portraita


το Καραβάνι


του Δημήτρη Κυριάκου
Μετά από μια πρόσφατη επίσκεψη μου στα βουνά της Ξάνθης, μου ήρθαν θύμισες από τις αφηγήσεις των γερόντων για την νομαδική ζωή, που τέτοιο καιρό κινούσαν για τα ξεκαλοκαιριά. Παίρνοντας τον δρόμο για τα βουνά έρχονταν στο νου μου εικόνες από τα καραβάνια των Σαρακατσάνων που διέσχιζαν σχεδόν την ίδια διαδρομή για να φτάσουν στα ορεινά λιβάδια όπου θα περνούσαν το καλοκαίρι.

           Σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Σαρακατσάνων αποτελούσε το καραβάνι. Σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε εγγύτερες χώρες των Βαλκανίων, όπως τη Βουλγαρία και τα Σκόπια αλλά και κάποιες περιοχές της σημερινής Τουρκίας μέχρι το 1922, οι Σαρακατσάνοι όντας νομάδες, κάθε άνοιξη και φθινόπωρο μετακινούνταν από τα βουνά στους κάμπους και αντίστροφα λόγω των καιρικών συνθηκών της εκάστοτε εποχής. Από τα τέλη Απριλίου, συνήθως μετά την γιορτή του Άη Γιώργη, αφού είχαν πουλήσει τα αρνιά, έπαιρναν τη στράτα για τα βουνά μαζί με τις φαμίλιες και τα κοπάδια τους, καθώς τους θερινούς μήνες οι θερμοκρασίες που συναντούσαν στα ορεινά ήταν πιο δροσερές απ’ ό,τι στους κάμπους και επίσης δεν υπήρχαν και οι θερινές αρρώστιες που μάστιζαν τους ντόπιους πληθυσμούς των κάμπων. Όταν λοιπόν περνούσε το καλοκαίρι και πλησίαζε ο Άη Δημήτρης (Οκτώβριος), αφού έφταναν  οι πρώτες μπόρες και τα πρώτα κρύα στα βουνά, έπαιρναν πάλι τον δρόμο για τα πεδινά, στα οποία ο χειμώνας  ήταν ήπιος, χωρίς έντονες χιονοπτώσεις και παγωνιά και έτσι θα είχαν βοσκές για τα κοπάδια τους μέχρι την άνοιξη που θα ξανακινούσαν για τα βουνά.


          Το καραβάνι απαρτιζόταν από τις οικογένειες του εκάστοτε τσελιγκάτου, οι οποίες είχαν φορτωμένο το συγκέριο τους (νοικοκυριό) πάνω σε άλογα, που ήταν δεμένα το ένα πίσω από το άλλο με πολύχρωμες πλεκτές τριχιές. Η κάθε οικογένεια χωριστά έβαζε τα άλογα της στη σειρά με πρώτο συνήθως κόκκινο άλογο και πάντα αρσενικό. Ακολουθούσαν τα υπόλοιπα αρσενικά άλογα της οικογένειας είτε βαρβάτα είτε ευνουχισμένα και πιο πίσω τα θηλυκά, τα οποία είχαν πουλάρια και θα εμπόδιζαν το καραβάνι ιδίως αν ήταν πολύ μικρά. Τα πρώτα άλογα κουβαλούσαν τις βελέντζες και τα στρωσίδια, ενώ προς τα πίσω έμπαιναν τα αγγειά, δηλαδή τα καζάνια, τα ταψιά, τα κακάβια και άλλα σκεύη, σακιασμένα μέσα σε αχραδωτά χαράρια δεμένα πάνω στο σαμάρι από δεξιά και αριστερά. Σε περίπτωση που κάποιο άλογο ήταν ζωηρό και υπήρχε πιθανότητα να ρίξει το φορτιό, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει όλο το καραβάνι μέχρι να ξαναφορτωθεί, προνοούσαν και έδεναν τα σακιά με επιπλέον τριχιές ανάμεσα από τα μπροστινά του πόδια, τις οποίες έλεγαν μασκαλίτσες. Ακόμη, πάνω στα σακιά έριχναν βελέντζες πολύχρωμες με υφασμένα γεωμετρικά σχήματα, για να κοσμούν τα άλογα και να μην φαίνονται τα σαμάρια και τα χαράρια. Το τελευταίο φορτωμένο άλογο της κάθε οικογένειας ήταν θηλυκό και είχε στο λαιμό του ένα τσοκάνι, κουδούνι δηλαδή, για να χτυπάει και να μαζεύει τα πλαρκά και τα αρκάτα, καθώς επίσης κουβαλούσε την τέντα με τις φούρκες, σκεπασμένες με το γομαρότσολο και πάνω του τοποθετούνταν οι κότες της οικογένειας δεμένες από τα πόδια.


Το καραβάνι για τους Σαρακατσάνους ήταν η εικόνα που ήθελαν να δείχνουν στον κόσμο, ήταν όλοι καλοντυμένοι και στολισμένοι. Εκεί συναντούσαν συγγενείς, γνωστούς και  φιλους διοτι περνούσαν και μέσα από πόλεις  και χωριά. Εκεί πολλές φορές γινόταν και κάποια νυφοδιαλέγματα σε κορίτσια τα οποια παρατηρούσαν οι γέροντες και έκριναν αν ήταν κατάλληλες για τα παιδιά και τα ανίψια τους. 

          Η πρώτη Φαμίλια που ξεκινούσε το καραβάνι ήταν αυτή του τσέλιγκα με την νεότερη νύφη ή την μεγαλύτερη κόρη να τραβάει το πρώτο άλογο της οικογένειας. Οι τσελιγκάδες πολλές φορές πήγαιναν έφιπποι με τα περήφανα μπινέκια τους, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της πήγαιναν από το πλάι, από μεριά όπως έλεγαν οι Σαρακατσάνοι. Πίσω από την φαμίλια του τσέλιγκα ακολουθούσαν και οι υπόλοιπες οικογένειες του τσελιγκάτου ,δηλαδή οι σμήχτες, με τις νεότερες νύφες ή κόρες να τραβάνε το πρώτο άλογο της εκάστοτε οικογένειας. Τα μικρά παιδιά, μαζί με τους γέροντες πήγαιναν καρακόλι ή σια μπροστά, δηλαδή ξεκινούσαν δυο με τρείς ώρες πρίν ξεκινήσει το τσελιγκάτο και πήγαιναν πάντα από μονοπάτια αποφεύγοντας τους δρόμους. Αυτό γινόταν για την ευκολότερη μετακίνηση τους μιας και ήταν αδύνατο οι γέροντες και τα μικρά παιδιά να κινούνται με το γοργό βάδισμα των φορτωμένων αλόγων που ακολουθούσαν οι νεότεροι στο καραβάνι αλλά και για την ασφάλεια των μικρών παιδιώ, κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που κινδύνευαν από το παιδομάζωμα αλλά και μεταγενέστερα από τους κομιτατζήδες. Στο καρακόλι λοιπον πήγαιναν πιο αργά από ότι στο καραβάνι και συνήθως έφταναν στο σημείο οπου θα κόνευαν πρώτοι. Σε περίπτωση που έφτανε το καραβάνι και δεν ειχαν φτάσει ακόμα οι γεροντες με τα παιδιά, τότε ένας άντρας έπαιρνε μερικά άλογα και πήγαινε προς το δρόμο από όπου θα ερχόταν το καρακόλι και τους έπαιρνε .


          Το καραβάνι ξεκινούσε κυρίως Δευτέρα, Τετάρτη ή Πέμπτη, δεν κινούσαν ποτέ Τρίτη, Παρασκευή και όποια μέρα τύχαινε να είναι Αη Μαύρα. Το ίδιο γινόταν και όταν έφταναν στο τσελιγκάτο, αν έφταναν δηλαδή Τρίτη, Παρασκεύη ή Αη Μαύρα, κόνευαν κοντά στο τσελιγκάτο και την επόμενη μέρα έμπαιναν όπως έλεγαν. Στον τελικό τους προορισμό έκαναν να φτάσουν από τρεις έως είκοσι μέρες, ανάλογα με την απόσταση και με τον καιρό που θα συναντούσαν στο δρόμο. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που κάποια τσελιγκάτα έκαναν να φτάσουν πάνω από μήνα είτε λόγω της μακρινής απόστασης που είχαν να διανύσουν, είτε λόγω κακοκαιρίας που δεν τους επέτρεπε να προχωρήσουν. Κάθε μέρα ξεκινούσαν μόλις χάραζε και σταματούσαν σε προκαθορισμένα σημεία (κόνευαν) λίγο μετά το μεσημέρι. Εκεί,  ξεφόρτωναν τα άλογα και τοποθετούσαν τα σακιά ή χαράρια το ένα πάνω στο άλλο, μέσα στα οποία είχαν τα ρούχα, τα σκεπάσματα και όλο το νοικοκυριό τους, και τα σκέπαζαν με τις ίδιες βελέντζες. Οι γυναίκες μαγείρευαν σε φωτιά που είχαν ανάψει στα γιατάκια όπως συνήθιζαν να λένε και έπεφταν να κοιμηθούν έως το επόμενο πρωί, όταν θα ξεκινούσαν πάλι τη στράτα για το επόμενο κόνεμα ή κονάκι. Αν η απόσταση ήταν μεγάλη και υπερέβαινε τις 6-7 μέρες, έπρεπε να κονέψουν σ΄ ένα σημείο για μία μέρα ολόκληρη, δηλαδή δύο βράδια, για να μπορέσουν οι γυναίκες να ζυμώσουν και να ψήσουν στο γάστρο ψωμιά (λόγω της έλειψης φούρνου) τόσο για την οικογένεια, όσο και για τους τσομπάνηδες.

           Αν βέβαια ο καιρός φαινόταν βροχερός ή είχε κρύο, έστηναν τις τσατούρες ή τέντες. Οι τσατούρες ήταν τραγομαλλίσια υφάσματα μεγάλου μεγέθους, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή πρόχειρων καταλειμμάτων για να προφυλαχτούν από την βροχή και το κρύο. Η κατασκευή τους ήταν απλή και γινόταν χρησιμοποιώντας δύο φούρκες και τον καβαλάρη. Αρχικά τοποθετούνταν όρθιες οι φούρκες, στερεωμένες στο χώμα σε μια ευθεία, με απόσταση η μία από την άλλη περίπου τρία με τέσσερα μέτρα, ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας. Στο πάνω μέρος τους υπήρχαν διχάλες όπου έμπαινε το τρίτο ξύλο, ο καβαλάρης. Έπειτα έριχναν την τσατούρα σαν κάλυμμα πάνω στην ξύλινη κατασκευή και την στερέωναν δεξιά και αριστερά με μικρούς πασσάλους στο έδαφος, όπως και στο πίσω μέρος. Το μπροστινό μέρος ήταν συνήθως ανοιχτό, αλλά σε περίπτωση καταιγίδας έκλεινε με μια προέκταση υφάσματος ίδιο με αυτό της τσατούρας. Το ξύλο που σταθεροποιούσε το κάλυμμα στο μπροστινό μέρος για να μην ανοίξει από τον αέρα, λεγόταν μπερντόφουρκα, ενώ όλα μαζί τα ξύλα της τσατούρας τα έλεγαν τιμπλιά.


         Όσον αφορά τα κοπάδια των Σαρακατσάνων, δεν ακολουθούσαν το καραβάνι του τσελιγκάτου. Ξεκινούσαν μία με δύο ημέρες πριν και συνήθως ακολουθούσαν διαφορετική διαδρομή. Μετακινούνταν με πιο αργούς ρυθμούς, καθώς τα πρόβατα κουράζονταν στις μεγάλες αποστάσεις. Κινούνταν κυρίως τις νυχτερινές ώρες και από μονοπάτια απομακρυσμένα από τους κεντρικούς δρόμους. Τα κοπάδια ήταν χωρισμένα σε στέρφα και γαλάρια, αλλά για ευκολότερη μετακίνηση κοιτούσαν να μην υπερβαίνουν τα χίλια ανά κοπάδι και έτσι τα χώριζαν σε περισσότερα κοπάδια αποτελούμενα από λιγότερα πρόβατα. Σε κάθε ένα κοπάδι υπήρχαν δυο τσομπάνηδες, ο γκαβράρος που ήταν ο έμπειρος και το «τσιουράκι» το τσιράκι δηλαδή, ο μαθητευόμενος και επιπλέον είχαν μαζί τους ένα γαϊδουρι, το οποίο κουβαλούσε τις κάπες και τα τρόφιμα τους. Οι τσομπάνηδες από τα στερφοκόπαδα  έπαιρναν μαζί τους ψωμί για 5-6 ημέρες και  μόνο όταν τελείωναν τα τρόφιμα  προσέγγιζαν το καραβάνι και περνούσαν την νύχτα κοντά στο σημείο που κόνευαν. Τα κοπάδια με τα γαλάρια βρίσκονταν σε μικρότερη απόσταση από το καραβάνι για να μπορούν να τα αρμέγουν και να πηγαίνουν το γάλα στις οικογένειες να το κάνουν τυρί. Το γάλα μοιραζόταν στις οικογένειες αναλογικά με τον αριθμό των προβάτων τους. Οι γυναίκες έπηζαν το γάλα και όταν κινούσαν το έβαζαν σε τσαντίλες και το κρεμούσαν στα σαμάρια από τα τελευταία άλογα για να στραγγίξει, έπειτα το έκοβαν και το αλάτιζαν.  Με αυτόν τον τρόπο οι Σαρακατσάνοι κατάφερναν να αξιοποιήσουν το γάλα ενώ όδευαν προς τον προορισμό τους.

      Όταν έφταναν στο σημείο όπου θα έστηναν το τσελιγκάτο τους, οι γυναίκες ασχολούνταν με την κατασκευή των καλυβιών ενώ οι άνδρες με τους κεχαγιάδες και με τον τσέλιγκα μαζεύονταν για να ορίσουν τσομπάνηδες στα κοπάδια και ξεκινούσε σιγά-σιγά  η διαδικασία του κούρου, μαζί με το στήσιμο του μπατζιού ή μπατζιαριού για να τυροκομήσουν το γαλα κάνοντας τυριά, κασέρια ή κασκαβάλια που θα έφευγαν στο εμπόριο.

     Κάπως έτσι εκτυλίσσονταν η ζωή των Σαρακατσάνων κατά την περίοδο των μετακινήσεων τους στα βουνά αλλά και στους κάμπους.