portraita

 « Δεν σε παίζω, αγαπητέ! »

-   Δεν σε παίζω αγαπητέ!
-   Γιατί, ωρέ μπάρμπα Κώστα;
-   Γιατί όταν κερδίζεις γελάς κι όταν χάνεις κλαις! Δεν το χαίρεσαι το παιχνίδι!

Ο μπάρμπα Κώστας ήταν ο επίτιμος προξενητής του χωριού κι όχι μόνο. Πάντρεψε κόσμο και κοσμάκη.  Καταφερτζής πρώτος. Κι όταν τα πράματα ζόριζαν, είχε τον τρόπο του. Σηκώνονταν και μ’ έναν ταξιτζή αγκαζέ, έφτανε ως τα Γιάννενα να φέρει νυφάδες. Δεν άφησε κανέναν παραπονούμενο. Καταπαντρεύτηκαν όλος ο ντουνιάς τότε, όλη η περιφέρεια! Πάει ο μπάρμπα Κώστας κι απόμειναν η νεολαία ανύπαντρη! Ρήμαξαν τα χωριά, γέρασαν!

Κι αυτό, δεν ήταν η μόνη συνέπεια του χαμού του. Ο μπάρμπας ήταν και πολύ καλός ταβλαδόρος. Από μικρός με τα κόκκαλα στο χέρι. Αφού, δεν προλάβαινε να πάει ούτε στα ζωντανά ούτε στο χωράφι. Εμ, πώς, έτσι βγαίνουν οι πρωταθλητές; Ιδρώτας πολύς! Θέλει μεγάλον αγώνα η πρωτιά! Κι έτσι έφτασε ψηλά, ώστε να απολαμβάνει το δικαίωμα της επιλογής του αντιπάλου. Και διάλεγε μόνο στο επίπεδό του. Έτσι, να ’χει ουσία το παιχνίδι, δηλαδή. Έπιανε την καλύτερη καρέκλα (για κανέναν ο βασιλιάς δεν κατεβαίνει απ’ το θρόνο του παρά μόνον για το γιό του κι αυτός είχε τρεις – μεγάλο μπέρδεμα) κι εκφωνούσε την ημερήσια διαταγή:

-   Πού ΄σαι, ρε δασκαλόπαιδο Βασιλάκη, φέρε μας το γήπεδο!

Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Κι η σκηνή χιλιοπαιγμένη. Ο μπάρμπας σηκώνονταν, έκλεινε με θόρυβο το τάβλι και το σφήνωνε στη δεξιά μασχάλη του ηττημένου:

- Άειντε, τώρα πάαινε να το μάθεις καλύτερα κι ύστερα ματαέλα!

Όταν τον προκαλούσε κάποιος κατώτερος, τον απέφευγε σαν το διάολο το θυμιάμα! Έτσι, από  φιλοσοφία. Αυτοί οι φιλόσοφοι, φαίνεται ότι, τέτοιοι ήταν όλοι τους, σαν τον μπάρμπα Κώστα. Κανένας δεν αγάπαγε ιδιαίτερα τη δουλειά. Όλο λογισμό και σκέψη. Τώρα που βγήκα κι εγώ στη σύνταξη και δε με σφίγγει ο χρόνος, τον φέρνω στο μυαλό μου αρκετά συχνά. Και βλέπω να του μοιάζω, κάπως! Μου ’ρχονται ποτάμι οι ιδέες και μόνες κι ανακατωμένες σαν τα κεράσια, τραβάς ένα, βγαίνουν όλα αντάμα!

Πάνω απ’ όλα, όμως, με κυνηγάει μια βασανιστική ιδέα: Να μη φύγω κι αφήσω κανένα  χρέος τιμής. Α, όλα κι όλα! Αυτά πρέπει να εξοφλούνται. Και με τον νόμιμο τόκο!

Κι έτσι

Δεν σε παίζω, κι εγώ, αγαπητέ! Γιατί είσαι ένας μυθομανής αλαζόνας, που ερωτεύτηκε την ανεπάρκειά του! Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη μάστιγα από τη δικαιοδοσία σ’ έναν ανάξιαγο! Στο περιβάλλον σου κυριαρχεί ο φασισμός της ημιμάθειας και της αυθαιρεσίας, καθώς και η δικτατορία της μετριότητας! Αποκομμένοι από το κοινό αίσθημα, αδυνατείτε να σκεφτείτε out of the box.

Όλοι κάνουμε λάθη, εκτός απ’ τους νεκρούς και τους τρελούς. Αυτό που μετράει, όμως, είναι να διδασκόμαστε απ’ αυτά. Ο Κικέρωνας έλεγε ότι «ο καθένας μπορεί να πλανάται. Ουδείς, όμως, δικαιούται να επιμένει στην πλάνη του». Μπορείς να αναθεματίζεις το άτομο, όχι όμως την  ιστορία του. Έχουμε κι εμείς τη δική μας! Εσείς, τί, ακριβώς, νομίζετε ότι υπηρετείτε; Ποιές καταθέσεις μπορείτε να επιδείξετε στην εξελικτική πορεία του πολιτισμού μας; Πώς  νομίζετε άραγε ότι θα σας κρίνει η ιστορία; Λέτε ν’ ασχοληθεί μαζί σας σοβαρά;

Για αυτό δε σε παίζω!  Δεν καταδέχομαι ν’ ασχοληθώ μαζί σου! «Έχω σφυρηλατήσει τα καλύτερα σπαθιά, δεν θ’ ασχοληθώ με τα κατώτερα».

Αυτά και μόνο… προς το παρόν.

Κομοτηνή, 12 Μαΐου 2017
Βασίλης Σερμπέζης