portraita

Ελευθερία Μπάκα


του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα τον Ιούλιο του 1918 στα καλύβια στη Γέρμανη (τον Άγιο Γερμανό στις Πρέσπες). Οι Μπακαίοι από παλιά πήγαιναν στη Χαλκιδική και έβγαιναν στη Γέρμανη. Μόνο εδώ στη Μακεδονία, …πουθενά αλλού, ..ούδε ο παππούς μ’, ..ούδε ο πατέρας μ’. Εγω όπως θ’μήθ’κα, πήγαιναμαν στην Ορμύλια, στις Πολυγερινές καλύβες, .. εκει ξεχείμαζαμαν και μετά στη Γέρμανη στα β’νά. Αργότερα πήγαμαν στην Παπαδιά στο Καιμάκι, .. κι ύστερα στην Πιπερίτσα στη Τζέγανη, ..αυτά τα β’νά ξέρω εγώ.

Παππούς μ’ ήταν ο Θανάσης Μπάκας και ήταν δυό φορές παντρεμένος. Πριν είχε γυναίκα απ’ τ’ς Καραγιανναίοι, απ’ την Αγ. Παρασκευή και είχε δυό παιδιά. Μετά ξαναπαντρεύ’κε και πήρε χήρα την Παρασκευή, που είχε ένα κορ’τσάκι που πέθανε όμως μικρό, την Ασήμω, ..κι ύστερα έκαμαν τον πατέρα μ’ μαναχά. Ο παππούλης μ’ πέθανε το 1927, ενενήντα χρονών.


Απο αριστερά : ο παππούς Μπάκας Αθανάσιος (1837-1927), ο πατέρας Μπάκας Γρηγόρης (1888-1970), η μητέρα Μπάκα-Κωτούλα  Αικατερίνη (1886-1986), τα αδέλφια Αθανάσιος και Μαρία και η Κα Ελευθερία στην αγκαλιά της μητέρας της – Φωτογραφία 1919-20


Πατέρας μ’ ήταν ο Γρηγόρης Μπάκας και η μάνα μ’ λέγονταν Κατερίνη. Η μάνα μ’ ήταν Κωτούλα (παλιά ήταν Γουλή) και η βαβά μ’ απ’ τη μάνα μ’ ήταν απ’ τ’ς Γιαννακ’λαίοι, απ’ το Μικρόκαμπο. Εμεις είμασταν εφτά αδέλφια, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Πρώτος με τη σειρά είναι ο Θανάσης (πήρε γυναίκα απ’ τ’ς Αζαίοι και σκοτώθηκε νιόπαντρος στο Κιλκίς), η Μαρία (που είχαν οι Σουλταίοι), ύστερα ήμαν εγώ, μετά ο Γιαννακός, η Κασσάνδρα (την είχε ο Γιώργος ο Μπαλλάς), ο Μήτρος (που ήταν στη Μεσήμβρια) και τελευταίος ο Γιώργος στη Μεσιά.

Εμένα με βάφτισε ο αδελφός του πατέρα μ’ , …ο μπάρμπα Γιάννος. Τότε είχε παντού πολύ γρίπη και είπε, θα το βγάλουμε το κορίτσι Ελευθερία, να ξελευθερωθούμε. Τελικά όμως μετά από λίγο καιρό πέθανε από τη γρίπη κι αφ’κε τέσσερα κορίτσια, το μικρό ήταν ένα χρονό.  Τα κορίτσια αυτά τα μεγάλωσε και τα πάντρεψε ο πατέρας. ΄Όταν ήταν άρρωστος, είχε ένα μπινέκι που πάαινε και χλιμίντραγε στην πορτα τ’.

Η ΣΤΡΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΗ

 Χάρτης μετακινήσεων

Πριν ξεκινήσουμε για τα β’νά, άρχιζαμαν να ετοιμαζόμαστε. Από δέκα – δεκαπέντε χρονών κορ’τσάκι, θυμάμαι είχαμαν άλογα και τα φόρτωναμε και αργότερα, ..μετά το 1930 πήραμε και κάρο, …πρέπει να ήμαν 18 χρονών. Το φόρτωναμαν, …φορέματα, …βελέτζες που κ’μάμασταν, …στρώμα τράιο που το ’στρωναμαν, …προσκέφαλα που τα ύφαιναν και τα γιόμιζαν μαλλιά μέσα. Πίσω άφηναμαν μοναχά τον αργαλειό που ύφαιναμαν, …τέσσερις φούρκες. Τα ’κρυβαμε μέσα στα τσουγκάνια, γιατί πάγαιναν οι ντόπιοι και τα ’παιρναν. Κι μετά έφευγαμε όλοι μαζί αντάμα, μαζι με τα πρότα. Είχαμαν οκτώ άλογα, …φορτωμένα όλα, …και σε κανένα τα πολύ μικρά απάν. Σιά μπροστά πήγαιναν τα τρανά. Τα ’παιρναν οι γερόντοι, καμμιά δεκαριά παιδιά και πάαιναν σιά μπροστά με ψωμί και τυρί και κατέβαιναν απ’ τα β’νά να βρουν τον δρόμο τον καλόν. 

Ξεκίναγαμαν απ την Ορμύλια και απ’ τον Άγιο Πρόδρομο, έφταναμαν στα Βασιλικά και μετά στη Θέρμη, στο Πασά Τσιαίρι, που είχαν οι Φαρμακαίοι. Ούλη νύχτα πέρναγαν τα πρόβατα και τ’ άλογα μέσα απ’ τη Σαλονίκη. Σταμάταγε το τραμ και περνούσαμε φυλάγοντας τα πρ'οτα, γιατί έβγαιναν μέσα απ' τα σοκάκια να κλέψουν κάνα αρνί. Πέρναγαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη και μετά κόνευαμε στο Τζιτσικώστα στη Βραχιά. Πλέρωναμαν για να μείνουμε εκει και να βοσκάν τα πρόβατα. Κάθομασταν εκει ένα μηνα, κούρευαμε τα πρόβατα και έδωναμε τα μαλλιά. Οι άντρες πήγαιναν με τ’ αλογα στη Σαλονίκη για να πουλήσουν τ΄ αρνιά. Τότε είχε χιόνια απάν στα β’νά. Ύστερα ξεκινούσαμε για τη Γέρμανη. Γιαννιτσά, Βαλτοκόπι, Βοδενά, και μετά σταμάταγαμε στην Κέλλη, σ’ ένα μέρος που είχε όλο γαλατσίδες κι έτρωγαν τα πρόβατα κι ήταν πικρό το γάλα και το ’χυναμε.  Μετά Κλειδί, πέρναγαμε έξω απ’ τη Φλώρινα και απ’ το Μπούφι έβγαιναμε στη Γέρμανη. Σχεδόν δύο μήνες από τότε που ξεκινούσαμε απ’ τη Χαλκιδική, απ’ την Ορμύλια.

Για να κάνουμε την τσιατούρα, κούρευαν τα τραιά, τα γίδια. Έβαζαμαν το τραγόμαλλο, αλλά και λίγο πρόβειο μαλλί μέσα, .. και το λανάρ’ζαμαν στα λανάρια …και το ’φτιαναμαν τλούπες. Είχαμαν ρόκα, ….είχαμαν αδραχτολόγο, …σακουλάκι τόσο όσο έπαιρνε τ’ αδράχτι, …με το σκοινάκι  εκει απάν, …και το σφοντύλι μέσα. Εέχαμε φύλλα στο αργαλειό και την έραφταμαν. Έκαναμε και από πίσω και από μπροστά και την έκλειναμε, … πως θα πλαιάσουμε ; Είχαμε θηλειές στην τσιατούρα κι έβαζαμε κλιτσόξυλα, …νοικοκυρίσια πράματα, ..η βροχή δεν πέρναγε. Άμα έβρεχε είχαμαν και τσαπούλα κι έφτιαναμαν αυλάκι, για να μην πάρει νερό μέσα. Μιά τσιατούρα κάθε νοικοκύρης, .. εφτά άτομα είμασταν μέσα. Την τσιατούρα την έκαναμαν μόνο μαύρη. Για μαντριά, αγόραζαν παλούκια και κουτσίνα, ύφασμα για τη στρούγκα. Όπου σταματούσαμε ξεφόρτωναμε και τα άπλωναμε ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα. Οι τσομπαναραίοι είχαν καάσες για το τυρί, … τέσσερα δοχεία σε κάθε κασόνι, το ’βγαζαμαν, το στράγγ’ζαμε, …και πάαιναν και το πούλαγαν.


Δεξιά ο Σπύρος Μπίκος και η αδελφή του Αναστασία


Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

Όταν εέφταναμαν απάν, …τα καλύβια τα έβρισκαμε εκει. Άμα ήταν χαλασμένα η έπεφτε η σίκαλη, …τα ’φτιαχναμε. Τη σίκαλη την έπαιρναμε κατ’ απ’ τα χωριά, απ’ τ’ς ντόπιοι. Δεν είχαμε αφήσει τίποτα από πριν, …μόνο τον αργαλειό τον έκρυβαμε στα τσουγκάνια, …και τα ντενεκέδια που έφτιαναμε τον πίνο. Για να βάψουμε αυτά που ύφαιναμαν τα ’βαφαμαν με πίνο. Έπαιρναμε λουλάκι, οκτώ μέρες το ζέσταιναμε το καζάνι, έβραζαμε τα λάπατα και έβαζαμε τα γνέματα μέσα. Τα καλύβια, εμείς οι γ’ναίκες τα βόλευαμε. Έβαζαμε πέτρες όλο γυροβολιά σαν καναπέ, όχι φαρδύ, ..μικρό, …πεζούλι δηλαδή κι από παν έβαζαμε υφαντά κεντισμένα. Καλοστρωμένο, ..πάγαινες στο καλύβι και το ζήλευες. Στη μέση έφτιαναμε τη βατρα. Ηύρεσκαμαν πέτρα ίσια και έβαζαμε πυρομάχο κι εκει εέψηναμαν τις πίτες. Για το ψωμί, είχαμαν φούρνο έξω. Τα πρόβατα τα είχαμε μακρυά κι έρχονταν ο έμπορας κι έπαιρνε το γάλα. Είχαν τυροκομείο απάν.

Στη Γέρμανη τα καλύβια ήταν πολύ παν απ’ το χωριό. Όλο οξυές είχε. Οι Σαρακατσάνοι που είμασταν εκει είμασταν όλοι Χασσανδρινοί, …Μωραίτες δεν είχε καθόλου. Είμασταν εμείς οι Μπακαίοι, οι Ζαραλαίοι κι αυτοί απ’ τις Καλύβες, οι Μπροζαίοι απ’ το Πολύκαστρο και οι Μπομποταίοι απ’ την Καλλικράτεια. Όλοι μαζί είμασταν, όλα αντάμα τα καλύβια, …σαράντα καλύβια όλοι μαζί. Ορθά τα καλύβια, αλλά είχαν και μερικά δίπλα. Ήταν αγαπημένος ο κόσμος τότε.

Κρέας έτρωγαμε το Πάσχα, ..την Παναγιά που ’χαν γκουρμπάνια, ..λίγες φορές το χρόνο. Είχαμε τις πίτες, τα πρόβεια βούτυρα, τυριά, φασόλια, ρεβύθια, φάβα από κουκιά, ψάρια όταν είμασταν στα χειμαδιά αφού είμασταν δίπλα στη θάλασσα, …αυτά ήταν τα χειμωνιάτικα. Σούπες δεν έκαναμε, εκτός από τον τραχανά. Το καλοκαίρι μάζευαμε νάνες απ τα β’νά κι έφτιαναμε πίτες και ψάρια απ’ τη λίμνη απ’ την Πρέσπα.

Όταν είμασταν μικρά παιδιά, τ’ αγόρια έπαιζαν χωριστά απ’ τα κορίτσια. Έπαιζαν κάτι σαν κουτσό. Τα κορίτσια δεν έπαιζαν, ..όταν γένονταν επτά χρονών, το ’λεγαν ..πλέξε τώρα. Το ’διναν ρόκα, τλούπα, αδράχτι και σφοντύλι, και το ’λεγαν .. Α! δέσε τώρα. Στα πρόβατα δεν πήγαιναμε, μόνο τα αγορια πήγαιναν, …στα πρόβατα δεν έχω πάει. Ο παππούς μ έλεγε ; ....μέχρι εκεί που βλέπουν τα μάτια σ’, τόσο να τ’αφήσεις το κορίτσι. Δεν τ’ άφηναν απ’ τα μάτια τ’ς οι γερόντοι τα κορίτσια.


Μπίκου Κωνσταντίνα - Μπίκος Μιχαήλ


ΤΑ ΣΥΒΑΣΜΑΤΑ ΚΙ Ο ΓΑΜΟΣ

Τα κορίτσια τα πάντρευαν μικρά τότε, …άμα τράνευαν στα 18 τα πάντρευαν. Εγώ παντρεύτηκα το 1942 και ήμαν 24 χρονών. Τότε ήταν οι προξενητάδες, …άντρες ήταν, όχι γυναίκες. Αυτοί γύριζαν στα κονάκια και ήξεραν. Α΄που’θε είναι η μανα τ’,  α’ που’θε είναι ο πατέρας τ’, …αυτό τους ενδιέφερε. Αν έχει κληρονομικό η αρρώστια στην οικογένεια. Το κληρονομικό το εξέταζαν πάρα πολύ. Α! η μάνα είχε ικιό το κουσούρι, .. και δεν το ’παιρναν το κορίτσι. Κι έτσι αποφάσιζαν και τα ’παιρναν τα κορίτσια τότε.  Ούτε ο γαμπρός ούτε η νύφη βλέπονταν τότε.

Όταν τα πάντρευαν έλεγαν το τραγούδι : Δεν μου λες γλυκειά μου μάνα, πότε μάλωσαμ’ αντάμα - Πότε μάλωσαμ’ αντάμα και με διώχνεις τόσο αλάργα - Κι έκλαιγε, .. πολύ κλάμα..

Τότε όποιος είχε έδωνε. Παλιά, άμα είχε ένας πατέρας διακόσια τριακόσια πρόβατα, έδωνε δέκα το κορίτσι. Αλλά τώρα κοντά μπήκε ένα ματσούκι, …λίρες ήθελαν , ..και είχαν δεν είχαν οι γονείς, ψένονταν να μάσουν τις λίρες να τη δώκουν. Άλλος που δεν είχε έδινε διακόσιες, …άλλος χάλευε χίλιες. Πάντως οι προξενιές από παράδες δεν χάλαγαν, αν και κάποιοι που δεν είχαν μυαλό ζήταγαν πολλά. Αλλά να κατηγορήσουν κορίτσια, ..κατηγόραγαν.

Ο γάμος γίνονταν όπ΄ τύχαινε, …η στα β’νά η στα χειμαδιά. Απάν έρχονταν παππάς απ’ τη Φλώρινα, …έρχονταν με το γαιδουράκι. Τον πλέρωναν και τον έδιναν και τυριά. Η νύφη ήταν στο καλύβι μέσα, …έδεναν μια τριχιά και έβαναν ένα υφαντό κιλίμι απάν και κρύβονταν, απ’ την Παρασκευή το βράδυ. Έπιαναν τα προζύμια, τραγούδαγαν, …ανάχλια ανάχλια το νερό κι αφράτο το προζύμι, …κι εκείνους που έπιαναν το προζύμι τους μαντήλωναν κι από μια ποδιά στα κορ’τσάκια και άλοιφαν τον πατέρα της νύφης και τη μάνα. 


Κυριάκος Κυριακου - Μπίκος Ιωάννης(γιός Μπίκου Μιχάηλ)


Και να σ' πω και κάποιες ιστορίες :

Μια φορά, μίνια αγάπησε ένα παιδί, … θα το πάρω. Βρε δεν είναι καλο, μην το πάρεις, ..θα το πάρω λέει αυτή. Είχε κι ο πατέρας τ’ς λεφτά, παίρνει λεφτά το κορίτσι και φεύγει κρυφά και πάει στο γαμπρό. Πάει ο πατέρας τ’ς να το πάρει, …δεν έρχομαι λέει, ..τον αγαπάω. Πήγε στα δικαστήρια και το πήρε πίσω το κορίτσι ο πατερας τ’ς, δεν τα΄ αφ’κε να τον πάρει.

Μια άλλη έγνεθε αντάμα με μια φιλενάδα και λέει η μίνια, …δώσε με το δαχτυλίδι σ΄ να το φορέσω, ..κι έβγαλε η άλλη και της το ’δωσε. Πάει ένας ξάδελφος στη φιλενάδα που πήρε το δαχτυλίδι, … τι δαχτυλίδι είναι αυτό που έχεις ; ..Α! είναι τ΄ς Αργυρή.  Φέρτο να το βάλω στο χέρι μ΄. …και το πήρε κι έφυγε, .. και λέει εγώ θα την πάρω αυτή. Και ήταν το κορίτσι τόσο από σπίτι καλό, ..κι αυτός ένας τζιομπάνος.

Μια άλλη τη ζήτηξε ένας, …Τσόγκας λέγονταν, …Θανάσης Τσόγκας. Δεν την έδωκε ο πατέρας τ’ς. Την πήρε άλλος, ..Βρύζας λέγονταν. Λέει ο Βρύζας, … είδες Τσόγκα, σε μένα την έδωσαν τη νύφη, σε σένα δεν την έδωσαν, …και ο Τσόγκας στεναχωρέθηκε. Οι Τσογκαίοι ήταν τρία αδέλφια και λέει ο Τσόγκας στ’ αδέλφια τ’ : … Στ΄ άλογα και τα τ’φέκια !! Ξεκίνησαν το σόι του Βρύζα να πάρουν τη νύφη κάπου προς την Καβάλα και τους σταμάτησαν στο δρόμο οι Τσογκαίοι και λεν : ...τη νύφη θα την πάρουμε, ..και την πήραν. Στο δρόμο τη λεν τη νύφη : αυτού που θα πάμε (προς την Αμφίπολη) έχει αστυνομία και θα σε ρωτήσει αν τον ήθελες τον γαμπρό αυτόν, που σ’ έδωσε ο πατέρας σ’. Θα πεις ήθελες εμένα. Άμα πεις αλλιώς, απ’ το σόι σ’ δεν θα μείνει κανένας. Την ρώτησε η αστυνομία κι αυτή είπε ότι τον ήθελε τον Τσόγκα και τη στεφάνωσαν.


Σπύρος Μπίκος


ΜΟΝΙΜΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΙΑ

Μέχρι το 1936-37 είμασταν απαν κατ΄. Στο Καιμάκτσαλαν πήγαμε προς το τέλος, στην Παπαδιά για τρία χρόνια. Εκει ήταν οι Καραγιανναίοι απ’ την Πέλλα. Ονομαστοί κεχαιάδες εκει ήταν οι Σουλταίοι, οι Φαρμακαίοι, ο Γουλής, ο Γιαννώτας ο Μπάκας. Στο χωριό την Παπαδιά ήταν Βλάχοι, σπίτια ήταν και είχαν και εκκλησία. Μας έπαιρνε η θειά μ’ ένα σωρό παιδάκια και μας πήγαινε και μας μεταλάβαινε. Στον προφήτη Ηλία στην κορυφή, ανέβαιναμε με τα ποδάρια και είχε φαντάροι εκει.

Το 1937 ήρθαμε στη Μεσιά. Πήραμε τα χωράφια από έναν παππά, …και το σπίτι, …και τ’ αχούρι, … και το φούρνο τ’, …τα χωράφια ούλα. Ήταν έτοιμα αυτά κι ήρθαμαν κι έκατσαμε έτσι. Πρώτη χρονιά που έμεναμε σε σπίτι. Είχαμε και καμμιά διακοσαριάπρόβατα. Ο πεθερός μ’, … πολλά χρόνια τ’άφησαν τα β’νά, …σταμάτησε το 1928 και το 1932 είχε πάρει και τρακτέρ. Εμείς άργησαμε και σταμάτησαμε το 1937. Οι άλλοι οι Σαρακατσάνοι ήρθαν πιό νωρίς. Εμείς είμασταν τελευταίοι.


ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΜΠΙΚΟ ΣΤΟ ΞΗΡΟΧΩΡΙ


Ελευθερία Μπάκα - Σπύρος Μπίκος

Τον Άη Δημήτρη το 1942 παντρεύτηκα, …άντρας μου ήταν ο Σπύρος Μπίκος εδώ απ’ το Ξηροχώρι. Είχα μιά αδελφή παντρεμένη απάν στο Καλίνοβο, στα Σουλτογιανναίικα κι πεθερός μ’ είχε νύφη από αδελφό εκεί. Όταν έμαθε ότι ο πεθερός μ’ ήθελε να παντρέψει το παιδί τ’, …λέει εκείνη η νύφη : Αφέντη, να χαλέψεις της Θανασάκαινας (της γυναίκας του Θανάση του Σουλτογιάννη) την αδελφή. Εδώ που την πήραν, κάνει πάρα πολύ καλά. Κι έτσι σκώθ΄κε ο πεθερός μ’ και ήρθε στη Μεσιά, με τ’ άλογο καβάλα και με χάλεψε απ’ τον πατέρα μ’. Ήρθε μέσα και τον είδα, …τον καλωσόρισα, τον φίλησα το χέρι και τον φίλεψα. Με είπαν μετά εμένα, …με λέει η μάνα μ’ … Ελευθερία αυτός που’ρθε, …έκανε η θειά Κωνσταντίνα απάν προξενιά και ήρθε και σε χάλεψε. Ο πατέρας μ’ ρώτησε, … και πέρασε κάνας μήνας – δυό, … και έκαναμε τον αρρηβώνα. Τα τραγούδια τα’λεγαμε με το στόμα, αλλά είχαμε και γραμμόφωνο. Έλεγαμε : Ράψε το φλάμπουρα καλά, …. η … Έλα εσύ γλυκοπατέρα, έλα να χαιρετηθείτε. Έραβαμε τον φλάμπουρα, έβαζαμε κορδέλες και κουδουνάκια και τον κέρναγαν τον φλάμπουρα. Τότε χόρευαμε μόνο στα τρία, …ούτε συρτό, ούτε τσάμικο. Έμπαινε ο γαμπρός στο χορό κι έλεγε το δικό τ’ το τραγούδι.

 Όταν έγινε ο γάμος και ήρθα εδώ στο Ξηροχώρι, …το σπίτι ήταν καμμένο, το είχαν κάψει οι Γερμανοί. Βρήκαν όπλα μέσα και το έκαψαν. Είχε μιά αποθήκη και την είχαν κάνει σπίτι και εκεί μείναμε, ώσπου να γίνει το άλλο το σπίτι. Έκαναμε τρία παιδιά, δυό αγόρια κι ένα κορίτσι και όλα αυτά τα  χρόνια πέρασαμε πολύ καλά.



Οι παλιοί Σαρακατσάνοι ήταν μπεσαλήδες στην κουβέντα τ’ς. Τώρα χάλασαν. Εγωισμό δεν είχαν οι παλιοί, …τούτη η σκάλα έχει εγωισμό. Οι παλιοί έβλεπαν έναν φτωχό και τον βοηθούσαν. Τώρα θα τον πατήσουν να πάει ακόμα κατ’. Από μικρή θυμάμαι …παιδεμάρα, …αλλα δεν θυμάμαι κάνα στραβό πράμα. Ήταν ο κόσμος πιό ντόμπρος, πιό ήσυχος, ….δεν θυμάμαι εγώ τότε τέτοια πράματα, …να φοβάσαι από άνθρωπο. 









Ευχαριστώ τον Δημήτρη Λώλο και την Καίτη Μπάκα-Λώλου, για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη και την επιμέλεια του φωτογραφικού υλικού. Επίσης τον Γρηγόρη Μπάκα για τη σημαντική του βοήθεια στην επιστημονική αποτύπωση του γενεαλογικού δένδρου.