portraita

Η κάπα του τσομπάνου
.
Κατραίοι, σμιχτάδες της στάνης του Κούλη στο Τσεπέλοβο το 1922
Φωτογραφία του Carsten Hoeg, αρχείο Ινστιτούτου Δανίας

   του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Αν θελήσει να απεικονίσει κάποιος ένα βοσκό, με μεγάλη πιθανότητα θα τον φτιάξει με μια κάπα στους ώμους του  και  με μια κλίτσα στο χέρι. Θα του προσδώσει με αυτόν τον τρόπο, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επαγγέλματός του. Αδιαμφισβήτητα στοιχεία που  δείχνουν την ταυτότητά του.

     Πράγματι η κάπα, αυτό το χοντρό, βαρύ, μάλλινο πανωφόρι με κουκούλα (κατσιούλα),  ήταν το πλέον απαραίτητο και χρήσιμο ένδυμά του. Σίγουρα ό,τι πιο πολύτιμο υπήρχε  στην καθημερινότητά του και σε όλες τις εποχές του χρόνου. Φτιαγμένη στον αργαλειό από δύο ειδών μαλλιά, προβάτου και γιδιού. Το στημόνι από μαλλί προβάτου και το υφάδι από μαλλί γιδιού. Μετά την ύφανση ακολουθούσε το γέννωμα στη νεροτριβή. Η επεξεργασία της δηλαδή στο στάδιο αυτό, για να γίνουν αφράτα και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα στο ράψιμο. Στη συνέχεια ακολουθούσε το κόψιμο του υφάσματός και το ράψιμο. Γύρω-γύρω και σε όλη την περίμετρο θα μπουν τα στρίμματα και το γαϊτάνι. Είναι  σειρές από   ενωμένες και στριμμένες μεταξύ τους κλωστές, για να είναι ανθεκτικές.  Βοηθούν ώστε να μην ξεφτίζει το μάλλινο ύφασμα στις άκρες του.

     Μακριά μέχρι το γόνατο και πολλές φορές περισσότερο ακόμα, ανάλογα και με την επιθυμία του κατόχου της, πλατιά για να μπορεί ο τσομπάνος να τυλιχτεί καλά μέσα της και με χοντρό ύφασμα πάχους κοντά στο ένα εκατοστό. Αυτό εξαρτιόταν από την επιμέλεια της κάθε νοικοκυράς και από την προσοχή που επιδείκνυε, κυρίως κατά τη διαδικασία του γνεσίματος των μαλλιών και της ύφανσης. Μια καλοφτιαγμένη κάπα, δεν θα μπορούσε να είναι λεπτή, ούτε όμως και υπερβολικά χοντροκομμένη. Γίνονταν  κρουστή, για να είναι αδιαπέραστη από τον αέρα και αδιάβροχη.


     Μάστορας στην καλή της κατασκευή, η έμπειρη στην επιλογή, επεξεργασία  και ύφανση του μαλλιού, Σαρακατσάνα. Ήταν αποκλειστικά δική της φροντίδα. Γνώριζε την αξία της για το τσομπάνο και για αυτό την επιμελούνταν ιδιαίτερα. Επέλεγε  πρώτα τα κατάλληλα μαλλιά. Αυτά του προβάτου  είναι αδριά, άγρια, σκληρά και όχι μαλακά, έτσι  ώστε να απορροφούν όσο το δυνατόν λιγότερο νερό. Τα μαλλιά του γιδιού που χρησιμοποιούνταν σαν υφάδι, ήταν έτσι και αλλιώς σκληρά και καθόλου απορροφητικά. Αυτά έπρεπε να είναι μακριά για να διώχνουν το νερό καλύτερα. Κοντά στις τρεισήμισι οκάδες τραγόμμαλο ήθελε μια κάπα. Κάθε  νοικοκυρά, πρόσεχε για την καλή της ύφανση και κυρίως για το  ράψιμό της. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε  στο ράψιμο στο ύψος των ώμων. Εκεί ήταν το πλέον ευαίσθητο σημείο όπου η κάπα μπορούσε να βάλει νερό. Κάθε κομμάτι ράβοντας δύο φορές. Μια εσωτερικά και μια εξωτερικά, Η διαδικασία του ραψίματος από το εξωτερικό μέρος λέγονταν  φουντούκισμα. Η κάπα για να μη βάλει νερό, πρέπει να έχει καλό φουντούκισμα έλεγαν οι Σαρακατσάνες. Το διπλό ράψιμο γίνονταν για να ελαχιστοποιήσουν τα ανοίγματα  στις ραφές και να μην βάζει νερό η κάπα. Εσωτερικά και στο ύψος περίπου της μέσης, έραβε τα χειρότια, πρόσθετες πλάγιες εσωτερικές τσέπες σε σχήμα ημικυκλίου. Αυτό για να μπορεί ο τσομπάνος, βάζοντας τις παλάμες του στις τσέπες, να την κρατάει διπλωμένη στο σώμα του όταν χρειάζονταν.      

    Φεύγοντας ο τσομπάνος το πρωί με το κοπάδι του για τη βοσκή, θα την στεριώσει καλά στους ώμους του. Η χρήση της ποικίλη. Πρώτα και κύρια θα προφυλαχτεί από τη βροχή. Το γιδομαλλίσιο ή αλλιώς τραγομαλλίσιο της υφάδι την κάνει πραγματικά  αδιάβροχη. Όση  βροχή και αν έριχνε μια καλοφτιαγμένη κάπα ποτέ δεν έβαζε νερό.  Θα τη στρώσει κατάχαμα για να ξεκουραστεί και να φάει το ψωμί του. Θα  τυλιχτεί με αυτήν για να «ξεκλέψει» λίγες στιγμές ύπνου, όσο χρόνο το κοπάδι έχει «λαρώσει» στη βοσκή. Το χοντρό της ύφασμα θα τον προφυλάξει από το σκληρό, υγρό και ανώμαλο έδαφος που θα καθίσει και θα ξαπλώσει, από τα αγκάθια και τις πέτρες. Θα του προσφέρει την ανάλογη ζεστασιά τις κρύες νύχτες και τις ώρες που βρίσκεται στο ύπαιθρο. Τυλιγμένος με αυτή θα προφυλάξει τις πλάτες του και θα ανάψει φωτιά τη νύχτα για να ζεσταθεί. Μέσα της θα αποκοιμηθεί γλυκά μπροστά στη θαλπωρή της φωτιάς αποκαμωμένος από την κούραση της ημέρας. Στα μανίκια της, τα μανικοκάπια, που συνήθως είναι ραμμένα στις άκρες, γιατί σχεδόν ποτέ δεν φοριέται αλλά ρίχνεται στους ώμους, βάζει χρειαζούμενα αντικείμενα.  Λίγο δαδί, ένα σκοινί, κερί από ξύγκι, ένα μαχαίρι.




     Βαριά και ασήκωτη γίνεται στις ανηφόρες και στη βροχή. Χαρακτηριστική ήταν η φράση «Μου έπεσαν οι πλάτες από την κάπα». Ποτέ όμως δεν την εγκαταλείπει.

Ξέρει ότι δεν πρέπει να αιφνιδιαστεί από τις απότομες αλλαγές του καιρού, που ιδίως στα βουνά είναι σύνηθες φαινόμενο. Τις ζεστές ώρες της ημέρας, θα την κρεμάσει σε ένα κλαρί μαζί με τον τροβά του. Τη νύχτα όμως θα τη χρησιμοποιήσει απαραίτητα για να προφυλαχτεί από το κρύο. Πολύ σπάνια και μόνο το καλοκαίρι θα την αφήσει στη στάνη. Όταν ξέρει ότι το βράδυ θα επιστρέψει στη βάση του  και ο καιρός είναι ζεστός.

     Κάπα στις άσχημες καιρικές συνθήκες θα φορέσει και το μικρό τσομπανόπουλο. Μπορεί να του «έριχνε τις πλάτες» από το βάρος της, να του φαγούριζε το κεφάλι  από το σκληρό της τρίχωμα, ποτέ όμως δεν την παρατούσε. Ήταν απαραίτητη για  την προστασία του και η ζεστασιά  που του προσέφερε  ήταν ανεπανάληπτη.
  
     Η πολυήμερη πορεία από τα βουνά στα χειμαδιά και αντίστροφα, απαιτούσε από   τους ανθρώπους της στάνης, ξενύχτια και ταλαιπωρίες. Στη στράτα ο τσομπάνος την κάπα του την  κουβαλάει μαζί του. Εδώ είναι που αυτή αποκτά ξεχωριστή σημασία. Αποτελεί στην κυριολεξία το σπίτι του. Δεν έχει κανένα άλλο μέσο προστασίας στο διάβα του. Αυτός θα μείνει υποχρεωτικά κοντά στο κοπάδι του. Με αυτήν θα «ξημερώσει» δίπλα στα ζώα του, αντιμετωπίζοντας βροχή, αέρα, υγρασία και χαμηλές θερμοκρασίες στην ύπαιθρο. Για να  κοιμηθεί, τις λίγες πραγματικά ώρες που τα ζώα ξεκουράζονται, θα εκμεταλλευτεί όλο της το μήκος. Θα την πάρει «φτερό σε φτερό», άκρη σε άκρη. Τη μισή θα τη χρησιμοποιήσει για  στρώμα και την άλλη μισή για να σκεπαστεί, με προσκέφαλο το χέρι του.  Κατά τη διάρκεια της πορείας, μόνο όταν ο καιρός είναι καλός,  θα την βάλει έστω για λίγο, πανωσάμαρα  σε κάποιο ζώο του καραβανιού της στάνης. Και αυτό για να μπορέσει εύκολα να την ανασύρει μόλις χρειαστεί.

     Την κάπα του ο βοσκός την παρατάει μια και καλή. Όταν αποσυρθεί από την ενεργό δράση, γιατί τα χρόνια θα τον βαρύνουν ή όταν για κάποιο λόγο παραιτηθεί από το επάγγελμα του κτηνοτρόφου. Τότε είναι που έλεγαν οι Σαρακατσαναίοι ότι  ο τάδε  «κρέμασε την κάπα του».                             


     Ωστόσο, η κάπα ως ένδυμα καθημερινότητας του τσομπάνου, ανήκει στο παρελθόν. Μόνο όσοι έζησαν σε άλλες εποχές και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία  και πρωτίστως στη νομαδική της μορφή, μπορούν να καταλάβουν τη σημασία της και την αξία της για τους κτηνοτρόφους. Η εμπειρία της ζωής προσδίδει τα ανάλογα νοήματα., από τα βιώματα του καθενός, ξεχωριστά. Σήμερα οι κτηνοτρόφοι δεν τη χρησιμοποιούν πια. Η βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, την έβαλε στο περιθώριο. Παραμένει στα λαογραφικά μουσεία και στις ιδιωτικές συλλογές  ως μουσειακό είδος.

     Παλαιότερα οι στρατοί πολλών χωρών χρησιμοποιούσαν μάλλινες κάπες για να προστατευτούν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες στις εκστρατείες τους. Ο Μέγας Ναπολέων αγόραζε κάπες από την Ήπειρο και κυρίως από το Συρράκο και τους Καλάρρυτες , όπου υπήρχαν πολλοί και καλοί ραφτάδες. Αλλά και στην Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου άκμαζε η κλεφτουριά, η κάπα είχε την τιμητική της. Μεγάλωσε γενιές ξωμάχων της ελληνικής υπαίθρου αλλά και κλεφτών. Όλο το βιός των κλεφτών ήταν η κάπα τους και τα όπλα τους. Πολλοί Σαρακατσαναίοι αφηγούνταν περιπτώσεις που κλέφτες εφοδιάζονταν τρόφιμα, μάλλινα ρούχα και κυρίως κάπες από τις στάνες τους.

     Εκτός από τις μακριές, υπήρχαν και κάπες κοντές που φοριούνταν κανονικά σαν σακάκια οι ονομαζόμενες κοντόκαπες. Αλλά και στο χρώμα δεν ήταν πάντα μαύρες.   Αρχικά  οι κάπες, δεν βάφονταν, και ήταν  μούργκες. Το χρώμα τους ήταν ανοικτό γκρίζο. Οι μούργκες κάπες γίνονταν με υφάδι  μαλλιού από τα κανούτα γίδια, από αυτά δηλαδή που το χρώμα των μαλλιών τους ήταν ανοικτό γκρίζο.




     Εκτός από τις κλασσικές κάπες με υφάδι από τραγόμμαλο, πολλοί κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν και κάπες υφασμένες μόνο από μαλλί προβάτου. Ήταν περισσότερο ελαφριές και εύκολο να μεταφερθούν από το τσομπάνο στην καθημερινή πορεία του κοπαδιού. Οι κάπες αυτές χρησιμοποιούνται μόνο όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και δεν έβρεχε. Το μαλλί του προβάτου είναι απορροφητικό και η κάπα δεν μπορεί να είναι αδιάβροχη. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνταν από τους Σαρακατσαναίους.

     Η κάπα, ως ρούχο αντοχής και προφύλαξης  των βοσκών και των ανθρώπων της υπαίθρου από τις κακές καιρικές συνθήκες, συναντάται από πολύ παλιά. Το προσφυγάκι με την κάπα, ονομάστηκε μικρό μαρμάρινο αγαλματίδιο που βρέθηκε  στη Μικρά Ασία. Χρονολογείται από τον 1ο π.Χ αιώνα και μεταφέρθηκε στην Αθήνα από πρόσφυγες το 1922. Αναπαριστά ένα μικρό παιδί τυλιγμένο στην κάπα του να κρατά ένα  σκυλί στην αγκαλιά του. 
                                                           
     Τέλος, κλείνοντας αυτή τη μικρή βιωματική μου αναφορά στην κάπα του τσομπάνου, θα ήθελα να θυμίσω στους μεγαλύτερους το  γνωστό ποίημα του Γ. Δροσίνη  με τίτλο «ο ήλιος και ο αέρας». Εκεί όπου ο ήλιος με τον αέρα  μάλωσαν για το ποιος είναι ο δυνατότερος. Έβαλαν στοίχημα την κάπα του τσομπάνου, να βγάλουν από πάνω του. Νικητής ήταν ο ήλιος με τη ζεστασιά του.

Αλλά και μια στροφή από το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου  με τίτλο «ο γεροβοσκός».
Πάνω στη καπότα μου,
Φορεσιά και στρώμα μου,
Είδα ονείρατα γυρτός
Ξυπνητός και κοιμιστός.