portraita

   Η δομή του Τσελιγκάτου


του Νίκου Ζυγογιάννη
Η Σαρακατσάνικη ζωή, ακόμα και σήμερα, παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον, γιατί ο λαός αυτός διατήρησε τα στοιχεία του πολιτισμού του μέσα στους αιώνες, πάντα έλυνε τα βιοτικά του προβλήματα, ατομικά και κοινωνικά, με τον ίδιο τρόπο και δεν αφομοιώθηκε πολιτιστικά από άλλες κοινωνίες. Σ’ αυτό βοήθησε ο νομαδικός τρόπος ζωής και η απομόνωσή τους. Τα χαρακτηριστικά του νομαδισμού είναι:

1) Δεν έχουν μόνιμη κατοικία ή διαμονή, ούτε ιδιόκτητο σπίτι, αλλά μόνο καλύβι ή πρόχειρο κατάλυμα

2) Δεν έχουν ιδιόκτητη γη, δεν είναι γεωργοί, ούτε ασκούν γεωργικά επαγγέλματα

3) Η νομαδική μετακίνηση-το καλοκαίρι στα ψηλώματα, το χειμώνα στα χειμαδιά- γίνεται οικογενειακώς. Έτσι γυναίκες, παιδιά και άτομα κάθε ηλικίας ακολουθούν τα κοπάδια, διαβιούν μαζί τους και συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία.

Το τσελιγκάτο είναι ένας οικονομικός συνεταιρισμός, του οποίου κεντρικός πυρήνας είναι μια εκτεταμένη οικογένεια, οικονομικά εύρωστη, που διαθέτει σημαντικά κοπάδια (κάποτε ξεπερνούν τα 15000 «κεφάλια»). Μ’ αυτή την οικογένεια συνεταιρίζεται ένας αριθμός άλλων συζυγικών οικογενειών ή άλλων εκτεταμένων με μικρότερες οικονομικές δυνατότητες. Οι συνεταιριζόμενες οικογένειες έχουν μεταξύ τους σχέσεις συγγένειας ή εξ αγχιστείας, δεν αποκλείεται όμως να μην υπάρχει και κανένας βαθμός συγγένειας. Ακόμα, τσοπάνηδες χωρίς κοπάδια εντάσσονται κι αυτοί στο τσελιγκάτο.




 Πέντε παράγοντες έχουν συμβάλλει στη δημιουργία του:

1) η έλλειψη διαθέσιμων βοσκότοπων. Επειδή οι Σαρακατσάνοι δεν έχουν κτήματα, είναι υποχρεωμένοι να νοικιάζουν τα απαραίτητα βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους. Τα νοίκια όμως φτάνουν σε επίπεδα απρόσιτα για τους μικρούς κτηνοτρόφους. Έτσι οι πλούσιοι κτηνοτρόφοι μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση και οι μικροί συνεταιρίζονται μαζί τους. Γίνονται «σμίχτες».

2) η ανάγκη χρηματοδότησης των μικρών κτηνοτρόφων. Όταν το εισόδημα είναι μικρό, ο μικρός κτηνοτρόφος καταφεύγει στο χωρικό τοκογλύφο, από τον οποίο είναι αδύνατο να ξεφύγει. Αντίθετα, το τσελιγκάτο χρηματοδοτεί τους δικούς του χωρίς τόκο. Έτσι αποτελεί τη μόνη λύση για όσους έχουν ανάγκη.

3) η έλλειψη εργατικών χεριών των μεγάλων οικογενειών. Όταν η εκτεταμένη οικογένεια δε διαθέτει επαρκές εργατικό δυναμικό για την επιμέλεια των κοπαδιών, συνεταιρίζεται με άλλους κτηνοτρόφους, που είχαν λιγότερα κοπάδια αλλά μεγάλο αριθμό ατόμων που θα εργάζονταν όλοι μαζί.

4) η δυσκολία της συντήρησης σχέσεων με τον έξω κόσμο, δηλ. την περιβάλλουσα κοινωνία. Οι απλοί βοσκοί δεν μπορούν να εξασφαλίζουν αυτές τις σχέσεις, γιατί πρέπει να είναι συνεχώς κοντά στα κοπάδια τους, αλλά και γιατί είναι αγράμματοι και δεν έχουν κοινωνική εμπειρία. Αντίθετα, οι εκτεταμένες οικογένειες μπορούν να προετοιμάζουν κάποιον από τα μέλη τους γι’ αυτό το σκοπό και τον κάνουν αρχηγό-διαχειριστή.

5) η ανάγκη της άμυνας και της συνεργασίας για την εκμετάλλευση των ζώων. Όπως στην εκτεταμένη οικογένεια, έτσι και τα μέλη του τσελιγκάτου αναπτύσσουν μεταξύ τους πνεύμα αλληλεγγύης. Έτσι το τσελιγκάτο παίρνει μια μορφή ομαδικής ζωής που εξασφαλίζει τη συνεργασία και την υπεράσπιση.

Το τσελιγκάτο διαθέτει έναν αρχηγό, που είναι ο αρχηγός της εκτεταμένης οικογένειας που αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του τσελιγκάτου. Αυτός ο αρχηγός ονομάζεται τσέλιγκας και είναι έξυπνος, δραστήριος, κοινωνικός και όλοι τον υπακούουν. Τσέλιγκας γίνεται όχι ο μεγαλύτερος στην ηλικία, αλλά ο ικανότερος, ανεξάρτητα από τη χρονολογία γέννησης. Αυτός που αναγνωρίζεται από τους άλλους χωρίς αμφισβητήσεις. Ο τσέλιγκας έχει τεράστιες ευθύνες. Αυτός πρέπει να φροντίζει για όλα: για τα λιβάδια, για τους τσοπάνηδες, για τα προϊόντα τους, για τη διαβίωσή τους. Καθορίζει τα καθήκοντα του κάθε μέλους και παίρνει τη γνώμη, σύμφωνη ή όχι, των αρχηγών των οικογενειών, χωρίς όμως να επηρεάζεται στις τελικές του αποφάσεις απ’ αυτές. Αυτός είναι υπόλογος και προς τις Αρχές του κράτους. Αυτός κλείνει οποιαδήποτε συμφωνία που αφορά το τσελιγκάτο. Έχει επομένως σχέσεις με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης.




Το σύστημα της κοινωνικοοικονομικής λειτουργίας του τσελιγκάτου δε διαφέρει από εκείνο της εκτεταμένης οικογένειας και μάλιστα το πρώτο πηγάζει από το δεύτερο. Η διαχωριστική γραμμή βρίσκεται στη διαφορά του πνεύματος που διέπει το καθένα. Η εκτεταμένη οικογένεια εμπνέεται από τους δεσμούς αίματος, ενώ το πνεύμα του τσελιγκάτου στηρίζεται στη λογική του κοινού συμφέροντος. Οι συμφωνίες που συνάπτει ο τσέλιγκας με τους συμμετέχοντες σ’ αυτό, ισχύουν για έξι μήνες, δηλ. μια εποχιακή εγκατάσταση. Είναι ανανεώσιμες, αν η συνεργασία αποδειχτεί ικανοποιητική και για τους δυο.

Ο τσέλιγκας είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο του συνεταιρισμού. Κρατεί μια γκλίτσα πιο κοντή από των άλλων βοσκών, αφού δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Διαθέτει μόνο αυτός άλογο ιππασίας («μπινέκι»). Η φορεσιά του είναι πλουσιότερη από τις φορεσιές των άλλων. Η καλύβα του είναι τοποθετημένη στο κέντρο του οικισμού. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο τσελιγκάτο χωρίς την έγκρισή του. Δεν επεμβαίνει όμως σε ζητήματα που αφορούν την προσωπική ζωή των οικογενειών. Συμπεριφέρεται με δικαιοσύνη, αντικειμενικότητα και γενναιοδωρία. Έτσι εξασφαλίζει το γόητρό του, την τάξη και την ειρήνη στο τσελιγκάτο και απολαμβάνει το σεβασμό όλων. Δυο φορές το χρόνο, Φθινόπωρο και άνοιξη, πριν από κάθε μετακίνηση και αλλαγή εγκατάστασης, ο τσέλιγκας μαζί με τους αρχηγούς των οικογενειών που συμμετέχουν στο τσελιγκάτο κάνει τους λογαριασμούς και δίνει λόγο για τη διαχείριση.




Το ανθρώπινο δυναμικό του τσελιγκάτου διακρίνεται στους εξής ρόλους:
  • Στην κορυφή βρίσκεται ο τσέλιγκας, επικεφαλής της επιχείρησης.
  • Στη δεύτερη βαθμίδα οι αρχηγοί των οικογενειών που συμμετέχουν στο τσελιγκάτο και ονομάζονται Σμιχτάδες (από το ρήμα σμίγω=ενώνομαι), και που κατέχουν καίριες θέσεις στην παραγωγική διαδικασία.
  • Ακολουθούν τα μέλη των οικογενειών (γυναίκες, παιδιά) που αναλαμβάνουν διάφορες δραστηριότητες ανάλογα με τις ικανότητές τους.
  • Τελευταίος εργασιακός παράγοντας, μισθωτός, είναι πρόσωπα που προσλαμβάνονται να δουλέψουν με συμφωνημένο μηνιαίο μισθό και ονομάζονται Τσομπάνηδες ή Πιστικοί (έμπιστοι).

Το τσελιγκάτο διαθέτει βοσκοτόπια, καλοκαιρινά και χειμερινά, νοικιασμένα από κοινότητες, μοναστήρια και ιδιώτες. Η ενοικίαση αυτή γίνεται με ιδιωτικό συμφωνητικό των συμβαλλόμενων. Στα ορεινά βοσκοτόπια ( σε ιδιαίτερη τοποθεσία που υπάρχει νερό ) εγκαθίστανται οι οικογένειες φτιάχνοντας τα Καλύβια ή Κονάκια και διαμορφώνονται οι χώροι που χρησιμεύουν για τις δραστηριότητες της επιχείρησης, δηλ. οι Στάνες και η Στρούγκα. Στάνη είναι ο χώρος όπου παρέμεναν τα ζώα, όταν δε βρίσκονταν στα βοσκοτόπια, αλλά και ο χώρος διαμονής, τα Κονάκια. Γι’ αυτό οι όροι Στάνη και Τσελιγκάτο δεν είναι ταυτόσημοι, γιατί το Τσελιγκάτο είναι η ομαδική οργάνωση των οικογενειών για την εκμετάλλευση της κτηνοτροφίας. Η στάνη μπορεί να συμπίπτει με το τσελιγκάτο, όχι όμως το αντίθετο, γιατί η στάνη αποτελείται από δυο και τρία τσελιγκάτα μαζί. Στρούγκα είναι ένας ή περισσότεροι χώροι κυκλικοί, φραγμένοι με πέτρες ή ξύλα, με είσοδο-έξοδο, όπου γίνεται το άρμεγμα. Κοντά σε πηγές, τρεχούμενα νερά ή ποτίστρες υπάρχει σκιερό μέρος, όπου σταλίζουν τα πρόβατα το μεσημέρι που κάνει ζέστη. Αν όχι, κατασκευάζεται πρόχειρος χώρος με σκέπαστρο, ο Στάλος. Το Μπατζαριό, σπουδαίο τμήμα της Στάνης, πήζουν και αποθηκεύουν τα τυριά. Υπάρχουν, επίσης, και βοηθητικοί χώροι για τα εφόδια όπως το αλάτι και το κριθάρι.

«Καμιά κοινωνία όμως δεν είναι τέλεια» σύμφωνα με τη διατύπωση του C. Levi-Strauss. Και στη Σαρακ. κοινωνία υπάρχουν ατέλειες, μια ασυμμετρία στις κοινωνικές της σχέσεις και στη δομή της. Αυτή η ασυμμετρία την απειλεί ασταμάτητα. Όμως οι Σαρ. κατάφεραν να περιφρουρήσουν τον τρόπο ζωής τους τόσους αιώνες, πράγμα που δείχνει ότι έχουν βρει την κατάλληλη λύση.



Στοιχεία της Σαρ. ζωής που απειλούν την ισορροπία της με τα αντίστοιχα μέσα εξουδετέρωσης είναι:

1) Συγκρουσιακές σχέσεις από μια συγκεκριμένη περίσταση π.χ. διαφωνίες μεταξύ των αρχηγών ή άλλων μελών, διαφωνίες σχετικά με τη διαχείριση της κοινής επιχείρησης ή η φιλοδοξία ενός αρχηγού που θέλει να γίνει ανεξάρτητος. Τα μέσα εξουδετέρωσης είναι η δυνατότητα να απαιτήσει κάποιος το μερίδιό του από τα κοινά αγαθά και να απομακρυνθεί ή να δημιουργήσει καινούρια οικογενειακή ομάδα ή τσελιγκάτο.

2) Σχέσεις σύγκρουσης που πηγάζουν από το ίδιο το σύστημα της Σαρακ. ζωής. Η υποταγή των συζυγικών οικογενειών στην εκτεταμένη, των νεότερων στους μεγαλύτερους, των γυναικών στους άντρες κ.τ.λ. περιέχει σπέρματα εξέγερσης που όμως αποκλείεται από πολλούς παράγοντες, όπως: η κοινωνική προετοιμασία των Σαρακ. , ώστε να αφομοιώνουν ιδέες και αρχές και να μην μπορούν να συλλάβουν τη ζωή τους χωρίς αυτές ή να φανταστούν μια ζωή αλλιώτικη, η δυνατή προσωπικότητα του τσέλιγκα που επιβάλλει στους υπηκόους του (σμίχτες και τσοπαναραίους ) τους κανόνες της λειτουργίας της οικογενειακής ομάδας, η θρησκεία, που με τα διδάγματά της που προδιαγράφουν την υπακοή στον αρχηγό, στους γεροντότερους, την υποταγή της γυναίκας, υποστηρίζει το οικοδόμημα αυτό.

Όμως η αλλαγή που συντελέστηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα προήλθε από το «εξωτερικό». Ξένοι δηλ. παράγοντες προς το Σαρακ. κόσμο επηρέασαν και τροποποίησαν ορισμένα εσωτερικά στοιχεία, που ήταν πολύ σημαντικά στηρίγματα του μηχανισμού της Σαρακ. κοινωνίας.




Οι παράγοντες που οδήγησαν στην αλλαγή και τη διάλυση του τσελιγκάτου είναι:

1) Η προοδευτική απελευθέρωση της χώρας. Από το 1870 η κτηνοτροφία στη χώρα μας δέχεται ισχυρά πλήγματα. Παρατηρείται μείωση του αριθμού των αιγοπροβάτων και αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Η απελευθέρωση συμπληρώνεται το 1920. Η περιβάλλουσα κοινωνία παύει να είναι εχθρική.

2) Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος επίσης προσπάθησε, όχι να προάγει και να βελτιώσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούσε το τσελιγκάτο, ο ιδιότυπος αυτός συνεταιρισμός, αλλά να το διαλύσει. Κι αυτό, γιατί επικρατούσε η αντίληψη ότι τα τσελιγκάτα ήταν τα γενεσιουργά αίτια της ύπαρξης και της διατήρησης της ληστείας που λυμαίνονταν για μισό αιώνα την ύπαιθρο χώρα. Γεγονός αναμφισβήτητο παραμένει ότι τα τσελιγκάτα υπέθαλπαν τους ληστές, όχι ως αντάλλαγμα για προστασία, αλλά επειδή το κράτος δεν ήταν σε θέση να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες και να τους εξασφαλίσει προστασία, καθώς βρίσκονταν απροστάτευτα στις ερημιές.

3) Η μετανάστευση των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Το 1922 ένα εκατομμύριο Έλληνες ήρθαν από τη Μ. Ασία στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την απαλλοτρίωση των μεγάλων ιδιοκτησιών, είτε κρατικών, είτε μοναστηριακών, ή ιδιόκτητων, για να δώσει στους πρόσφυγες γη. Έτσι έλειψαν τα βοσκοτόπια, απαραίτητο μέσο για την εκτροφή μεγάλων κοπαδιών και πολλά τσελιγκάτα διαλύθηκαν ή μίκρυναν.

4) Η διοικητική αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους. Το 1938 το ελληνικό κράτος με νόμο υποχρέωσε όλους τους νομάδες να εγγραφούν στα δημοτολόγια του δήμου ή της κοινότητας που ήθελαν. Έτσι οι Σαρακ. υποχρεώθηκαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και ήρθαν σε επαφή με αξίες διαφορετικές από τις δικές τους και έγιναν φορείς αλλαγών. Τότε αρχίζουν να αναζητούν και να αγοράζουν θερινά ή χειμερινά λιβάδια για την εξασφάλιση της κτηνοτροφίας τους, να αποκτήσουν μια μόνιμη ρίζα, αφού το μέλλον της νομαδικής κτηνοτροφίας είναι πλέον δυσοίωνο. Παράλληλα με την κτηνοτροφία, ασχολούνται και με τη γεωργία ή ασκούν κι άλλα επαγγέλματα, ενώ οι εποχιακές τους μετακινήσεις γίνονται από σταθερά σημεία. Η κοινωνική θέση της γυναίκας άρχισε ν’ αλλάζει και τα παιδιά υποχρεώνονται να πάνε σχολείο.

5) Η κοινωνικοοικονομική πολιτική σε όφελος των αγροτών. Το κράτος μοίρασε τα λιβάδια των νομάδων στους αγρότες, οι οποίοι όμως ασκούσαν το επάγγελμα του κτηνοτρόφου ως πάρεργο και για να ικανοποιήσουν μόνο οικογενειακές τους ανάγκες. Επιπλέον, προστατευτική πολιτική για τους κτηνοτρόφους δεν υπάρχει. Αντίθετα αυξάνεται ο φόρος για τα αιγοπρόβατα, εισάγεται κρέας από το εξωτερικό, ενώ η Αγροτική Τράπεζα δε λαμβάνει καμιά μέριμνα.

6) Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ακόμα περισσότερο ο εμφύλιος σπαραγμός επέφεραν καίριο χτύπημα στη νομαδική κτηνοτροφία. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου, οι βίαιες αρπαγές των ζώων και η ανασφάλεια που επικρατούσε απογύμνωσαν τους Σαρακ. από τα κοπάδια τους. Αλλά και η αδιαφορία του κράτους, όταν ειρήνευσαν τα πράγματα, έδωσε τη χαριστική βολή. Στη δεκαετία του ’50 και ’60, παρά τις αντιξοότητες, συνέχισαν το νομαδισμό μέχρι τη δεκαετία του ’70, οπότε και έκλεισε οριστικά ο ιδιόμορφος αυτός τρόπος ζωής.




Τα στοιχεία της Αγγελικης Χατζημιχάλη :

Τα πρώτα μεταπολεμικά στοιχεία για τη νομαδική κτηνοτροφία μας τα δίνει η Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία κατέγραψε όλες σχεδόν τις οικογένειες των Σαρακατσάνων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της υπήρχαν 10.604 οικογένειες μεταβατικών και εδραίων Σαρακατσάνων με 1.729.141 γιδοπρόβατα. Η γεωγραφική κατανομή τους, το 1955, με βάση τα βουνά που βρίσκονται το καλοκαίρι, ήταν, σύμφωνα με τη Χατζημιχάλη, η εξής:


Περιοχή
Τσελιγκάτα
 Οικογένειες
 Γιδοπρόβατα
Πελοπόνησσος
174
355
70.770
Ηπειρος
323
1.875
285.440
Μακεδονια
401
2.555
525.670
Στερεά
775
1.400
264.030
Θεσσαλία
129
530
78.215
Θράκη
37
905
179.750
ΣΥΝΟΛΟ
1.839
7.620
1.403.875


Συμπερασμα

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η ζωή των Σαρακ. άλλαξε ριζικά, γιατί η νομαδική κτηνοτροφία και η απομόνωση σε μακρινούς τόπους είναι πράγματα αδύνατα. Η συγγένεια, η συνεργασία και ο ομαδισμός χάνουν το νόημα τους. Από τη στιγμή που το κράτος αναλαμβάνει να χρηματοδοτήσει την εκμετάλλευση, να εξασφαλίσει την παιδεία, να εγγυηθεί την ασφάλεια και την κοινωνική πρόνοια, η οικογένεια και το τσελιγκάτο χάνουν το λόγο ύπαρξής τους. Οι συζυγικές οικογένειες αγοράζοντας κομμάτι γης, αυτονομούνται και απελευθερώνονται από τον οικονομικό συνεταιρισμό του τσελιγκάτου. Το σύστημα παραγωγής μεταβάλλεται. Στο εξής οι Σαρακ. εκμεταλλεύονται και τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι ρόλοι και η θέση αντρών και γυναικών αλλάζει. Εμφανίζονται καινούριες αξίες. Η εικόνα του αρχηγού της οικογένειας αντικαθίσταται από την εικόνα του εκμεταλλευτή-επιχειρηματία. Οι παραδοσιακές γνώσεις καταργούνται από τις καινούριες τεχνικές και έτσι το πολιτιστικό σύστημα δεν έχει πια αξία. Έτσι οι Σαρακ. έχουν εγκαταλείψει τα στοιχεία της πολιτιστικής τους ιδιομορφίας. Τα τσελιγκάτα και τα κονάκια έσβησαν, Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής επιζεί μόνο ως μνήμη. Έχουν δηλ. και αυτοί τη θέση τους στο πλαίσιο της γενικής αλλαγής και της σημερινής προσπάθειας ανόδου του βιοτικού επιπέδου όλων των ανθρώπων της γης. Σήμερα 7% ασχολούνται με την κτηνοτροφία, 21% με τη γεωργία και το 72% με άλλα επαγγέλματα.