portraita

Τα γίδια της στάνης
.
.
του Γεωργίου Τσουμάνη.
Θεωρώ πραγματικά σημαντικό, ότι αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς μια ιδιαίτερη αναφορά στο «ξεχωριστό» κοπάδι που αποτελούσαν τα γίδια στις στάνες των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου. Αυτό για τους ιδιαίτερους λόγους που θα αναφερθούν στη συνέχεια.

Στους Σαρακατσαναίους της Ηπείρου όταν μιλάμε για κοπάδια, εννοούμε σχεδόν αποκλειστικά αυτά των προβάτων. Τα γίδια δεν έχουν ιδιαίτερη προτίμηση ως βασικό είδος συγκρότησης του κοπαδιού. Ωστόσο, δε λείπουν από καμία στάνη και πολύ περισσότερο από καμία οικογένεια. Εκτρέφονται και αυτά αλλά σε πολύ μικρότερο αριθμό συγκριτικά με αυτόν των προβάτων. Μια οργανωμένη στάνη θα έχει οπωσδήποτε και το δικό της γιδοκόπαδο. Σε καμία περίπτωση δε μπορούμε να μιλήσουμε για αναλογία προβάτων και γιδιών. Αυτό εξαρτιόνταν από πολλούς και ποικίλους παράγοντες. Όπως ο αριθμός των οικογενειών που συγκροτούσαν τη στάνη και ο αριθμός των ατόμων τους, ο τόπος που ξεχειμώνιαζαν και ξεκαλοκαίριαζαν. Θα έπρεπε να υπάρχει και ο σχετικός βοσκότοπος για τα γίδια, ο λεγόμενος γιδότοπος, όπου απαιτούσε άφθονο δάσος με αειθαλή φυτά το χειμώνα. Για την άνοιξη και το καλοκαίρι οι ανάγκες τροφής των ζώων ελαχιστοποιούνταν.



Για να γίνω όμως περισσότερο σαφής θα πρέπει να τονίσω, ότι η δυσαναλογία προβάτων γιδιών που αναφέρω, ισχύει για τους Σαρακατσαναίους της Ηπείρου. Ενδεχομένως σε άλλα μέρη, όπου οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, πολλοί Σαρακατσαναίοι να εξέτρεφαν κοπάδια γιδιών σε αποκλειστικότητα ή σε μεγαλύτερο αριθμό από αυτά των προβάτων. Τίποτα δεν είναι ίδιο και γενικευμένο για όλους ανεξαιρέτως τους Σαρακατσαναίους. Ο τόπος διαβίωσης καθώς και άλλοι επιμέρους παράγοντες προϋπόθεταν και ανάλογη εκτροφή ζώων.

Τα γίδια λοιπόν στους Σαρακατσαναίους της Ηπείρου είναι κατά κανόνα συνδυασμένα με την καθημερινή διατροφή των ανθρώπων της στάνης. Η φροντίδα τους ανήκε στο μεγαλύτερο μέρος στην αποκλειστικότητα των γυναικών, πλην αυτού της βόσκησης. Το άρμεγμα, η διαχείριση του γάλακτος, του μαλλιού, η κατασκευή των μαντριών, του τσάρκου(κλειστός χώρος μέσα στο γιδομάντρι, όπου έβαζαν τα κατσίκια, όταν έβγαινα τα μεγάλα ζώα στη βοσκή) , το κούρεμα, είναι έγνοιες των γυναικών. Το γάλα από τα γίδια, το γιδόγαλο, αποτελεί την καθημερινή διατροφή όλων. Των μικρών παιδιών κατά προτεραιότητα, αλλά και όλων των υπόλοιπων μελών της οικογένειας. Αυτό θα δώσει την πρώτη ύλη για το τυρί, το βούτυρο, το γιαούρτι, το ξινόγαλο, τον τραχανά, τη γαλοκούρκουτα (το κουρκούτι με το γάλα), τις πίτες. Αν περισσέψει, τότε και μόνο τότε θα πουληθεί στο εμπόριο. Απεναντίας το γάλα των προβάτων δεν είναι βασικό προϊόν διατροφής. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ελλείψει αυτού των γιδιών. Το πρόβειο γάλα «φεύγει» στο εμπόριο. Είναι η βασικότερη πηγή εισοδήματος. Η τιμή του είναι αισθητά υψηλότερη από αυτή του αντίστοιχου γίδινου. Εξάλλου για όλους τους κτηνοτρόφους το γάλα αποτελεί την πρώτη και σπουδαιότερη εισοδηματική πηγή.

Είναι έτσι ευκολονόητο ότι συμφέρον για την οικογένεια, για τις καθημερινές της ανάγκες, αποτελεί η κατανάλωση του γίδινου γάλακτος. Είναι πολύ γνωστή μεταξύ των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου, τουλάχιστον στο δικό μου περιβάλλον, η φράση «Τα γίδια έθρεψαν τις στάνες». Γεγονός που είναι αδιαμφισβήτητο. Κάθε στάνη είχε το δικό κοπάδι και το δικό της γιδοβοσκό. Μάλιστα δε υπάρχουν και δύο κοπάδια. Ένα γαλαροκόπαδο που απαρτίζουν τα ζώα εκείνα που γέννησαν και αρμέγονται και ένα στερφοκόπαδο. Αυτό αποτελείται από τα μεγάλα αρσενικά τα τραγιά, τα βετούλια που ονομάζονται τα μικρά αρσενικά και θηλυκά (κατσικάδες) που δεν έχουν ενηλικιωθεί ακόμα και τα στερφόγιδα αυτά που για κάποιο λόγο δε γέννησαν την προηγούμενη χρονιά. Κάθε οικογένεια στο κοινό κοπάδι έχει τα δικά της γίδια. Τόσα, όσα μπορεί να  συντηρεί και που οι ανάγκες των μελών της απαιτούν.



Όμως και ο γιδάρης δεν  πρέπει να είναι οιοσδήποτε. Απαιτείται να είναι νέος και τολμηρός. Οι αποστάσεις που διανύει καθημερινά για την εξεύρεση τροφής του κοπαδιού είναι μεγάλες. Και τούτο γιατί τα γίδια είναι επιλεκτικά, έχουν την τάση να «κυνηγούν» την τροφή τους, να τη διαλέγουν και να κινούνται συνέχεια. Να αντέχει στο περπάτημα, να πατάει στις σάρες  (απότομο  κατηφορικό και πολύ ασταθές μέρος χωρίς καθόλου βλάστηση.  Αποτελείται από πολλά χαλίκια  τα οποία κυλάνε στην προσπάθεια του ανθρώπου να περπατήσει σε τέτοιο μέρος παρασέρνοντάς τον προς τα κάτω) και στα κρεπετούρια (κρεπετούρια λένε οι Σαρακατσαναίοι τα ανώμαλα εδάφη, τα πετρώδη. Αυτά που είναι πολύ δύσκολα στο διάβα τους), να καθηλώνει το κοπάδι με τη βροντερή φωνή του και το σφύριγμά του. Να «φυλάει» τις κακοτοπιές, τις ζημιές που μπορεί να προκαλέσει το κοπάδι στα οπορωφόρα δέντρα, στους σπαρμένους αγρούς και στα απαγορευμένα μέρη. Τα γίδια αποτελούν το μεγαλύτερο εχθρό των δέντρων. Να αφουγκράζεται τα γαυγίσματα των σκύλων. Να τα ενθαρρύνει με τα χαρακτηριστικά για την κάθε περίσταση επιφωνήματα, όταν οσμίζονται τα άγρια θηρία τα ζουλάπια, λύκους, αρκούδες, τσακάλια. Να έχει τα μάτια του «τετρακόσια» στους αετούς που κατεβαίνουν σαν αστραπή και αρπάζουν τα μικρά ζώα. Ο τσομπάνος των γιδιών πρέπει να είναι σε συνεχή επιφυλακή.

Με την επιστροφή του κοπαδιού από τη βοσκή, οι γυναίκες της στάνης αναλαμβάνουν και τη φροντίδα των ζώων. Η κάθε νοικοκυρά αρμέγει τα δικά της ζώα, μεριμνά για το γάλα. Κρατάει όσο χρειάζεται για το ημερήσιο φαγητό όλων των μελών της  και όσο περισσεύει το εκμεταλλεύεται για άλλες τροφές με βάση το γάλα. Το νοικοκυριό, το γιδόγαλο έχει ως πρώτη ύλη για τα φαγητά. Γιδόγαλο θα φάει η οικογένεια για πρωινό. Βρασμένο καλά με αλάτι και τριμμένο με ξερό ψωμί για να  «κρατήσει» την πείνα ώρες πολλές. Το γάλα είναι δυνατή τροφή.  Κάποια ποσότητα θα μοιραστεί σε όποιους τυχαίνει έστω και περιστασιακά να μην έχουν στη στάνη. Γάλα θα βάλει στο δερμάτινο ασκί «το τομάρι», να πάρει μαζί του ο τσομπάνος που θα λείπει όλη την ημέρα με τα ζώα στη βοσκή. Αλλά και όταν τύχαινε κάποιος τσομπάνος, κατά κανόνα αυτός με το στερφοκόπαδο (στερφάρης), να βρίσκεται μακριά από τα κονάκια γιατί οι  ανάγκες το απαιτούσαν, πάλι με  γιδόγαλο τρέφονταν. Έπαιρνε μαζί του δύο γίδες γαλάρες. Το γάλα τους αποτελούσε τη βασική του τροφή. Η επικοινωνία του με τους ανθρώπους της στάνης για εφοδιασμό κυρίως ψωμιού και τυριού ή άλλων τροφίμων δεν ήταν τακτική και εύκολη. Οι ανάγκες του κοπαδιού δεν του έδιναν τέτοιες ευκαιρίες.



Σημαντική ήταν και η χρονική στιγμή όπου γίνονταν η εκμετάλλευση του γίδινου γάλακτος. Τα γίδια γεννούσα σχεδόν σε όλες τις στάνες την ίδια εποχή. Αυτό επιτυγχάνονταν ύστερα από επιλογή των κτηνοτρόφων. Φρόντιζαν να αφήνουν τα αρσενικά ζώα, τα τραγιά, να ζευγαρώνουν με τα θηλυκά την ίδια εποχή. Λογάριαζαν τα θηλυκά να γεννήσουν κοντά με το τέλος του Χειμώνα. Αυτό εξυπηρετούσε στο γεγονός ότι είχαν γάλα όλο το καλοκαίρι, διάστημα όπου τα πρόβατα στέρευαν γιατί γεννούσαν γρηγορότερα. Με αυτόν τον τρόπο δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κενό, σε όλη τη διάρκεια του έτους, που να λείπει το γάλα από τη στάνη. Στο χρόνο που τα γίδια στέρευαν, γιατί έφτανε ο καιρός να γεννήσουν, υπήρχε γάλα από τα πρόβατα και αντίστροφα. Εξάλλου πάντα θα υπάρχουν και τα όψιμα γίδια. Αυτά που θα γεννήσουν αργότερα, την Άνοιξη. Έτσι σχεδόν όλο το χρόνο υπήρχε επάρκεια και δεν έλειπε το γάλα από τα γίδια. Σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις στις στάνες χρησιμοποιούσαν ποσότητες γάλακτος για καθημερινή χρήση από τα πρόβατα. Πάντα τα γίδια έσωζαν την κατάσταση. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν γενικεύω. Μιλάω από αυτά που γνωρίζω από το δικό μου οικογενειακό, συγγενικό και γνωστό περιβάλλον. Αυτό κατά την εκτίμησή μου ήταν ο κανόνας, όπως προκύπτει  από την εμπειρία μου, αλλά και  από συζητήσεις με ηλικιωμένους Σαρακατσαναίους.

Στη μνήμη μου είναι ακόμα νωπές οι στιγμές όπου το κοπάδι των γιδιών έφτανε στα κονάκια. Οι γυναίκες με τα κακάβια στα χέρια να τα περιμένουν. Το άρμεγμα λόγω του μικρού αριθμού ζώων που αντιστοιχούσε σε κάθε οικογένεια, γινόταν κατευθείαν στο μαντρί, χωρίς καν να τα βάλουν σε στρούγκα. Η κάθε νοικοκυρά γνώριζε τα δικά της ζώα. Τα μαντριά των γιδιών, τα γιδομάντρια, βρίσκονται πάντα δίπλα στα κονάκια. Αυτό για ευνόητους λόγους. Για την άμεση πρόσβαση των γυναικών σε αυτά. Απεναντίας τα κοπάδια των προβάτων μπορούσε να είναι και κάπως μακρύτερα από τα κονάκια. Δεν υφίστατο η ίδια ανάγκη. Εκεί τη μέριμνα για τη συλλογή του γάλακτος είχε ό έμπορος. Αυτός έπρεπε να έχει προσβασιμότητα στο χώρο.

Μετά και το πρωινό άρμεγμα ηχούσαν οι βούρτσες ή  τουμπολίτσες, τα μακρόστενα ξύλινα δοχεία από το «χτύπημα» με το βουρτσόξυλο, για να βγάλουν το βούτυρο και το ξινόγαλο. Να διευκρινίσω σε όσους δε γνωρίζουν ότι με το όρο «χτύπημα» του γάλακτος, εννοώ τη διαδικασία φυγοκέντρησης, τον τρόπο δηλαδή διαχωρισμού των συστατικών του. Αυτό γίνεται με την περιστροφή του γάλακτος με μεγάλη ταχύτητα μέσα στη βούρτσα, οπότε τα συστατικά διαχωρίζονται σε στρώματα. Τα πυκνότερα μένουν στη βάση και στα τοιχώματα και τα αραιά ψηλότερα. Σε αυτό βοηθά το βουρτόξυλο, που η βάση του είναι ξύλινος πλατύς κύκλος με τρύπες και σχισμές. Κατά την βύθιση του βουρτόξυλου  στο γάλα, αυτό περνάει μέσα από τις τρύπες και τις σχισμές περιστρέφεται και αποκτά ταχύτητα. Έτσι γίνεται και ο διαχωρισμός του και η παραγωγή του βουτύρου και του ξινόγαλου.


Με την σταδιακή εγκατάσταση των Σαρακατσαναίων στα χωριά, πάλι τα γίδια ακολουθούσαν τις οικογένειες. Μολονότι τα κοπάδια των προβάτων με τους τσομπαναραίους ανέβαιναν στα ψηλότερα μέρη όπου ήταν τα βοσκοτόπια, οι οικογένειες έμεναν πλέον μόνιμα στα χωριά. Θα πρέπει να σημειώσω ότι η εκμετάλλευση των γιδιών για την διατροφή της οικογένειας επικρατούσε και στο Ζαγόρι, όπου δραστηριοποιούνταν το πλήθος των Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων.  Εκεί οι οικογένειες των γηγενών κατοίκων εκτρέφουν κατά κανόνα γίδια. Ο τόπος με την ποικιλία των φυτών προσφέρεται περισσότερο για τη διατροφή τους από οτιδήποτε άλλο ζώο. Οι γυναίκες πάλι έχουν τη φροντίδα τους. Ίδιες εικόνες και από τους ντόπιους κατοίκους.

Χαρακτηριστικό ήταν και το γεγονός της συγκρότησης ενός μεγάλου κοπαδιού από τη συγκέντρωση των ζώων των οικογενειών του χωριού. Πολλές φορές γίνονταν και δύο κοπάδια. Εντυπωσιακή ήταν η στιγμή όπου τα ζώα ξεχώριζαν μόνα τους κατά την επιστροφή τους από τη βοσκή. Πήγαιναν στο δικό τους μαντρί. Εκεί που έβλεπες ένα μεγάλο κοπάδι των πεντακοσίων και παραπάνω ζώων να μπαίνει στα σοκάκια του χωριού, ξαφνικά τα ζώα ξεχώριζαν μόνα τους, έμπαιναν στη δική τους πόρτα. Οι στιγμές που έρχονταν τα γίδια στο χωριό ήταν ξεχωριστές. Υπήρχε κινητοποίηση όλων, κυρίως των γυναικών και κατά συνέπεια και των μικρών παιδιών λόγω της περιέργειας και της αγάπης τους στα ζώα. Και την αυγή με το «βγάλσιμο» των ζώων για τη βοσκή, άρχιζε η καθαριότητα από τις γυναίκες. Επιβάλλονταν να σκουπίσουν τα σοκάκια του χωριού από τις κοπριές των γιδιών. Και αυτό αποτελούσε δουλειά των γυναικών.

Το ίδιο ίσχυε και για τους  Σαρακατσαναίους που δεν είχαν εγκατασταθεί στα χωριά και έμενε κοντά στα βοσκοτόπια και στα ζώα όλη η φαμελιά.  Εικόνες αξέχαστες  και  από τις στάνες των Σαρακατσαναίων στα βουνά της  Λάϊστας Ζαγορίου που πήγαινα τακτικά. Εκεί έβγαινε το καλοκαίρι το σόι της μάνας μου. Στιγμιότυπα από άλλες εποχές βαθιά ριζωμένα στη μνήμη μου για πολλούς λόγους. Ίδιες σκηνές και στα χειμαδιά που πηγαίναμε το χειμώνα. Το γιδομάντρι πάντα κοντά στα κονάκια. Τα γίδια λοιπόν μεγάλωσαν γενιές ανθρώπων στις στάνες των Σαρακατσαναίων και όχι μόνο.



Το στερφοκόπαδο, το κοπάδι δηλαδή με τα στέρφα γίδια, το είχαν ξεχωριστά για ευνόητους λόγους. Κυριότερος ήταν να μη ζευγαρώνουν τα ζώα όποτε λάχει. Τα αρσενικά (τα τραγιά), τα «έριχναν» στο κοπάδι με τα γαλάρια, αυτά δηλαδή που αρμέγονταν, μόνο το διάστημα του ζευγαρώματος και ύστερα τα ξεχώριζαν. Η αναλογία αρσενικών και θηλυκών, ήταν ένα προς είκοσι πέντε. Δηλαδή ένας τράγος αντιστοιχούσε για είκοσι πέντε θηλυκά. Σε αριθμό το κοπάδι αυτό ήταν μικρό συγκριτικά με εκείνο που αποτελούσαν τα γαλάρια. Ακόμα δεν υπήρχε ανάγκη να βρίσκεται όπως το γαλαροκόπαδο κοντά στα κονάκια. Φρόντιζαν να το βόσκουν καλά, ώστε οι κατσικάδες τα νεαρά  θηλυκά, να γεννήσουν την επόμενη χρονιά για να είναι παραγωγικά και εκμεταλλεύσιμα. Το καλοκαίρι μάλιστα το άφηναν  ελεύθερο στα βουνά, με υποτυπώδη έλεγχο, κυρίως από το φόβο των άγριων ζώων.

Ως προς τις ράτσες των ζώων θα πρέπει να επισημάνω ότι ήταν  μικρόσωμα και ανθεκτικά στις κακουχίες, στο κρύο και  στις μετακινήσεις. Το βάρος ενός ζώου δεν ξεπερνούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων τα τριάντα πέντε κιλά. Αυτό απαιτούσαν οι περιστάσεις. Μεγάλη  ευχέρεια είχαν σε προσβασιμότητα σε απότομα μέρη και βράχια. Στα πιο απόκρημνα τόπια μπορούσαν να βοσκήσουν και να πατήσουν. Πολύ συχνό ήταν το φαινόμενο του «τσουγκανιάσματος». Της κατάβασης δηλαδή των ζώων στα βουνά σε μέρη δύσβατα, όπου πηδούσαν για να βρουν τροφή. Δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν και να ανεβούν  προς τα πάνω. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου οι βοσκοί κατέβαιναν δεμένοι με τριχιές για να ανεβάσουν τα ζώα από τα απόκρημνα μέρη όπου πηδούσαν και δεν μπορούσαν να ανέβουν και να γυρίσουν ξανά πίσω.

Από αφηγήσεις τσοπαναραίων έχουμε περιπτώσεις, λίγες είναι αλήθεια, όπου γίδια από τα στερφοκόπαδα, που έμεναν για πολύ καιρό μακριά από τη στάνη, αγρίευαν. Συνήθιζαν στη φύση μακριά από τους ανθρώπους, έφευγαν από το κοπάδι τους και δεν επέστρεφαν ξανά σε αυτό. «Ντόρκευαν» κατά την έκφραση των Σαρακατσαναίων. Γίνονταν δηλαδή άγρια. Μια τέτοια περίπτωση έχω ακούσει να αφηγούνται  Σαρακατσαναίοι της Λάιστας. Τα γίδια που αγρίεψαν δεν μπόρεσαν να τα ξαναμαζέψουν. Το φθινόπωρο που το κοπάδι έφυγε για τα χειμαδιά αυτά δεν το ακολούθησαν.



Σχετικά τώρα με τα ονόματα που είχαν στα γίδια. Αυτό εξαρτιόταν κυρίως από το χρώμα τους και σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά όπως αυτό του σχήματος των κεράτων τους. Αναφέρω τα συχνότερα. Γκόρμπα, είναι η γίδα που έχει μαύρο χρώμα. Γκέσα, όταν έχει μαύρο χρώμα με καφέ γραμμές στο μάγουλο, στην κοιλιά και στα πόδια. Κανούτα, αυτή με το γκρίζο χρώμα. Μπάλια, με μαύρο και άσπρο στο κεφάλι. Φλωροκάνουτα, με άσπρο και γκρί. Λιάρα, αυτή με άσπρο και μαύρο. Κόκκινη, με κόκκινο χρώμα.  Μπάρτζα, όταν έχει την κοιλιά και το πρόσωπο  καφεκόκκινο.  Σιούτα, αυτή που δεν έχει κέρατα. Κουτσοκέρα, όταν έχει σπασμένο κάποιο κέρατο . Πισοκέρα, όταν τα κέρατά της γυρίζουν προς τα πίσω.  Στριφτοκέρα, όταν τα κέρατά της είναι  στριφτά. Ορθοκέρα, όταν τα κέρατά της είναι όρθια με πολύ μικρή κλίση προς τα πίσω.

Για το κούρεμα θέλω να πω, ότι τα κούρευαν όρθια. Χωρίς δηλαδή να τα βάζουν κάτω με την πλάτη στο έδαφος όπως τα πρόβατα. Ένας κρατούσε το ζώο για να στέκεται όσο περισσότερο μπορούσε σταθερό και άλλος κούρευε. Το μαλλί τους αποτελούσε το βασικό υλικό κατασκευής της κάπας του τσομπάνου και άλλων μάλλινων υφασμάτων. Τα υφάσματα που έφτιαχναν με κύριο υλικό το μαλλί των γιδιών τα ονόμαζαν τραγομαλλίσια ή τράγια. Το άρμεγμα γίνονταν δύο φορές την ημέρα. Πρωί και βράδυ. Η ποσότητα του γάλακτος των γιδιών ήταν κατά κανόνα περισσότερη από αυτή των προβάτων. Ήταν όμως «ελαφρύτερο» για τον άνθρωπο, δηλαδή με λιγότερα λιπαρά. Και κάτι ακόμα. Τα γίδια κρυώνουν πολύ όταν βρέχονται. Με τις πρώτες σταλαγματιές σε ενδεχόμενη βροχή, τρέχουν για να βρουν μέρος να προστατευτούν. Τρέμουν στην κυριολεξία όταν το σώμα τους είναι βρεγμένο. Κάτι που δε συμβαίνει με τα πρόβατα που έχουν πολύ περισσότερο και πυκνότερο τρίχωμα. Για αυτό και το γιδομάντρι το κάνουν με στρέχα. Με ένα μέρος του γύρω-γύρω να είναι στεγασμένο, ώστε τα γίδια σε περίπτωση βροχής να μη βρέχονται. Κατά τις πορείες των Σαρακατσαναίων από τα βουνά στα χειμαδιά, όταν τύχαινε να βρέχει, τα γίδια έτρεχαν γρήγορα-γρήγορα να βρουν μέρος στεγανό να τρυπώσουν. Έμπαιναν δε και μέσα στις τέντες που ήταν οι άνθρωποι. Για αυτό οι κτηνοτρόφοι πάντα πρόσεχαν μην ποδοπατηθούν τα μικρά παιδιά με την ξαφνική είσοδο των γιδιών μέσα σε αυτές. Έχουν αναφερθεί περιστατικά όπου μικρά παιδιά ποδοπατήθηκαν από γίδια μέσα στις τέντες.



Ακόμα στο σημείο αυτό επισημαίνω και κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις για τα γίδια. Αρμέγονται ευκολότερα από τα πρόβατα χωρίς να τα βάλεις σε στρούγκα και κάνουν περισσότερο γάλα. Δεν αλλάζουν εύκολα το μαντρί τους όταν συνηθίσουν κάπου. Πάντα διαλέγουν για ξεκούραση και ύπνο μέρος στεγανό και καθαρό. Δεν κάθονται όπου να είναι και πολλές φορές με τα μπροστινά τους πόδια (ξαρίζουν) καθαρίζουν το μέρος για να καθίσουν. Επιλέγουν ψηλά μέρη και δεν φοβούνται να ανεβούν στα πιο απόκρημνα και επικίνδυνα. Αν τύχει και το μαντρί τους δεν καθαριστεί και είναι βρώμικο μπορεί όλη τη νύχτα να μην καθίσουν καθόλου κάτω. Δεν τρώνε ποτέ τροφή που μπορεί να είναι βρώμικη ούτε πίνουν νερό ακάθαρτο. Δεν είναι τόσο λαίμαργα όσο τα πρόβατα. Σε περίπτωση που βρουν ποσότητες ξηρών καρπών, όπως καλαμποκιού, σιταριού κ.λ.π., τρώνε τόσο όσο να χορτάσουν και σταματούν. Απεναντίας τα πρόβατα τρώνε υπερβολικά που στις περισσότερες των περιπτώσεων ψοφούν από την υπερβολική κατανάλωση. Εξοικειώνονται πολύ εύκολα με τους ανθρώπους. Δεν υπακούουν όπως τα πρόβατα στις επιλογές των ζώων που είναι επικεφαλής του κοπαδιού. Τα πρόβατα ακολουθούν πιστά αυτά που είναι μπροστά, τα γκεσέμια, έστω και αν πηδήσουν σε γκρεμό ή επιλέξουν κάτι επικίνδυνο. Αυτό δεν συμβαίνει στα γίδια. Συγκεντρώνονται ακόμα κατά οικογένειες. «Αναγνωρίζονται» μεταξύ τους τα συγγενικά ζώα του κοπαδιού, η  μάννα με την κόρη, την εγγονή. Σε κάποιες στιγμές σε ώρες ξεκούρασης τα βλέπεις να συγκεντρώνονται μεταξύ τους τα συγγενικά ζώα και να κάνουν τη δική τους συντροφιά. Τίποτα λοιπόν από όσα υποτιμητικά για τα γίδια λέγονται δεν φαίνεται να ισχύουν.
.
.
Ίσως για όλα αυτά αποδεικνύεται ότι δεν είναι τυχαίο που οι γυναίκες τα επέλεξαν να είναι πιο κοντά στην οικογένεια και είχαν τη φροντίδα τους. Γεγονός που φαίνεται να γίνεται εδώ και πολλά χρόνια. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση της Αμάλθειας τη τροφού του Δία. Κατσίκα ήταν, που τον μεγάλωσε σύμφωνα με το μύθο, τα χρόνια που αυτός ήταν κρυμμένος σε ένα σπήλαιο στην Κρήτη για να προστατευτεί από τον πατέρα του Κρόνο.



Αυτή η εμπειρία ζωής για τα γίδια της στάνης, έχει για μένα ξεχωριστή σημασία. Το γάλα τους αποτέλεσε τη κύρια διατροφή στα νεανικά μου χρόνια, που πέρασα κοντά στα ζώα και ενόσω η οικογένειά μου ασχολούνται με την μεταβατική κτηνοτροφία ή είχε εγκατασταθεί μόνιμα και διατηρούσε ζώα. Το ίδιο φαντάζομαι ισχύει και για πολλούς άλλους Σαρακατσάνους και Σαρακατσάνες της Ηπείρου.

Ακόμα τούτο το κείμενο το αφιερώνω σε όλες τις γυναίκες Σαρακατσάνες που έζησαν με την μετακινούμενη κτηνοτροφία. Η φροντίδα τους για αυτό το ξεχωριστό κοπάδι, όπως στην αρχή το χαρακτήρισα, φανερώνει και την έγνοια τους για την οικογένεια. Με το δικό τους τρόπο, με κόπο, κουράγιο, υπομονή και διακριτικότητα, μεγάλωναν τα παιδιά τους σε καιρούς χαλεπούς. Τότε που οι καιροί ήταν δύσκολοι, και η κυριαρχία των ανδρών δεν έδινε και πολλά περιθώρια σε αυτές. Πάντα όμως η γυναίκα βρίσκει διεξόδους. Δίνει λύσεις, έστω και  με παραπάνω προσπάθεια. Τούτο το κοπάδι δεν έχει καμία σχέση με το κέρδος και το εμπόριο. Το μεγάλο κέρδος είναι η οικογένεια. 

Πολύ σοφά λοιπόν πολλοί Σαρακατσαναίοι έλεγαν:
«Τα γίδια έθρεψαν τις στάνες».