portraita






χ’λιάζουν γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν.
χ’λιάρα, η κουτάλα [26, 357]
χ’λιάρι, του κουτάλι [26, 105].
χ’λιαράκι, του  (μτφ.) μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι ∙ έχει το σχήμα κουταλιού.
χ’λιαριά, η κουταλιά.
χ’λιαρίζου τρώω με το κουτάλι με βιάση και πολύ [25β, 233].
χ’λιαρουθήκη, η ξύλινη θήκη για τα κουτάλια [17, 340].
χ’λιαρουλόους, ου, βλ. χλιαρουτρουβάς.
χ’λιαρουτρουβάς, ου τροβάς στον οποίο βάνουμε τα κουτάλια.
χ’λός, ου είδος από πρόχειρο φαγητό (βραστό αλεύρι σε χυλώδη κατάσταση).
χ’μαδιά, τα χειμαδιά, τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους [26, 102].
χ’μαδιό, του λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.
χ’μάρα, η διάρροια [27, 440].

χ’μουνίσιους, -α, -ου χειμωνιάτικος.
Χ’μουνουκαλόκιρου, του όλος ο χρόνος [26, 44].
χ’νόπουρους, ου το φθινόπωρο: πιδιά μ’, πήρι χινόπουρους, πιδιά μ’, πήρι χειμώνας.
χ’νουπουριάζει φθινοπωριάζει.
χ’νουπουριάτ’κους, -η, -ου φθινοπωριάτικος.
χ’νουπώρι, του  φθινόπωρο.
χαβάς, ου ο αέρας (ως καλό κλίμα): ιέχει καλό χαβά στου ξικαλουκιριό.
χάβδα κάθουμι κάθομαι με τα σκέλη μου ανοιχτά χωρίς να ντρέπομαι [25β, 228].
χαβδώνου κάθομαι χάβδα, (βλ. λ.): να χαβδώσου λίγου για να πυρώσου τα σκιέλια μ’.
χαβέλας, ου χαμένος, άμυαλος, χαζός [12α, 164].
χαβιλές, ου ενοχλητικό βάρος.
Χαβλής, ου χαμένος, τιποτένιος.
χάβους, ου γκρεμός.
χαβώνου 1. μένω άναυδος, τα χάνω και δεν μπορώ να αντιδράσω, μου κόβεται η λαλιά μου: τα πουλλά τα χέρια Θιός να τα πληθαίνει, τα πουλλά τα στόματα Θιός να τα χαβώνει 2. (μτφ.) γκαβώνω, στραβώνω [17, 339] 3. (μτφ.) παραπλανώ: μας χάβουσι η νύφη κι ’ν αρριβώνιασαμαν. 4. -ουμι βλ. χαβώνου.
χάζι, του ευχαρίστηση, γούστο.
χαζίρι (άκλ.) έτοιμος: γίν΄κα χαζίρι κι αυτοί έφκαν κι μ’ άφκαν πίσου.
χαζουμπιζμπέρου, η  χαμένη και άμυαλη.
χαϊάτι, του σκεπή από το πρατομάντρι [26, 65].
χάιδια, τα χάδια.
χαϊμαδής, -ή όμορφος, ίσως και ο χαϊδεμένος, όμορφη.: ν’ άγρια πιριστιρούλα μου κι χαϊμαδή τρυγόνα, ρίξι την αγριουσύνη σου κι έλα σιμά μου κάτσι [15α, 221].
χαϊμαδούλα, η χαϊδεμένη.

χαϊμαλί, του περιδέραιο με φυλαχτά.
χαϊμαλουπέρδικα, η 1. χαϊδεμένη πέρδικα 2. (μτφ.) χαϊδεμένο, καλομαθημένο κορίτσι: μουρή χαϊμαλουπέρδικα τι στέκεις μαραμένη; [3α, 157]
χαϊντούτια, τα ληστές [24, 19].
χαΐρι, του προκοπή.
χαϊρλής, ου τυχερός [26, 391].
χαϊρλί ευτυχές γεγονός: έκαμι χαϊρλί ου Δρόσους, σύβασι του Βούλη.
χαϊρλίτ’κους, -η, -ου τυχερός: άιντι χαϊρλίτ’κα κι να σας ζήσουν!
χάκι, του [19, 304], βλ. ρόγα.
χαλ’κουτόπι, του τόπος με χαλίκια.
χαλάβρα, η ανοιχτό και φοβερό στόμιο από γκρεμό [17, 340].
χαλαζιάς, ου Ν.Α. άνεμος που προκαλεί χαλαζόπτωση.
χαλαζώνου ρίχνω χαλάζι: για μένα βρέχουν τάι βουνά, για μένα χαλαζώνουν [21β, 357].
χαλαϊτίζου υπολογίζω, λογαριάζω.
χαλάλι προκοπή.
χαλαλουή, η θόρυβος από πολλές φωνές, βουή από φωνές ή περπάτημα του όχλου [12α, 164].
χαλαντζιούκα, η πρόχειρο καλυβάκι [26, 177]
χαλάου (μτφ.) σκοτώνω: οι κλέφτις δεν πήραν ’ν ξιαγουρά κι του χάλασαν του πιδί.
χαλασιά, η καταστροφή.
χαλασουστάν’ς, ου αποτυχημένος κτη­νοτρόφος [26, 5].
χαλέπιτου, του (μτφ.) ασήμαντος και κυρίως ανήθικος άνθρωπος.
χαλέπιτους, ου ακοινώνητος, δύσκολος άνθρωπος [25β, 229].
χαλεύου γυρεύω, ζητώ: κώλους χουρτάτους μύγδαλα χαλεύει.
χαλιάς, ου παχύ στρώμα από πέτρες και χαλίκια σε μια πλαγιά.
χαλιάρ’ς, ου αυτός που έχει σοβαρό ψυχικό πρόβλημα.
χάλιμα, του η ενέργεια του χαλεύου, (βλ. λ.).
χαλινό, του εξάρτημα για να οδηγείς το άλογο.
χαλκιάς, ου χαλκοποιοός.
χαλκόμ’γα, η είδος μύγας που έχει το χρώμα του χαλκού [25β, 229].
χάλκουμα, του χάλκινο μαγειρικό σκεύος και γενικά το σκεύος [26, 304].
χαμάιδα, η  χαϊδεμένη.
χαμακούκι, του καλαμποκίσιο ψωμί χωρίς προζύμι και με κρύο νερό [26, 316].
χαμάρα, η εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία.
Χαμένους, ου ο μήνας Νοέμβριος.
χαμουκιέρασα, τα άγριες φράουλες.
χαμουκούκι, του, βλ. χαμακούκι.
χαμουλιό, του αγκάθι με το οποίο γιατρεύουμε την ψώρα από τα γίδια.
χαμουμιλού μιλάω ντροπαλά, τρυφερά [25β, 230].
χαμούρι, το κοινό ταμείο [26, 21].
χαμπέρι, του είδηση: του τι χαμπέρια, Γαλανέ, ν-απού τα πρόβατά μας.
χαμπλά (επίρρ.) χαμηλά.
χαμπλώματα, τα πεδινά μέρη, χειμαδιά.
χαμπλώνου χαμηλώνω.
χανάκα, η προστατευτικό περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει ολόγυρα καρφωμένα μεταλλικά καρφιά [26, 55].
χάνουμι (μτφ.) πεθαίνω.
χάντρα, η βολβός από το μάτι [27, 439].
χάπιις, οι χάπια, φάρμακα.
χάπιου, του  χάπι, φάρμακο.
χαρά, η γάμος.
χαραή, η χαραυγή [16, 115].
χαρακιάζου κάνω την αρχή για να κόψω κάτι, κάνω την αρχή κάποιας ενέργειας [12β, 196].
χαραμάδα, η σχισμή.
χαραμήδις, οι οι ληστές [21β, 224].
χαράμι (επίρρ.) άδικα, χωρίς ωφέλεια.
χαραμτζής, ου ο ληστής: ν-αϊκούτι χώρις κι χουριά, ’κλησιές κι μαναστήρια, γίν’κι ν-ου Γιώργους χαραμτζής, γίν’κι ν-ου Γιώργους κλέφτης [21β, 41].
χαράρ(γ)ια, τα μεγάλα μάλλινα σακιά με ρίγες στα οποία βάνουμε τον ιματισμό [21α, τ. 162]
χαραρέτι, του μεγάλη χαρά.
χαράτσουμα, του χαράτσι, φόρος: ν-ου Κατσιαντώνης στου μαντρί μι τουν Καραϊανάκη, γυρεύουν του χαράτσουμα, την πρώτη μου την κόρη [21β 108].
χαρβαλασιά, η, βλ. χάρβαλου.
χαρβαλόστουμους, -η, -ου αθυρόστο­μος [12β, 197].
χάρβαλου, του κάθε τι διαλυμένο ή ερειπωμένο.
χαρδακίζου χαίρομαι πολύ, ευφραί- νομαι, δροσίζεται η καρδιά μου από χαρά, πετάει η καρδιά μου από χαρά [25β, 231]: βήκα στου β΄νί κι μ’ χαρδάκ’σι η καρδιά.
χάρισμα, του δώρο: - Γιώργου μ’, χαλεύουν τ’ άλουγου σ’, χαλεύουν τ’ άρματά σου. - Κι αν τα χαλεύουν, δώστι τα, χαρίσματα να πάνι [15α, 72].
χάρισσα, η θηλυκό του χάρος (χρησιμοποιείται κυρίως στα δημοτικά τραγούδια): ν-ου χάρους κρατεί την κλειδουνιά κι η χάρισσα την πόρτα [21β, 355].
χαρκεύου μαστορεύω.
χαρμπί, του αμφίστομο μαχαίρι διακοσμημένο [21β, 118].
χαρόιπουλου, του γιος του χάρου (χρησιμοποιείται κυρίως στα δημοτικά τραγούδια): τάξι του χάρου τάματα, της χάρισσας μαντίλια κι του μικρού χαρόιπουλου χρυσό μήλου να παίξει [21β, 355].
χαρότριχα έχει (μτφ.) η ξαφνική εμφάνιση κάποιων συγκεκριμένων ζώων δίνει κακό προμήνυμα για τον εαυτό σου και για τις δουλειές σου (ο λύκος, oλαγός κι η πέρδικα έχουν τη χαρότριχα).
χαρουπούλι, του κουκουβάγια ή άλλο νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του τη νύχτα προμηνύει θάνατο.
χαρουκουπού γλεντοκοπώ, διασκεδάζω: καλά τρώμε κι πίνουμι, καλά χαρουκουπάμι, κάνα καλό δεν κάνουμι, καλό για την ψυχή μας [7α, 53].
χαρουπουλιάζου (μτφ.) μένω ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
χάρους, ου (μτφ.) κακός, αντιπαθητικός: χάρους ξιλίθρουτους είνι ικειός ου μπακάλ’ς.
χαρταβέλας, ου σαχλαμάρας.
χαρτιλίνα, η χάρτινη σακούλα [27, 439].
χαρτόλουρα, τα λούρ(ι)α με τα οποία χαρτώνουμε το κονάκι.
χάρτουμα, του η ενέργεια του χαρτώνου.
χάρτσια, τα στολίδια: να βάλουν φούντις στα σπαθιά κι χάρτσια στα ντουφέκια [15α, 28].
χαρτώματα, τα, βλ. χαρτόλουρα.
χαρτώνου πλέκω τα όρθια λούρ(ι)α του κονακιού με οριζόντια [26, 202].
χαρχαγγέλια, τα κουδουνάκια σαν του θυμιατού της εκκλησίας που τα βάνουμε στα ζώα ή τα βάνουμε στο φλάμπουρα, όταν τον ράβουμε.
χαρχάλα, η, βλ. χαρχάρα.
χαρχάρα, η κατάξερο και άγονο μερος.
Χασανδρινοί, οι Μακεδόνες κυρίως Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στην Κασάνδρα της Χαλκιδικής.
χάση, η περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι.
χάσκα, η αποκριάτικο παιχνίδι [25α, 197].
χασμηλίκι, του σκοτωμός.
χασμούσια, τα καλούδια [22, 78].
χασουμέρια, τα χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο χρόνου.
χασουπέφτη, η Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι [19, τόμος 3ος, 194].
χαταλής, ου 1. γρουσούζης. 2. καβγατζής: α! μουρέ χαταλή, ούλη τ’ μέρα μι τα πιδιά μαλών’ς.
χαταλίτ’κους, -η, -ου, βλ. χαταλής.
χατάς, ου ανακατωσούρα, φασαρία, τσακωμός [17, 340].
χατζίνα, η γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού [15α, 90].
χαψιά, η μπουκιά.
χείλη μ’ αχείλη είναι γεμάτο τελείως, από άκρη σε άκρη.
χειμάζου φέρνω χειμώνα, προκαλώ κακοκαιρία: πανάθιμά σι Παχνιστή, Σαρακατσιάνα μου, Γινάρη κι Φλιβάρη κι συ βρε Μάρτη που χείμασις κι φέρνεις τους αϊέρις.
χειμουν’κό, του φρούτο που μπορούμε να το διατηρήσουμε και το χειμώνα.
χειρακώνουμι με τα χέρια μου πιάνομαι από κάπου, βαστιέμαι από κάπου.
χειργιά, η ποσότητα ύλης (φυτικής προέλευσης κυρίως) που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο: να βρεις χειργιά βασιλικό, να δέσεις τ’ άλουγό σου.
χειρόβουλου, του ποσότητα από στάχυα όση μπορεί να πιάσει στο χέρι του ο θεριστής.
χειρόκλιτσα, η κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις.
χειρότια, τα κεντημένα ακρομάνικα από τα κατασάρκια των αγοριών και των εφήβων [27, 373].
χειρουβόλι, του  βλ. χειρόβουλου.
χειρουγλύκανου, του  αυνανισμός.
χειρουδόσ’μους, -η, -ου  απλοχέρης, γενναιόδωρος, χουβαρδάς. 
χειρουδουσιά, η χειραψία.
χειρούλα, η μπουκετάκι.
χειρουλάμπα, η είδος από λάμπα [17, 181].
χειρούλι, του πιάστρα.
χειρουστόμι, του, βλ. θυρουστόμι.
χειρουφκιασμένου, του χειροποίητο.
χέρι-χέρι πολύ γρήγορα: χέρι-χέρι έκουψαμαν τα λούρια για του κουνάκι.
χέρι, του μανιβέλα ξύλινη με την οποία στρίβουμε το μπροστινό αντί.
χιζουλόους, ου, βλ. χρεία.
χιζούρ’ς, ου φοβητσιάρης.
χιλιότρανους, -η, -ου αυτός που είναι χίλιες φορές τρανός, πολύ σπουδαίος: σι τούτ’ την τάβλα που ’ρθαμαν σι τούτου του κουνάκι, χιλιότρανου τουν είπαμαν αυτόν τουν Αντουνάκη.
χιλιουκαλώς χίλιες φορές καλώς: χιλιουκαλώς τουν ηύραμαν τούτουν του νοικουκύρη μι τα γλυκά του τα κρασιά, μι τα καλά του λόια [3α, 141].
χιουνότρυπα, η κοίλωμα στο έδαφος (τρύπα) το οποίο μπορεί να κρατάει και το καλοκαίρι άλιωτο το χιόνι που μάζεψε το χειμώνα.
χιουνούρις, οι χιονιάδες, χιονώδης καιρός.
χιρώνει του γάλα αρχίζει να λιγοστεύει [26, 84].
χλέπι, του πτύελο, φλέγμα [27, 439].
χλήτ’σσα, η πρακτική γιάτρισσα [20, 315].
χλιβιρός, -ή, -ό άρρωστος,
χλίβουμι θλίβομαι, στενοχωριέμαι: τι έχεις, Γιάννη μ’, κι χλίβισι κι χύνεις μαύρα δάκρυα, σκύβεις να πιάσεις δέματα, τη γης δάκρυα γιουμίζεις [15α, 74];
χλιμάρα, η κακομοιριά, δυστυχία: ου χ’μώνας έχει πουλλή χλιμάρα.
χλιμιτράει τ’ άλουγου χρεμετίζει.
χλιμιτράου (μτφ.) είμαι ξένοιαστος, γελάω, διασκεδάζω.
χλιμιτρίσματα, τα κλάματα με λυγμούς που χύνει η νύφη από τη συγκίνησή του αποχωρισμού της από τους οικείους της.
χλιό, του χλιαρό.
χλίψη, η στενοχώρια, θλίψη.
χλουρασιά, η χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα δέντρα.
χλουρό τυρί φρέσκο τυρί, τυρί που είναι ακόμα στην τσαντίλα.
χλουρόπ’τα, η πίτα με βάση το χλωρό (φρέσκο) τυρί.
χνούδαλου, του [12β, 198] 1. μικρό ζώο. 2. (μτφ.) τιποτένιος, ασήμαντος άνθρωπος.
χνούπα, η είδος μικρού κουνουπιού [27, 440].
χόβι, του μέτρο όγκου των υγρών [25β, 233], αλλά δηλώνει και ποσότητα δουλειάς ή φαινομένου: έφερα ένα χόβι πράματα [20, 339]
χόβουλη, η κάρβουνα σκεπασμένα με στάχτη [26, 283].
χόντρους, ου πάχος.
 χουιάζου 1. φωνάζω δυνατά [26, 42]. 2. μαλώνω.
 χουιάστρα, η δυνατή φωνή γεμάτη θυμό: το ’δουκα νια χουϊάστρα κι ζάρουσι.
χουιατά, τα δυνατές φωνές [3α, 31].
χούλια, η κουτάλα.
χουλιάου 1. στενοχωριέμαι: χουλιάου τουν αδιρφούλη μ’ π’ απόμ’νι μαναχούλ’ς. 2. πεισμώνω.
χούλιαρους, ου μεγάλο κουτάλι [26, 318].
χουλιουσκάου στενοχωριέμαι, σκάω [26, 42].
χουλιρός, -ή, -ό χυμώδης: τα σπαράγγια είνι χουλιρά.
χουλουιώμι στενοχωριέμαι, βγάζω από το στόμα μου στενοχωρημένος τις λέξεις ‘‘οχ-οχ’, γιατί έπαθα κάτι κακό [12β, 198].
χούμα, του χώμα [26, 279].
χουματίζου θάβω [22, 95].
χούμπα, η ξεδιάντροπη.
χουμπιάρ’κου, του, βλ.χούμπα.
χουμπώνου 1.καταντροπιάζομαι, κρύβομαι από την ντροπή μου: χούμπουσι μουρή κι έμπα στα κατάβαθα τ’ς γης. 2. -ουμι,βλ. χουμπώνου.
χουνεύου 1. ανέχομαι. 2. συμπαθώ. 3. δύομαι: χώνιψαν τα πρότα στ’ λαγκάδα.
χούνη, η στενή λαγκάδα [17, 340].
χουντρά ζώγα. 1 παλιά, μεγάλα στην ηλικία. 2. αλογομούλαρα.
χουντραίνει του γάλα 1. γίνεται πιο πλούσιο σε λίπος. 2. στο βράσιμό του και μετά από καποια ώρα το γάλα αρχίζει να γίνεται παχύρρευστο που σημαίνει ότι σε λίγο θα έχει τελειώσει η βράση του και πρέπει να το βγάλω από τη φωτιά [20, 130].
χουντρόγαλου, του πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας που είναι πολύ παχύ [26, 72].
χουντρουκούδ’να, τα μεγάλα σε βάρος κουδούνια [26, 55].
χουντρουκουπάνι, του 1. χοντροκαμωμένος. 2. άξεστος.
χουρ’σιά, η χώρισμα, ομάδα, δόση [20, 45].
χουραφιάρα, η  (μτφ.) περπατημένη γυναίκα, απελευθερωμένη.
χουρδή, η πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι [17, 340].
χουρδιά, τα [25β, 235], βλ. χουρδή.
χουριατεύου εγκαταλείπω την ποιμενική ζωή και γίνομαι μόνιμος κάτοικος σε χωριό: τα πρόβατα τα βλάχικα τα πήραν στα χοχλόζια, κι οι δόλιοι οι βλάχοι ν-έμειναν μι χέρια σταυρουμένα κι πήγαν κι χουριάτιψαν μι μάτια δακρυσμένα [15α, 110].
χουριάτις, οι κάτοικοι των χωριών μη Σαρακατσιαναίοι.
χουρνάου  αρχίζει να με παίρνει ο ύπνος και  κάνω χουρ-χουρ.
χουρουμπλίζου πηδάω, χορεύω και χτυπώ τα πόδια μου στο πάτωμα ή στα κρεβάτια δημιουργώντας φασαρία: ούλη τ’ μέρα τα παλιόπιδα χουρουμπλίζουν κι θα ρίξουν του κουνάκι.
χουρουστάσι, του ξέφωτο στο οποίο πιστεύουμε ότι μαζεύονται οι νεράιδες και χορεύουν.
χουρταρόκιρους, ου βροχερός και γλυκός καιρός (μισή μέρα βροχή και μισή ήλιος).
χουρτασίλα, η  κορεσμός.
χουσιά, η 1. προδοσία. 2. ενέδρα, καρ­τέρι.
χουσιάδα, η ένοπλη περίπολος σε αποστολή: σαν τούτη φιτινή χρουνιά, πουτέ να μη ματά ’ρθει που πέσαν χιόνια γλήγουρα κι φύγαν οι χουσιάδις, κι βήκα κλέφτις σταϊ βουνα [21β, 206].
χουσμέτι, του μικροδουλειές του σπιτιού: σι χάλιψι η ν’νας για χουσμέτι [16, 83].
χουσμικιάρ’ς, ου υπηρέτης: κι αν δε με θέλει για γαμπρό, πες της για χουσμικιάρη [3α, 95].
χούφτα, η λαβή από το σπαθί.
χουχλάζει του νιρό κοχλάζει, βράζει.
χουχλάκα, η πέτρινη πλάκα λεπτή και πλατιά [12β, 199].
χουχουλάου θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα [23α, τ. 4ο, 31].
χουχουτάου ενθαρρύνω με δυνατές φωνές τα σκυλιά ή φωνάζω δυνατά για να φύγουν τα σκυλιά, φωνάζω δυνατά για εκφοβισμό: κι ου Γιώργους εχουχούτισι κι πήρι του ντουφέκι [4, έτος 9ο, 31].
χόχλους, ου κοχλασμός, βράσιμο νερού.
χράδια, τα ρίγες από τα υφαντά.
χρεία, η αποχωρητήριο [17, 340].
χρίζου  επιχρίω επιφάνεια.
χρίνα γίγκα  λέρωσα, είμαι λερωμένος.
χριουστής, ου αυτός που χρωστάει, χρεωμένος.
Χριστόημιρα, τα χρονιάρες μέρες που αρχίζουν με τα Χριστούγεννα και τελειώνουν με τα Φώτα [20, 46)
χριστόκ’λουρα, η κουλούρα που φτιάνουμε τα Χριστούγεννα και την κεντούμε περίτεχνα [26, 349].
χριστόψουμου, του, βλ.χριστό­κ’λου­ρα.
χρουνιάρ’κους, -η, -ου αυτός που είναι ενός έτους.
χρυσικός, ου χρυσοχόος: για να τα πάου στου χρυσικό, να φκιάσου κούπα κι σταυρό, σταυρό κι δαχτυλίδι [21β, 256].
χρυσουγάιτανου, του (μτφ.) όμορφο (χρυσό) γαϊτάνι: κι αυτό του χρυσουγάιτανου το ’πλιξα στα μαλλιά μου.
χρυσουχόρταρου, του χόρτο σε βαλτώδη μέρη.
χρυσόφλουρου, του χρυσό φλουρί.
Χτε  εχθές.
χτένι, του εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.
χτικιάρ’ς, ου αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης.
χτικιό, του 1. φυματίωση. 2. μαρασμός.
χτινάδις, οι πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του αργαλειού και κυρίως χτένια [26, 149].
χτινουλόους, ου σακούλι που βάνουμε τα χτένια.
χύνει η καρδιά έχω διάρροια [27, 399].
χύνουμι ορμάω: χύθ’καν τα σκ’λιά να τουν φάν’.
χύρουμα, του όγκος από χώματα που παρέχει προστασία.
χύση, η διάρροια.
χώνιψι η πρατίνα δεν την αρμέξαμε στην ώρα της και δεν έχει το γάλα που θα έπρεπε.
χώρα, η πόλη: ν-ιδώ σι τούτη γειτουνιά κι στη μιγάλη χώρα κάπ’ αϊγαπού κι ’γω μια νια [3α, 148].








ψ’χή, η καρδιά.
ψαθί, του το φυτό τύφη η πλατύφυλλος που το χρησιμοποιούμε για σάλλωμα στις βοηθητικές κυρίως εγκαταστάσεις τους [2]. βάνει του νηρό κάτ’ απ’ του ψαθί      ( μτφ.) βάζει διαβολές, κάνει ραδιουργίες.
 ψαθούλα, ηδιακοσμητικό θέμα στην τέχνη (λευκό ακροκέντημα συνήθως στο τέλος της φούστας) [27, 372].
ψαλίδα, η 1. βλ. ψίδι. 2. πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα.
ψαλίδι (μτφ.) ίδιο ύψος, ίδια ηλικία, ίση αξία: στου χουρό ούλα τα πιδιά ήταν ιένα ψαλίδι.
ψαλιδουτό, του είδος από διασίδι.
ψάνα, η στάχυ [27, 441].
ψαρής, ου άλογο με ασπρόμαυρο τρίχωμα.
ψαριά, η γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες ανακατωμένες με άσπρες [23α, τ.4ο, 24].
ψαρόπ’τα, η πίτα που οφείλει το όνομά της όχι γιατί γίνεται με ψάρια, αλλά γιατί η τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών [12α, 169].
ψαχνουρουτάου ψάχνω και ρωτάω, ρωτάω με επιμονή, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: κουντουκρατού του φάρου μου κι τουν ψαχνουρουτάου [21β, 133].
ψένει τα φίδια (μτφ.) κάνει πολύ κρύο: απόψι ψένει τα φίδια.
ψένιτι του τυρί ωριμάζει [20, 134]
ψευτουζού ζω με στερήσεις.
ψευτουζουή 1. ζωή με στερήσεις. 2. ζωή που κάποτε τελειώνει και δεν είναι αιώνια.
ψηλουθείτι υψωθείτε: βουνά μ’, για χαμηλώσιτι, κάμποι για ψηλουθείτι.
ψήλουμα, του βουνό.
ψηφιρά, τα υφάσματα που είναι κεντημένα με λεπτότητα και χάρη.
ψια (επίρρ.) λίγο.
ψίδι, του κομμάτι από αργασμένο πετσί που το βάνουμε στο στεφάνι για να κρεμάμε τα κουδούνια ή μικρό κομμάτι από δέρμα με το οποίο μπαλώνουμε ή επιδιορθώνουμε τα φθαρμένα τμήματα από τα παπούτσια [12β, 199].
ψίκι, του συμπεθεριακό [27, 441]: ώσπου ν’αλλάξουν του γαμπρό, να συνταχτεί του ψίκι, για πάρτι μι χουρέψτι μι κι πέστι μου τραγούδια [3α, 147].
ψιλά τραγούδια τραγούδια με οξείς ήχους, όμορφα τραγούδια κυρίως από γυναικείες φωνές: κι από τουν κρότου τουν πουλύ κι τα ψιλά τραγούδια ν-ου κόπανους ραΐστηκι κι η πλάκα της τσακιότι.
ψιλουκούδ’να, τα κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο [26, 125].
ψιλουκουσκινού, η (μτφ.) γυναίκα που στενοχωριέται για όλα τα πράγματα, αυτή που δίνει σημασία και στα ασήμαντα πράγματα [22, 128].
ψιλουτραγουδάου σιγοτραγουδώ.
ψιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή δουλειά.
ψιφτιά, η το φαρμακευτικό φυτό Αρτεμισία το αψίνθιον. Το χρησιμοποιούμε κατά της ελονοσίας και του κοκκύτη [2].
ψίχα (επίρρ.) πολύ λίγο: για μιριόστι τα νια ψίχα, να διαβεί ου γαμπρός κι η νύφη [21β, 312].
ψουμόλ’σα πειναλέος, νηστικός [12β, 199].
ψουμότσιουλου, του τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.
ψουμουκρέβατου, του κρεβάτι (ράφι) για το ψωμί [26, 306].
ψουμουτρουβάς, ου τροβάς για ψωμί.
ψουρίλια, τα είδος από άγρια λαχανικά.
ψουφίμι, του 1. ψόφιο. 2. αδύνατο.
ψουφόμαλλα, τα μαλλιά που τα παίρνουμε από τα ψόφια πρόβατα [20, 66).
ψυχουγιός, ου πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.
ψυχούδια, τα μικρά ψωμάκια που τα μοιράζουμε στα μικρά παιδιά σε μνημόσυνο μικρού παιδιού.
ψυχουμαχού ξεψυχώ.
Ψ’χαλίζου τα μάτια
ψ’χουκόκκαλα, τα νόθες πλευρές του στήθους.
ψχανιάζου αφήνω για λίγο τα πέτρα (φύλλα) από την πίτα κουπωμένα με τη γάστρα πυρωμένη για να ξεροψηθούνε [13, 26].






ώρα, η το ρολόι [27, 441].

ωρέ κάλεσμα ανθρώπου, ακόμα και μέρος μιας προσφώνησης [25α, 208]