portraita

Αντρέας Μπάρκας


του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1931, τον Μάη με φαίνεται έλεγαν. Εδω πρέπει να χωρίσουμε τα στέρφα με τα γαλάρια. Ο πατέρας μ’ δεν λέγονταν Μπάρκας, …Κνούδουνος λέγονταν παλιά, …άλλαξαν τ’ όνομα όταν πέρασαν απάν στη Σερβία. Τώρα, ..το 1918 πέρασαν ; ..το 20 πέρασαν ; ..δεν ξέρω να σε πω. Η πατέρας μ’ μόλεγε εμένα, ..παλιά ήταν στ’ Άγραφα με τ’ς Τσιγαριδαίοι, ..κι απο κει μετά ξεκίν΄σαν κι ήρθαν στην Καρδίτσα και μετά εδώ στον Όλυμπο, είχαν πολλά χρόνια. Ένας αδελφός τ΄ πατέρα μ΄σκοτώθ΄κι εδώ στα Πιέρια στη Σαρακατσιάνα, τον βάρεσε κεραυνός και όταν ήρθα μετά εδω, πήγα στον Άγιο Σπυρίδωνα και βρήκα έναν και θ΄μόνταν. Ο πατέρας μ’ όταν πέρασε το 18 στη Σερβία, ήταν παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα. Όταν έφυγαν, είχαν πολλοί συγγενείς που έμειναν εδώ στην Ελλάδα, ..Γαλλής, Τσιγαρίδας, Μαρογιάννης, Καψάλης. 


Οι γονείς Γιώργος και Μαρία 

Η μάνα μ’ λέγονταν Μαρία και ήταν απ τ’ς Κασδαραίοι. Μας έλεγε, ..όταν ήταν ανύπαντρη πήραν κισλά στα Γιαννιτσά. Τότε τα βάραγαν δημοπρασία. ..στον παίρνουν τον κισλά, ..πού να παν να ξεχ΄μάσουν. Λέει κάποιος, ..δεν περνάτε στο Γέυγελη ; Της  μάνας μ’ ο πρώτος άντρας ήταν εδώ στο Μπέλλες. Κάποια αρρώστια είχε και πέρασε απ’ τα χωριά απο δω απ το Ταταρλί και πάει στο γιατρό στο Βαλάντοβο. Η μάνα μ’ πάει και στα χωριά εκεί στα Τουρκοχώρια και λέει σε μιά Τουρκάλα, ..ο άντρας μ’ πονάει, έχει ένα σπυρί κι την έδωσε κι έβαλαν κατράνι, τώρα τι κατράνι έδωσε δεν ξέρω, αφιόνι κάτι σαν ναρκωτικό. Κι από κιό μετά πέθανε. Και κάπου τότε πέθανε και τ’ πατέρα μ’ η γ’ναίκα και αργότερα ο πατέρας μ’ κι η μάνα μ’ παντρέφκαν. Οι αδελφές μ΄ ήταν η Ιωάννα, μετά ήμαν εγώ και μετά η Βάγια. Οι άλλες οι αδερφές μ’ είναι απ’ τον άλλο γάμο.

Από αριστερά : Αντρέας Μπάρκας - Χρήστος Μπλούχος - Ελένη Μπάρκα (σύζυγος Χρ. Μπλούχου) - Γιώργος Μπλούχος - Πανάγιω Μπλούχου - Αποστόλης Μπαλάσκας - και κάτω δεξιά ο μικρός Αποστόλης Μπαλάσκας - 1950


ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ

Όταν γεννήθηκα εγώ το 1931, ..εμείς πολλά χρόνια έκαναμαν εδώ στο Βαλάντοβο, με τ’ς Γρουναίοι μαζί. Τότε έβγαιναμε στη Μολοβίστα, στο Περιστέρι. Από πέντε χρονών φύλαγα τα γίδια. Το 1937 πήγαμε στη Στρούμιτσα στο Νόβοσελο πέντε-έξι οικογένειες, ..εμείς οι Μπαρκαίοι, οι Γρουναίοι, ο Χουσνής και ο Τζελέπης. Το 1938 βγήκαμε με τ’ς Φαρμακαίοι ανάμεσα Πρέσπα και Οχρίδα, στο Ίστοκ. Τότε παντρέφ΄κε η αδερφή μ’ η μεγάλη τον Στέργιο του μπάρμπα Βαγγέλη του Φαρμάκη. Αυτοί αρραβώνιασαν εκεί στα β΄νά κι εκεί έγινε κι ο γάμος. Θ΄μάμαι εγώ, πάει ο γέροντας ο Φαρμάκης και κατέφ΄καν με τον πατέρα μ’ κατ’ στ’ Ρέσεν και πήραν δύο φορτιά σταφύλια κι ήρθαν και τα πάτ΄σαν και γιόμ΄σαν τ’ς βαλέρες κρασί.  Τότε είχε αρραβωνιαστεί κι ο Μπαλάσκας ο Βασιλ΄ς με τ΄ν Παρασκεύω του Χουσνή.

Χάρτης της περιοχής 

Εμείς εκιό το χ΄νόπωρο το 38 ήρθαμε στο Βαλάντοβο. Μετά, το 1939 πήγαμαν πάνω απ’ το Ούντοβο στην Κοσιάρκα, μαζί με τ’ς Φαρμακαίοι. Τα καλοκαίρια έβγαιναμε πάλι στο Ίστοκ. Τότε είχαν έρθει και οι Γερμανοί. Από το 1941 και μετά έβγαιναμε εδώ στη Μπάρα και ξεχείμαζαμε στην Κοσιάρκα. Μετά, το 1944, τότε με τ’ς αντάρτες, δεν άφηναν να βγουν στα β΄να κι εμείς βγήκαμε εκεί κοντά στο Καρσίμ. Τότε σκότωσαν κάτι Τούρκοι τον αδερφό μ’ τον Ρίζο. Ήταν τέσσερις πέντε θ΄κοί μας εκεί, φύλαγαν τ’ άλογα και τον καρτέρησαν και τον σκότωσαν. Το 1945 δεν ήθελαμε να καθήσουμε εκεί και ήρθαμαν εδώ στην Μπογκντάντσα με τ’ς Μπλαραίοι. Έκατσαμαν έναν χ΄μώνα, ..δεν πάαιναν τα θ΄κα μας τα πρότα, εκεί ήταν άγρια, δεν γένονταν, ..και την άλλη τη χρονιά το 1945-1946 πήγαμε στο Ούντοβο. Εκεί είμασταν με τ’ς Φαρμακαίοι και το καλοκαίρι έβγαιναμε στη Μπάρα.


Δεξιά ο Νίκος Τζελέπης με τη γυναίκα του Κωνστάντω (αδελφή του Αν. Μπάρκα), τη μητέρα του  και τα παιδιά - Καράορμαν Π. Σερβίας


Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟ 1948

Το 1948 με την κρατικοποίηση πήραν τα πρότα τ’ Φαρμάκη. Αυτοί μιά βδομάδα γύρναγαν εκεί στα β΄νά να δουν που κοιμάνται τα πρόβατα. Έρχονται πρωί, ...τίνος είναι τα πρόβατα λένε. Είπαμε εμείς, .. κεχαγιάς είναι ο Γιάννος ο Φαρμάκης, αλλά τα πρότα είναι από εφτά οικογένειες. Άρχισαν να τα βάφουν, …τριακόσια είκοσι οχτώ ήταν, γεννάει και μια γίδα, τριακόσια είκοσι εννιά τα ’βγαλαν. Και δεν είχαν τι να κάνουν και πήραν τριάντα πέντε πρατίνες και τριάντα πέντε αρνιά, για να τα φτάσουν τετρακόσια και να τα πάρουν. Άφηναν σαράντα πρότα κι ένα άλογο. Πααίνουν και στον πατέρα μ’, αλλά ούτε ο πατέρας μ’ ούτε και η μάνα μ’ ήξεραν τα Σέρβικα να απαντήσουν. Πααίνουν τότε στον Βασίλη τον Φαρμάκη με τον Αποστόλη τον Μπούρα, ...τίνος είναι τα πρόβατα λεν, ... του Μπαρκογιάννου τους είπαν. Κι έγραφε αυτός, ..αλλά ήταν λιγότερα από τετρακόσια, ..γύρω στα διακόσια πενήντα πρότα κι έτσι εμάς δεν μας τα πήραν.

Μπαρκαίοι και Φαρμακαίοι - Κάτω αριστερά ο Βαγγέλης Φαρμάκης, γαμπρός του Αντρέα Μπάρκα στην αδελφή του Πανάγιω

Τότε, το 1948 φεύγουμε εμείς και τα βάνουμε στο τραίνο τα παιδιά και τα ρούχα και πααίνουμε στο Περιστέρι, …δεν άφ’ναν σε τούτα τα β΄νά εδώ κοντά στα σύνορα τα Ελληνικά. Εκεί βρήκαμε τα καλύβια απ’ τ’ς Βλάχοι, ...τους είχαν πάρει και τους Βλάχους τα πρόβατα και σταμάτ’σαν αυτοί.  Το χ’μώνα, τα πρότα τα θ΄κά μας έγιναν, ...αρκούδες έχεις δεί ;  Τα μαλλιά σβαρνιόνταν, τα κεφάλια η ραχια όπως είναι το χέρι να είναι τόσο πάχος, ..τα μάτια τα γκούρλωσαν σαν τίποτα βουβάλια. Τόσο θρεμένα, ..τα μαλλιά σβαρνιώνταν, σκούπ΄ζαν καταή. Τον Αη Δημήτρη, οι οικογένειες φορτώνουν τα ρούχα, …τραβάν με τ’ άλογα μέχρι τα Μπιτόλια, τα βάνουν στο βαγόνι και έφυγαν για τα χειμαδιά. Μόλις έφτασαν στο Ούντοβο, έκαναν κάρα να τα φέρουν στα καλύβια και μόλις πήγαν να ξεφορτώσουν, τους πήραν και τους έβαλαν πίσω στα βαγόνια και τους πήγαν στην Κότσιανη, ..όπως και όλοι τ’ς Σαρακατσάνοι. Εμείς είμασταν πίσω στο Περιστέρι με τα πρόβατα και μας έστειλαν ένα γράμμα και λένε …μας πήγαν εξορία στην Κότσιανη. Μετά κατέφκαμε κι εμείς και μας πήραν και μας έστειλαν κι εμάς με τα πρόβατα στην Κότσιανη. Έκατσαμαν εκεί το χ΄νόπωρο και την άνοιξη του 1949 είπαμε να.πάμε τα πρότα στην Κοσιάρκα. Κατέβασαμε τις οικογένειες σ’ ένα χωριό εκεί κοντά, Βίνιτσα το’λεγαν και είχαμε τα πρότα στην Κοσιάρκα, αλλά τα μισά τα’φαγαν οι λύκοι.


Ο γάμος του Αντρέα Μπάρκα με την Παναγιώτα Μπαλάσκα - Λίπα 1953
Το ζευγάρι στη μέση

Το 1950 πέθανε ο πατέρας μ’. Από τότε ήμαν εγώ με τη μάνα μ’ και με τρείς αδερφές ελεύθερες και το χ΄νόπωρο πήγαμε στην Πιστέρνιτσα, πάνω από το Δεμίρκαπι. Το 1951 το καλοκαίρι ξαναβγήκαμε στην Μπάρα. Εκεί ήταν τα κρατικά πρόβατα, αλλά άμα είχαμαν το τυρί και το βούτυρο, και τους ήξεραμε όλους. Ήταν κανα δυό καλύβια δικά μας απ’ τα παλιά τα χρόνια κι έκατσαμε εκεί και δεν μπόρεσαν να μας διώξουν. Στις 10 Νοεμβρίου του 1953 παντρεύτηκα. Η γυναίκα μ’ είναι απ τ’ς Μπαλασκαίοι και κάναμε πέντε παιδιά. Προξενιό, ..ε τότε προξενιά ήταν, ..μαζί άρμεγαμαν, ..εμένα μ’ έβαζαν ντιπ τελευταίο, γιατί άμα έφευγε καμμιά πρατίνα,.. να σ’κωθώ να την πιάσω. Είμασταν στη Λίπα και το χ΄νόπωρο του 1954 παν οι δικοί μας και πλέρωσαν 60.000, επειδή αρνηθήκαμε την Σέρβικη υπηκοότητα. Εγώ είχα βγάλει τα χαρτιά μου για να φύγω στην Ελλάδα σαν Έλληνας υπήκοος. Δεν είχαν γίνει όμως ακόμα τα χαρτιά και την άνοιξη του 1954 πήγα φαντάρος. Το 1955 είχα απολυθεί και βγήκαμε πάλι στα β΄νά στη Μπάρα.

Ο Αντρέας Μπάρκας με τη σύζυγο του Παναγιώτα (Μπαλάσκα)


ΤΟ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

Από το 1954 αρκετοί Σαρακατσάνοι έκαναν λαθρεμπόριο και πούλαγαν στην Ελλάδα πρόβατα. Σαρακατσάνοι ήταν κι αυτοί που τ’ αγόραζαν απ’ την Ελλάδα. Όλο τα αλισβερίσι το έκαναν οι Καλαίοι και ο σχωρεμένος ο Μπούτος. Μιά φορά χίλια εξακόσια, χιλια επτακόσια πρότα είχαν δώσει. Κάποτε είδα να τα περνάν τα στέρφα και τα ζ’γούρια κατ’ απ’ τα καλύβια απ’ είχαμαν και παν πέρα και τα’δωσαν. Οι Φαρμακαίοι και οι Μαργιουλαίοι δεν ήθελαν. Μη και μη, θα μας πιάσουν και θα μείνουν έρμα. Ένας έλεγε να δώσουμε όλοι από σαράντα. Πάει άλλος και αγοράζει διακόσια πρόβατα απ’ τ’ς Τούρκοι για να τα δώσει, ..κι έλεγε ο μπαρμπα Μπούτης, να …εγώ θα πεθάνω, ν’αφήσω κάνα φράγκο στα παιδιά. Κάποτε πήγαμε κι εμείς, ..τα πρόβατα τα περνούσαμε απ’ τη Τζένα και πααίνουμε εκεί από ένα μονοπάτι τη νύχτα κι είχε πιάσει και μια βροχή, ..αντάρα, …τα’σμιξαμε όλα ένα κοπάδι, ..και να βελάζουν όλα τα πρόβατα, ..και να γινεται !!. Ρε παιδί μ’, ..τώρα τα λέω κι ανατριχιάζει το κορμί μ’. Βγήκαμε μετά στην Πόρτα (το πέρασμα στα σύνορα) και ήταν ένας κοντούτσ’κος, ..πίνουμε τσιγάρες εκεί και μετά ήρθε ένας και ήφερε διακόσιες λίρες και τα’φσαμαν τα πρότα εκεί. Μετά σκαπέτ΄σαμαν και περνάμε σια δω. Είμασταν έντεκα άτομα, ..κι εκει που σταμάτ’σαμαν, βλέπουμε ένας άνθρωπος έρχεται. Δικός μας ήταν, αλλά δεν τον καταλάβαμαν, ..και σαν το κόβουμε κατ’, ..εγώ με τον Βασίλη τον Μποταίικο ημαν, ..και φύγαμε εκεί στη Μόμενα Τσιούκα, μέσα από ένα ρεματάκι. Από τότε λέω, δεν ξαναπατάω εδώ. Μυαλό δεν είχαμε.

Οι αδελφές του Αντρέα Μπάρκα : Αγγέλω, Ελένη και Βάγια

Μία μέρα ήρθε ο Κωστάκος ο Τυχάλας, ..ήταν στα στέρφα στη Ντουιντίτσα και έρχεται και μας λέει, …ήρθε ο Γεωργαντάς και θέλει πρότα. Μετά, έρχεται κι ο Γεωργαντάς και λέει, …δώσατε τον Χύτα κι εμένα δεν με δίνετε. Μία μέρα, αφού άρμεξαμε τα γαλάρια, με λέει ο Φαρμάκης, ..θα πάρεις την κάπα και θα κάνεις πως σκαρίζεις τα γαλάρια και θα πάρεις το ξηρόρεμα και θα πας να τον βρείς. Εντάξει λέω και περνάω απ’ το ρέμα, (εκεί οι αντάρτες είχαν σκοτώσει έντεκα Γερμανούς, κι έτρεμε η καρδιά μ’). Βγαίνω ακριβώς στη Ντουιντίτσα και κάποια στιγμή ακούω τα σκ’λιά και βλέπω έρχεται ο Γεωργαντάς. Γειά σου, ..γειά σου. Κοίτα του λέω, κυρ Γιώργο, έχω εντολή απ’ τον Φαρμάκη να μην ξανάρθεις, κι αν χρειαστεί να στείλεις γράμμα. Εμείς βγάλαμε τα χαρτιά τώρα για την Ελλάδα κι αν μας πιάσουν ξέρεις. Μα εγώ έρχομαι απ’ τη Σαλονίκη.., ..δεν ξέρω αυτήν την εντολή έχω, εγώ αυτή σου λέω. Κι έφυγα μεσ’ στη νύχτα, μέσα σε κιό το ρέμα και γύρ’σα πίσω. Αργότερα ο Κίτας ο Μπλούχος λέει, ..θέλει να μάσει πρότα ο Γεωργαντάς. Τα’χαμαν δώσει όμως εμείς και έτσι έδωσαμε άλλος εφτά, άλλος δέκα και μάζεψαμε γύρω στα τριακόσια πρότα. Τα πέρασε και τα’δωσε και γύρισε πίσω.

Μιά άλλη φορά, ο Κίτας πααίνει και αγοράζει εκατόν σαράντα πρότα απ’ τα χωριά και ξαναβγαίνει πάλι εκεί στην Πόρτα στα σύνορα, αλλά πέρασε η περίπολος και τα παρατάει και τα μάζεψαν οι φαντάροι τα πρότα. Σκαπετάει ο Κίτας και πάει και βρίσκει το Λεωνίδα το Λώλο και του λέει έτσι κι έτσι, τα πρότα τα’πιασαν. Φώναξε ο Λεωνίδας, τάχα τον ξεγέλασε και πάει εκεί να δει, αλλά τους περικύκλωσαν εκεί τον Λώλο με τον Παύλου και τους είπαν να παραδοθούν κι εκεί έγινε ό,τι έγινε και τον σκότωσαν. Κι ήταν δώδεκα μέρες παντρεμένος, ..μας είχε πει ελάτε στο γάμο. Μετά εμάς μας πήραν όλους φυλακή, έδωσε ο Μπλούχος τα ονόματα και μας μάζεψαν όλους κι αυτόν μαζί. Εμένα με κράτησαν δέκα οχτώ μήνες, άλλοι έκατσαν μέχρι τρία χρόνια. Τρείς Φαρμακαίοι και ο αδελφός μου ο Μήτρος πέρασαν κρυφά στην Ελλάδα.


Τα αδέλφια του Αντρέα Μπάρκα, Ρίζος και Δημήτρης


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Την άνοιξη του 1964 πήραμε την απόφαση να φύγουμε στην Ελλάδα. Το Ελληνικό προξενείο στα Σκόπια μας έλεγε, .. ¨η θα  πάτε στην Αλεξανδρούπολη εκεί που σας στέλνουμε ¨η μην πααίνετε καθόλου. Μερικοί δικοί μας πήγαν προς το Σουφλί και μετά έκατσαν στην Ξάνθη και στην Κομοτήνη. Ο Μωραίτης κι αυτοί πήγαν στην Κομοτήνη για να πάρουν χωράφια. Εμείς δεν ήθελαμε να πάμε εκεί και είπαμε θα φύγουμε για το Κορδελιό, χωρίς τη βοήθεια απ’ το προξενείο. Βγάλαμε τα χαρτιά και φόρτωσαμε τα πράγματα στα βαγόνια στο Δεμίρκαπι, …ρούχα, έπιπλα, αλεύρια, ό,τι είχαμαν. Τα πρότα τα πούλ’σαμαν και είχαμε λεφτά, αλλά τα έκαναμε σε είδος, ..γιατί τα δηνάρια τι να τα κάνουμε. Εκεί στο Δεμίρκαπι ήταν οι Αλεξαίοι και μας έλεγαν μην πάτε δεν είναι καλά στην Ελλάδα (αυτοί είχαν πάει το 1962 στην Ελλάδα με τις οικογένειες και γύρισαν πίσω). Οι Φαρμακαίοι λεν, ..εμείς δεν πααίνουμε τώρα, ...και νοίκιασαν εκεί ένα σπίτι. Εμείς τι να κάνουμε, ..είχαμαν τα πράγματα στα βαγόνια φορτωμένα. Τελικά ξεκινήσαμε καμμιά δεκαριά οικογένειες και ήρθαμε στο Γεύγελη. Τέσσερις πέντε οικογένειες συνέχισαν και ήρθαν στην Ελλάδα. Εμείς, ..ήταν η αδερφή μ’ εκεί και έλεγε, ..που θα πας αδερφούλη μου, …δεν βλέπεις τι γίνεται, …δεν ξέρεις πως είναι. Και τελικά ξεφόρτωσαμε τα πράγματα στο σταθμό στο Γεύγελη. Εκεί ήταν ένας γνωστός ο μπάρμπα Γκέκος και είχε σπίτι και λέει, ..ας κάτσετε ένα εξάμηνο, δεν θέλω λεφτά. Έκατσαμε εκεί κάνα χρόνο και δούλεψαμε λίγο, γιατί μας έλεγαν είμαστε υπήκοοι Έλληνες και ήθελαν κι άλλα χαρτιά.

Τελικά, τον Μάη του 1965 φόρτωσαμε τα πράγματα στα βαγόνια, και φύγαμε  για την Ελλάδα. Είμασταν εμείς οι Μπαρκαίοι, οι Φαρμακαίοι και οι Αποστολακαίοι. Μας υποδέχτηκαν κάτι θ’κοί μας συγγενείς και στις 15 ήρθαμαν και στις 20 έπιασαμε δουλειά. Τότε γένονταν το Εσσο Πάππας και πήγαμε κατ’ ευθείαν στη δουλειά, …γ’ναίκες άντρες όλοι πιάσ’καν στη δουλειά. Όταν ήρθαμε στο Κορδελιό, λέω τη μάνα μ, …μάνα εδώ είναι το Κορδελιό. Ποιό  Κορδελιό παιδάκι μ' με λέει, ….Αμπελάκια το’λεγαμαν εμείς. Είχε αμπέλια τότε και θυμόνταν. 

Ζώνη φτιαγμένη από τη μητέρα του Αντρέα Μπάρκα

Ο φλάμπουρας του Αντρέα Μπάρκα


Ευχαριστώ τον Χρήστο Γίδαρο 
για τη συμμετοχή του στη συνέντευξη αυτή