portraita




Πενήντα χρόνια μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση της μελέτης της Αγγελικής Χατζημιχάλη για τους Σαρακατσάνους για να καταστεί δυνατή η επανέκδοσή της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο αυτό ήταν το σημαντικότερο της Ελληνίδας λαογράφου, έργο για το οποίο μόχθησε επί χρόνια, έδωσε όλο της το είναι, και δυστυχώς δεν κατόρθωσε να το δει ολοκληρωμένο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Αγγελικής Χατζημιχάλη, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή που ορίστηκε για την έκδοση του πεντάτομου αυτού έργου, προχωράει όχι μόνο στην επανέκδοση του πρώτου τόμου που κυκλοφόρησε το 1957, αλλά και στη δημοσίευση του ανέκδοτου υλικού, συμπληρώνοντας τη συνολική έκδοση με πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Οι Σαρακατσάνοι αποτέλεσαν μέρος της ζωής της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Αγάπησε τόσο πολύ τον νομαδικό αυτό πληθυσμό, ζώντας μεγάλες περιόδους της ζωής της μαζί του, και τον πρόβαλε τόσο δυναμικά, αποδεικνύοντας τις αρχέγονες ελληνικές του ρίζες, ώστε όλοι οι Σαρακατσάνοι, σήμερα που τόσο πολλοί την έχουν ξεχάσει, τη θεωρούν ακόμα μητέρα τους. Δεν υπήρχε στάνη που να μη γνώριζε την Αγγελική Χατζημιχάλη. Χαρακτηριστικό δείγμα της αγάπης τους είναι η προσωπική ανάμνηση σημαίνοντος Σαρακατσάνου, που συνηθίζει να την επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία: στη στάνη που μεγάλωσε, η φωτογραφία της Αγγελικής Χατζημιχάλη βρισκόταν στο εικονοστάσι, χειρονομία που μόνο στην Ινδία, με παράδοση στη θεοποίηση θνητών, μπορεί να βρει την αντιστοιχία της. Και για να κατανοήσουμε αυτή την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα αντιμετώπιση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, όταν οι Σαρακατσάνοι κατέβαιναν κάθε χειμώνα στα πεδινά, οι γηγενείς πληθυσμοί της επικράτειάς μας τους αντιμετώπιζαν με αισθήματα ξενοφοβίας, ρίχνοντας τους πέτρες. Η Αγγελική Χατζημιχάλη κατάφερε να ανατρέψει αυτή τη νοοτροπία. [...]

(από τον πρόλογο του βιβλίου)

--------------------------------------------------------------

Νίκος Κατσαρός πρ. Αντιπρόεδρος Βουλής

[...]Οι Σαρακατσάνοι της Αγγελικής Χατζημιχάλη είναι και έργο εθνικής προσφοράς. Σε μια εποχή που μεσουρανούσαν ανόητες θεωρίες διαστροφής της αλήθειας ως προς την αρχαιοελληνική καταγωγή των Νεοελλήνων, ή εθνικιστικές πολιτικές, που αμφισβητούσαν την ελληνική καταγωγή των Σαρακατσάνων και τους ονόμαζαν μειονότητά τους, η γραφίδα της Αγγελικής και η στεντόρεια φωνή των Σαρακατσάνων της διέλυσαν κατασκευές, αποκάλυψαν σκοπιμότητες, επέβαλαν αλήθεια.[...]

--------------------------------------------------------------

ΧΑΡΑ ΚΙΟΣΣΕ
Το ΒΗΜΑ, 06/01/2008

Την ημέρα που πέθανε η Αγγελική Χατζημιχάλη «οι τσελιγγάδες έβγαλαν τα κυπροκούδουνα από τα γιδοπρόβατα, κατά την πανάρχαια συνήθεια όταν πεθαίνει πρωτοτσέλιγγας, και ξαρμάτωσαν τα γκεσέμια τους, οι λαϊκοί βιοτέχνες σταμάτησαν τα τσιακ-τσιακ στα εργαστήριά τους και οι Σαρακατσάνες εσφράγισαν τα αργαλειά τους στη μνήμη της» σημειώνει η Λ. Παπαγαλάνη-Καλαφάτη σε ένα αφιέρωμα στο περιοδικό «Αντί» τον Αύγουστο του 1993. Η Αγγελική Χατζημιχάλη είχε πεθάνει τον Μάρτιο του 1965. Είναι όμως κρίμα και ίσως και αμαρτία να ξεκινάει με θάνατο ένα σημείωμα για εκείνη που ήταν γεμάτη ζωή.


Απόλυτη εμπιστοσύνη

Πραγματικά, όπως λένε όσοι τη γνώρισαν τότε και όπως δείχνουν τα πορτρέτα και οι φωτογραφίες της, η Αγγελική Χατζημιχάλη ήταν μια πανέμορφη νέα γυναίκα που η ζωή της ήταν μία περιπέτεια κι ένα αληθινό μυθιστόρημα από την αρχή ως το τέλος. Τώρα, σαράντα τόσα χρόνια από τον θάνατό της, ξετυλίγεται το νήμα αυτής της ζωής με την ευκαιρία της επανέκδοσης του πρώτου τόμου του έργου της Σαρακατσάνοι που είχε από χρόνια εξαντληθεί. Ο πρώτος τόμος των Σαρακατσάνων είναι ο μόνος που εκδόθηκε από τους πέντε που έχει γράψει. Κυκλοφόρησε το 1957, κάπου τριάντα αν όχι περισσότερα χρόνια από τη δεκαετία του 20, όταν νέα κοπέλα πήρε τα βουνά αναζητώντας έναν νομαδικό λαό που είχε κρατήσει τις αρχέγονες παραδόσεις του. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκε να γίνει αποδεκτή αυτή, μια νεαρή αστή που ανέβαινε ολομόναχη στα βουνά. Οταν τελικά οι βουνίσιοι την μάθανε, την εμπιστεύτηκαν ανεπιφύλαχτα, την δεχτήκανε να ζήσει στα καλύβια τους, της είπαν τα τραγούδια και τα μοιρολόγια τους, της μίλησαν για τη ζωή τους, της έμαθαν να υφαίνει στους αργαλειούς τους και της έδειξαν τα κεντήματά τους. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εκείνη την εποχή οι Σαρακατσάνοι θεωρούνταν ξενόφερτη μειονότητα και όταν κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα πεδινά για να ξεχειμωνιάσουν, οι τοπικοί πληθυσμοί τους αντιμετώπιζαν με δυσπιστία και συχνά φόβο. Χάρη στα στοιχεία που έφερε στο φως η Αγγελική Χατζημιχάλη και που με πάθος επέβαλε, τελικά αναγνωρίστηκε η ελληνικότητα αυτού του νομαδικού πληθυσμού.

Η επανέκδοση του πρώτου τόμου των Σαρακατσάνων έγινε από το Ιδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη με την ανεκτίμητη στήριξη του Μουσείου Μπενάκη και προσωπικά του διευθυντή του Αγγελου Δεληβορριά και της Ειρήνης Γερουλάνου (αναπληρώτρια διευθύντρια) χωρίς αλλαγές ή πρόσθετους σχολιασμούς στα κείμενά της. Προστέθηκε μόνο φωτογραφικό υλικό από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου, ιδιωτικές συλλογές και άλλα αρχεία. Τη γενική επιμέλεια του τόμου είχε η μαθήτριά της Τατιάνα Γιανναρά. Το βιβλίο είναι μόνο η αρχή της προσπάθειας του Ιδρύματος για την έκδοση και των υπόλοιπων τόμων.


Γεμάτη δράση

Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της η Αγγελική Χατζημιχάλη έγραψε ένα σύντομο σημείωμα για τη ζωή της. Διαβάζοντάς το σήμερα μπορεί κανείς να δει μέσα από τις γραμμές την αστική της καταγωγή, την αυστηρή πειθαρχία και τη βικτωριανή ανατροφή που της δόθηκε, αλλά μαζί και μια πνευματική πρωτοπορία που δύσκολα εξηγείται για εκείνη την εποχή και ωστόσο υπήρχε στο πατρικό της σπίτι του Αλέξιου Κολυβά. Ο Αλέξιος Κολυβάς καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Στην Αθήνα υπήρξε εκδότης της «Πρωίας» και Βασιλικός Επίτροπος και ήταν γνωστή η συλλογή του βυζαντινών εικόνων που μέρος της τώρα εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο ως συλλογή Λοβέρδου. Η Σοφία Μπουρνιά, η μητέρα της, ήταν Σκυριανή και σε αυτήν οφείλεται η αγάπη της Αγγελικής για τη Σκύρο. Από τον πρώτο, αταίριαστο γάμο της Αγγελικής με τον μηχανικό Γλητσό, που δεν κράτησε πολύ, γεννήθηκε η κόρη της Ερση. Πολύ σύντομα ξαναπαντρεύτηκε τον Πλάτωνα Χατζημιχάλη, ο οποίος είχε αντιπροσωπείες και διατηρούσε εμπορικούς δεσμούς με τη Γερμανία. Από τον δεύτερο άντρα της απέκτησε έναν γιο, τον αρχιτέκτονα Νίκο Χατζημιχάλη. Τότε κτίστηκε και το σπίτι της οδού Υπερείδου, έργο του Αριστοτέλη Ζάχου, με τον οποίο συνδέθηκε με μεγάλη φιλία.


Χρόνια γραψίματος

Μαζί του και με τον Παπαλουκά και τον Κόντογλου και άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής ξεκίνησε την αναζήτηση της αυθεντικότητας της ελληνικής τέχνης στα μεταβυζαντινά χρόνια και στον λαϊκό πολιτισμό. Αυτά συνέβαιναν τη δεκαετία του 30, όταν η Αγγελική περνούσε τον περισσότερο καιρό της στα βουνά της Ηπείρου. Παράλληλα όμως στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις ίδρυσε και προικοδότησε το «Ελληνικό Σπίτι» όπου κορίτσια από την επαρχία μάθαιναν να κεντούν, να υφαίνουν, να φιλοτεχνούν το μέταλλο και να σκαλίζουν το ξύλο. Αργότερα, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, η Αγγελική ήταν ήδη μαρκαρισμένη από το καθεστώς Μεταξά και είχε ήδη φυλακιστεί κάπου έναν μήνα, ενώ τα δύο αγόρια της οικογένειας, ο γιος της Νίκος και ο άντρας τής κόρης της Αγγελος Σεφεριάδης, πέρασαν αμέσως στην αντίσταση και σύντομα... στις φυλακές Αβέρωφ. Για εκείνην όμως ήταν χρόνια γραψίματος.

Στα κονάκια

Οι Σαρακατσάνοι είναι ένα απίθανο βιβλίο. Είναι απίστευτο πού βρήκε και συγκέντρωσε τόσες πληροφορίες ή από πού έμαθε πού ξεχειμάδιαζε και πού ξεκαλοκαίριαζε το κάθε τσελιγκάτο, πώς ήταν το όνομα αλλά και το παράνομα της κάθε φαμίλιας. Πώς τέλος πάντων στις αρχές του 20ού αιώνα χωρίς Στατιστική Υπηρεσία κατόρθωσε να συγκεντρώσει στοιχεία για το πόσα γιδοπρόβατα είχε το κάθε τσελιγκάτο στον Κίσαβο, στην Οθρυ, στον Σμόλικα ή στο Μιτσικέλι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αγγελική Χατζημιχάλη ζώντας για αρκετά διαστήματα στα κονάκια των Σαρακατσάνων, τους γνώρισε σε βάθος, τους αγάπησε και τους σεβάστηκε. «Οι Σαρακατσάνοι» γράφει «απλοί και πρωτόγονοι, σπαρμένοι σ όλο τον κορμό της ελληνικής χερσονήσου, αμόλυντοι από αλλόφυλοι επιμιξίες, με οδηγό τους το ένστιχτο της αυτοσυντήρησης, διαγράφουν χιλιάδες τώρα χρόνια στον ίδιο χώρο την ιδιότυπη και ανεξάρτητη σταδιοδρομία τους».

Αρχειακό μνημείο

Χάρη στη γενική της παιδεία και στα μαθήματα ζωγραφικής η Αγγελική Χατζημιχάλη μπορούσε να εκτιμήσει την τέχνη των Σαρακατσάνων. Το γνέσιμο, ο αργαλειός και τα κεντήματα ήταν γυναικείες ασχολίες με τις οποίες ήταν εξοικειωμένη. Ετσι τα δείγματα της υφαντικής και των κεντημάτων που συγκέντρωσε και τα σχέδια που έκανε είναι ανεκτίμητα. Το ίδιο και όσα έμαθε για τις καθημερινές ασχολίες της Σαρακατσάνας. Από την άλλη μεριά και οι Σαρακατσάνες, που στην αρχή δεν εμπιστεύονταν την πρωτευουσιάνα, τη δέχθηκαν στα κονάκια τους και της μίλησαν για τις δεισιδαιμονίες αλλά και την πίστη τους, για τους βάσκανους δαίμονες και τις γιορτές του γάμου, τέλος για όλη τους τη ζωή, τόσο χωριστή από τη δική μας αλλά και τόσο γόνιμη, αν σκεφτεί κανείς πόσους χρήσιμους πολίτες μας έδωσαν. Βουλευτές, υπουργούς, προέδρους της Βουλής, επιστήμονες. Γλαφυρά γραμμένο, και με πλούσια εικονογράφηση, το βιβλίο είναι ένα αρχειακό μνημείο και ένας ύμνος στον τόπο μας.