portraita

Γιάννης Μαργιούλας
..

Ανάμεσα στην Ελλάδα και την παλιά Σερβία

..
του Γιώργου Κολοβού

Είχα την τύχη να βρεθεί στα χέρια μου ένα χειρόγραφο βιβλίο που έγραψε ο κ. Γιάννης Μαριούλας ο οποίος γεννήθηκε σε Σαρακατσάνικα κονάκια της παλιάς Σερβίας το 1914. Ευχαριστώ τον κ. Βασίλη Μαριούλα για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και θέλω να πιστεύω ότι επέλεξα τα καταλληλότερα εδάφια για τη παρουσίαση αυτή χωρίς να αλλοιωθεί η ουσία της ιστορικής διαδρομής του πατέρα του.



Από την Ελλάδα στην παλιά Σερβία το 1876


Οι πρώτοι Μαριουλαίοι θα έχουν γεννηθεί μέσα στα 1850 και πιο νωρίς στη Βόρειο Ελλάδα. Οι προγονοί μας και οι γονείς μας ζούσαν στη Βόρεια Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα που έχουν και γεννηθεί. Οι Σαρακατσιάνοι όταν σκορπίστηκαν μέσα στο Τουρκικό κράτος σαν κτηνοτρόφοι στη νομαδική ζωή, αλλού νύχτωναν και αλλού ξημέρωναν με τις οικογένειες και με τα κοπάδια τους πρόβατα και γύριζαν διάφορα μέργια μέσα στην Τουρκική αυτοκρατορία. Και το 1874 που έγινε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και διώχθηκαν οι Τούρκοι από την παλιά Σερβία και Βουλγαρία αυτά έγιναν Χριστιανικά κράτη με ησυχία και τάξη. Τότες πολλοί Χασανδρινοί και Πολίτες Σαρακατσιάνοι πήραν την απόφαση για να φύγουν στα Χριστιανικά κράτη στην Σερβία και Βουλγαρία για να βρουν την ησυχία τους. Το 1876 την άνοιξη συννενοήθηκαν εκατόν δέκα έξι 116 οικογένειες όλοι μαζί με τα κοπάδια πρόβατα τους την άνοιξη Απρίλιος μήνας από τον δρόμο του Στρυμώνα πέρασαν τα στενά της Κρέσνα, κατέβηκαν στην Άνω Τζουμαγιά που ήταν τα Τουρκοβουλγαρικά σύνορα και οι Τούρκοι τους επέτρεψαν που τους ήξεραν με το επάγγελμα κτηνοτρόφοι και δίχως μόνιμη κατοικία, μόνο πλέρωσαν χαράτσι στο Τουρκικό κράτος και τράβηξαν στα βάθη της Βουλγαρίας και Σερβίας, πέρασαν τη Σόφια και έφθασαν στα Σερβοβουλγαρικά σύνορα που δεν είχαν κλειστά σύνορα. Και από τότε βρέθηκαν όλοι οι Σαρακατσιάνοι στη Σερβία και Βουλγαρία και σώζονται και έως τα δικά μας χρόνια. Τότες και οι δικοί μας οι πρόγονοι μας και γονείς μας Μαργιουλαίοι πέρασαν στην παλιά Σερβία με πολλούς άλλους . Η προγονή μας Μαργιώ ζούσε με τον άντρα της που πέθανε νέος και λέγονταν με το επίθετο Παπαντώνης από το σόι του Κατσιαντώνη. Οι δικοί μας οι πρώτοι Μαριουλαίοι με τη μάνα τους Μαργιώ και με τις γυναίκες τους και με τα παιδιά τους και αγγόνια τους τα σαράντα χρόνια που ξέρουμε τα έζησαν στο νομό Λιασκόβη και στα βουνά Βαρδινίκη, νομός Σουρδολίτσα και τα γύρω βουνά. Οι πρώτοι Μαριουλαίοι έζησαν μια περήφανη ζωή με πολλά σαλτανάτια καθώς και άλλοι Σαρακατσιάνοι. Ο παππούς Νασούλας είχε ένα καμαρωτό μπινέκι αστιράτο με μαύρο χρώμα με καμαρωτή σέλα και στα τελευταία χρόνια που πέθανε ο παππούς μας την έδωσε στο μικρότερο παιδί του τον λαλά μας Αποστόλη. Όλοι οι πρώτοι Μαριουλαίοι έχουν πεθάνει στη Σερβία. Προτού πεθάνει ο παππούς μας Νασούλας ειχε χωρίσει τα έξι παιδιά του και την αρχηγία την έδωσε στο τέταρτο παιδί του τον Βαγγέλη που είχε το χάρισμα και την αξιοπρέπεια για αρχηγός. Μετά το θάνατο του πατέρα τους όλα τα παιδιά, είχαν αρχηγό τον μπάρμπα Βαγγέλη. Και τα παιδιά του, τα πρώτα τους ξαδέρφια του ΑρχοντοΒαγγέλη τα παιδια και του Βασίλη Γρίβα τον είχαν σαν κεχαγιά τους.



Τα κονάκια των Μαριουλαίων


Το 1914 με τον πόλεμο ξανά στην Ελλάδα

Οι Μαριουλαίοι το 1914 ξεκαλοκαίριαζαν στο βουνό Βαρδινίκη. Τότες γεννήθηκα κι εγώ 1914 Αύγουστος μήνας καθώς μας τ΄αλεγαν οι γονείς μας. Και έτυχε τότες να κηρυχθεί ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που ήταν στα κοντά τα Βουλγαρικά σύνορα και για λίγο απόφυγαν μια καταστροφή. Και πήραν την απόφαση να φύγουν όσο ήταν νωρίς να μην τους προλάβει ο πόλεμος και ξεκίνησαν με τα καραβάνια τους και με τα κοπάδια τους. Όλοι αντάμα η δεύτερη γεννιά οι Μαριουλαίοι έκαναν τριάντα κονάκια δρόμο, πέρασαν τα ΣερβοΕλληνικά σύνορα που ήταν ακόμα ανοικτά και τον Οκτώβριο έφτασαν στο Λαγκαδά στο χωριό Άγιος Βασίλειος που ξεχείμασαν όλοι μαζί το 1915 και σώζονται ακόμα τα μητρώα. Και το καλοκαίρι έβγαιναν σε πολλά κοντοβούνια και το χειμώνα ξεχείμαζαν στο νομό Θεσσαλονίκης, στα Κουφάλια Γιαννιτσών και στον Άγιο Μάμα Χαλκιδικής. Τα τέσσερα χρόνια που εζήσαμε στην Ελλάδα ήταν εν καιρώ πολέμου 1914 – 1918 ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Στα τέσσερα πολεμικά χρόνια όλη η Σερβία ήταν κατοχή από Γερμανούς και Βουλγάρους. Αυτά τα χρόνια τα εζήσαμε στην Ελλάδα και το δέκα οχτώ που είναι το πρώτο θυμητικό μου στα μικρά μου χρόνια που ξεχειμάσαμε στα Κουφάλια Γιαννιτσά και το χινόπωρο το 1918 κατεβήκαμε στα χειμαδιά απ το βουνό Βέρμιο στο νομό Κιλκίς. Είχαν νικηθεί οι Βουλγαρογερμανοί και τα μέργια ειχαν μείνει έρημα και σύνορα δεν υπήρχαν ως το 1919 το καλοκαίρι. Και οι κεχαγιάδες είχαν χαρά που βρήκαν βοσκοτόπια όσα ήθελαν.

Ο ξαναγυρισμός στη Σερβία το 1918 το χινόπωρο

Όταν έπαψε ο πόλεμος το χινόπωρο του 1918 επεστρέψαμε ξανά στη Σερβία. Ξεχειμάσαμε στο χωριό Περδέιτσα νομός Γευγελή με Αρχιτσέλιγκα τον μπάρμπα μας Βαγγέλη και τότες πρωτοείδαμε Γαλλικό στρατό που ήταν μικτοί με μαύρους Αφρικανούς που τους λέγαμε αράπδες. Δεν είχαν φύγει ακόμα από το μέτωπο τον παγκόσμιο πόλεμο. Και το καλοκαίρι 1919 ο κεχαγιάς μας λαλα-Βαγγέλης καθώς είχαμε το παλιό συνήθειο αγόρασε βοσκότοπο τα βουνά Χασιμπαρίτσα και Αλτσιάκι για τέσσερα χρόνια που υπάγονταν στο νομό Γευγελή και το χειμώνα ξεχειμάζαμε στα ίδια χειμαδιά. Και τότες κάμποσα χρόνια οι τσελιγκάδες πέρασαν μια ευχάριστη ζωή με σαλτανάτια. Είχαν άξια τα πρόβατα και για βοσκότοπο πολύ φτηνά πλέρωναν. Θυμάμαι στα καλοκαίρια που είμαν στα πέντε και άνω μου χρόνια όλοι οι τσελιγκάδες και τσομπαναραίοι οπλοφορούσαν διάφορα όπλα που ήταν απεταμένα απ τον πόλεμο. Όλο το καλοκαίρι με τραγούδια και χορούς. Και το 1920 ήρθαν όλοι οι Σαρακατσιαναίοι που βρίσκονταν στην παλιά Σερβία και άλλοι από την Βουλγαρία οι Κοζαραίοι, Γαλαταίοι, Μπαρζαίοι, Τσαρχαίοι, Κοψιδαίοι, Αποστολακαίοι, Κωτσαίοι. Θυμάμαι το 1922 που ξεχειμάζαμε στο χωριό Μπερδέιτσα έτυχε τον Ιανουάριο μήνα μια απότομη πρωτοφανής παγωνιά που κράτησε μια βδομάδα. Έπαθαν μεγάλη καταστροφή οι τσελιγκάδες σε πολλά μέργια που ήταν κάτω από το Δεμέρκαπι και ως τη Σαλονίκη. Και όχι μόνον πρόβατα αλλά και άνθρωποι ξεπάγιασαν που είχα κινδυνέψει κι εγώ που έτυχε να με έχει ο πατέρας μου έξω με τα πρόβατα και έμεινε η χρονιά με το κρούσταλο. Και το 1922 το καλοκαίρι ξαναβγήκαμε στα βουνά Χασιμπαρίτσα και καθώς και τα περασμένα καλοκαίρια όλοι με γλέντια και τραγούδια και με το καμάρι τον αρχικεχαγιά τσέλιγκα τον λαλά μας Βαγγέλη. Και που να το ξέρουν τι τους περίμενε τον άλλο χρόνο που έλεγαν και το τραγούδι : για φάτε πιείτε αδέρφια μου – χαρείτε να χαρούμε - ν αφτόν το χρόνο τον καλό - τον άλλον ποιός τον ξέρει.

Τον χειμώνα το 1925 ξεχειμάσαμε στο χωριό Καζάντολη που υπάγεται στο νομο Γευγελή. Και το καλοκαίρι ο μπάρμπα Βαγγέλης ξαναγόρασε για βοσκότοπο τα βουνά Χασιμπαρίτσα και Αλτσιάκι. Εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι άρχιψα να μαθαίνω τα γράμματα απο τους μεγαλύτερους που ήξεραν τα απλά γράμματα, που ήταν αυτοδίδακτοι απ τους γονείς τους και προγόνους τους. Αλλά οι γονείς μας και πρόγονοι μας που έζησαν στην Τουρκοκρατούμενη Βόρεια Ελλάδα είχαν μάθει τα Ελληνικά γράμματα απο Έλληνες δασκαλους που υπήρχαν μέσα στο Τουρκικό κράτος και στη Σερβία και οι τσελιγκάδες τους έπαιρναν το καλοκαίρι στα βουνά και μάθαιναν τα Ελληνικά γράμματα τα παιδιά τους. Και όλοι οι παλιοί Σαρακατσιάνοι ήξεραν τα Ελληνικά απλά γράμματα και μεταδόθηκαν και στις νέες γεννιές ως αυτοδίδαχτοι και όλοι μας εκάναμε προσπάθεια να τα ξέρουμε και τα γράμματα και την μικροπαίδα καθώς τη λέγαμε και ηξεραμε να κάνουμε σπουδαίους λογαριασμούς. Για πρώτη φορά το καλοκαίρι 1926 θυμάμαι εφοδιάστηκα με Ελληνικό αλφαβητάρι και άλλα πολλά διάφορα Ελληνικά βιβλία απο τους Έλληνες εμπόρους. Απο μικρός είχα μεράκι στα γράμματα και το βιβλίο δεν μου έλειπε απο τον τροβά χειμώνα καλοκαίρι. Αλλά οι γονείς μας δεν ήθελαν άλλη σπουδιά εκτός τσομπάνος. Έκαναν μεγάλο λάθος που δεν ήθελαν να σπουδάξουν ένα παιδί τους. Ήμουν καλός μαθητής αλλά ο πατέρας μου το χρειάζονταν τσομπάνος, είχαμε πολλά πρόβατα και με έκανε καλόν τσομπάνο. Αλλά όσο για ζωή δεν μας άφηνε το επάγγελμα μας με τα πρόβατα για να γλεντήσουμε και τα καλά μας χρόνια τα περάσαμε με την κάπα κοντά στα μαύρα πρόβατα.



Οικογένειες Βαγγέλη και Χρήστου Μαριούλα ( 1927 )


Κρατικοποίηση και εξορία το 1948

Το 1948 τέλος Μαρτίου μήνα ήταν η σειρά να γίνει κρατικοποίηση σε όλους τους κτηνοτρόφους. Μια μέρα βλέπουμε ένα ανοιξιάτικο πρωί προτού τα χαράματα μας είχαν περικυκλωμένοι η αστυνομία και φανατικοί σαν να μας είχαν δικασμένοι σε θάνατο. Εμείς δεν μας έβαζε η ιδέα ότις ήρθε η μέρα να μας ρημάξουν, νομίζαμε θα τα μετρήσουν για φορολογία. Και μόλις ξημέρωσε καλά, ήρθαν στα καλύβια μας και στα μαντριά μας που είχαμε τα κοπάδια μας πρόβατα. Είμασταν όλοι οι Μαριουλαίοι αντάμα και μας ρωτούσαν πόσα πρόβατα έχει κάθε οικογένεια και άλογα και σκυλιά και γαιδουράκια. Και εμείς τους ελέγαμε τα σωστά και μας κράτησαν μακρυά από τα μαντριά οι κουμπουράδες, που είχαμε τα όμορφα τα κοπάδια τα καλά ξεχειμασμένα πρόβατα και αρνιά και βλέπαμε από μακρυά να μπαίνουν μες στα μαντριά μας και έβαλαν μπρος να μετράνε και να τα βάφουνε με κόκκινη μπογιά. Εμείς θαμάζαμε τι είναι αυτό που κάνουν και μόλις τα απομέτρησαν μας πήραν τις γκλίτσες και τις έδωσαν σε δικούς τους τσομπαναραίους. Και μας λένε τα πρόβατα είναι δικά μας. Και μας έδωσαν από είκοσι πρόβατα σε κάθε οικογένεια και από ένα άλογο. Και εμείς σαν κτηνοτρόφοι που δεν είχαμε γραμματικές γνώσεις ούτε κοινωνικές και είμασταν μαθημένοι να ζούμε χωριστά και όλοι μαζί να μην Βουλγαρέψουμε σκορπισμένοι μες στα Σερβοχώρια και δίχως καμμιά βοήθεια από το κράτος επέσαμε σε μεγάλη στενοχώρια και θα μενόμασθαν ποιόν δρόμο να πάρουμε με τα είκοσι πρόβατα και από ένα άλογο. Και μετά λίγες μέρες έβγαλαν την απόφαση να μας κάνουν εξορία προς τα Βουλγαρικά σύνορα στην Κότσιανη γιατί είχαν φόβο να μην φύβγουμε στην Ελλάδα κρυφά. Και καθώς μας έκαναν, μας πήραν μπρος και μας φόρτωσαν στο τραίνο σε εμπορικά βαγόνια με τις οικογένειες και τα λίγα προβατάκια και μας έλεγαν θα σας κάνουμε χωριό όλους τους Σαρακατσιαναίους μαζί κι εμείς το πιστέψαμε δίχως να το θέλουμε. Μας κατέβασαν απ τα βαγόνια στο σταθμό στην πόλη Κότσιανη και δεν μας έδωναν καμμιά προστασία. Και αναγκαστήκαμε να βγούμε στα κοντοβούνια με τα είκοσι πρόβατα και με το ένα άλογο. Και ήταν το μήνα Ιούνιο και ξεκαλοκαιριάσαμε και ψωμοζούσαμε εκείνο το καλοκαίρι όλοι οι Σαρακατσιάνοι. Μετά από πολλές περιπέτειες μάζεψα τις ταυτότητες από όλους και πήγα στη Στρούμιτσα στον δικηγόρο που προστάτευε και τους Τούρκους που ειχε επιτρέψει το κράτος να φύγουν. Τον ρώτησα, μου είπε θα κάνουμε αιτήσεις στο Υπουργείο Εσωτερικών στα Σκόπια και θα πάρουμε επίτρεψη για να μας δώσουν την άδεια Δεν μας έδωσαν άδεια αλλά κάποια μέρα βλέπω έναν συμμαθητή μου από το δημοτικό σχολείο, μου λέει ουδέτερα, μήπως έχεις παλιά ντοκουμέντα από τον πατέρα σου και του λέγω έχουμε, πως είμασταν ξένοι υπήκοοι. Μου λέει, φέρτα αύριο στο σπίτι μου να τα ιδ’ω και θα σου πω τι να κάνεις. Και την άλλη μέρα τα πήγα. Όταν είδε τα παλιά ντοκουμέντα, μου λέει να είσαι σίγουρος θα σας επιτρέψουν, μόνο κάνε αντίγραφα και να τα φέρεις στο γραφείο που δουλεύω δίχως να πεις ότι εγώ στο είπα. Και καθώς το έκανα. Μόλις είδαν τα παλιά ντοκουμέντα, βλέπω ρωτήθηκαν αναμεταξύ τους και ο φίλος μου τους λέει, έχουν δίκιο. Ας τα στείλουν μαζί όλα τα δικαιολογητικά τους στο Υπουργείο και αυτό θα δώσει την απάντηση. Τότες μου έδωσαν και τη βεβαίωση που ζητούσα.



Κονάκια Βαγγέλη Μαριούλα ( 1936 )


Οριστική επιστροφή στην Ελλάδα το 1957

Στις 8 Δεκεμβρίου 1957 ξεφορτώσαμε το ρουχισμό μας στο σταθμό Γευγελη. Και τις 12 Δεκεμβρίου 1957 προτού να ξημερώσει αποχαιρετιστήκαμε με τους συγγενείς μας και φίλους μας και ξεκινήσαμε για πάντα για την καταγωγή μας και πατρίδα μας Ελλάδα. Είμασταν 34 άτομα, 7 οικογένειες από του Χρήστου Μαριούλα και της Ελένης. Η μάνα μας ήταν 72 ετών που από μετά από χρόνια ολόκληρα σε ξένα κράτη, γυρίζει στην πατρίδα της που είχε γεννηθεί και έγινε μόνιμη κάτοικη.
Μόλις ξημέρωσε βρισκόμασταν στον Ελληνικό σταθμό, κατά τις 9 η ώρα κατεβήκαμε στο σταθμό Σαλονίκη. Αισθανόμασταν μια χαρά που ακούγαμε όλοι να μιλάνε Ελληνικά αλλά είμασταν σα χαμένα πρόβατα που δεν ηξέραμε την δικαιοσύνη της Ελλάδας. Εγώ πήγα το βραδάκι στο καφενείο που είχα ραντεβού με τον καπετάν Γεωργαντά και μετά μας πήγαν σε ένα ξενοδοχείο που είχαν για τέσσερις μέρες και μας φιλοξένησαν όσο να βρούμε μόνοι μας που να μείνουμε. Με τα πολλά, την τέταρτη μέρα ο μεγάλος Θεός, βρέθηκε ένας Νομάρχης που τον ήφερε η τύχη μας στο Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και έτυχε την ώρα που συζητούσε ο Γεωργαντάς με τον Υπουργό για το ζήτημά μας, ο Νομάρχης των Σερρών έδωσε ενδιαφέρον τι άνθρωποι είναι οι πρόσφυγες και όταν του είπαν Σαρακατσιάνοι αμέσως μας ανέλαβε για να μας πάρει την άλλη μέρα με το λεωφορείο και να μας πάει στη Τζουμαγιά Ηράκλεια για το σκοπό που είχε να κάνει τη δουλειά του, να φρουρήσει τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Μετά ένα χρόνο ζήτησα απο τον ξαδερφό μας Τυχάλα και σε λίγες μέρες μας έγραψαν δημότες στην κοινότητα Γόνιμο Σερρών. Εάν υπολογίσουμε τους Μαριουλαίους που είναι από την πρώτη γεννιά και ως την έκτη γεννιά που ζουν άλλοι στο νομό Σερρών στα χωριά Φλάμπουρο, Σκοτούσα, Νέα Πέτρα, Γόνιμο στο Λαγκαδά στα χωριά Δρακόντι, Καρτερέ και Περιστέρι και στη Σαλονίκη στο Κορδελιό.