portraita



του Λάμπρου Κάππα
Ο Λάμπρος Κάππας γεννήθηκε στην Μελβούρνη το 1970 από μετανάστες Έλληνες. Σε ηλικία 8 χρονών η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και τελείωσε την 1η Λυκείου στο Ν. Ηράκλειο Αττικής πριν η οικογένεια μεταναστεύσει και πάλι στην Μελβούρνη, όπου και ζει. Ολοκλήρωσε πανεπιστημιακές σπουδές Βιολογίας στο Monash University και μεταπτυχιακό Graduate Diploma in Reproductive Sciences στο Institute of Reproduction & Development στην έρευνα της Αγγειογέννεσης του Καρκίνου. Εργάζεται εδώ και 17 χρόνια στην GE Healthcare ως Ειδικός Προϊόντων (Product Specialist) στον τομέα των σκιαγραφικών. Είναι παντρεμένος με ελληνίδα με καταγωγή από Πωγώνι και Μ. Ασία/Ρόδο και έχουν 2 κόρες. Τις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με την λαογραφία, την συγγραφή και την μουσική, παίζοντας ούτι και τραγουδώντας με μουσικές παρέες.

  

Η Λιάκουρα, στο Μοναστηράκι Αγράφων. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, η περιοχή με τα έλατα είναι τα Ξεράδια, ή Καμμένα, όπου και διαδραματίστηκε η ιστορία

Αυτή τ’ν ιστουρία τ’ν έχουμι ιμείς οι Καππαίοι ακουσμέν’ απ’ τ’ς γιρόντ’ς στου χουργιό μας, του Μαναστ’ράκ’ (Μοναστηράκι Ευρυτανίας), ικεί όπου είνι κι η σπ’λιά τ’ Κατσαντών’. Τ’ν έλιγι κι ου πρου-πάππους μ’ κι ου παππούς μ’ κι ου πατέρας μ’. Έγινι στα χρόνια τ’ Γιάνν’ τ’ Κάππα, όταν αυτός ήταν μ’κρό πιδί, στα χίλια ουχτακόσια πινήντα. Για μια πηγή που ’ταν κάπουτι ικεί, κι τώρα στέριψι. Θα ’θιλα να μάθου απ’ τ’ς Σαρακατσαναίους άμα γνουρίζ’ κανένας για του γιγουνός αυτό.

Απάν’ απ’ του Μαναστ’ράκ’ είνι μια τουπουθισία π’ λέγιτι Κουτρουνάκια. Ικεί ήταν τρεις τέσσιρις πέτρις, μιγάλις, κι ονουμάστ’κι έτσ’. Τα Κουτρουνάκια είνι στουν πάτου στα Ξιράδια. Ικείνους ου τόπους είχι καεί παλιά κι γι’ αυτό τουν έλιγαν Στα Ξιράδια ή Στα Καμμένα. Ικεί λοιπόν ήταν κάπουτι μια πηγή κι απ’ τα πουλυ παλιά τα χρόνια, σταμάταγαν οι βλάχ’ οι σκηνίτις όταν έρχουνταν απ’ τα χειμαδιά, κι έμιναν ικεί απ’ του Μάη μέχρι τουν Ουκτώβρ’. Αυτοί, καμμιά σαρανταριά οικουγένειις, έρχουνταν απ’ τ’ Φούρκα πέρα, πέραγαν στ’ Τραβάν’, ένα βουνό δυτικά τ’ χουργιου μι ρέμα κι κτήματα, κι απου κει στ’ Παπαδιά, μια κουρ’φή τ’ς Λιάκουρας, κι έφταναν στα Ξιράδια, πιο κάτ’ απ’ τ’ Μουρκ’ κι απ’ τ’ Νταλή. Είχαν ικεί τα βουσκουτόπια τ’ς κι τ’ πηγή μι του νιρό να πίν’νι κι να πουτίζ’νι τα ζώα τ’ς κι έφτιαχναν κι τ’ς καλυβις τ’ς κι έμιναν ικεί μέχρι να τ’ς πιάσ’ πάλι ου χ’μώνας να κατέβ’νι κάτ’ στουν κάμπου. Αυτό γίνουνταν απ’ τα παλιά τα χρόνια συνέχεια.


Η Φούρκα, στο Μοναστηράκι Αγράφων. Το βέλος δείχνει εκεί που βρίσκεται η σπηλιά και η βρύση του Κατσαντώνη


Η οριζόντια σχισμή στον βράχο είναι η ιστορική «σπηλιά του Κατσαντώνη»


Αυτή την θέα είχε ο Κατσαντώνης από την σπηλιά του. Η Γραβάνη με τα λημέρια του Δίπλα (αναφορά Δ. Λουκόπουλου), κάποια χωράφια Μοναστηρακιωτών και η Λιάκουρα

Κάπουτι λοιπόν, ικεί που ’χαν σταματήσ’ οι βλάχ’, πήγι μια μέρα ένας απ’ αυτους ικεί να πουτίσ’ τα πρόβατα τ’, αλλά ικεί ήταν κι κάποιους άλλους βλάχους π’ πότ’ζι τα θ’κά τ’ τα ζώα, κι πώς έγινι κι παριξηγήθ’κανι ικεί. Τώρα, για του νιρό τσακώθ’κανι, ποιος ξέρ’; Μπουρεί να ’χάνι κανένα παλιακό μίσους. Κι πιάστ’κανι λοιπόν στα χέρια αυτοί, κι στουν τσακουμό ου ένας σκουτών’ τουν άλλουν ικεί απάν’ στ’ πηγή! Μιτά απ’ αυτό, πήγι η μάνα τ’ σκουτουμέν’, αφού τουν έκλαψι, κι έβαλι τ’ς άντρις κι κουριψαν τα πρόβατα όλα που ’χι η οικουγένεια, κι του μάζιψαν του μαλλί όλου, σαράντα πουκάρια. Τα πήρι τότι η μανα τ’ σκουτουμέν’ αυτα τα σαραντα πουκάρια μαλλί κι τα κουβάλ’σι στ’ πηγή. Ικεί, κλαίουντα, πήρι τα πουκάρια κι τα ’χουσι ένα ένα μες στ’ τρύπα πό ’βγινι του νιρό κι τ’ βουλουσι τ’ πηγή! Έρ’ξι απ’ πάν’ κι πέτρις κι χώμα κι τ’ άφ’κι. Κι τ’ καταράστ’κι τ’ πηγή να μην ξαναβγάλ’ νιρό, κι πράγματι, στέριψι αυτή κι δεν ξαναβγήκι ικεί νιρό πουτέ! Κι έτσ’ οι βλάχ’ δεν ειχανι τώρα τόπου ικει απαν’ να σταθουνι, αφου δεν ειχαν νιρό, κι γι’ αυτό δε ματαρθανι ικει να μειν’νι. Πέραγαν μόνου απου κει κι πήγιναν κι σταμάταγαν αλλού να πιρασ’νι τα καλουκαιρια.

* Τον Γενάρη του 2012 συζητώντας με τον Σεραφείμ Κάππα, τον αδερφό του παππού μου Λάμπρου, στα μαντριά του, στον Ξηριά Καρπενησιού, αναφέρθηκε τυχαία στην ιστορία αυτή, ονομάζοντας, σωστά, τους σκηνίτες αυτους, Σαρακατσαναίους.



● ● 

O Λάμπρος Κάππας

Γεννήθηκα στην Μελβούρνη, στην σκιά του Κατσαντώνη.  Αγραφιώτης/Αιτωλοακαρνάνας στην καταγωγή. Από την πλευρά του πατέρα μου, απ’ το «Καππαίικο» κρατάμε από κάποιον Γιώργο Κίτσο, που στις αρχές του 1800 έκανε τις στάνες του στις Γκούρες, έξω από το «Μαναστ΄ράκ΄» (Μοναστηράκι) Αγράφων, όχι μακρυά από τα λημέρια και τη σπηλιά του ξακουστού σκηνίτη βλάχου, σαρακατσάνου Κατσαντώνη, αλλά και τα λημέρια του Δίπλα, του Τσάκα, του Καραϊσκάκη και άλλων αγωνιστών.

Ζημωμένοι οι Αγραφιώτες με τους σκηνίτες από παλιά. Μεγάλωσα με τις ιστορίες του Κατσαντώνη που άκουγα από τον παππού μου τον Λαμπρο-Κάππα στην Μελβούρνη. Θέριευε μέσα μου ο Κατσαντώνης, όχι σαν άνθρωπος, αλλά σαν ένας υπερφυσικός γίγαντας που δρασκέλιζε τα βουνά και έτρεμε ο τόπος. Πριν τα επτά μου χρόνια είχα ήδη γίνει Κλέφτης. Παίρνοντας, κρυφά από την μάνα μου, ξανά και ξανά, παρά τις φωνές της, δυο τραπεζομάντηλα από το συρτάρι της κουζίνας, τα έβαζα «φουστανέλλα», μια σε μένα και μια στον τρίχρονο, τετράχρονο αδερφό μου Νίκο, και αρπάζοντας ο καθένας μας από ένα ξύλο στο χέρι για σπαθί, να ορμάω από δέντρο σε δέντρο, με τον αδερφό μου να προσπαθεί να με φτάσει, ενώ εγώ έκοβα με το σπαθί τους «Τούρκους», που δεν ήξερα καν πώς να τους φανταστώ, και όλα αυτά στην άλλη άκρη της γης από κει που ξεκίνησε ο θρύλος.

Έζησα στην Ελλάδα από τα 8 μέχρι τα 17 μου, σημαδιακά χρόνια του ανθρώπου, που αφήνουν στο κορμί και στο νου βαθιές χαραγματιές από τις πρώτες σημαντικές εμπειρίες της ζωής. Γνώρισα και τον τόπο μου, πήγα και στην σπηλιά του Κατσαντώνη, πάτησα και στα χωραφάκια με τα πεζούλια που έθρεψαν γενιές, έζησα και τα πανηγύρια.  Άρχισα να νιώθω καταγωγή και ταυτότητα. Μαχαίρι για άνθρωπο που εν τέλει ξαναζεί στην ξενιτιά.

Εδώ και κάποια χρόνια έπεσε στα χέρια μου, σε ένα παλαιοπωλείο στην Αθήνα, ένα γυναικείο σαρακατσάνικο πολίτικο ζωνάρι. Αυτό ήταν και το έναυσμα για την αγάπη μου προς τις παραδοσιακές φορεσιές αλλά κυρίως τα σαρακατσάνικα αντικείμενα. Συλλέγω από όλον τον κόσμο σκόρπια αντικείμενα της σαρακατσάνικης παράδοσης. Πράγματα που πουλιούνται στο διαδίκτυο, από Ελλάδα, Βουλγαρία, ακόμα και άλλα μέρη της Ευρώπης, επίσης, αντικείμενα από συλλέκτες, παλαιοπώλες, ιδιώτες. Αντικείμενα που μια μέρα θα βρουν και πάλι τον δρόμο τους για τον τόπο τους. Τώρα με συντροφεύουν και ομορφαίνουν την ζωή μου. Κοιτάζοντάς τα, ακουμπώντας τα, θυμάμαι τα λόγια του Σεφέρη όταν αντίκριζε ένα αρχαίο άγαλμα στους Δελφούς. «Αλήθεια, πόσο έχουμε προσεγγίσει την ψυχή που τα δημιούργησε;». Προσπαθώ και γω να προσεγγίσω την ψυχή αυτή, των σκηνιτών. 


Στην προσωπική μου σελίδα «Stratiaris» στο facebook είμαι στην διάθεσή σας. 
https://www.facebook.com/Stratiaris-931434020271061/?fref=ts

Λάμπρος Κάππας