portraita

..
Εκπαίδευση και Αγωγή
στους σκηνίτες Σαρακατσάνους
..

Ομιλία του κ. Νίκου Χατζόπουλου (Φιλόλογος, π. Δντής Λυκείου)
στην εκδήλωση του Συλλόγου των εν Θράκη Διαβιούντων Σαρακατσαναίων  - Κομοτηνή 28 Δεκεμβρίου 2011.





Είναι γνωστό ότι οι Σαρακατσάνοι μέχρι πριν μισό αιώνα ήταν νομάδες, σκηνίτες .Το καλοκαίρι έβγαιναν στα βουνά και το χειμώνα κατέβαιναν στα χειμαδιά. Το χειμώνα αν και εγκαθίσταντο κοντά σε χωριά η αυξημένη  απασχόληση  με τα ζωντανά και οι σκληρές συνθήκες ζωής δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια να σκεφτούν να φοιτήσουν σε σχολείο οργανωμένο. Πολλοί λίγοι παρακολουθούσαν μαθήματα στα Σχολεία των κοντινών χωριών κι αυτοί από τον Οκτώβρη συνήθως μέχρι τον Απρίλη. Εξάλλου τα γράμματα δεν αποτελούσαν πρώτη προτεραιότητα μπροστά στην επιβίωση και τις άλλες αξίες της καθημερινότητας. Έτσι είχαν επιλέξει να λειτουργούν δικά τους Σχολεία σε κάθε τσελιγκάτο το καλοκαίρι.

Μαζί με τα καλύβια και τις καλυβούλες για τις οικογένειές τους έστηναν και ένα «δίπλα» ,ορθογώνιο, καλύβι, το σκολειό, που ήταν εξοπλισμένο με στρογγόλια,  στρογγυλές πέτρες με επίπεδη επιφάνεια ή τμήμα κορμού δένδρου, για να κάθονται οι μαθητές  , ένα μαυροπίνακα και μια βίτσα, το βασικό εργαλείο διαπαιδαγώγησης, για το δάσκαλο . Οι μαθητές  σκάλιζαν τα γράμματα πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο και αργότερα σε μαύρη κεραμική πλάκα. Επίσης  αργότερα το σχολείο εξοπλίστηκε με θρανία. Ο δάσκαλος ανέβαινε  το καλοκαίρι στα καλύβια για δυο - δυόμισι μήνες και ήταν εν ενεργεία ή συνταξιούχος δάσκαλος ή κάποιος που ήξερε γράμματα. Απόφοιτος Γυμνασίου, ή είχε φοιτήσει σε σχολαρχείο ασχέτως τι επάγγελμα  ασκούσε. Αναφέρονται περιπτώσεις, σπάνια βέβαια, για κουρέα ή τσαγκάρη. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν πρόσωπο σεβαστό και απολάμβανε της εμπιστοσύνης της κοινωνίας του τσελιγκάτου.  Η  αμοιβή του ορίζονταν σε συμφωνία με τον τσέλιγκα και τη διατροφή  και περιποίησή του είχαν αναλάβει εκ περιτροπής οι οικογένειες που είχαν παιδιά στο σχολείο.  Τα μαθήματα που διδασκόταν ήταν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Στόχος δεν ήταν η διεύρυνση του πνευματικού τους ορίζοντα, ούτε να γνωρίσουν τον ορατό και αφανή κόσμο. Δεν είχαν καθόλου θεωρητικό υπόβαθρο. Είχαν πρακτικό σκοπό. Να μπορούν να γράψουν ή να διαβάσουν ένα γράμμα . Να μπορούν να κάνουν λογαριασμό, να κρατούν δεφτέρια, να μην τους «γελάνε» στο τέλος της σεζόν που λογαριάζονταν όλα τα μέλη του, ας πούμε, συνεταιρισμού.

Στο Σχολείο φοιτούσαν μόνο αγόρια, ασχέτως ηλικίας από οχτώ, εννιά χρόνων αλλά και πολύ μεγαλύτερα που δεν ήξεραν να διαβάζουν και δεν τους εμπόδιζε η ντροπή να πάνε στο σχολείο. Η φοίτηση ήταν προαιρετική και διαρκούσε ένα, δύο,  τρία συνήθως και σπάνια τέσσερα καλοκαίρια. Μέχρι να μάθουν να γράφουν. Τα κορίτσια δεν χρειαζότανε να μάθουν γράμματα, αφού δεν διαχειρίζονταν τα οικονομικά της οικογένειας. «Δασκάλα θα τη φκιάσουμε»,  έλεγαν περιφρονητικά. Συνεπής  νοοτροπία που ήθελε γενικότερα τη γυναίκα με μειωμένα δικαιώματα στην ανδροκρατούμενη σαρακατσάνικη κοινωνία. Εκτός  από το δάσκαλο πολλοί μάθαιναν γραφή και αριθμητική από τους μεγαλύτερους στα πρόβατα ή στο μπατζιό κι αν και τότε δεν τα κατάφερναν στο Στρατό. Θεωρούνταν ντροπή για τον άνδρα να μην ξέρει να γράφει. Αυτό μπορούσε να αποτελέσει λόγο να μην του δώσουνε το κορίτσι που ζητούσε σε γάμο. Ο υποψήφιος γαμπρός περνούσε από σχετική δοκιμασία. Τα υπόλοιπα αντικείμενα της γνώσης ιστορία, φυσική, γεωγραφία, ηθική τα είχαν αναλάβει η μάνα , η γιαγιά , ο παππούς στις ατέλειωτες διηγήσεις - συζητήσεις γύρω από τη φωτιά στις κρύες και μεγάλες νύχτες του χειμώνα.

Για κοινωνικοποίηση ,που είναι βασικός σκοπός του Σχολείου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος με σοβαρότητα. Ήταν μηδαμινή έως ανύπαρκτη. Και λόγω της σύντομης χρονικής διάρκειας της σχολικής περιόδου αλλά και λόγω του ατίθασου και ανυπότακτου χαρακτήρα των εκπαιδευόμενων, οι οποίοι με την πρώτη σύγκρουση ή αντιπαράθεση με το δάσκαλο έφευγαν από το σχολείο. Ο Ευριπίδης  Μακρής στο βιβλίο του «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων» αναφέρει ότι συγγενής του, αν και φιλομαθής εγκατέλειψε το Σχολείο γιατί σε ερώτηση τι σημαίνει η λέξη  ναός, απάντησε γάιδαρος-είχε μπερδέψει τη λέξη ναός με τη λέξη όνος- και φυσικά αφού ο δάσκαλος τον επέπληξε πολύ αυστηρά, τον ρεζίλεψε , τον φιλοδώρησε με αρκετές βιτσιές . Ένιωσε τόση ντροπή ώστε δεν ξαναπάτησε στο Σχολείο. Έχουμε όμως και περιπτώσεις εντελώς διαφορετικής συμπεριφοράς, όπως μου διηγήθηκε γεροντότερος στο Τσελιγκάτο του παπού μου. Όταν ο δάσκαλος έδειρε  δεκατριάχρονο μαθητή για κάποιο λάθος, το μεσημέρι κι όταν ο δάσκαλος ετοιμαζόταν να γευματίσει, αυτός και η παρέα του πήγαν στο σκολειό και άρχισαν να τον πετροβολούν. Όταν κλείστηκε στο σκολειό πήραν μακριές βέργες , σαν κοντάρια, και σουβλούσαν το καλύβι προσπαθώντας να πετύχουν το δάσκαλο. Αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το σχολείο ο δάσκαλος. Φοβήθηκε για τη ζωή του. Το γεγονός βέβαια κατέκρινε έντονα η πάντα άκρως συντηρητική κοινωνία του τσελιγκάτου, δεν ήταν όμως αταίριαστη για εφήβους μεγαλωμένους στη φύση με απόλυτη ελευθερία και υπερηφάνεια.

Πάντως ο γνωστός συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης, που θήτευσε για δυο καλοκαίρια σε τέτοια σχολεία στα βουνά των Ιωαννίνων, γράφει επαινετικά μέχρι ενθουσιώδη λόγια για την αγάπη που έδειξαν μαθητές του στα γράμματα, αλλά και για το χαρακτήρα και το ήθος τους.

Όπως έγινε φανερό λίγα πράγματα μπορούσε να αποκομίσει κανείς, όση φιλομάθεια κι αν διέθετε, από το σχολείο, λόγω των συνθηκών και του σύντομου της διάρκειας της λειτουργίας του. Η εμπέδωση και διεύρυνση των γνώσεων στη γραφή και αριθμητική γινόταν, όπως ήδη προανέφερα, με την αλληλοδιδακτική μέθοδο από τον πατέρα κι από τους μεγαλύτερους κατά τη διάρκεια της εργασίας.  Γιαυτό οι σωστοί κεχαγιάδες φρόντιζαν στη φύλαξη των ζώων να τοποθετούν έναν που ήξερε γράμματα με έναν που δεν ήξερε. Περιττό βέβαια να μιλήσουμε για μεθόδους και συμπεριφορά του «δασκάλου» προς τον μαθητευόμενο. Ήταν σχεδόν για όλους, εξαιρέσει λίγων περιπτώσεων, μια οδυνηρή και πικρή ιστορία, που την αποδεχόταν γιατί δεν ήθελαν να τους λένε αγράμματους. Κάτι που θεωρούσαν πολύ υποτιμητικό. Όσοι και πάλι δεν τα κατάφερναν  την τελευταία  τους ευκαιρία είχαν στο στρατό.

 Έτσι η κοινωνικοποίηση ήταν έργο κυρίως της οικογένειας, και δή της μητέρας, και της κλειστής κοινωνίας τους, που είχε αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς και αυστηρά επιτίμια τα οποία έφταναν μέχρι την απομόνωση και αποβολή από αυτήν του δράστη αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης καθώς και στην αποδοχή του σεβασμού στους μεγαλύτερους, της ευγένειας, της υπακοής-υποταγής, έπαιζαν επίσης τα κοινωνικά ταμπού και οι προλήψεις. Επειδή ήταν και άνθρωποι που δεν τους άρεσαν τα πολλά τα λόγια ή επειδή και δεν ήξεραν, δεν καθόταν να εξηγήσουν γιατί και πώς πρέπει να κάνεις αυτό ή γιατί πρέπει να αποφύγεις το άλλο . Επιστράτευαν το μεταφυσικό και το φόβο. Για παράδειγμα δεν πρέπει να στέκεσαι στην πόρτα και να ακουμπάς με τα χέρια σου τους δυο της παραστάτες, είναι αγενέστατη βέβαια μια τέτοια στάση, θα πάθουμε μεγάλη ζημιά. Ή στο ηλιοβασίλεμα τα παιδιά δεν πρέπει να ζητούν ψωμί, γιατί θα πεθάνει η μάνα τους. Εκείνη η χρονική στιγμή ήταν η πλέον βεβαρυμένη για τη μάνα μιας και έπρεπε να περιποιηθεί τα ζωντανά που είχαν στο σπίτι, να ετοιμάσει το δείπνο  κ . λ. π .

Ο σύντροφος στο κοπάδι αναλάμβανε, χωρίς πρόγραμμα και σχέδιο βέβαια, και την τεχνική εκπαίδευση των νέων. Τα παιδιά από μικρή  ακόμα ηλικία, εφτά - δέκα χρόνων βοηθούσαν στην διεκπεραίωση των ποιμενικών εργασιών. Όπως να κατευθύνουν τα πρόβατα να περνούν από τη στρούγκα κατά το άρμεγμα καθώς και άλλες ελαφρές δουλίτσες. Ο στόχος δεν ήταν  τόσο να ωφεληθούν από την προσφορά τους όσο να μπουν στο πνεύμα της εργασίας, να εξοικειωθούν με τα ζωντανά και να τους γίνει βίωμα η απασχόληση. Όλοι  στην οικογένεια προσφέρουν, βοηθούν. Αργότερα θα γίνουν βοηθοί βοσκοί και πρέπει να μάθουν την τεχνική ώστε να αποβούν καλοί στη δουλειά τους, κάτι που θα τους απέφερε και καλύτερη ρόγα, μισθό. Έπρεπε να μάθει πώς θα οδηγεί το κοπάδι στη βοσκή ,πώς θα αναπτύξει επικοινωνιακή σχέση μαζί του, πώς θα το προστατεύει από τους λύκους, πώς θα δέσει ένα τσακσμένο, πώς θα καταλάβει κάποιο ζώο ότι είναι άρρωστο να του πάρει αίμα - τρυπώντας τις φλέβες πάνω από τα μάτια και να  του κάνει αφαίμαξη - ή να το ποτίσει τα κατάλληλα βότανα. Να βοηθάει στο γέννο, να ξεγεννάει τις δύσκολες περιπτώσεις, να κάνει την προβατίνα να πάρει το αρνί και άλλα σχετικά. Φυσικά απαραιτήτως θα μάθαινε να αρμέγει και να κουρεύει. Να συγυρίζει το γάλα και να το κάνει τυρί ή γιαούρτι. Να φκιάχνει τσαρούχια, να επεξεργάζεται το δέρμα των ζώων , να το κάνει «πουστακιά», προβιά. Θα μάθει να παρατηρεί τα φυσικά φαινόμενα, τα καιρικά στοιχεία για τη βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη του καιρού ή να παρατηρεί τα ημερομήνια  για μακροπρόθεσμη πρόβλεψη.

 Από το σύντροφό του θα μάθαινε και την ξυλογλυπτική. Να βρίσκει το κατάλληλο ξύλο και να το διαμορφώσει σε ρόκα, σφοντύλι , αδράχτι, κλείτσα, κλειδοπείνακο, κουτάλι πιρούνι, πιάτο,  πινακίδα, όπου πάνω της θα σημείωνε με «κερτίκια» σκαλισμένα με το σουγιά, όποιους αριθμούς έπρεπε να θυμάται ή τους λογαριασμούς του. Κι όλα αυτά να τα διακοσμήσει με τις κατάλληλες παραστάσεις. Συνήθως σκάλιζαν γεωμετρικά σχήματα, μοτίβα από τη φύση, φίδια , τον δικέφαλο αετό ή τον κερασφόρο όφι, που έτσι ήθελαν να τον ξορκίσουν, να τον εξευμενίσουν να μην τους κάνει κακό. Μάθαινε τη θεραπευτική. Στοιχεία  ορθοπαιδικής , κινησιοθεραπείας, τραυματολογίας, περίθαλψης. Οι μέθοδοι που ακολουθούν είναι λογικές θεραπείες, όπως δέσιμο τραυμάτων, αφεψήματα, αλοιφές, καταπλάσματα ή μαγικές θεραπείες. ΄Όπως το «διάβασμα» του φιδιού, δηλαδή ξόρκια και μαγικές φράσεις που γνώριζαν μερικοί, τα έλεγαν και το φίδι μούδιαζε  και θεραπεύονταν ό,τι είχε τσιμπήσει. Ή  όταν θεράπευαν το «κριθαράκι» βάζοντας ένα πρωτότοκο αγόρι, που είχε και τους δυο γονείς του εν ζωή, να ατενίζει το άτομο με το σχετικό οίδημα τρία πρωινά την ώρα της ανατολής του ήλιου και να λέει «Άφου άφου κριθαράκι είμαι πρώτο κουταβάκι θα σε φάω». Εικάζω ότι τρεις μέρες  είναι αρκετές για να υποχωρήσει το σχετικό οίδημα. Ή πάλι ένας πρωτότοκος να ακουμπάει με το τσεκούρι το λαιμό κάποιου που είχε «βεργώσει» και δεν μπορούσε να στρέψει το κεφάλι του και αφού χτυπούσε τρεις φορές κάποιο ξύλο έλεγε «Κόβω», και στην ερώτηση τι κόβεις, απαντούσε: «Το μπλι το σκλι τον αδερφό τ' χάρου».

  Όλα αυτά ήταν απαραίτητα στην καθημερινότητά τους και τα μάθαιναν όλοι, μα μόνο όσοι είχαν ταλέντο διακρίνονταν ιδιαίτερα. Η ακολουθούμενη τεχνική βασίζονταν στην  παρατήρηση, σε φυσικές ιδιότητες και σε συλλογισμούς που μετουσιώνονταν σε γνώση. Γνώση που μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά. Ο κυριότερος δάσκαλος ήταν η παράδοση. Δεν υπήρχε θεωρητικό υπόβαθρο, συνειδητό χρέος αλλά μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά ως τρόπος  ζωής, ως φυσικό.

 Το κορίτσι θα μάθει να πλένει , να  ζυμώνει, να κάνει πίττες, να ζαλικώνεται τη βαλέρα με το νερό, τα ξύλα, να κεντάει , να πλέκει, να λευκαίνει το πανί , να κουρεύει ,να γνέθει το μαλλί στη ρόκα, να ιδιάζει , να υφαίνει στον αργαλειό, να μαγειρεύει, να περιποιείται και να φροντίζει τα μικρότερα αδέρφια της, να κόβει και να ράβει τα φορέματα τα δικά της αλλά και των ανδρών της οικογένειας. Σε όλα αυτά το πρότυπο και η δασκάλα θα είναι η μάνα της. Πρέπει να γίνει σαν τη μάνα της να γίνει καλή νοικοκυρά. Καλή σύζυγος και μάνα . Καλή νύφη υπάκουη  στα πεθερικά της και στα αντραδέρφια της. Λίγα θα μάθει από τη γιαγιά της ή τις φιλενάδες της.

Οι αξίες , η ηθική, η κοινωνικοποίηση  μεταλαμπαδεύονται στις νεότερες γενιές με την προφορική παράδοση. Η οικογένεια είναι πρωταρχικής σημασίας. Είναι ύψιστη αξία και ιδέα.  Γαλοχούνται από μικρή ηλικία έτσι ώστε να σφυρηλατηθούν ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Σέβονται και υπακούνε τυφλά τα νεότερα μέλη τους μεγαλύτερους, οι οποίοι με τη σειρά τους υπερασπίζονται με κάθε τρόπο και μέσον τους μικρότερους και αδύνατους της οικογένειας. Η ανδρεία και η παλικαριά υμνούνται στα τραγούδια και την ιστορική παράδοση. Ο τελευταίος ηρωικός αυτοκράτορας του Βυζαντίου , οι κλεφταρματωλοί είναι πρότυπα και οι πράξεις τους ιδανικά. Γιαυτό ίσως και η κλεψιά ,κυρίως κάποιου πρόβατου από γειτονικό κοπάδι, ήταν μάλλον αξιέπαινη πράξη παρά αξιοκατάκριτη . Η ειλικρίνεια, η ευθύτητα, η εντιμότητα και η «μπέσα» έπρεπε να χαρακτηρίζουν κάθε άντρα. Η βαθιά χριστιανική πίστη , η προσήλωσή τους στα σημαντικότερα χριστιανικά μυστήρια , όπως ο γάμος , η βάπτιση, η μετάληψη αποτελούν έναν άλλο πυλώνα  όπου εδράζεται η ηθική και η συμπεριφορά τους. Η σεμνότητα και ταπεινότητα, κυρίως των γυναικών, συμβάλλουν σημαντικά στη συνεκτικότητα του κοινωνικού τους ιστού. Η κοινωνική ειρήνη , η τήρηση των κανόνων της και η αδιατάρακτη συνέχιση του κοινωνικού στάτους τίθεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και πάνω από την ατομικότητα. Λόγος για τον οποίο η  κοινωνική εξέλιξη ,οι αλλαγές συνέβαιναν πολύ αργά και με πάρα πολύ μικρά βήματα.


Μετά τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε οικισμούς και πόλεις ακολουθούν την εκπαίδευση των υπολοίπων κατοίκων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι οι Σαρακατσάνοι παρότι είχαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλά προβλήματα που σχετίζονταν με την αλλαγή του τρόπου ζωής τους, σχεδόν στο σύνολό τους γρήγορα προσαρμόστηκαν, εντάχτηκαν και διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της ζωής καθώς και στα γράμματα.