portraita

 Η λέξη σύντροφος στους Σαρακατσάνους

Θωμάς Καλές και Νίκος Ντέτσικας - Μιτσικέλι 1952
Από το Λεύκωμα της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου

του Αθανασίου Γαλατά
Αν ανοίξουμε ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας θα διαβάσουμε στο λήμμα σύντροφος :

·   Αυτός που συνυπάρχει με κάποιον ή κάποιους και συνδέεται μαζί τους με στενή συναισθηματική σχέση, φίλος
·         Αυτός με τον οποίο συζεί κάποιος με ή χωρίς γάμο
·         Ο ακόλουθος

Οι Έλληνες αριστεροί των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων τη χρησιμοποιούν ως προσφώνηση μεταξύ συναγωνιστών και ομοϊδεατών.

Στους Σαρακατσαναίους, η λέξη σύντροφος, έχει μια ιδιάζουσα σημασία με προέλευση αρχαιοελληνική.

Όταν ο Σαρακατσάνος νομάς αποκαλεί κάποιον «σύντροφο», καταλαβαίνεις αμέσως ότι του προσδίδει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Διηγούνταν ο μακαρίτης ο πάπος : «Το 19 (1919) ήμαν σύντροφος με τον τάδε. Πόρεψαμαν πολύ καλά (περάσαμε καλά). Το 20 ήμαν σύντροφος με τον τάδε. Δεν πόρεψαμαν καλά, ήταν ανάποδος.» Τα γαλάρια τα έβοσκαν πάντα σε λιβάδι, δίπλα στα κονάκια και στο μπατζό. Αντίθετα τα στέρφα και τα ζυγούρια καθώς και τ’ άλογα έβοσκαν σε ποιο απομακρυσμένα λιβάδια. Ο στερφάρης και ο βαλμάς (ο βοσκός των αλόγων) θεωρούνταν παρακατιανές δουλειές και τις έκαναν νεαροί τσομπάνοι (αν και πολλές φορές τις διάλεγαν και έμπειροι γιατί δεν είχαν τρέξιμο και άγχος). Είχαν τη δυσκολία ότι διανυκτέρευαν μακριά από τα κονάκια και έχαναν όλα τα γλέντια και την κοινωνική ζωή.

Επειδή ήταν απομονωμένοι οι βοσκοί αυτοί που φύλαγαν τα στέρφα ή τα άλογα ήταν πάντοτε δύο, ακόμη και αν ο αριθμός του κοπαδιού δεν δικαιολογούσε δύο άτομα.

Μέτρο σοφό και πρακτικό. Αν ένας πάθαινε ένα ατύχημα, έσπαζε το πόδι του ή οτιδήποτε άλλο έκτακτο γεγονός, υπήρχε πάντοτε ο άλλος, ο σύντροφος να τον βοηθήσει. Και για λίγο μπορούσε να μείνει ο ένας μόνος και να πάει ο άλλος να αλλάξει στο κονάκι ή να βρεθεί σε μια «χαρά» ή σε κάτι άλλο αναγκαίο.


Και φυσικά ερχόμαστε στο ουσιώδες της ερμηνείας της λέξης : και οι δύο τρώγαν από τον ίδιο τρουβά. Σύντροφος κατά λέξη : συν και τροφή. Στις περισσότερες φορές αυτοί οι άνθρωποι δένονταν πολύ, ιδίως όταν τύχαινε να είναι «σύντροφοι» πολλά καλοκαίρια. Αποκτούσαν ένα ιδιαίτερο σύνδεσμο και ενώνονταν με βαθειά φιλία που τους ακολουθούσε δια βίου. Ακόμη και αν χωρίζονταν σ’ άλλα ταράφια, οι αναμνήσεις δεν έσβηναν.

Στην Αρχαία εποχή στα κλασσικά χρόνια, στα ελληνιστικά και στα βυζαντινά η λέξη σύντροφος έχει τη δικιά της ιδιαίτερη σημασία.

Αναφέρει ο διδάκτωρ φιλόλογος Κ. Σιαμάκης :
« Στην αρχαιότητα μια βασίλισσα ή αρχόντισσα ή πλούσια μητέρα δεν θήλαζε το βρέφος της η ίδια, αλλ’ ανέθετε το θηλασμό του σε μια δούλη του σπιτιού ή μια άλλη μισθωτή φτωχή γυναίκα, που είχε γεννήσει και αυτή περίπου μαζί της. Αυτή τη γυναίκα το αρχοντόπουλο που τη θήλαζε την είχε τροφό και τη σεβόταν έπειτα σ’ όλη του τη ζωή και την είχε πολύ έμπιστη · το δε φυσικό γιο της, μαζί με τον οποίο τη θήλαζε, τον είχε σύντροφο · και τον είχε και αυτόν ισοβίως πολύ έμπιστο του, ίσως περισσότερο και από αδελφό, διότι δεν ήταν  συγκληρονόμος».

Όπως καταλαβαίνετε τον πραγματικά αδελφό του τον είχε αντίπαλο στη διαδοχή και μοιρασιά του θρόνου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που σφάχθηκαν αδέλφια.

Αντίθετα ο «σύντροφος» του ήταν αυτός με τον οποίο είχε μεγαλώσει και αν τυχόν έπαιρνε το θρόνο σίγουρα αυτός ήταν ο πρωθυπουργός του ή ο αρχιστράτηγος του.

Τέτοια περίπτωση αναφέρεται στις πράξεις των Αποστόλων, που γράφτηκαν από το 50 έως 70 μ. Χ. , ο σύντροφος του Ηρώδη Β΄ ονόματι Μαναήν.


Ο όρος λοιπόν μεταπήδησε στους Σαρακατσαναίους διότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο που τρέφονται από κοινού ( με την ίδια τροφό ή από τον ίδιο τρουβά )και αναπτύσσουν μεταξύ τους έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο, δυνατό σαν δεσμό αίματος.

Είναι θαυμαστό πως η Σαρακατσανέικη λαλιά συνέδεσε αυτόν τον αρχαίο όρο και τον μετέφερε στην καθημερινή ποιμενική ζωή. Απ’ όλους είναι διαπιστωμένη και αδιαμφισβήτητη η ελληνικότητα της ράτσας μας, αλλά το πέρασμα αυτής της πανάρχαιας ορολογίας και η έξυπνη τροποποίηση της, δεν παύει να μας εκπλήσσει ευχάριστα.

Βέβαια, οι δύο σύντροφοι πάντοτε μαζί συνέτρωγαν και το αρνί ή το κατσίκι που κατέληγε στη σούβλα τους μετά από νυχτερινή εξόρμηση. Γιατί δικό σου σφαχτό να φας, ήταν κρίμα και αμαρτία.

Και μια που αναφερθήκαμε σ’ αυτά και οι λήσταρχοι του Ελληνικού κράτους, που ανάμεσα τους συγκαταλέγεται ικανός αριθμός «ημετέρων» , αποκαλούνταν μεταξύ τους «σύντροφοι». Εδώ πλέον έχουμε την έννοια της «συντροφιάς», της ομάδας.

Δεν είναι ένας ιδιαίτερος σύνδεσμος μεταξύ δύο ατόμων όπως ήταν στην αρχαιότητα ή μεταξύ των δύο τσομπαναραίων. Δεν υπάρχει η αρχαία καταβολή.

Ο στίχος του νεότερου αυτού δημοτικού τραγουδιού λέγει :
« Τα παλληκάρια τα καλά, συντρόφοι τα σκοτώνουν»

Είδε κι απόειδε η ελληνική πολιτεία και για την πάταξη της ληστείας προσέφερε αμνηστεία και τη χρηματική επικήρυξη σ’ όποιο ληστή έφερνε το κεφάλι του συντρόφου.

Βέβαια, στους δικούς μας αυτό το μέτρο δεν έπιασε. Όπως έλεγε και ο περιβόητος Μήτρος Τζατζάς : « Πάντα πήγαινα στους Σαρακατσαναίους, αυτοί δεν πρόδιναν ψυχούλα».