portraita

Θωμάς Σπανός
.

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα στις 13 Ιανουαρίου του 1932 στην Πέτρα της Κάρλας στα κονάκια. Η Πέτρα ήταν ενα Τούρκικο χωριό δίπλα στη λίμνη Κάρλα, που το πούλησε όταν έφυγε ενας Τούρκος στον Χατζηγάκη. Οι Σπαναίοι παλαιότερα λέγονταν Μητσογιανναίοι. Γιατι άλλαξαν το όνομα υπάρχουν δύο πληροφορίες. Η μία, κάποιος απ’ τους παππούδες δεν είχε πολλά γέννια και τον έλεγαν περίπου Σπανό. Και η άλλη, οι σπανοί άνθρωποι, έλεγαν ότι λένε τα περισσότερα ψέμματα. Μητσογιανναίοι, Σαρακατσαναίοι κι αυτοί, σήμερα υπάρχουν στο χωριό Μπαλτζί έξω απ’ το Συκούριο, που λέγεται Κυψελοχώρι.

Οι Σπαναίοι ήταν πάντα στο Περτούλι. Οι παππούδες οι Σπαναίοι ήταν έξι αδέλφια και μία αδελφή. Την αδελφή την είχαν παντρέψει με έναν Σαρακατσάνο Μακρυγιάννη στο Ναρθάκι. Τον παππού μου τον έλεγαν Θεόδωρο Σπανό του Χρήστου και στην εποχή του έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλη τη Θεσσαλία. Ο πατέρας μου λέγονταν Αλέξανδρος και υπηρέτησε στρατιώτης το 1909. Ξέρω την ιστορία του πατέρα μου και από το 1875 ήταν το καλοκαίρι κάτοικοι Περτουλίου. Η γιαγιά μου δε έλεγε ότι είχε δει και τον Κολοκοτρώνη. Η γιαγιά μου ήταν Σαρακατσάνα απ’ τους Γεροκωσταίους. Η μητέρα μου ηταν Φιλοκώστα το γένος Ξηρομερίτη. Οι Φιλοκωσταίοι ήλθαν αργότερα, σαν προσωπικό του Χατζηγάκη, περίπου το 1920. Ο Χατζηγάκης είχε την Πέτρα σαν κτήμα και οι Φιλοκωσταίοι (ιδιαίτερα ο Αριστείδης ο πατέρας της Τσικούλας) ήταν σαν προιστάμενοι στα πρόβατα, πολλά κοπάδια. 


Ο παππούς Θεόδωρος Σπανός


Ο παππούς Θεόδωρος Σπανός (χορεύει πρώτος αριστερά) – Περτούλι δεκαετία 1920

Δεν ήταν απ’ τα πρώτα χρόνια τσελιγκάδες και ήταν σαν τσιομπαναραίοι, πήγαιναν πότε εδώ και πότε εκεί. Από το 1900 και μετά, άρχισαν να δημιουργούν δικά τους περιουσιακά στοιχεία με έδρα πάντοτε, σαν καλύτερο λιβάδι το Περτούλι. Όταν λέμε περιουσία εννοούμε κτηνοτροφία, όχι γη. Και μάλιστα, όταν έγινε η απαλλοτρίωση των ακτημόνων στην Ελλάδα, βγήκε  ένας νόμος που έλεγε πως όποιος ήταν σκηνίτης και είχε ακόμα και 25 πρόβατα δεν δικαιούνταν αγροτικό κλήρο. Υπήρχαν τρομακτικά γεγονότα. Υπήρχαν γεγονότα, μια οικογένεια να έχει δυο παιδιά, να επιστρατευθούν στον Αλβανικό πόλεμο και τα δυο και στο χωριό που ήταν τα παιδιά αυτά ως τσομπαναραίοι, το χωριό να θέλει να τα διώξει για να μην αποκτήσουν δικαιώματα.


Ο Θεόδωρος Σπανός – Περτούλι 1927


ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ

Όλοι οι Σαρακατσαναίοι οπουδήποτε κι αν κατοικούν, πιστεύουν ότι είναι απ’ τα Άγραφα, τα κυρίως Άγραφα, τα Ευρυτανικά. Το χειμώνα δεν μπορούσαν να μείνουν στα Άγραφα και άλλοι κατέβαιναν προς το Ξηρόμερο και την Ήπειρο κι άλλοι προς τη Θεσσαλία και την Κωπαϊδα. Και σήμερα ακόμα στα Άγραφα υπάρχουν Σαρακατσαναίοι. Με τη συνθήκη του Ταμασίου (σήμερα λέγεται Ανάβρα Καρδίτσης), κατόρθωσαν αυτοί που έμεναν στην ορεινή περιοχή των Αγράφων, να συμφωνήσουν με το στρατηγείο των Τούρκων ειδικούς όρους και να μην πληρώνουν άμεσα τους φόρους.

Οι Σαρακατσαναίοι στο βιβλίο του Κολιόπουλου, οι περισσότεροι αναφέρονται σαν βλαχοποιμένες και ήταν διασκορπισμένοι και (πέρα από τις όποιες κατηγορίες) ήταν και κοσμοπολίτες. Παλαιότερα και σ’ όλη την Ελλάδα, όποιος είχε πολλά πρόβατα θεωρούνταν σαν να ήταν πλοιοκτήτης. Λόγω μετακινήσεων, ήξεραν πολύ περισσότερα για τις περιοχές από τους ντόπιους. Οι ντόπιοι είχαν ακουστά αλλά δεν ήξεραν. 


Ο Θεόδωρος Σπανός με τον συνταγματάρχη Μιχάλη Χατζηγάκη – Περτούλι 1937


Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ

Τα περισσότερα χρόνια των γονιών μου, βάση για να μένουν το χειμώνα ήταν η περιοχή από την Οιχαλία μέχρι το Κουτσόχερο, γιατί υπήρχαν μεγάλες ενοικιαζόμενες εκτάσεις και καλό μέρος για βοσκή. Οι Σπαναίοι που πήγαιναν εδώ στα παραπήνια μέρη, μία χρονιά έφυγαν από δω και πήγαν στην περιοχή των Φαρσάλων, στο Γεντίκι. Μια έκταση καθαρώς κτηνοτροφική και την ημέρα της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου του 1917, ενώ ήταν όλα έτοιμα να κωλοκουρίσουν τα πρόβατα, μια θεομηνία ρίχνει δυο μέτρα χιόνι. Και από 2.500 πρόβατα, το μόνο που είχε μείνει την άνοιξη ήταν τα κουδούνια, τίποτε άλλο. Μια φοράδα μάλιστα, μας έλεγε η μάνα μας, πάγωσε όρθια και όταν έλιωσαν οι πάγοι έπεσε κάτω, πάει. Και έκτοτε ξανάρχισαν πάλι να πηγαίνουν βοσκοί, δεξιά κι αριστερά. 


Χάρτης μετακινήσεων


Από τότε που γεννήθηκα εγώ το 1932, χειμαδιά κάναμε δυο χρόνια στην Κάρλα, τέσσερα χρόνια στη Γιάννουλη και το 1937 το φθινόπωρο ήλθαμε εδώ στα Βούναινα.

1932 - 1934 (Κάρλα). Γεννήθηκα στην Κάρλα και είμαι γραμμένος στα μητρώα αρρένων στο Σωτήριο. Εκει και βαπτίστηκα. Οι Καραγκούνηδες αγαπάν δύο ονόματα πάρα πολύ. Το Βάιος και το Θωμάς. Ο νονός μου από το Σωτήριο ήταν ψαράς στη λίμνη Κάρλα και γνωρίστηκαν με τον πατέρα μου, που ήταν εκει με τα πρόβατα και ζήτησε να γίνουν κουμπάροι. Τότε δεν έλεγαν οι γονείς πως θα πουν το παιδί και παρ’όλο που ο πατέρας μου ήθελε να με δώσει το όνομα του αδελφού του που δεν είχε παιδιά, γίνεται η βάπτιση με το όνομα Θωμάς. Έξω φρενών ο πατέρας μου και η μάνα μου να κλαίει και να οδύρεται, αλλά το όνομα έμεινε Θωμάς.

1934 - 1937 (Γιάννουλη). Το 1934 μεταφερθήκαμε στη Γιάννουλη που έμεναν άλλοι συγγενείς. Εκει μείναμε μέχρι το 1937. Στη Γιάννουλη ήταν το κτήμα του Χαρακόπουλου, που το είχε πάρει απ’ τους Τούρκους με τις εγκαταστάσεις που είχε για τους κολλίγους. Στα σπίτια των κολλίγων μέναμε εμείς. Είχαμε κάνει ιδιωτική συμφωνία και πληρώναμε στην κοινότητα.

1937 - σήμερα (Βούναινα). Στα Βούναινα ήλθαμε εδώ για να ξεχειμάσουμε. Τότε δεν υπήρχαν τρακτέρ και η καλλιέργεια των χωραφιών γινόταν με τα ζευγάρια και δεν μπορούσε κάποιος να σπείρει πολλά στρέμματα. Και ο αγροτικός κλήρος που υπήρχε για τους μονιμους κατοίκους ήταν μικρός και τα περισσότερα ήταν βοσκότοποι, αχανείς εκτάσεις.  Μας άρεσε το μέρος και καθήσαμε πληρώνοντας στην κοινότητα κάποιο τίμημα.


Περτούλι 1937 – Οικογένεια Σπανού. Στο κέντρο ο Θεόδωρος Σπανός και με τη φουστανέλλα ο λαογράφος Αλέξανδρος Χατζηγάκης.


Όταν ήλθαμε εδώ, μέναμε σε σπίτια. Στο χωριό είχαν έλθει το 1924 πρόσφυγες 780 ατομα από τη Μικρά Ασία. Η αλλαγή όμως του κλίματος από την Τουρκία εδώ, δεν τους έπιασε καθόλου και με τα κουνούπια υπήρχε μαλάργια. Το 1937 που ήλθαμε εμείς εδώ υπήρχαν μόνο 250 άτομα, άλλοι έφυγαν και άλλοι πέθαναν. Το κράτος τους είχε δώσει σπίτια κι έτσι εμείς βρήκαμε σπίτια από αυτούς που ειχαν φύγει. Μείναμε εδώ σ’ αυτό το σπίτι και αργότερα το αγοράσαμε. Ο πατέρας μου ήλθε εδώ με 250 πρόβατα. Τα μαντριά τα είχαμε εξω απ’ το χωριό. Η διαγωγή μας ήταν άριστη και όταν έγινε ο αναδασμός, μας έβαλαν εμάς τα τρία αδέλφια να μοιράσουμε τα κτήματα τους. Εδώ στα Βούναινα Σαρακατσαναίοι είμαστε εμείς οι Σπαναίοι, οι Διπλαίοι, οι Καραμπουζαίοι και οι Παλαμιδαίοι.

Όταν ήμαν μικρός, περίμενα κι εγώ να μεγαλώσω σαν τα αδέλφια μου και να πάω κι εγώ κοντά στα πρόβατα. Πήγαινα για βοηθητικές δουλειές, αλλά όχι να φυλάξω πρόβατα. Να βαρέσω στρούγκα, να μεταφέρω το γάλα και άλλες. Από 12 το πολύ 15 ετών μετά ένα παιδί ήταν τζιομπάνος. 


Φωτογραφία από τη διαδρομή σε Σαρακατσάνικο γάμο (Β.Παρλάτζα και Α.Βωβούσα) – Περτούλι 1923


Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ

Οι Σαρακατσαναίοι, τον ερχομό της άνοιξης τον περίμεναν σαν να είναι στη φυλακή και να βγουν έξω. Η κτηνοτροφία δεν στηρίζονταν τότε στην προσπάθεια του ιδιοκτήτη, αλλά στις ανωμαλίες του καιρού. Καλός ο χειμώνας; ζούσες. Άσχημος ο χειμώνας; έπαιρνες το κουδούνι και τελείωνες, πάλι απ’ το μηδέν. Κι όταν έβγαινε το πρώτο λουλούδι, το λεγόμενο γελατσούρι, η κάτσαινα. η γκορτσιά, έλεγες έρχεται η άνοιξη.

Πρώτη δουλειά ήταν να κωλοκουρίσουν τα πρόβατα. Πρώτα τα στέρφα γιατί ήταν λίγο πιο ζωηρά και δεν άταν αχαμνά και το μαλλί πρέπει να κινείσαι λίγο για να το κόψεις. Αυτό γινόταν περίπου στα μέσα Φεβρουαρίου. Εντός του Απριλίου κωλοκούριζαν και τα γαλάρια κι αυτό για να μην λερώνεται το γάλα από την ουρά κατά το άρμεγμα. Και τα κούρευαν κάτω, έτσι ώστε όταν βγουν στα βουνά να έχει βγάλει μαλλί η προβατίνα και να μην κρυώνει. Περισσότερο κίνδυνο διέτρεχαν αυτοί που πήγαιναν στη Μακεδονία, αν και ξεκινούσαν πιο αργά, πάντοτε τον Μάιο.

Ο πατέρας μου έβλεπε απ’ τον κάμπο τα χιόνια πάνω απ’ τα Τρίκαλα και έλεγε : να ! ξεχιονίστηκαν απάνω, θα φύβγουμε. Οι Θεσσαλοί οι περισσότεροι είχαν και τον Όλυμπο. Άμα έβλεπαν τα χιόνια να έλιωναν και έβλεπαν να λιώνει και στον Κίσσαβο έλεγαν : τελείωσε, φύγαμε !

Οι γυναίκες πολλές φορές είχαν και κορίτσια για παντρειά. Και έλεγαν μήπως γίνει το τυχερό στον κάμπο, μήπως στα β’νά ; Και έτσι είχαν την προίκα πάντοτε μαζί τους. Και έτσι φόρτωναν και έστελναν τα αλαφρώματα και τα προικιά στο μέρος που θα πήγαιναν. Και τα άφηναν συνήθως σε φιλικά σπίτια, όπου πήγαιναν, στο Περτούλι, στη Δέση, στην Κρανιά η αλλού. 


Ο Θωμάς Σπανός – Περτούλι 1940


Μετά άρχιζαν οι ετοιμασίες. Να ετοιμάσουν τα άλογα, να φέρουν τον σαμαρά και έβαζαν τα σαμάρια μια βδομάδα νωρίτερα. Τα άλογα τον χειμώνα ήταν ελεύθερα. Υπήρχε ειδικός τόπος για να βοσκάν τα άλογα και έφκιαναν τον λεγόμενο οβορό. Πήγαιναν όλοι και μάζευαν παλιούρια και έφτιαχναν έναν φράχτη ψηλό και τα ‘βαζαν μέσα. Ο τζιομπάνος που φύλαγε τα άλογα λέγοταν βαλμάς. Εκει που βόσκαγαν τα άλογα, έλεγαν δεν περνάει πρόβατο. Το πιό χειρότερο στη βοσκή είναι το άλογο, ξεριζώνει τα πάντα. Ενώ η αγελάδα το γλείφει το χορτάρι, το άλογο το πιάνει σαν τανάλια.

Άμα ήταν ήρεμο το πλάρι το ‘πιαναν, αλλιώς έβαζαν δίχτυ, τη λεγόμενη αμάλια. Τα άλογα για να τα πιάσεις υπήρχαν δύο τρόποι. Οι πιό δυνατοί άντρες, έπαιρνε ο ένας μια τριχιά και ο άλλος ήταν από δω και τ’ άλογα έπρεπε να περάσουν ομαδικά. Όταν έρχονταν αυτό που ήθελαν να πιάσουν, τα άλλα περνούσαν ελεύθερα. Όταν έρχονταν αυτό που ήθελαν να περάσει, σήκωναν την τριχιά πάνω και το έπιαναν απ’ το λαιμό. Έκανε πίσω αυτό και γρήγορα-γρήγορα αυτοί τύλιγαν το σχοινί και το έριχναν κάτω. Αν δεν το σαμάρωναν εκείνη την ημέρα, το άφηναν δεμένο με την τριχιά στο πόδι. Την  άλλη την ημέρα δεν χρειάζονταν να ξαναβάλουν αμάλια.  Το σαμάρι δεν το δέχονταν κι άρχιζε να πηδάει και να κλωτσάει. Τοτε το έβαζαν μασχαλίτσες. Απ’ το σαμάρι μπροστά κι από τα μπροστινά τα πόδια κάτω απ την αμασχάλη, κάναν μια θηλειά και το έδεναν το σαμάρι και δεν γύριζε. Όχι σφιχτά όμως για να μην το πληγώσουν.

Πριν ξεκινήσουμε, πήγαινε ένας απάνω, να δει άμα έβγαλε χορτάρι. Όταν ξεκινούσαν να φύγουν, αφού ετοίμαζαν όλα, σαμάρια και τα λοιπά απαραίτητα, δεν άφηναν τίποτα πίσω εκεί που έμεναν. Αλλά και σχετικά με την καθαριότητα, εάν αύριο το πρωί πέρναγες θα διερωτώσουνα ποιοί έμεναν. Δεν τους περίσσευε και τίποτα στο κάτω κάτω της γραφής. Τι ν’ αφήσουν, όλα ηταν φορητά. Κρέμαγαν όλα τα υπάρχοντα, τα καρδάρια και τα ρούχα και προτιμούσαν στο καραβάνι, από πάνω να βάζουν ωραίες βελέντζες. Έπερναν τα υπάρχοντα που δεν θα τα βρουν στο βουνό, τον μπακαλιάρο, το λουκούμι, το τσίπουρο και άλλα.


Ο Θωμάς Σπανός (στη μέση) με τον αδελφό του Γιώργο (δεξιά) και τον εξάδελφο του Γιάννη Φιλικώστα (αριστερά) – Περτούλι 1939


Η ΣΤΡΑΤΑ

Στη στράτα πηγαίναμε στο ίδιο μέρος και την ίδια στάση, όπως κάνουν τα χελιδόνια. Τη στράτα εμείς από δω για το Περτούλι την κάναμε γύρω στις οκτώ μέρες. Οι Σταυροθοδωραίοι που ήταν εδώ δίπλα, για το Βέρμιο κάναν γύρω στις είκοσι πέντε. Πάντοτε μ’ αυτούς που θα κάναμε παρέα το καλοκαίρι, συνεννοούμασταν που θα συναντηθούμε. Να μην πάει ένας νωρίτερα και φάει το λιβάδι κι ο άλλος αργότερα. Συνήθως ο τόπος συνάντησης ήταν η Φαρκαδώνα. Αυτοί από την Πέτρα έφευγαν δυο μέρες νωρίτερα και συναντιώμασταν και ξεκινούσαμε μαζί να πάμε απάνω.

Κατ’ αρχήν, υπήρχε το ΄΄σιά μπροστά΄΄ με τη βαβά, με τα μικρά τα παιδιά και κάνα γουρουνάκι. Εμένα και η βάβα μ’ και η μάνα μου πήγαιναν αρκετές φορές σιά μπροστά. Τους παππούδες, αν ήταν κάνας ανήμπορος, τον πάγαιναν μπροστά και τον άφηναν κάπου και περίμενε το καραβάνι, η τον άφηναν πίσω με κάποιο μικρό παιδάκι κι έρχονταν μετά και τον έπαιρναν.

Ξεκινούσαμε λοιπόν περίπου 25 άτομα με καμμιά δεκαριά φορτωμένα άλογα κι αν ήταν και κάνα μικρό παιδί, πανωσάμαρα. Τα πρόβατα δεν πήγαιναν μαζί με το καραβάνι. Τα καραβάνια ταξίδευαν την ημέρα, ενώ η προβατίνα άμα είχε σαράντα βαθμούς, πως θα περπάταγε. Περπάταγαν νύχτα, να βοσκήσουν κι όλας και να παν και σιγά-σιγά και ήξεραν που θα γίνονταν κονάκι. Εκεί οι γυναίκες έφτιαχναν μια πρόχειρη στρούγκα, αν είχαν κάνα παλούκι το ΄μπηγαν η έβαζαν δυο σαμάρια. Άπλωναν μια τριχιά και έκαναν τον κύκλο και έβαζαν τσόλια η κουβέρτες. Πανιά δεν είχαμε ποτέ.  


Ο Θωμάς Σπανός με τον εξάδελφο του Γ. Φιλικώστα – Περτούλι 1950


Πρώτο κονάκι κάναμε σ ένα χωριό που λέγεται Πέτρινο, εκεί είναι οι Γκαρελαίοι. Τα πρόβατα έφευγαν απ’ το βράδυ και ξημέρωναν εκεί. Εμείς φεύγαμε χαράματα και το καραβάνι έφτανε εκεί γύρω στις δέκα η ώρα το πρωί. Το πρώτο καραβάνι πάντοτε γίνεται κοντά, μήπως λείπει κάτι, να είναι εντός ορίων ελέγχου. Το δεύτερο κονάκι γίνονταν στη Φαρκαδώνα. Πάντοτε κάναμε τσιατούρες. Που θα πήξεις το τυρί, που θα βάλεις τα μικρά τα παιδιά. Το απόγευμα έφευγαν τα πρόβατα και έβγαιναν στο Πετρόπορο μετά τον Κλωκοτό. Περνώντας μέσα από τα μεγάλα χωριά που δεν είχαν κτηνοτροφία, έβγαινε ο κόσμος για να δει τα πρόβατα, τα κουδούνια και τα κυπριά. Συνήθως η νύφη η η υποψήφια κοπελα, έμπαινε πρώτη ντυμένη πάντοτε καλά. Φορούσαν ποδιές, προτιμιτέες στους Σαρακατσιαναίους στο ζαχαρίσιο το χρώμα και το κόκκινο αλλά λίγο πιο ανοικτό. Τέταρτο κονάκι στο Μεγαλοχώρι πριν τα Τρίκαλα και μετά έξω απ’ τα Τρίκαλα, ακριβώς εκεί που τώρα είναι το ΚΤΕΛ. Την επόμενη μέρα κάναμε κονάκι σ ένα χωριό που λέγεται Πηγή και μετά την άλλη μέρα έξω απ’ την Πύλη. Στην Πύλη ήταν συναγερμός. Και να ήθελες να μείνεις κάπου δεν μπορούσες να μείνεις, δεν είχε μέρος για να καθήσεις. Έπρεπε να φύγεις, σαν ν ανέβεις στο καράβι και να βγεις απέναντι. Από την Πύλη ξεκινούσαμε με τα πρόβατα στις δυο η ώρα το μεσημέρι και την άλλη μέρα το ξημέρωμα φτάναμε στο Περτούλι. Οι οικογένειες έφταναν αργότερα και συναντιώνταν με τα κοπάδια στα λιβάδια, εκεί που γίνεται το αντάμωμα.

Εκεί γίνονταν η διανομή των λιβαδιών. Και η κοινότητα, αλλά κυρίως οι κτηνοτρόφοι οι Σαρακατσαναίοι έκαναν μεταξύ τους ένα συμβούλιο (κοντορίσιο το΄λεγαν) για το μοίρασμα των λιβαδιών. Τα λιβάδια ήταν εκεί που γίνεται το αντάμωμα, δεξιά το ένα και το άλλο στο χωριό το Περτούλι απάνω. Τα λιβάδια οι Σαρακατσαναίοι τα χώριζαν με σύρματα, αλλά υπήρχαν και αψιμαχίες. Και των αδελφών να ήταν τα πρόβατα, οι τσιομπαναραίοι μεταξύ τους βάλονταν, να μην παραβιαστούν τα όρια. Οι Σαρακατσαναίοι όμως ποτέ δεν πήγαν στο δικαστήριο από παρεξήγηση, γιατί δεν συμφωνούσαν.

Η στράτα κράτησε μέχρι το 1956 και τα φορτηγά άρχισαν να εμφανίζονται το διάστημα 1956 – 1957. Συνήθως τα φορτηγά τα είχαν Βλάχοι απ’ το Γαρδίκι και η μεταφορά των προβάτων επιδοτούνταν. Αρχικά ήταν κυρατζήδες και μετά πούλησαν τα μπλάρια και πήραν αυτοκίνητα. 


Ο Θωμάς Σπανός – Περτούλι 1964


ΞΕΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟ ΣΤΟ ΠΕΡΤΟΥΛΙ

Μέσα στο Περτούλι είμασταν εμείς οι Σπαναίοι, οι Παναίοι και οι Φιλοκωσταίοι. Να σου πω, πως όλοι οι Σαρακατσαναίοι, αναξαρτήτως που ζουν σήμερα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία η αλλού, έχουν περάσει από το Περτούλι και έχουν καταχωρηθεί στην εφημερίδα τα ονόματα και τα στοιχεία. Το πρώτο αντάμωμα όταν έγινε, καταχωρήθηκαν όλα τα ονόματα αυτά με έρευνα που είχα κάνει εγώ, ποιοί είχαν περάσει απ’ το Περτούλι. Επειδή πήγαιναν κάθε καλοκαίρι εκεί οι Σπαναίοι, κάποια στιγμή θέλησαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους ως μόνιμοι κάτοικοι, με κάποιο νόμο που τους βοηθούσε. Νομικό σύμβουλο είχαν κάποιον δικηγόρο από τα Τρίκαλα που λεγόταν Δημήτριος Παππάς. Είτε με τον ορθόδοξο, είτε με τον πλάγιο τρόπο, κατόρθωσαν να πάρουν τα δικαιώματα και το 1904 ο παππούς μου ήταν δημότης και έγινε και πρόεδρος της κοινότητας Περτουλίου.  Σαρακατσάνος πρόεδρος σε Βλάχικο χωριό. Είχαν τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι οι Περτουλιώτες και δεν πλήρωναν για τα ζώα ως ετεροδημότες. Στο Περτούλι, εάν εξαιρέσουμε τους επιχειρηματίες, οι Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι ήταν απ’ τους μόνιμους κατοίκους σε καλύτερη κατάσταση. Στιγμή κατά την οποία έβαζαν κάποιον υπoψήφιο από τους Σαρακατσαναίους, υποτίθεται έχαιραν κάποιας ιδιαίτερας εκτίμησης, όπως κι εμείς σ’ αυτούς. Με κουμπαριές, χωρίς διαφορές στους γάμους και στις χαρές και οι γυναίκες να έχουν περισσότερες σχέσεις μεταξύ τους.

Στο Περτούλι μέναμε σε καλύβι, αλλά καλυβι όχι με άχυρα, καλύβι υποτυπώδες που έμοιαζε σαν σπίτι. Δίπλα καλύβια με παράθυρα και με ειδικό πλέξιμο και ο τοίχος γύρω–γύρω σοβατισμένος, παλαμισμένος κι έμοιαζε σαν σπίτι. Κάθε ένας είχε το καλύβι του, μέσα στο χωριό. Ορθά καλύβια στο Περτούλι δεν είχαμε. Είχαμε και καλοκαιρινό σχολείο και πηγαίναμε μαζί με τους ντόπιους. Εμείς σαν παιδιά στην καθημερινή ζωή φορούσαμε ρούχα που ανταποκρίνονταν στην εργασία μας, όλα μάλλινα, μέχρι και το σώβρακο και τσαρούχια στα πόδια. Οι Σαρακατσαναίοι στο Περτούλι είχαν όπλα, οι χωριάτες κανένας. 

Το Περούλι ήταν μία μικρογραφία του Μυστρά. Έβγαλε Πρωθυπουργό, δημάρχους και μόνιμος κάτοικος ήταν ο πρόεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου, όλοι αυτοί Βλάχοι. Έχω μία φωτογραφία όπου ο Χατζηγάκης, ο δήμαρχος Τρικάλων είναι ανάμεσα σε Σαρακατσαναίους με φουστανέλλα, ενώ δεν φορούσε φουστανέλλα. Ο δε Αλέξανδρος Χατζηγάκης, λάτρης των Σαρακατσαναίων, φρόντιζε κάθε χρόνο για τον δάσκαλο και έπαιρνε όλους τους γονείς και υποδέχονταν με φουστανέλλα τον δάσκαλο.

Υπήρχαν επιρροές από το τοπικό στοιχείο, γιατί όπου ζεις πας να προσαρμοστείς. Θυμάμαι το 1940 να χορεύουν τα παιδιά και τα κορίτσια το λεγόμενο Fox, αγκαλιαστό. Έλεγαν παλιότερα οι Σαρακατσαναίοι : Κάθε χώρα και τσακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη. Όπου μένεις προσαρμόζεσαι. Δίπλα στο Νεραιδοχώρι οι Σουρλαίοι και οι Σουκιαίοι είχαν σπίτια δικά τους και με εικονογραφήσεις με ζωγράφους εκλεκτούς. Η συνύπαρξη όμως αυτή είχε και αρνητικές καταστάσεις, γιατί άρχισε να χάνεται η Σαρακατσάνικη παράδοση.


Φωτογραφία του 1925 - Περτουλιώτες και ανάμεσα τους ο Σωτήρης Φιλοκώστας και οι Θεόδωρος και Αλέξανδρος Σπανός


ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Υπήρξε ένας νόμος το 1929, μετά τη ληστεία του Τζιατζιά, ότι όλοι οι ποιμένες οι Σαρακατσαναίοι να μεταφερθούν από την ύπαιθρο εντός οικισμών. Κανένας από τα βουνά του Ασπροποτάμου δεν έμεινε έξω για να μην υποθάλπουν ληστές.  Τα μαντριά ήταν 2–3 ώρες μακρυά στο βουνά, αλλά οι κατοικίες ήταν στα χωριά. Σε κάποιες περιοχές που οι Σαρακατσαναίοι πήγαιναν με το βοηθητικό επάγγελμα του τσιομπάνου, τους εμπιστεύονταν οι ντόπιοι, οι άρχοντες του χωριού, γιατί τους εξυπηρετούσαν. Ο κάθε τζιομπάνος δικαιούνταν απαλλαγή του φόρου του κοινοτικού για 20 πρόβατα. Εάν είχε 4 παιδιά απαλάσσονταν για 80 πρόβατα και πλήρωνε τα άλλα ως ετεροδημότης.  Τα πρόβατα τα οποία περίσσευαν, τα έγραφε ο πραγματικός ντόπιος κτηνοτρόφος επ’ ονόματι του, για να μην φαίνονται δικαιώματα. Οι ντόπιοι απέφευγαν και δεν ήθελαν να αποκτήσουν δικαιώματα οι ετεροδημότες. Όσοι δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι, είτε νοίκιαζαν κάποια λιβάδια για να πληρώνουν, είτε τα πρόβατα τα δικά τους τα δήλωνε ένας Βλάχος κτηνοτρόφος και συν τω χρόνω με πλάγιο τρόπο προσπαθούσαν να αποκτήσουν δικαιώματα. Πολλοί ήταν ετεροδημότες, στο Περτούλι ήταν τριάντα–σαράντα οικογένειες και άλλοι πενήντα–εξήντα στην Κρανιά.


Από αριστερά : Χρήστος Μπάτζιος, Αλέξανδρος Σπανός, Κίτσιος Φιλοκώστας (όρθιος), Μιχάλης Χατζηγάκης, Αθανάσιος Μπάτζιος, Χρήστος Φιλοκώστας, Ευάγγελος Γαζώτας, Αριστείδης Φιλοκώστας, Βασίλειος Σαμαράς (όρθιος), άγνωστος, Σωτήρης Φιλοκώστας, Μιλτιάδης Φουρλίγκας – Περτούλι 1954


Η Ελάτη δεν είχε κανέναν Σαρακατσάνο. Μόνο μία κοπέλα που την είχε κλέψει κάποιος Παπαναστασίου, την αγάπησε εκεί που έκοβε ξύλα και την πήρε. Απέναντι στους Καλογήρους υπήρχε μία οικογένεια, η οποία υπάρχει και τώρα, αλλά δεν θυμάμαι το όνομα της.

Από το Περτούλι όπως παίρνουμε το ποτάμι, όπως πάει για τον Αχελώο, δεξιά είναι όλοι Βλαχόφωνοι. Στο απέναντι μέρος είναι ντόπιοι και δεν μιλάει κανένας τα Βλάχικα.

Στο Νεραιδοχώρι δίπλα ήταν οι Σουρλαίοι, οι Σουκιαίοι και ενας Δίπλας.

Στην Πύρρα ποτέ κανένας Σαρακατσάνος δεν μπόρεσε να πάρει τα δικαιώματα για να είναι μόνιμος κάτοικος. Ήταν τόσο οργανωμένοι οι Βλάχοι και αντιδρούσαν πάντοτε να μην μπει ξένος μέσα, μέχρι και δικαστήρια έγιναν. Υπήρχαν κάποιοι αλλά όχι ως δημότες,. Η ήταν ενοικιαστές στα δικά τους, η ήταν σμίχτες σε κάποιον άλλον. Υπήρξε ένας όμως, ο Χρήστος ο Μπελαλής. Για να αποκτήσει τα δικαιώματα στην Πύρρα, πήρε μία κοπέλλα από εκεί, μοναχοκόρη και η οποία ήταν κληρονόμος των δικαιωμάτων. Ποτές όμως δεν τον επέτρεψαν τα ζώα που είχε να τα γράψει επ’ ονόματι του. Τα έγραφε πάντοτε επ’ ονόματι της γυναίκας του, για να μην πάρει δικαιώματα.

Στη Δέση υπήρξαν πάρα πολλοί Σαρακατσαναίοι που έχουν περάσει, αλλά δικαιώματα είχαν μόνο τρία αδέλφια οι Καραμπουζαίοι. Όπως στην Πύρρα με τον Μπελαλή, ένας απ’ τους Καραμπουζαίους πήρε μία κοπέλλα με την προοπτική να μην τρέχουν πότε στην Κρανιά και πότε στο Ανήλιο. Όχι του ειπαν, τα δικαιώματα μόνο επ’ ονόματι της γυναίκας σου. Και μετά από χρόνια, είτε ορθόδοξα είτε παράδοξα έγιναν. Ξέρεις πόσα προβλήματα έχει λύσει η τσαντήλα με το τυρί.

Στην Κρανιά είναι τα Κονάκια, χωριό ολόκληρο που είναι οι Σταυροθοδωραίοι, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι και μετά απ’ αυτούς πάρα πολλοί. Η Θεσσαλία απελευθερώθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1881 και προσαρτήθηκε στο Ελληνικό κράτος. Τότε τα σύνορα ήταν στη Μελούνα. Και στις 17 Σεπτεμβρίου έγινε μία απογραφή, γιατί οι Τούρκοι ακόμα διεκδικούσαν. Την έχω αυτή την απογραφή, όποτε θέλεις στη διάθεση σου. Στην απογραφή δεν αναφέρεται ότι τα Κονάκια της Κρανιάς κατοικούνταν.


Ο Θωμάς Σπανός στο Περτούλι (θέση Παλαιομονάστηρο) το 1961


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΥ

Τον Οκτώβριο του 1940 είμασταν απάν στο Περτούλι. Σ ένα έλατο μέσα, βρήκε ο σ’χωρεμένος ο αδελφός μου ένα μελίσσι άγριο και πήγαμε να το χαλάσουμε και την ώρα που ερχόμασταν να μπούμε στο Περτούλι, βλέπουμε τον κόσμο μαζεμένο. Βλέπουμε περνάει ένα αεροπλάνο Ιταλικό και ρίχνει κάτι προκυρήξεις και πάει προς την Άρτα. Λέμε τι συμβαίνει; Μαθαίνουμε εκει, επιστράτευση. Άρχισε ο κόσμος να περνάει, τρεις τέσσερις μαζί κι ολοι τραγουδώντας. Τον Νοέμβριο κατεβαίναμε προς τα κάτω και μέχρι την Πύλη συνέχεια βλέπαμε κόσμο να πηγαίνει να καταταγούν στρατιώτες. Φτάνοντας στα Τρίκαλα βλέπαμε κόσμο να πηγαίνει για το μέτωπο και στη Φαρκαδώνα όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά.

Είχα έναν μπάρμπα Δίπλα, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον πόλεμο της Μικράς Ασίας το 1922 και είχε αιχμαλωτιστεί για αρκετά χρόνια και το βράδυ με τον πατέρα μου τα συζητούσαν. Οι δικοί μας έλεγε είναι μαθημένοι στα βουνά, αυτοί δεν είναι και θα μπλέξουν κι όπως έγινε.

Όταν αναπτύχθηκε το αντάρτικο στο Περτούλι, όσοι είχαν απωθημένα, τουλάχιστον από μας, προσπάθησαν εκεί να τα βγάλουν. Πρώτα απ’ όλα υπήρχε πρόβλημα πείνας. Το Περτούλι δεν είχε ποτέ πρόβατα δικά του. Οι ντόπιοι κάτοικοι Περτουλίου, είχαν οικογενειακού τύπου κτηνοτροφία, είχαν δυο αγελάδες, δυο γίδες και μια πρατίνα, τέτοια πράγματα. Για τα προς το ζην, πολλοί Περτουλιώτες ήταν τεχνίτες στα τυροκομικά είδη. Τα μεγάλα κοπάδια τα είχαν οι Σαρακατσαναίοι. Ο Χατζηγάκης μόνο είχε χίλια πρόβατα, δυο οικογένειες Χατζηγακαίοι από πεντακόσια. Αλλά κι αυτοί δεν είχαν τα πρόβατα για βιοποριστικό επάγγελμα, τα είχαν για το γάλα και το τυρί.


Ο Θωμάς Σπανός μ’ ένα μικρό γαιδουράκι – Τύρνα 1953



Ο Θωμάς Σπανός σε κυνήγι – Περτούλι 1950


Εμείς οι Σαρακατσαναίοι δεν πεινάσαμε. Έλεγαν τότε, όσοι έχουν ζωντανά θα ζήσουν, όσοι δεν έχουν ζωντανά δεν ζουν. Θα φας γάλα, θα φας κρέας, κάτι θα κάνεις. Αλλά είναι και ένα άλλο. Εκείνος που είχε πενήντα στρέμματα αμπέλια και γίνοταν μια σύρραξη δεν μπορούσε τα αμπέλια να τα πάρει από δω και να τα πάει στα Άγραφα. Ενώ τα πρόβατα τα πήγαινε όπου ήθελε.

Τα αρνιά υπήρχαν μέχρι τον Μάιο, μετά τον Μάιο δεν υπήρχαν. Λεν και το εξής ανέκδοτο : Άμα έρχονταν κάνας κλέφτης στα κονάκια έλεγαν : τι θες καπετάνιο εσυ ; και αυτός ελεγε, δεν θέλω τίποτα, ένα μόνο κομματάκι σηκώτι, αλλά για να φάει το σηκώτι έπρεπε να σφάξει το ζωντανό.

Το 1940 που έγινε ο πόλεμος είμασταν στο Περτούλι και βγαίναμε μέχρι το 1947 το φθινόπωρο. Δεν φύγαμε ποτέ από το Περτούλι εκτός από τη περίοδο του εμφυλίου 1948, 1949. Ξαναβγήκαμε επάνω το 1950 και απο τότε, έζησα εκεί ως κτηνοτρόφος μέχρι το 1960.


Γάμος Θωμά Σπανού και Ελένης Σταυροθόδωρου – 20 Απριλίου 1960



Γλέντι στο Περτούλι – Δεκαπενταύγουστος 1958 – Εντυπωσιάζει το φορητό σαντούρι


Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Όταν πήγαν οι Σαρακατσαναίοι στα χωριά για να ζήσουν ανέπτυξαν κάποιες δραστηριότητες. Έλεγαν, ποιός τα’χει καλά με τον τάδε, ποιός είναι αυτός που παίζει κάποιο ρόλο. Να τον κάνει κουμπάρο, να πάει χαιρετήματα από κάποιον, να δημιουργήσουν σχέσεις αγαθές με τους χωριάτες. Και καπετάνιος να’τανε, έκανε τον ψόφιο κοριό, μέχρι ποτε ν’ ανέβει το σκαλοπάτι, δεν είμαστε αθώοι. Οικόπεδο έπαιρναν στην άκρη του χωριού, γιατί τους εξυπηρετούσε και στη δουλειά τους.

Σημαντικά ονόματα σε όλη τη Θεσσαλία ήταν πέντε : η οικογένεια Ράπτη απο την Πηνειάδα, ο Μήτσος Λιούπης απ την Αγία Τριάδα, ο μπάρμπα Γιώργος ο Γκαρέλης από το Πέτρινο, ο μπάρμπα Κώστας ο Νανάς απ’ το Λουτρό και όλοι οι Σουφλαίοι. Συζητούνταν τα ονόματα αυτών πολύ και όταν κάποιος ήθελε μια βοήθεια για κάποιο περιστατικό, πήγαινε στον ανάλογο άνθρωπο. Αυτοί ήταν και βέβαια και κάποιοι άλλοι, αλλά για να βγάλουμε ένα κιλό βούτυρο πρέπει να χτυπήσουμε οκτώ κιλά γάλα.

Για την ίδρυση του συλλόγου, έχω την εντύπωση πως αυτή η δουλειά άρχισε από τους πιό κατάλληλους ανθρώπους. Και επειδή ήταν πεινασμένοι ο Σαρακατσαναίοι από δραστηριότητες, το αγκάλλιασαν αυτό το πράγμα. Όσο ήταν απ’ όξω από το σύλλογο, μεσα όμως τρώγονταν σαν τα σκυλιά. Την καλή συννενόηση εμείς οι Σαρακατσάνοι δεν την έχουμε και τόσο καλά.


Πανελλήνιο συνέδριο συλλόγων Σαρακατσαναίων – Αθήνα 1981- ο Θωμάς Σπανός δεύτερος από αριστερά



Ο Θωμάς Σπανός με τον Βασίλη Τσιαούση και τον Δημήτρη Κυργιάννη – 1981


Ο σύλλογος ήταν αυτοφυής. Ο Νίκος ο Κατσαρός άρχισε πρώτα με έναν Πολύζο απο τον Βόλο και με έναν μπάρμπα Γιώργο Γιαννακό που ακόμα ζει στο Βελεστίνο. Πρώτα έγιναν οι κτηνοτροφικοί σύλλογοι και μετά έγινε ο σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλίας. Υπήρξαν άνθρωποι αξιόλογοι που υπηρέτησαν τον θεσμό του συλλόγου, αλλά και άνθρωποι κατωτέρας ποιότητος. Ήμουν μέλος του συμβουλίου του συλλόγου της Λάρισας και μάλιστα βγήκα χωρίς να είμαι παρών και την άλλη μέρα βλέπω στην εφημερίδα ότι είχα εκλεγεί. Βοήθησα επίσης στην ίδρυση του συλλόγου της Καρδίτσας και ήμουν επίσης στο συμβούλιο.

Στην αρχή, ο σύλλογος τοπικά είχε μεγάλη σημασία, ιστορικό γεγονός. Μπήκε μέσα στην κοινωνική ζωή της Λάρισας. Το επίπεδο τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα, ήταν όλοι κάτοικοι χωριών. Άλλος άκουγε τον σύμβουλο, άλλος είχε κουμπάρο και δημιουργήθηκε το ερωτηματικό σ’ όλους τους άλλους που άκουγαν. Αλλά ο κόσμος όμως είναι λάτρης του λόγου και όχι του έργου. Στυμόνι και υφάδι, γιαούρτι και γάλα το ’πηξαν κι έγινε τυρί. Τώρα όμως το τυρί ξύνισε.

Οι σύλλογοι Σαρακατσαναίων δεν ιδρύθηκαν μαζί. Τον μεγαλύτερο ρόλο τον έπαιξαν οι σπουδαστές και όχι οι καθ’ αυτού Σαρακατσαναίοι. Οι φοιτητές της Θεσσαλονίκης, οι φοιτητές της Λάρισας. Έλεγαν λοιπόν στον πατέρα τους ότι στη Λάρισα ιδρύθηκε σύλλογος Σαρακατσαναίων, δεν φτιάχνουμε κι εμείς έναν στα Γιάννενα; Προτού να γίνει η Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων, ήταν υπό συζήτηση με διαφόρους προέδρους η μέλη του συλλόγου, να ιδρυθεί η Ομοσπονδία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Προτάθηκαν δύο-τρία σημεία αλλά επιλέγηκε η Θεσσαλονίκη. Πάντοτε με την καλή διάθεση προπαντός των νέων. Έλαβαν μέρος στα συνέδρια που γινόταν και αποφασίστηκε να γίνει η Πανελλήνια Ομοσπονδία. Εκείνη την περίοδο ήμουν παρατηρητής κι εγω και έγραφα τα στοιχεία για την εφημερίδα. Η εφημερίδα προυπήρχε από τον Δημήτρη Καραγιάννη και μετά το 3ο αντάμωμα την πήρε ο Τάσος ο Σουφλιάς με μένα συνεργάτη. Ο Τάσος ο Σουφλιάς είναι συγγενής μου, συνεργάστηκα πάρα πολύ μαζί του, αλλά πάντα ότι λάμπει δεν είναι χρυσός. Να’σαι παππάς, αλλά να εφαρμόζεις και αυτά που λέει το ευαγγέλιο.


Η ‘‘Ηχώ των Σαρακατσαναίων’’ (τότε ως περιοδικό) το 1981 με εξώφυλλο τον Θωμά Σπανό



Ο Θωμάς Σπανός στο Περτούλι



Από αριστερά : Θωμάς Σπανός, Σωτήρης Χατζηγάκης, Μιχάλης Χατζηγάκης και Δημήτριος Σπανός


ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΣΤΟ ΠΕΡΤΟΥΛΙ

Όπως θα έχεις κι εσύ προσωπικά σχηματίσει την εντύπωση, όπως σ’ ένα μέρος λες θα σπείρουμε αυτό και θα γίνει. Σαν χαρακτήρας ψυχολογικά είμαι πολύ εύπλαστος και είχα υπ’ όψιν μου και κάποια προβλήματα που έπρεπε να ξέρω πως ήταν και πως έπρεπε να γίνει. Και τις κινήσεις συμπαθείας των ανθρώπων. Πολλοί παππούδες μου έλεγαν, ρε Θωμά, τον τάδε τι τον έχω; Εγώ, από περιέργεια ήξερα τι τον έχει, που πάει, που ήρθε κ.τ.λ. Και ήμουνα το κατάλληλο κλειδί ν’ ανοίξει αυτή η ιστορία. Ήμουν κοινωνικό άτομο προς όλες τις κατευθύνσεις.

Γενικώς συζητείτο ο χώρος του ανταμώματος, άλλος έλεγε τα Άγραφα, άλλος τον Όλυμπο, αλλά την πρόταση για τον χώρο του ανταμώματος την έκανα εγώ, επειδή ήμουνα κι απ’ το Περτούλι. Οι περισσότεροι ήξεραν το μέρος και έγινε αποδεκτό χωρίς αντίρρηση. Για το αντάμωμα σημαντικοί άνθρωποι ήταν ο Θόδωρος ο Γιαννιώτης με πολλά αισθήματα, αρκετά ευγενής  και ο Δημήτρης ο Κυργιάννης με την παρουσία του σοβαρός.


Δεύτερο Αντάμωμα - Περτούλι 1982



Ο Θωμάς Σπανός έφιππος στο Περτούλι (1981)


Τα δύο πρώτα ανταμώματα ανέλαβε τη διοργάνωση ο σύλλογος της Λάρισας και είχε υποχρέωση κάθε σύλλογος να δώσει ένα χρηματικό ποσό. Νομίζω το τρίτο αντάμωμα  το χρηματοδότησε ο Δημήτρης Κόκκαλης ο μηχανικός απ’ τα Κοκκαλαίικα, πρόεδρος του συλλόγου Μαγνησίας. Όλοι οι Σαρακατσαναίοι βοήθησαν, από Θεσσαλονίκη, από Ελασσόνα, από Κομοτηνή, από τα Γιάννενα, όλοι μεγάλες θυσίες. Υπήρχε προβολή και είχαν ειδοποιηθεί ότι θα γίνει την τελευταία Κυριακή του Μαίου.

Το πρώτο αντάμωμα, να μην το μεγαλοποιήσω, ήταν σαν να ’χει πέσει κάποιος κομήτης στα λιβάδια. Να βλέπεις να ξεκινάν άνθρωποι απ’ τη Θεσσαλονίκη, απ’ την Κομοτηνή, μέχρι και οι Τζελεπαίοι απ’ τα Σκόπια και έφτιασαν και το καλύβι. Και να έρχονται τα αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο. Και αντάμωναν άνθρωποι που είχαν να ανταμώσουν χρόνια. Πρώτα και δεύτερα ξαδέλφια. Άνθρωποι που ήταν μαλωμένοι να δίνουν τα χέρια, …άστα να παν στο διάολο έλεγαν. Έχω σε ασπρόμαυρη ταινία τις εκδηλώσεις του πρώτου και δεύτερου ανταμώματος, είχε έλθει συνεργείο της ΕΡΤ με τη Σεμίνα Διγενή και έχω βγάλει και φωτογραφίες.


Ο Θωμάς Σπανός συνοδεύει προσκεκλημένο στο Περτούλι (1981)


Ο προγραμματισμός στα πρωτα ανταμώματα γινόταν πάντα από μένα. Βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους και κάναμε τα καλύβια. Τι θα πούμε, τι θα φτιάσουμε, πως θα αγοράσουμε ένα ζαρκάδι και να το απουλήσουμε τελευταία στιγμή. Ήμουνα πολύ γνωστός και είχα τη δυνατότητα να γνωρίζω ανθρώπους, να ξέρω κάτι παραδοσιακό και έτσι ασχολήθηκα με το αντάμωμα. Εις βάρος της οικογενείας μου όλα αυτά. Εγώ πίστευα ότι κάποια στιγμή η συγχωρεμένη η γυναίκα μου θα μου είχε το διαζύγιο τοιχοκολημένο στην πόρτα.

Όλοι τότε δούλευαν αφιλοκερδώς και κουβάλαγαν ξύλα απ’ το βουνό και τότε ο Δασάρχης επειδή δούλευα εκεί μου έδωσε και τα αυτοκίνητα. Κάποια μέρα μετά το δεύτερο αντάμωμα, στον απολογισμό στην εφημερίδα στην Ηχώ είδα να γράφει ότι ο Θωμάς ο Σπανός πληρώθηκε 7.000 δραχμές επειδή εργάστηκε. Από τότε τελείωσε, …με παρακαλούσαν, αλλά τελείωσε. Την εφημερίδα την είχε η Σταυρούλα, αλλά νομίζω ότι τότε έγραφε ένας Ράπτης.

Για την έκταση αυτή (έχω και το τοπογραφικό διάγραμμα) ο Αβέρωφ που ήταν φίλος με τους Σαρακατσαναίους, λέει ότι εγώ θα παραχωρήσω στην κοινότητα Περτουλίου 150 στρέμματα στα όρια και να πάρετε 10 στρέμματα εκεί που γίνεται το άνταμωμα. Δεν το κυνήγησαν και δεν έγινε τίποτα. Και στο Περτούλι δυστυχώς σήμερα υπάρχει μείωση των Σαρακατσαναίων και αύξηση των εμπόρων. 


Ο Θωμάς Σπανός στο Περτούλι (1981)


Το 1960 πούλησα τα πρόβατα και εργαζόμουν στο Περτούλι στη σχολή Δασολογίας, μέχρι το 1965. Στη συνέχεια έφυγα και ήμουν πάλι κτηνοτρόφος, με κτηνοτροφική μονάδα στα Βούναινα, αλλά και τώρα ακόμη έχω δικαιώματα στο Περτούλι. Η γυναίκα μου ήταν απ’ τους Σταυροθοδωραίους και παιδιά έχουμε δύο αγόρια και τα δύο στη Λάρισα. Ο ένας είναι στην Πυροσβεστική και ο άλλος διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα. Έχω τέσσερα εγγόνια κι  ένα δισέγγονο. Διετέλεσα πρόεδρος του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Θεσσαλίας και έχω βραβευθεί αρκετές φορές για λαογραφικά θέματα. Ήμουν επίσης στην κριτική επιτροπή του Συνδέσμου, σε εκθέσεις ζωγραφικής και άλλες εκδηλώσεις.



Η κάρτα μέλους του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Θεσσαλίας


Κλείνοντας να σου πω, ότι η παράδοση, η ιστορία για να διατηρηθεί καλά, και αν πάρει κανείς απόφαση να την καταγράψει, να μην γράφεται σαν διήγημα. Να καταφεύγει σε συγκεκριμένα στοιχεία, αυτά που είναι αληθινά η κατά τόπους τι έχουν συμβεί. Οι Τζελεπαίοι ήλθαν απ’ τα Σκόπια κι έφτιασαν το καλύβι και το’φτιασαν όπως το έφτιαναμε εμείς στη Θεσσαλία. Ο φίλος μου ο Γεωργαντάς απ’ την Κομοτηνή έφτιασε κι αυτός ένα, το ίδιο. Να γίνονται σωστές εκτιμήσεις. Μετά το 1950 για τους Σαρακατσαναίους άρχισε ο σεισμός ο μεγάλος. Είναι σαν να πάρουμε ένα κιλό γάλα και να βάλουμε δέκα κιλά νερό, ..δεν πήζει. Θα είναι άσπρο, …αλλα! Είμαι ογδόντα ετών και η ηλικία η δική μου είναι σ αυτό το σημείο, μεταξύ αυτών που έφυγαν κι αυτών που έρχονται. Άμα φύγει η δική μου ηλικία, αυτά κάπου θα καταχωρηθούν και κάπου θα υπάρχουν. Από τώρα και πέρα γίνεται διήγημα ο Σαρακατσάνος. Μετά από μας, μόνο στα χαρτιά. 



● ● 


ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΣΠΑΝΟΥ




Σκαρίφημα για τον χώρο του ανταμώματος στο Περτούλι
























Επιστολή του Δημήτρη Χατζηγάκη στον Θωμά Σπανό


● ● 



ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ




Θωμάς Σπανός




Γιώργος Σπανός



● ● 




Ευχαριστώ τον Γιώργο Καλόγηρο και τον Γιάννη Καψάλη για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη - Γ. Κολοβός