμένου [21β, 352]
μαρτεύουμι αμαρτάνω [15α, 159].
μαρτζιλάτα, τα ζώα που έχουν σκουλαρίκια (σαρκώδεις και επιμήκεις προεξοχές) στο λαιμό [23α, τ. 3, 36].
μαρτίσια, η είδος βελέντσας.
μαρτυριά, η μαρτυρία, ομολογία: ν-έχιτι γεια ψηλάι βουνά κι δρουσιρές βρυσούλις κι ’σεις Τζιουμέρκα κι Άγραφα, παλληκαριών λημέρια. Ν-Ισάς ν-αφήνου μαρτυριά, ν-ισάς να μουλουγάτι.
μάσ’μου, του μάζεμα.
μασέλις, οι εγκοπές που έχει το ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι, (πανουμάσιλου κι κατουμάσιλου) [22, 111].
μάσια, η σιδερένια βέργα με πλατύ έλασμα στην άκρη που τη χρησιμοποιούμε για να μαζεύουμε τη στάχτη από τη γωνιά [26, 287].
μασκάλη, η εξάρτημα του αργαλειού (γυριστά ξύλα) που πάνω του στηρίζονται τα αντιά.
μασκαλήθρα, η τριχιά που περνάει από τη μασχάλη των ζώων και τη συνδέουμε με το σαμάρι.
μασκαλίτσα, η [12α, 110], βλ. μασκαλήθρα.
μασκαρ’λίκι, του γελειοποίηση, καταγέλαστη πράξη.
μασλατάου λέω μασλάτια, (βλ. λ.).
μασλάτας, μασλάτου πολυλογάς, πολυλογού.
μασλάτια, τα κουβέντες χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο, κουβέντες για να περνάει η ώρα.
μασούρι, του νήμα (υφάδι) που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο και το εμπλέκουμε με το στημόνι.
μάσσου μαζεύω τα πρόβατα με ήρεμο τρόπο [25β, 142].
μασταράς, ου αρρώστια στα ζώα, μαστίτιδα [26, 77].
μαστάρι, του μαστός από ζώα [26, 72].
μαστέλου, του ξύλινο δοχείο για υγρά [26, 84].
μαστραπάς, ου γυάλινο δοχείο για νερό ή για κρασί: βάλι κρασί στου μαστραπά κι βγάλ’ του στουν αϊέρα κι αν δεν του πιου την Κυριακή, του πίνου τη Δευτέρα [3α, 142].
μαστρόφλας, ου ανεμοστρόβιλος [12α, 110].
μάτα (επίρρ.) ξανά, πάλι.
ματαπράς, ου πλανόδιος έμπορος [27, 409].
μάτι, του μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα, έξοδος [26, 80].
μάτια προσφώνηση που δείχνει τρυφερότητα και εγκαρδιότητα: ήρθις, μάτια. Έλα δω, μάτια.
ματιά, η παχύ έντερο από το γουρούνι.
ματουτσίνουρα, τα βλεφαρίδες: πο ’χει τα ματουτσίνουρα σαν κρόσια ν-απού μαντίλι.
ματσιαλάου μασάω παρατεταμένα την τροφή μου.
ματσούκι, του το κλιτσόξυλο.
ματώνου σφάζω [25α, 194].
μαυλάου καλώ τα ζώα να ’ρθουν κοντά μου ή να με ακολουθήσουν φωνάζοντας ή σφυρίζοντας συνθηματικά, τα παρασέρνω, τα ξεγελάω [12α, 111]: μαύλα τα σκ’λιά, ουρέ, θα μι φάν’.
μαυραδάκια, τα καρπός θάμνου.
μαυρειδιρός, -ή, -ό μελαχρινός, μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο, μελαψός: τ’ ακούς μαυρειδιρούλα μου κι συ μιλαχρινούλα μου τα, τι λένι για τ’ ιμένανι πως αϊγαπού ισένανι;
μαυρουκάν’τα, -ου γίδα που έχει στο τρίχωμά του ανάμεικτες σταχτιές και μαύρες τρίχες. Αρσενικό γίδι που έχει στο τρίχωμά του ανάμεικτες σταχτιές και μαύρες τρίχες [23α, τ. 4ο, 24]
μαυρουκιέφαλου, του πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και μαύρο στο κεφάλι [26, 117].
μαυρουκιτρινιάρ’ς, -α, -κου αυτός που έχει στην όψη του μαύρο και κίτρινο χρώμα, αυτός που δεν έχει ωραίο χρώμα στην όψη του∙ λέξη με αρνητικό περιεχόμενο: του δε μου λες μουρ’ πιθιρά, του δε μου λες μουρ’ μάνα, του τίνους είνι ’κειός, ν-ου μαυτουκιτρινιάρης [21β, 35].
μαυρουλουγάου γίνομαι κατάμαυρος: μέρα Σάββατου μαυρουλόγαγαν τα σοκάκια τ’ Αλμυρού απ’ τις σκούφιες τις σαρακατσιαναίικες, τόσοι πολλοί ήταν [20, 43].
μαυρουμάτα, -’κου πρoβατίνα με άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια. Αρσενικό πρόβατο με άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια [23α, τ. 3, 35].
μαυρουμιλανιασμένους, -η, -ου αυτός που η όψη του είναι μαύρη και μελανιασμένη. Τέτοια όψη περίπου παίρνει π.χ. το πρόσωπό του μικρού παιδιού, όταν του κόβεται η αναπνοή από το κλάμα ή το πρόσωπό μας, όταν είμαστε πολύ κρυωμένοι: Χρίστου μ’, γιατί ’σι κίτιρνους, μαυρουμιλανιασμένους, μη σι μαραίνουν ν-οι ξανθιές κι αυτές ν-οι μαυρουμάτις; [21β, 221].
μαυρουμύτα, η 1. πένα, μολύβι.: ουρέ, θα του δεις μεθαύριο που θα λουγαριαστούμι, θα παίξει η μαυρουμύτα [7β, 122] 2. (μτφ.) γραφειοκρατία.
μαύρους, -η, -ου (μτφ.) δυστυχής, φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι: ν-οι μαύροι τι θα γένουμι φέτου του καλουκαίρι που βήκι ου Αντώνης σταϊ βουνά μι τουν Καραϊάννάκη κι πάισαν κι λημέριασαν στου Γαλανού τη στάνη [21β,104].
μαχ’μένους, -η, -ου μαλωμένος, τσακωμένος: κάλλιου αλάργα κι αγαπημένοι, πέρι     κουντά κι μαχημένοι.
μαχαλιότισσα, η αυτή που ζει στο μαχαλά, στη γειτονιά, στη συνοικία: κάποια Γαλαξειδιώτισσα κι απάνου μαχαλιότισσα δέρνει τη θυγατέρα της κρυφά ν-απ’ τουν πατέρα της [3α, 90].
μάχησις μάλωσες, μ’ έβαλες στο μάτι, με διέβαλες: τι σου’ φτιξα, βρε μπάρμπα μου, κι μάχησις μι μένα; Μήιδα τη γίδα σου ’φαγα, μήιδα την προυβατίνα [15α, 82].
μαχμούζι, του σπιρούνι [27, 360].
μέλιγους, ου υδροχαρές φυτό που το χρησιμοποιούμε για να βάφουμε ανεξίτηλα το μαύρο χρώμα [2].
μέρασμα, του φαγητό και σιτάρι (κόλυβα) που μοιράζουμε στα κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα.
μέργια, τα μέρη: στα γουριώτικα τα μέργια έκαμα δυο καλουκιαίρια.
μέρτζα, η πλέξιμο με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.
μέσα, τα  συκωταριά ζώου.
μέση, η είδος πάλης [4, έτος 16ο, 28].
μέτρους, ου μέτρημα.
μέχουμι  μου αρέσει, το τραβάει η όρεξή μου.
μη μήπως (επίρρ.): μη θέλ’ς τίπουτα;
μηδά μήπως, αμ πως!
μηλιγγίτ’ς, ου μηνιγγίτιδα.
Μηλιό, του Βουλγαρία: άλλοι πάν’ κατά του Μηλιό κι άλλοι στου Σαλουνίκη [20β, 89].
μηλίχλουρους μισόχλωρος ή μισοξεραμένος [12α, 111].
μηνού στέλνω μήνυμα.
μηριά, τα μηροί.
μηταγμίτ’ς, ου πανούργος, καταφερτζής, πονηρός και έξυπνος που τα πετυχαίνει όλα με την επιμονή και το θάρρος του: τα ’βγαλι πέρα ου μηταγμίτ’ς[12β, 148].
μι τ’ ιμένα με εμένα, μαζί μου.
μιανού ενός: σ’αυτό του έρ’μου Κουτσιλιό, μιανού παπά του σπίτι, ν-άλλους παπάς μι πρόδουκι στ’ Αβδή πασιά την πόρτα[21β, 70].
μιγαλουδύναμους, ου Θεός: κύριι, μιγαλουδύναμι μιγάλου του ’νουμά σου, κάνι τη νύχτα ξιστιριά κι την ημέρα αντάρα [19, τόμος 3ος, 274].
μιγαλουπιφτίζου εκκλησιάζομαι τη Μεγάλη Πέμπτη και ο παπάς ευλογεί τα πράγματα που του πηγαίνω από το κονάκι [26, 341].
μιγαλουσιάνους, ου πλούσιος αστός [16, 47].
μιγαλουτσιέλιγκας, ου τσέλιγκας που έχει πολλά κονάκια στη στάνη του [26, 9].
μιγαλουφαμπλίτ’ς, ου αυτός που έχει πολλά παιδιά στην οικογένειά του, έχει μεγάλη οικογένεια.
μιζιλίσι μάζωξη και παρέα για κουβέντα: απόψι ιέχουμι μιζιλίσι στου Γιουργαλή,
μικρουδείχνου δείχνω μικρός στην ηλικία.
μικρουκαταραμένους, -η, -ου αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή ηλικία: Ιγώ Τούρκους δι σκιάζουμι, χά­ρου δεν παντυχαίνου· μόν’ σκιάζουμι τη μάνα μου , μ’ έχει μικρουκαταραμένου [18, 200].
μικρουμάνα, η γυναίκα με μικρό παιδί.
μικρουπαντρεύουμι παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.
μικρουπαντριμένους, -η, -ου αυτός που παντρεύεται σε μικρή ηλικία.
μικρουτσιέλιγκας, ου τσέλιγκας που έχει μικρή στάνη, λίγα κονάκια.
μικρουφέρου συμπεριφέρομαι σα μικρός.
μιλαδέρφι, του ετεροθαλής αδερφός [25α, 165].
μιλαδιρφός, ου, βλ. μιλαδέρφι.
μιλιάζουν γίνονται χιλιάδες: κι χίλιασαν κι μίλιασαν κι γίνηκαν τρεις χιλιάδις κι βάνει τα τσουράπια της γκιουρντάνια στα σκυλιά της [24, 31].
μιλιέτι, του φυλή, ράτσα.
μιλίνγκια, τα το εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως αυτό που βρίσκεται έως κάτω από τα αφτιά [27, 410].
μιλιούνια, τα πολλές χιλιάδες, εκα­τομμύρια.
μιλισσουχόρταρου, του βοτάνι.
μιλίχλουρους, -η, -ου [25β, 144] βλ. μηλίχλουρους.
μιλόκεδρους, ου δέντρο [26, 361].
μιλός, ου τούφα που φύεται παρασιτικά στον κορμό των ελατιών και είναι εκλεκτή τροφή για τα ζώα [22, 150].
μιλουχτιά, η φυτό [26, 136].
μίνγκους, ου πουλάρι [27, 351].
μιντάκι, του εγγύηση: Βιζύρη μ’, να μας λυπηθείς, να κάμεις μαχαμέτια, γιατί ’μαστι κατακαμπής, κατακαμπής στουν κάμπου, δίχους λιθάρι κι κλαρί, δίχους κάνα μιντάκι [15α, 54].
μιράντζα, η δέντρο.
μιρεύου ησυχάζω, ηρεμώ.
μιριά, η 1. τόπος, θέση: στην απουκείθι, μουρή βλάχα μου, τη μιριά κλήμα ’ταν φυτρουμένου. 2. μία από τις δυο πλευρές ενός πράγματος 3. φορτίο [17, 154]..
μιριόστι παραμερίστε: για μιριόστι τα καμπόσα, να διαβεί ου γαμπρός κι η νύφη.
μιρουμένα, τα ήμερα.
μιρουτόπι, του τόπος με καλό χορτάρι κατάλληλο για βοσκή [26, 16].
μιρσιακά, τα εντόσθια από το ζώο. Τα αποχωρισμένα [25β, 143].
μιρτζιέλια, τα σαρκώδεις επιμήκεις προεξοχές (σκουλαρίκια) που έχουν τα ζώα στο λαιμό.
μιρώνου, βλ. μιρεύου: θα κάμου ταϊ βουνά να κλαίν’, τους κάμπους να δακρύσουν, θα κάμου κι τους φίλους μου να κλαίν’, να μη ’μιρώνουν.
μισάλι, του τραπεζομάντιλο (χειροποίητο ριγέ πανί) [22, 48] , κάλυμμα για τα ψωμιά: βάλτι τραπέζια λυπηρά κι τα μισάλια μαύρα [21β, 352].
μισαριά, η άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.
μισιάζει η νύχτα γίνεται μεσάνυχτα.
μισιακά, τα μανίκια (φρούτα) από τη νυφιάτικη στοκή.
μισκλίζου  ξεσχίζω.
μιστιά, η προβατίνα που πέρασε την περίοδο της ακμής της, μισογερασμένη προβατίνα [26, 73].
μιστόπρατου, του γέρικο πρόβατο [20, 339].
μιστουπράτ’να, η [20, 339], βλ. μιστιά.
μιτ’ ισένα με εσένα, μαζί σου: ν-ακόμα ιτούτη τη βραδιά που είμι μιτ ’ισένα.
μιτιάζει ου τόπους αρχίζει να χορταριάζει [25β, 144].
μίτουμα, του η ενέργεια του μιτώνου.
μιτρηγάρια, τα καρδάρια [26, 375].
μιτρίδια, τα ποικιλόσχημα χάλκινα δοχεία για να μετράμε το γάλα.
μοιράδι, του 1. τμήμα, κομμάτι, μέρος από ένα πράγμα [20, 26]. 2. μερίδιο, μερτικό [26, 18].
μοιραίνουν οι μύρις αποφασίζουν για την τύχη του νεόγέννητου την πρώτη νύχτα της γέννησής του [17, 216].
μοίρασμα, του [12α, 112], βλ. μέρασμα.
μόκιασι του ψουμί μούχλιασε.
μόλαβους, -η, -ου [12β, 149] 1. πράος, ήρεμος, καταδεχτικός. 2. άβουλος, αδιάφορος, βαρύς στις μετακινήσεις του σα μολύβι.
μολαταύτα (επίρρ.) παρ’ όλα αυτά.
μόλου μαζί: τους παίρουνι τα πρόβατα, πρατίνις μι τ’αρνιά τους, παίρουν κι στιρφουκόπαδα μόλου μι τα κουδούνια [21β, 94].
μόλουγους, ου  ιστορία, σκάνταλο
μόλτσα, η έντομο που «τρώει» τα ρούχα.
μόλυμα, του μίασμα, κηλίδα, κάθαρμα [12β, 149]: τους βάρισι του μόλυμα,ν-η μαύρη ν-η χουλέρα [21β, 27].
μόλυσμα, του [24, 8], βλ. μόλυμα.
μόλυψη, η μόλυνση.
μόρα, η 1. άγχος, δυσκολία, πολύς μόχθος, βραχνάς [25β, 145]. 2. εφιάλτης [27, 411]. 3. (πιθ.) κακό πνεύμα: λαρώστι, μωρέ βομπήρ’κα, γιατί το βράδυ, όποιος κάνει αχαμνά, θα να ’ρθει η μόρα και θα τον πατήσει [3β, τ. 28, 8].
μότριμα, η αδελφοποιτή.
μουαμπέτι, του μοχαμπέτι, διασκέδαση [27, 410].
μουδιάζουν τα πρότα ηρεμούν, κοιμούνται και μάλλον για λίγο [26, 51].
μουζαβίρ’ς, -ου κουτσομπόλης, κουτσομπόλα.
μουζαβίρια, τα κουτσομπολιά.
μουζής, ου άνθρωπος ακοινώνητος [27, 411].
μούηδι (σύνδ.) ούτε: μούηδι μανούλα ν-έχου, μούηδι ν-αδιρφή, μούηδι κι γυναίκα στα μαύρα να ντυθεί [21β, 133].
μουκαϊέτ’ς, δε γιένουμι μουκαΐέτ’ς δε γίνομαι αιτία, δεν αποφασίζω: ούλου λέου θα πάου στ’ς αδιρφάδις μ’, αλλά να ιδού πότις θα γιένου μουκαϊέτ’ς.
μουκαϊτιά απόφαση για να προβώ σε μια ενέργεια.
μουκάρου παραμερίζω τις στάχτες που καλύπτουν τη φωτιά, για να την ανάψω [27, 411].
μούλα, η το θηλυκό μουλάρι: κι ου νιος απουκοιμήθηκι στη μούλα καβαλάρης κι η μούλα παραστράτησι κι άλλη στρατούλα πήρι [21β, 27].
μουλαΐμ’κους, -η, -ου, βλ. μουλαΐμ’ς.
μουλαΐμ’ς, ου 1. ήσυχος, πράος. 2. μαλαγάνας, καλοπιασάκιας [20, 143).
μουλεύουμι μολύνομαι.
μούλκια, τα κτήματα, ιδιοκτησίες [27, 411].
μουλόημα, του διήγηση, μίλημα. γίν’κι του μουλόημαέγινε κάτι παράξενο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι συνταραχτικό: Στου Γκάλλικου του πουτάμι γίν’κι του μουλόημα, ξικληρίσκι ουλόκληρη στάνη.
μουλουγάου εξιστορώ, διηγούμαι: ‘ια μουλόγα μας τι πόριψις στου γάμου.
μουλόχαντρα, η (πιθ.) καρπός από μολόχα που τη βάνουνε μέσα στο φυλαχτό [20, 317].
μουναχουγιός, ου μοναχοπαίδι [21β, 25].
μουναχουδυχατέρα, η μοναχοκόρη [18, 207].
μουναχουζώης, ου εργένης [16, 135].
μουναχουζώικα εργένικα: μουναχοζώικα τα γλέπωούλα δω μέσα [16, 135].
μουνιέδα, η νόμισμα, σειρά από νομίσματα.
μουνόκλουνους, -η, -ου με ένα κλωνάρι: φουντουτό μου κυπαρίσσι κι μουνόκλουνου κλουνάρi [18, 151].
μουνόκυπρους, ου μονός κύπρος [26, 124].
μουνουβύζα, η προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).
μουνουδέντρι, του μοναχικό δεντράκι: σι μουνουδέντρι στάλισι, σι λεύκα κάνει γιόμα κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα πάει να παίξει [21β,46].
μουνουμιρίς (επίρρ.). μέσα σε μια μέρα.
μουνουχάρια, τα σκοινιά και ξύλα που τα χρησιμοποιούμε για να ευνουχίσουμε τα αρσενικά ζώα [22, 29].
μουνούχι, του ευνουχισμένο και με έναν όρχι ζώο.
μουνουχίζου ευνωχίζω το ζώο και του αφήνω έναν όρχι [12α, 112].
μουντζουτή, η είδος πίτας
μουντζουφλιά, η μούντζα.
μουντζουφλιάζου μουντζώνω.
μούντουρη, η, βλ. μούργκα.
Μουραΐτις, οι οι Σαρακατσιαναίοι της Θεσσαλίας.
μουραπάδις, οι ευτράπελες διηγήσεις, χαζοϊστορίες, ιστοριούλες, κουβέντες [25β, 146].
μουράτη, -ου κατάμαυρη προβατίνα, αρσενικό κατάμαυρο πρόβατο [26, 32].
μούργκα, η κατακάθι από το λάδι.
μούργκους, -α, -ου αυτός που το χρώ­μα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο.
μούρνου, του βυσσινί χρώμα.
μουρό, του βαθύ μαύρο χρώμα.
μουρόσα, η αγαπητικιά [27, 411].
μουρουζώντανους, -η, -ουαυτός που ξεψυχάει, αυτός που πνέει τα λοίσθια [12β, 151].
μουρσεύου γλυκαίνομαι σε κάτι.
μουρτζιά, η θάμνος με δυνατά αγκάθια.
μουρφου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που μας δείχνει ότι αυτό που δηλώνει το δεύτερο συνθετικό είναι κάτι όμορφο ή ωραίο ή το κάνω με όμορφο τρόπο, με μεράκι, με εγκαρδιότητα, με την καρδιά μου: μουρφουβιλουνιάζου, μουρφουγκβιντιάζου, μουρφουκουκκινίζου, μουρφουλαλού, μουρφουλιφκιαίνου, μουρφουλουλουδιάζου, μουρφουπλουμπουκιντισμένου, μουρφουλιβαδάκια..
μούσγκουσι βράχηκε πολύ.
μουσιάς, ου κοινόχρηστο κοινοτικό λιβάδι, μεσιακό λιβάδι.
μουσιόντρα, η καλαμποκίσια πίτα (με δαχτυλιές).
μούσκα, -ου μαύρη γίδα με λευκό γεννάκι. Αρσενικό μαύρο γίδι με λευκό γεννάκι [27, 350].
μούσκιους, ου μούσκεμα [25β, 146].
μούσκλα, τα βρύα πάνω στα δέντρα [27, 411].
μουσκλιάζου (μτφ.) σκοτεινιάζει το πρόσωπό μου, γίνομαι κατηφής, κατσούφης [27, 411].
μούσκρα, -ου γίδα με μαύρα ή λίγο γκρίζα μαλλιά και πολύ περισσότερο γκρίζο στη μούρη. Αρσενικό γίδι με μαύρα ή λίγο γκρίζα μαλλιά και πολύ παρισσότερο γκρίζο στη μούρη [23 α, τ. 4ο, 24]. Οι λέξεις μούσκακαι μούσκρα πρέπει να είναι ίδιες.
μουστουπράτ’να, η, βλ.μιστιά.
μουστρέτσ’κους, -α, -κου ανήθικος [27, 412].
μουστώνου πληρούμαι, χορταίνω [12β, 150].
μούτα, η ανύπαρκτο ον (φάντασμα) που το επικαλούμαστε για να φοβίσουμε τα μικρά παιδιά: κάτσι καλά, γιατί θα νά ’ρθει η μούτα.
μούτα, τα υφαντά χωρίς σχέδια [27, 412].
μουτεύου χάνω την ομιλία μου.
μούτους, -η, -ου άλαλος.
μούτσουνα, τα μικρά παιδιά.
μούχλιψα πτώχευσα.
μόφκι απ’ του μυαλό (μτφ.) το ξέχασα
μπ’λούκι, του μπουλούκι, μικρή ομάδα από ζώα ή από ανθρώπους.
μπ’λουκιάζου 1. φτιάχνω μπουλούκια (ομάδες) από ζώα. 2. εντάσσω μεμονωμένα ζώα στο κοπάδι.
μπ’χτά (επίρρ.) ευθεία κάτω στην πλαγιά.
μπ’χτάρια, τα όρθια λούρια (βλ. λ.) από το κονάκι [26, 198].
μπά κι μήπως.
μπαγράτσι, του μικρό χάλκινο σκεύος.
μπαζιά, τα άγρια λαχανικά.
μπαζίνα, η [4, έτος18ο, 14], βλ. μαμαλίγκα.
μπάιλας, ου λιποθυμία.
μπαϊλίζου λιποθυμώ.
μπαϊράκι, του φλάμπουρας, σημαία.
μπαΐρι, του παιδικό παιχνίδι [27, 412].
μπάκα, η μεγάλη κοιλιά που προεξέχει.
μπάκαβα, τα άσπρα πρόβατα με πιτσιλάδες στο πρόσωπο (σαν γανωμένα) ή πρόβατα που όταν είναι αρνιά έχουν εξωτερικά το μαλλί κατά χωριστά τμήματα σκούρο και άσπρο [23α, τ. 3. 36].
μπάκακας, ου βάτραχος.
μπακάμια, τα ξυλάκια του εμπορίου που δίνουν το κόκκινο χρώμα [22, 113].
μπακανιάρ’κου, του αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο.
μπακάτι, του μικρό κοπάδι από πρό- βατα [17, 334].
μπακατιάρ’ς, ου αυτός που έχει λίγα πρόβατα.
μπακατουλόηδις, οι Σαρακατσιαναίοι που έχουν λίγα πρόβατα [17, 34].
μπάκιασαν τα πρότα χόρτασαν βοσκή και φούσκωσε η κοιλιά τους.
μπάλα, η μέτωπο.
μπαλασκόνι, του (πιθ.) θήκη για να βάζω χρήματα, πορτοφόλι.
μπαλατσαρίζου χάνω τα λογικά μου: μπαλατσάρ’σι, πήρι τα πλάια.
μπάλιους, -α, -ου ζώο με άσπρη κηλίδα στο μέτωπο και με μαύρο κεφάλι.
μπαλντούμι, του εξάρτημα του σαμαριού.
μπαλουμένα, τα πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο σώμα τους ένα μαύρο μπάλωμα.
μπαλουτρουβάς, ου τροβάς που έχει μέσα τα σύνεργα για το μπάλωμα.
μπάλσαμους, ου φαρμακευτικό φυτό, βάλσαμο.
μπάμπαλα, τα λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία στρώνουμε τα μαντριά.
μπανάρια θα ρίξει θα ρίξει πολύ χιόνι, πολλά μέτρα χιόνι [20, 277].
μπανόζι γίν’κι κρύωσε πολύ, πάγωσε, μαρμάρωσε.
μπάντα  απ’ του κουνάκι  πλευρά από το κονάκι.
μπανταλός, -ή, -ό χαζός, ηλίθιος.
μπαντζιουτύρι, του, βλ. στουμπουτύρι.
μπαραζάνα, η μπουραζάνα, αντρικό παντελόνι.
μπαρβάρια, τα μικρόσωμα και αδύνατα ζώα.
μπάρτζα, -ου γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο κοκκινωπό. Αρσενικό γίδι που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο. [27, 350].
μπασιά, η είσοδος
μπασιούρκα, τα λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το κάτω μέρος του λαιμού (γκιορτινάτα) [23α, τ. 3, 37].
μπασκί, του, βλ. μπλάνα.
μπασματάς, ου αναφορά: μουχτάρηδις φκιάνουν του μπασματά στου βασιλιά να στείλουν.
μπαστές, οι είδος στρωσιδιού, μπατανίες [22, 112].
μπάστρα, η αρρώστια στα φυτά.
μπατάλ’κα, τα μεγάλα κουδούνια που χτυπάνε αργά και δυνατά [26, 119].
μπατανία, η μάλλινη κουβέρτα.
μπαταριά, η ομοβροντία από πυροβολισμούς. νια μπαταριά αρνιά (μτφ.)  μια ομάδα, ένα σύνολο από αρνιά, ένα κοπαδάκι.
μπαταρίζου ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω.
μπατζιαραίοι, οι, βλ. μπάτζιους.
μπατζιαριό, του χώρος που γίνεται η τυροκόμηση [26, 210].
μπατζιό, του στάνη, τσελιγκάτο.
μπατζιός, ου τυροκομείο.
μπατζιουκάζανου, του είδος καζανιού που το χρησιμοποιεί ο τυροκόμος για να βράζει το γάλα.
μπάτζιους, ου 1. τυροκόμος. 2. είδος τυριού.
μπατιάζου βαθουλώνω: μπάτιασι του κουνάκι απ’ του πουλύ του χιόνι.
μπατλιά, η μέρος που έχει βάτους ή λίγους θάμνους: η μ’κρή η μπατλιά έχει του λαγό.
μπάτ’ς, ου τρανύτερος αδερφός.
μπάτσα, η προβατίνα χωρίς γάλα.
μπατσαλιά, η σφαλιάρα, χαστούκι: τότις, απ’ λέτι, τ’ φουσκώνει μίνια μπατσαλιά τ’ Θυμιούλη που είδι το νουρανό σφουντύλ’ [16, 59].
μπατσαλιάζου πατάω ή χτυπάω κάτι και το διαλύω.
μπατσαλίζου χαστουκίζω, σφαλιαρίζω.
μπάτσις, οι ελατόκλαρα [26, 80].
μπδούλια, τα μικρά σκουλήκια που παρουσιάζονται στα χαλασμένα τυριά.
μπδουλιάζει του τυρί αρχίζουν να παρουσιάζονται στο τυρί μπδούλια, (βλ. λ.).
μπδουλιάζου γεμίζω μπδούλια, (βλ. λ.).
μπεηουπούλα, η κόρη του μπέη.
μπέισσα, η γυναίκα του μπέη: τουν είιδι ου ήλιους κι έλαμψι κι λάμπει του παζάρι, τουν είιδι κι νια μπέισσα ν-απού ψηλό σαράι [15α, 64].
μπέλλα, -ου προβατίνα που είναι κάτασπρη. Αρσενικό πρόβατο που είναι κάτασπρο [25α, 132].
μπελλουκάλισια, τα τα πρόβατα που φέρνουν ελάχιστα μικρά μαύρα στίγματα στο πρόσωπο, ώστε να επικρατεί το άσπρο χρώμα [23α, τ. 3, 34].
μπέρτα, η επινώτιο, ένδυμα που το ρίχνουν οι γυναίκες στις πλάτες τους.
μπήγου φουνή βάζω δυνατή φωνή, φωνάζω αγριεμένα: ο παρδάλης χίμηξε καταπάνω της. Η Ρόιδω έμπηξε τη φωνή [16, 60]. μπήγου φουτιά βάζω φωτιά.
μπιζαβέντ’ς, ου 1. πονηρός. 2. ασταθής.
μπιζιρίζου 1. βαριέμαι, κουράζομαι, βασανίζομαι, είμαι καταπονημένος [27, 413]. 2. -ιώμι γίνομαι βαρετός, δεν με ανέχονται άλλο: άμα γιράσει ου άνθρουπους, μπιζιριώτι.
μπικόνις, οι ντενεκέδια στα οποία οι αρμεχτάδες ρίχνουν το γάλα από τα καρδάρια που γεμίζουν [26, 83].
μπιλιάνι, του εξάρτημα της αρματωσιάς του μπινεκιού που το βάζουμε στο στήθος του για στολίδι [26, 39].
μπιλιάς, ου μπελάς.
μπιλιντένια, τα μαξιλάρια.
μπιλιόκι, του καλυβάκι ή προφυλαγμένος χώρος για τον τζομπάνο δίπλα στο  μέρος που κοιμούνται τα πρόβατα.
μπιλιουρί γίν’κα έγινα «μασκαράς», έγινα ρεζίλι: χουμπώσου, μουρή θαλαπωμένη, θα γένουμε μπιλιουρί για δυο τρύπιες δεκάρες! [3β, τ.28, 8].
μπιλίτσα, η (μτφ.) ξανθιά, ξασπρουλιάρα γυναίκα [ 22, 137].
μπιλντές, ου φράχτης πίσω από το μαντρί που κρατάει το χιόνι.
μπιλόνιασμα, του ενέργεια του μπιλουνιάζου.
μπιλουνιάζου περνάω το διασίδι (βλ. λ.) στα μιτάρια και στο χτένι του αργαλειού.
μπιλτέκ’ς, ου τραβλός.
μπιμπίλια, τα διάνοι, αρσενικές γαλοπούλες.
μπίμπις, οι μεγάλες κουδούνες που βάνουμε στα γκισέμια, (βλ. λ.) [26, 117].
μπίμπτζα, η, βλ. μπίμπις.
μπινάρια, τα δίδυμα, διπλάρικα [1, 125].
μπινιέκι, του όμορφο και δυνατό άλογο που το έχουμε για ίππευση, άλογο του τσέλιγκα, άλογο για κοινωνικές εκδηλώσεις [26, 23].
μπινιέλι, του, βλ. κουπίδι.
μπίρδακα, τα μπράγκαλα.
μπίρκανα, τα 1. ανακατεμένα πρόβατα. π.χ ζυγούρια μαζί με γαλάρια ή μαζί με στέρφα. 2. κοπάδι από μικρά αρνιά, σιουγκάρια [19, 289].
μπιρμπάτ’ς, ου απατεώνας [27, 413].
μπιρμπιζούρια, τα μικροπράγματα, ρουχαλάκια, κ.ά.
μπιρμπίλια, τα αηδόνια: αηδόνια μου, μπιρμπίλια μου να ζείτι, να λαλείτι [27, 305].
μπιρμπιλόνια, τα πρόχειρο φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι [26, 323], βλ. και νηαρστά.
μπιρμπίλου, η όμορφη και παχουλή γυναίκα.
μπιρμπιλουμάτα, η γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια: απ’ την πόλη, μπιρμπιλουμάτα, κατιβαίνου κι σι πιριβόλι μπαίνου [3α, 85].
μπιρμπιλουτά μάτια σπινθηροβόλα, παιχνιδιάρικα: μαύρα ήταν κι τα μάτια σ’, μαύρα κι μπιρμπιλουτά [15α, 199].
μπιρμπιρίζουμι μπαρμπερίζομαι, κου­ρεύομαι, ξυρίζομαι: ν-οι κλέφτις μπιρμπιρίζουνταν, βρε Λύγκου, βρε Φαρμάκη, κι κόβαν τα μαλλιά τους [21β, 196].
μπιρμπιριόμι περιποιούμαι το κεφάλι μου, κουρεύομαι, ξυρίζομαι: να πάν’ οι νιες να πλένουντι κι οι νιοι να μπιρμπιριόντι [3α, 175].
μπιρούνια, τα (πιθ.) ομάδες, μπουλούκια: τ’ αντάρτικα σκουρπίσανι κι γίνανι μπιρούνια, ν-ου Μπρούφας στου Μιρίχουβου κι ου Τάκης στα Καϊλιάρια [15α, 57].
μπιρτουνάκια, τα μικρή δέσμη από μαλλιά που πέφτουν μπροστά στο μέτωπο και ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα μαλλιά του κεφαλιού, φράντσα.
μπιρχαντάρι, βλ. μπιρχάρι.
μπιρχάρι χαρούμενος κι εύθυμος άνθρωπος, ανοιχτόκαρδος: ου Βγέν’ς είνι άκριτους άνθρουπους, αλλά του πιδί τ΄είνι μπιρχάρι.
μπισαλής, ου αυτός που κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε εμπιστοσύνη.
μπιστικόιπουλα, τα βοσκόπουλα.
μπιστικός, ου βοσκός: κι ου μπιστικός τ’ αγνάντιβι ν-απού ψηλή ραχούλα.
μπιστικούδια, τα τσοπανόπουλα.
μπιστιόλα, η πιστόλι.
μπιτέλι, του η διαταγή: χαράτσι τους γυρέψανι, βασιλικό μπιτέλι [15α, 113].
μπιτίζου τελειώνω, αποπερατώνω κάτι [26, 73].
μπιτμέδια, τα πέντε (συνήθως) στριμμένες μαζί κλωστές κι από πέντε αδράχτια.
μπιτούλι, του μικρός περιφραγμένος χώρος στον οποίο βάνουμε αρνιά, κατσίκια ή νεογέννητες προβατίνες [26, 53].
μπιχιρίζουμι 1. ασχολούμαι με κάτι, επιδιορθώνω κάτι 2. (μτφ.) «περιλαβαίνω» κάποιον, του επιτίθεμαι φραστικά, του τα λέω «έξω από τα δόντια».
μπιχτσήδις, ου, βλ. φυλαχτήδις.
μπιχτσήνα, η, βλ. φυλαχτήδις.
μπλάζου συναντώ.
μπλάνα, η μεγάλο κομμάτι τυριού με συγκεκριμένο σχήμα, συνήθως τε- τραγώνου [26, 87].
μπλανό, ου είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα [26, 327].
μπλανόπ’τα, η πρόχειρο φαγητό (κουρκούτη με λάχανα) [26, 322].
μπλάρι, του μουλάρι: σφίγγει η μύγα του γουμάρι, πιράει του μπλάρι.
μπλατζιανούλας, ου, βλ. φλουκουτούλας.
μπλατσιάζου συναντώ κάποιον ή κάτι ξαφνικά και απροσδόκητα: μπλατσιάκα μι ’ν αρκούδα, μόλις βήκα στου διάσιλου.
μπλατσίντα, η καλαμποκίσια πίτα.
μπλατσκάρι, του χορταρικό.
μπλαχούρ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε το τραγανάδι απ’ το μπροστινό μέρος της ρίζας του αφτιού, έτσι που το επάνω μέρος πέφτει προς τα εμπρός κάτω) [26, 35].
μπλέτσι γυμνός: έβγαλι τα σκ’τιά κι, έτσι όπους ήταν μπλέτσι, αμπήδ’σι στου βίραγκα.
μπλι, του όργανο του πεπτικού συστήματος (η πυτιά μετατρέπεται σε μπλι).
μπλια, η  μηλιά.
μπλιόρα, η προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών [26, 36].
μπλιόρι, του δίχρονο πρόβατο.
μπλιτσώνου γεμίζω, πληρώ την κοιλιά μου με τροφή [12α, 115].
μπόζα, η ανθρώπινη συμπεριφορά που δείχνει σοβαρότητα ή ακαταδεξία.
μπόιας, ου 1. κακός. 2. κοντούλης.
μπόλια, η γυναικείος κεφαλόδεσμος, μαντίλι [26, 177].
μπόλιαρους, ου, βλ. μπούλιαρους.
μπόλκα, η, βλ. πόλκα: ρίχνει τη μπόλκα χαμηλά κι του τσιμπέρι δίπλα, ντέρτι το γιο του τσέλιγκα, που δίπλα της διαβαίνει [21β, 223].
μπόλκις, οι αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω.
μπομπόι (επιφ.) πο! πο!
μπόνα, η κεφαλομάντιλο[18, 116].
μπόνους, ου υφαντό μαντίλι που το χρησιμοποιούμε στο φλάμπουρα.
μπότσκα, η το φυτό πόα ουργινέα η θαλάσσια με βολβό που μοιάζει με ένα μεγάλο κρεμμύδι. Τη χρησιμοποιούμε για φυλαχτό στα κονάκια. [2]
μπουγάζι, του πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα, στενό στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.
μπουέτι κρυότη, δροσιά.
μπουζάρκα, η καπνοσακούλα από κατσικίσιο δέρμα.
μπουζουμένους, -η, -ου αυτός που κρατάει μπόζα (βλ. λ.), αυτός που έχει κατεβασμένα τα μούτρα.
μπουιάρ’ς, -α, -κου 1. κακός. 2 δύστυχος: τι να κάμει τώρα η μπουϊάρα μι το κακό π’ν ηύρι;
μπουϊασμένους, -η, -ου, βλ. μπουϊάρ’ς.
μπουκ’βάλα, η πρωτοχρονιάτικο φαγητό [26, 328].
μπούκα, η μάγουλο: δεν ήταν γριά, ήταν η μπούκα τ’ς ζαρουμένη [19, τόμος 1ος, 341]. τ’ γυάλ’σι η μπούκα (μτφ.) πάχυνε, ζει καλύτερα.
μπουκάρι, του το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το κουρέψαμε και τα μαλλιά αυτά τα συμμαζεύουμε και τα δένουμε με τα ίδια, δέμα με μαλλιά από ένα κουρεμένο πρόβατο [26, 99].
μπούκλα, η δοχείο για λάδι [26, 305].
μπουλέτα, η (πιθ.) τρόπος που κεντάμε ή πλέκουμε, σχέδιο.
μπούλιαρους, ου είδος από φίδι.
μπουλκάκι, του κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς.
μπουλντούμ’σα έπεσα μέσα στο νερό.
μπουλώνου, βλ. κουκλώνου.
μπουμπνίζει βροντά ο ουρανός.
μπουμπότα, η καλαμποκίσιο ψωμί.
μπουμπούνα, η δυνατή φλόγα στη φωτιά, φλόγα που ξεπετάγεται απότομα στη θράκα [20, 77]. μουρή μπουμπούνα (πιθ.) φράση που τη λέμε για κάποιον που δείχνει αστοχασιά ή αμυαλοσύνη.
μπουμπουνησταριές, οι μπουμπουνητά, βροντές.
μπούνα, η το ώριμο σύκο.
μπουνόβας, ου χοντρός [17, 91].
μπουντρούμι, του υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.
μπουνώρα ( επίρρ.) πολύ πρωΐ [17, 141].
μπουρανέλ’κα, τα σκωπτικά τραγούδια.
μπουρμπότσιαλους, ου μαύρο σκαθάρι.
μπουρμπούλια, τα καρποί που πέφτουν από το δέντρο και είναι στρόγγυλοι [25β, 149].
μπουρμπούλιαξι του αίμα  αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή.
μπουρμπουλόι, του η ενέργεια του μπουρμπουλουγάου.
μπουρμπουλουγάου μετά από το κύριο μάζεμα μαζεύω τους καρπούς που απόμειναν.
μπουρμπουλουμένη, η γυναίκα που φοράει μαντίλι που της καλύπτει το πρόσωπο.
μπουρού, δεν μπουρού είμαι αδιάθετος, είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι κακά ήταν πολύ άρρωστος [27, 413]
μπουρουδόντ’ς, ου αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω.
μπουσ’λάου αρκουδίζω, περπατάω στα τέσσερα: του κούτσ’κου αρχίν’σι κι μπουσ’λάει.
μπουτζνάρι, του ποδονάρι, μπατζάκι.
μπουτίλια, η φιάλη.
μπουτίνα, η δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.
μπουτούρια, τα μαύρα παντελόνια των Σαρακατσιαναίων της Θράκης.
μπούτσκα, -κου προβατίνα που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί του άσπρο [17, 170].
μπουτσκουμάρις, οι φυτό πόα που τρώμε το βλαστό του.
μπούφις, οι προβατίνες που έχουν πολλά μαλλιά στο κεφάλι και καλύ -πτουν τα μάτια και το πρόσωπο.
μπούχαβη, η ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που έχασε τη ζωντάνια της και γέρασε απότομα [25β, 149].
μπούχαβους, ου  κούφιος, με όγκο χωρίς ανάλογο περιεχόμενο.
μπουχτσιάδις, οι βλ. φυλαχτήδις.
μπουχώνει τ’ αρνί βγάζει μαλλί μετά το κούρεμα [20, 66].
μπόχους, ου τετράγωνο κεφαλομάντιλο.
μπράσκα, η μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα μεγάλο βάτραχο.
μπράτ’μους, ου παράγαμπρος και φίλος του γαμπρού, βλάμης, σταυράδερφος [21β, 181].
μπράτζιανη, η είδος χόρτου.
μπρατιμηλίκι, του αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων [16, 147].
μπρατίμια, τα, βλ. μπράτ’μους.
μπρατίμισσα, η σταυραδερφή: ν-από­ψι ν-είχα νια φιλιά κι άιντι μουρή μπρατίμισσα.
μπρέτι 1. πήρι μπρέτι πήρε φόβο: πήρι μπρέτι απ’τα σκ’λιά κι δι ματαπάτ’σι στα κουνάκια. 2. κάνει μπρέτι φτάνει πια, σταμάτα, αρκετά: ούλη τ’ μέρα υφαίν’ς, κάνι μπρέτι.
μπρίζου θυμώνω, αγριεύω.
μπριού (επίρρ.) προτού: μπριού, βλάχι μ’, ’ν ταή, προυτού πέσει ου γρίβας καταή [17, 290].
μπριτζιαλίνις, οι μαστάρι που δεν έχει γάλα.
μπριτζινίσια, τα είδος χόρτου.
μπρουμάν’κα, τα μανίκια με χειρότια που τα περνάμε στο χέρι και τα δένουμε με σκοινί στο μπράτσο για να μην πέφτουν [4, έτος 7ο, 23].
μπρουσ’νός, -ή, -ό ο μπροστινός.
μπρουσταντί, του το μπροστινό αντί, αυτό στο οποίο μαζεύεται το υφασμένο διασίδι.
μπρουστάρι, του μεγάλο ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό μέρος από το σαμάρι [27, 359]
μπρουστέλα, η, βλ. μπρουσ’νέλα.
μπρουστουκλείδ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε το αφτί σε σχήμα γωνίας μπροστά προς το πρόσωπο) [26, 34].
μπρουστουκλείδα, βλ. μπρουστουκλείδιά.
μπρουστουκλειδιά, η σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού προς το πρόσωπο του ζώου σε μισοστρόγγυλο σχήμα) [26, 34].
μπρουστουκούλουρα, τα αλειψά (άζυμα) κουλουράκια.
μπρουστουξιουράφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε το κάτω μέρος από το αφτί κοντά στο πρόσωπο πλαγιαστά) [26, 34].
μπρουστούρις, οι μασημένη τροφή του ζώου που βρίσκεται στο στομάχι του.
μπρουστουστρούγκι, του, βλ. μάτι.
μπρουσώρας προσωρινά, για την ώρα: αν είν’ για μπροσώρας μένω. Κι απέ πάω στο πατρογονικό μου και κυλιέμαι …[16, 145].
μτζήθρα, η μυζήθρα· την παράγουμε από το τυρόγαλο, αφού πρώτα το βρά σουμε [26, 87].
μύθια, τα μύθοι, παλιές ιστορίες [25β, 150].
μύθους, του παλιά ιστορία, κάποιο γεγονός που έγινε τα προηγούμενα χρόνια.
μυξίδι, του καλοήθης όγκος [25β, 150].
μυριάζου γίνομαι μυριάδες, απειράριθμο πλήθος: κι απού τα πέντι στα ικατό, απ’ τα ικατό στα χίλια κι χίλιασαν κι μύριασαν κι ’γίναν τρεις χιλιάδις [15α, 278].
μυρμηγκόστρατα, η (μτφ.) μονοπάτι, δρόμος μόνο για ένα ζώο [22, 38].
μυρμηκέτι, του, βλ. μύρμιλου.
μύρμιλου, του μυριάδες, αναρίθμητο πλήθος [25β, 150].
μυρουδιάρ’κου, του τριφύλλι το αστερωτό (ψυχανθές βοσκόφυτο) [2].
μύτ’κας, ου ψηλότερη κορυφή βουνού.
μύτιασι ου τόπους άρχισε να βγάζει χορτάρι.
μύτις, οι διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 121].
μωρ’ προσφώνηση της Σαρακατσιάνας από το Σαρακατσιάνο με την έννοια εσύ [12α, 115]: μωρ’, πού μ’ έστ’λις κι κόντιψα να πνιγού!