portraita

ο Καλυβοδάσκαλος



χειρόγραφο κείμενο του Θωμά Σπανού

Πριν αρκετά χρόνια, όσα παιδιά έχει σήμερα ένα δημοτικό σχολείο στα χωριά, …τα είχαν το πολύ 2–3 οικογένειες. Τα έξι παιδιά ήταν τα λιγότερα. Υπήρχαν οικογένειες και με 10 και με 12 ακόμα παιδιά. Ο τόπος ήταν γεμάτος από χωριά και αγροτικούς οικισμούς. Τα ορεινά ήταν κάπως αραιοκατοικημένα. Όλα τους είχαν το δάσκαλο. Πώς να χαρακτηρίσω τους δασκάλους εκείνης της εποχής ; Ήρωες η ιεραπόστολους ; Ότι και να πω θα είναι λίγο. Οι άνθρωποι αυτοί καλούνταν να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα της μόρφωσης των παιδιών του λαού μας, χωρίς κανένα εφόδιο. Χωρίς αίθουσες, χωρίς εποπτικά όργανα, χωρίς βιβλία, χωρίς στέγη. Ακόμα και χωρίς τροφή.

Οι πρόσφυγες από τη μιά μεριά και οι τοπικοί ιδιωματισμοί από την άλλη, δημιουργούσαν ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Παρ΄ όλες όμως τις δυσκολίες αυτές, έκαναν τα αδύνατα δυνατά να μάθουν τα παιδιά της υπαίθρου ΄΄μιά κλίτσα γράμματα΄΄ όπως συνήθιζαν να λεν.


Σε πολλές περιπτώσεις, αν και απαγορευόταν αυτό, όταν ήταν αδύνατο να πάνε όλα τα παιδιά στο δημόσιο σχολείο, έβαζαν κάποιον ιδιωτικό δάσκαλο, κυρίως οι κτηνοτροφικές οικογένειες. Τον δάσκαλο προπολεμικά μπορούσε να κάνει ένας απόφοιτος του σχολαρχείου, ένας παππάς και ένας συνταξιούχος δάσκαλος. Οι γονείς φρόντιζαν να βρουν έναν άνθρωπο με ακέραιο χαρακτήρα και ηθικόν, για να μάθει τα παιδιά τους γράμματα. Για το σκοπό αυτό ζητούσαν έμμεσα και τη γνώμη του δασκάλου του χωριού τους. Στο τέλος της σχολικής περιόδου, οι μαθητές έπρεπε να υποστούν κάποια δοκιμασία, για να πάρουν το σχετικό ενδεικτικό η απολυτήριο.



Τον δάσκαλο αυτόν τον ονομάζαμε καλυβοδάσκαλο, από την καλύβα, την πρόχειρη δηλαδή αίθουσα που κατασκεύαζαν οι γονείς μας από δέντρα του τόπου : έλατα, οξυές, πλατάνια και φτέρες που έβαζαν γύρω-γύρω.

Γύρω στα 1935-1940 σ΄ ένα ορεινό Θεσσαλικό χωριό όπου ξεκαλοκαιριάζαμε με τα κοπάδια μας, λειτουργούσε ένα θερινό σχολείο. Όλοι οι μαθητές ήταν αδύνατο να πάμε στο δημόσιο. Ένας από τους μαθητές του ήμουν κι εγώ. Οι γονείς μας, μας έφεραν τότε έναν δασκαλο και μέσα στο λόγγο, δίπλα σε μιά βρύση, έστησαν μιά καλύβα από έλατα και φτέρη.

Εκει μαθαίναμε τα γράμματα, λες και ήταν κρυφό σχολειό. Ο δάσκαλος μας είχε σπουδάσει στη σχολή των δασκάλων, αλλά προτίμησε να γίνει στρατιωτικός. Τώρα ήταν συνταξιούχος, ανάπηρος των πολέμων της περιόδου 1912-1922. Όπως μας έλεγε, …το πρώτο ‘’μπαμ’’ το έκανε στην Κομμένη Γη, έξω από τον Τύρναβο και το τελευταίο στο Καλέ Γκρότο της Μ. Ασίας. Εκει τραυματίστηκε για έκτη φορά. Όταν πήγε στο πρόχειρο χειρουργείο, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι το μεγαλύτερο τραύμα το είχε κάνει σ΄ αυτόν το χτικιό.

Ήθελε μας έλεγε να σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του στρατού κι όχι ως εκπαιδευτικός. Ήθελε να πετάξει σαν αετός και να φτάσει πρώτος στην Πόλη. Ν΄ αδράξει με τα χέρια του τη γλώσσα της καμπάνας στην Αγιά Σοφιά και να σειστεί ο τόπος. Δεν πρόλαβε. Το χτικιό του έκοψε σύριζα τα φτερά και σωριάστηκε κάτω. Τα χρόνια κείνα το χτικιό είχε τρομοκρατήσει όλον τον κόσμο.

Ο δάσκαλος μας ήταν απ΄ τα Τρίκαλα. Γιωργούλης Παπαιωάσαφ τ΄ όνομα του. Πίστευε πως καταγόταν από μεγάλη Βυζαντινή οικογένεια. Μετά την αποστράτευση του έκανε όλες τις θεραπείες. Όλοι οι σπουδαγμένοι γιατροί και οι πρακτικοί του έλεγαν να ανεβεί στα βουνά. Να ΄χουν έλατα και καθαρό αέρα. Κι αν ήταν δυνατόν, να κοιμάται μέσα στο γρέκι των προβάτων που έχει φουσκίδι, για ν΄ απουμωθεί το χτικιό που έτρωγε τα σωθικά του.

Ο τόπος που ξεκαλοκαιριάζαμε εμείς διέθετε όλα αυτά τα προσόντα. Ήταν ένας τόπος μέσα στα έλατα. Είχε καθαρό αέρα κι ολόφρεσκα κτηνοτροφικά προιόντα : γάλα, τυρί, βούτυρο. Οι γονείς μας είχαν αναλάβει και τη διατροφή του. Καθημερινώς του πρόσφεραν ό,τι καλύτερο διέθεταν. Αυτός όμως δεν μπορούσε να φάει, ..λέγαν πως ήταν κοπανιάρης.
Κάθε βράδυ που έφευγαν τα κοπάδια για το σκάρο, αυτός πήγαινε στο γρέκι του γέρο-Μύτιλη που ήταν το πιο κοντινό, …και αφού έστρωνε κάτι, πλάγιαζε μέσα στην προβάτινη κοπριά. Πρωί πρωί ξαναρχόταν στην καλύβα για να συνεχίσει το καθημερινό μάθημα μας.


Μιά-δυό φορες την εβδομάδα, έκανε μάθημα χωρίς πληρωμή στους μεγάλους. Τους δίδασκε κυρίως πρακτική αριθμητική, για να μην τους γελούν οι έμποροι στις δοσοληψίες τους. Αυτοί όμως δεν ήθελαν να μάθουν γράμματα. Τον κατάφερναν πάντοτε να τους αφηγείται πολεμικές ιστορίες του 5/42 συντάγματος των ευζώνων, που το αποτελούσαν κυρίως Θεσσαλοί.

Στους μαθητές του απέφευγε να διηγείται πολεμικές ιστορίες. Δεν ήθελε φαίνεται να πληγώσει τις τρυφερές παιδικές ψυχές. Εξαίρεση αποτελούσα μόνο εγώ. Ήμουν το στερνοπαίδι του πατέρα μου και μ΄ έπαιρνε πάντα μαζί του. Έτσι άκουγα τις ιστορίες αυτές. Ο δάσκαλος μας ήταν θαυμάσιος αφηγητής. Με τους ηρωισμούς των ευζώνων στην εκστρατεία της Μ. Ασίας, ηλέκτριζε τους ορεσίβιους κτηνοτρόφους που άρχιζαν να κλαίνε για πολύ ώρα. Ανάμεσα τους ήταν και μερικοί που είχαν χάσει κάποιον δικό τους στους πολέμους.

Αρκετές φορές πίσω από την καλύβα έρχονταν για να κρυφακούσουν και κάποιες γυναίκες. Η παρουσία τους σε αντρικά ανταμώματα ήταν αδιανόητη. Ο μητρικός όμως πόνος για τα παιδιά που είχαν στρατευθεί, τις έκανε τολμηρές. Ήταν η Βαγγέλινα του Αμπράζη, η Σπύρινα του Δίπλα και κάνα δυό άλλες.


Σε όλη την καλοκαιρινή περίοδο, 2-3 ημερομηνίες παρουσίαζε κάποια νευρικότητα. Δεν έτρωγε, έστρωνε και ξανάστρωνε και ξανάστρωνε το κρεβάτι κι έβαζε κάτω από το στρώμα την κυλότα για να σιδερωθεί.

Θυμούμαι μόνο τις δύο ημερομηνίες. Η μία ήταν στις 16 η στις 17 Ιουνίου και η άλλη στις 13 Αυγούστου. Ήταν οι μόνες μέρες που μας έλεγε πολεμικές ιστορίες.

Στις 16 Ιουνίου του 1913 μας έλεγε πήρε μέρος στη θρυλική μάχη του Λαχανά. Σε κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου πήρε τη σημαία του τάγματος από τον σημαιοφόρο, …και προχωρώντας διέταξε να τον ακολουθήσει. Μία εχθρική οβίδα έσκασε απάνω του και τον έκανε κομμάτια. Τότε αμέσως ο σημαιοφόρος άρπαξε ό,τι έμεινε από τη σημαία,  και προχωρώντας κατέλαβαν το ύψωμα του Λαχανά με πολλούς νεκρούς.

Η άλλη μέρα, η 12η Αυγούστου, ήταν μαύρη όπως μας έλεγε. Την ημέρα αυτή έκαναν αντεπίθεση οι Τούρκοι στο Καρα-Χισάρ και από την ημέρα αυτή άρχισε η κατάρρευση μας στη Μ. Ασία.


Με τον δάσκαλο του δημόσιου σχολείου είχε αρκετές επαφές. Άλλοτε πήγαινε αυτός στο χωριό και άλλοτε έρχονταν εκείνος στην καλύβα του λόγγου. Εκείνος λέγοταν Κώστας Μπακάλης, από την Σκλήταινα (Ρίζωμα) Τρικάλων. Αυτός είχε ηρωικό θάνατο. Τον συνέλαβαν οι Γερμανοί στην κατοχή, τον φυλάκισαν στη Λάρισα και τον κρέμασαν το 1943 στο Δοξαρά.

Ο καλυβοδάσκαλος μας πέθανε άδοξα. Το χτικιό τον έστειλε στον τάφο τον πρώτο χρόνο της κατοχής. Δεν μάθαμε τον θάνατο του για να πάμε στην κηδεία. Τον κλάψαμε όμως αργότερα, όταν πληροφορηθήκαμε το άσχημο νέο.

Σήμερα τον θυμούμαστε με πολύ αγάπη όλοι μας. Αιωνία η μνήμη σου καλυβοδάσκαλε !

Θωμάς Σπανός



Tα σκίτσα είναι του Θωμά Σπανού

Το πορτραίτο του Θωμά Σπανού στη διεύθυνση :

http://sarakatsanoi.blogspot.gr/2012/03/blog-post.html