portraita

Το τελευταίο σχολείο στα Σαρακατσάνικα κονάκια
.
.
του Δημήτρη Λ. Τάγκα
Όταν το περασμένο καλοκαίρι μου ζητήθηκε από το σύλλογο Σαρακατσαναίων Πρεβέζης να παρουσιάσω στις εκδηλώσεις που διοργάνωσε στη σαρακατσάνικη στάνη στα Φλάμπουρα τις εμπειρίες από τη θητεία μου ως δάσκαλος στα σαρακατσάνικα κονάκια, ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα και αισθάνθηκα αμήχανα. Θεώρησα ότι οι δικές μου εμπειρίες δεν έχουν ίσως να παρουσιάσουν κάτι το αξιόλογο και ενδιαφέρον. Όταν μου ξανάγινε η πρόταση, σκέφτηκα πως ίσως ήταν  μια ευκαιρία να διατυπώσω κάποιες σκέψεις για ένα θεσμό, αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής πορείας μας στον τόπο και στο χρόνο.  Με δεδομένο ότι, κατά πάσα πιθανότητα, είμαι ο τελευταίος «δάσκαλος» στα σαρακατσάνικα κονάκια, το εξέλαβα και ως υποχρέωση απέναντι σε αξιόλογους ανθρώπους που υπηρέτησαν αυτό το θεσμό. Μεταξύ αυτών ο Μενέλαος Λουντέμης που εμπνεύστηκε από τη θητεία του λογοτεχνικά έργα, ο Ευάγγελος Τζιάτζιος που το 1920 έκανε κατά τη διάρκεια της θητείας του την πρώτη συλλογή Σαρακατσάνικων τραγουδιών η  οποία δημοσιεύθηκε το 1928, ο Κώστας Λαζαρίδης, γνωστός Ηπειρώτης Λαογράφος ο οποίος το καλοκαίρι του 1922 ήταν δάσκαλος στα Σαρακατσάνικα κονάκια στο Τσεπέλοβο όταν τα επισκέφθηκε ο Κάρστεν Χέγκ, καθώς και άλλοι.

Εκείνο για το οποίο ήμουν σίγουρος, είναι το ότι παρότι πέρασαν περισσότερα από σαράντα  χρόνια, κρατάω ακόμα ζωντανή την ανάμνηση από το πέρασμά μου στα δασκαλοκάλυβα. Πίστευα ότι η λεπτομερής θύμηση της θητείας μου ως «δασκάλου»  στα σαρακατσάνικα κονάκια ήταν δικό μου προνόμιο, οφειλόμενο στη σαρακατσάνικη καταγωγή μου, μέχρι που πριν από μερικά χρόνια στα πλαίσια ενός αφιερώματος που σχεδιάζαμε και πραγματοποιήσαμε στην εφημερίδα  «Σαρακατσάνικα χαιρετήματα» συνάντησα τον, μακαρίτη πια, γνωστό εκδότη Χάρη Πάτση από τα Λέλοβα Πρεβέζης. Ήταν τότε 93 ετών και μου αφηγήθηκε με απίστευτη λεπτομέρεια πώς σε ηλικία περίπου 20-25 χρονών έκανε για ένα καλοκαίρι το δάσκαλο στη θέση «Αταραχή» της Λάιστας Ζαγορίου στην στάνη των Καζουκαίων. Μάλιστα, στην αυτοβιογραφία του που εξέδωσε, περιέλαβε τη θητεία του αυτή, προφανώς γιατί τη θεωρούσε αξιόλογο κομμάτι της ζωής του.

Για τη δική μου θητεία τώρα.

Ήμουν δάσκαλος για δυο μήνες το καλοκαίρι του 1969 και για ένα μήνα το επόμενο καλοκαίρι, στις στάνες των Ζηγαίων στη θέση Τσάικα Λιγκιάδων, στο βουνό Μιτσικέλι. Το πρώτο καλοκαίρι που πήγα ήμουν δεν ήμουν 17 χρονών, μαθητής τότε της Τετάρτης προς Πέμπτη τάξη Γυμνασίου, σημερινής Πρώτης προς Δευτέρα Λυκείου. Τα προσόντα μου, για να πάρω αυτή τη θέση, ήταν το ότι ήμουν καλός μαθητής στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και οι συστάσεις ήταν της αδερφής του πατέρα μου, της θεια Ξένης για μας, της Λάμπρενας του Ζήγου  για τους άλλους και η οποία ξεκαλοκαίριαζε με το σόι του άντρα της στο Μιτσικέλι. Όταν η θεια μου ήρθε φιλενάδα στο χωριό μας να δει τον πατέρα της και παππούλη μου,  και τους άλλους συγγενείς της, συμφωνήθηκε, εφόσον θα το ενέκρινε και ο πατέρας μου που απουσίαζε, να συναντηθούμε μια μέρα της επόμενης βδομάδας με τη θεια μου και κάποιες άλλες γυναίκες από την ίδια στάνη, στο Χάνι του Ρούκα στα Γιάννενα. Σ’ αυτό  το χάνι, που ήταν κοντά στο Γυαλί Καφενέ, άφηναν τα ζώα τους οι Μιτσικελιώτες Σαρακατσαναίοι όταν κατέβαιναν για ψώνια στην πόλη.

Έχω την εντύπωση, ότι οι γυναίκες είχαν κατέβει στα Γιάννενα για να πουλήσουν τσάι που μάζευαν από το βουνό. Όταν συναντηθήκαμε, ξεκινήσαμε με τα πόδια και από το Πέραμα, Στρούνι ανεβαίναμε το πλάι του βουνού, περισσότερο από τρεις ώρες δρόμο.  Θυμάμαι την επιμονή τους, που προφανώς οφειλόταν στο σεβασμό προς το θεσμό του δασκάλου, να μπω καβάλα στα ζώα, παρότι όπως είπα ήμουν 17 χρονών.

Όταν έφτασα στα κονάκια, με καρτέρεσε ένα τσούρμο παιδάκια, περιμένοντας να δει τον δάσκαλο, αυτόν που θα τους στερούσε το καλοκαιρινό παιγνίδι. Το μάθημα, το πρώτο καλοκαίρι γινόταν στο κονάκι του Μήτρου Ντέτσικα που το εγκατέλειψε εκείνη τη χρονιά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα χειμαδιά. Τη δεύτερη χρονιά, το μάθημα γινόταν στο κονάκι του Δημητράκη Ζήγου, που κι αυτός το άφησε για μόνιμη από κει και δώθε εγκατάσταση στη Θεσπρωτία. Είναι βλέπετε οι χρονιές που οι Σαρακατσαναίοι εγκαταλείπουν μαζικά τη νομαδική διαβίωση. Το σχολείο της πρώτης χρονιάς ήταν  κονάκι  «Δίπλο», της δεύτερης «Ορθό».  Κάποια απογεύματα το μάθημα γινόταν σε ένα υψωματάκι λίγο πιο πέρα από τα κονάκια, το «τσουγκανάκι», από το οποίο φαίνονταν «ταψί» τα Γιάννενα με τη λίμνη. Ωραία χρόνια!!!

Οι μαθητές ήταν δέκα, και ήταν κορίτσια  από τις οικογένειες των Λάμπρου, Περικλή, Γιαννούλη και Μήτρου  Ζήγου. Τη δεύτερη χρονιά ήρθε για πολύ λίγες μέρες και ο Δημήτρης Λ. Χασιακής.

Αξίζει να παρατεθεί το  «μαθητολόγιο» του τελευταίου «σχολείου» στα σαρακατσάνικα κονάκια:

1.      Ζήγου Αρχόντω του Λάμπρου, Ε´ Δημοτικού
2.      Ζύγου Βούλα (Βάγια) του Γιαννούλη, Α´ Γυμνασίου
3.      Ζήγου Γεωργία του Περικλή, Δ´ Δημοτικού
4.      Ζύγου Γεωργία του Γιαννούλη, Β´ Δημοτικού
5.      Ζύγου Ναυσικά του Μήτρου, Β´ Δημοτικού
6.      Ζύγου Ντίνα  του Γιαννούλη, ΣΤ´ Δημοτικού
7.      Ζήγου Σπυριδούλα  του Περικλή, Α´ Γυμνασίου
8.      Ζύγου Σταμάτω  του Γιαννούλη, Γ´ Δημοτικού
9.      Ζήγου Σταμάτω του Περικλή, Ε´ Δημοτικού
10.  Ζύγου Φρειδερίκη  του Μήτρου, Ε´ Δημοτικού

Τα επώνυμα των παιδιών είναι άλλα με –η- και άλλα με –υ-, όπως τα έγραψαν οι γραμματικοί των χωριών, όταν γράφτηκαν στα δημοτολόγια οι γονείς των.  Φαινόμενο πολύ διαδεδομένο στους Σαρακατσαναίους, που ακόμα και αδέρφια έχουν επώνυμα που διαφέρουν μεταξύ τους.




Τα παιδιά κάθονταν σε πέτρες που τα ίδια ή οι μανάδες τους μάζεψαν από τριγύρω. Έγραφαν στα γόνατά τους ή σε άλλες πέτρες που είχαν μπροστά τους. Πίνακας δεν υπήρχε. Ένα μεγαλύτερο κάθισμα από πέτρες ήταν για το δάσκαλο. Τα μαθήματα γίνονταν  σε πλήρες ωράριο, πρωί- απόγευμα, σχεδόν μέχρι να νυχτώσει, από τη Δευτέρα μέχρι το Σάββατο το μεσημέρι. Κυρίως διδάσκονταν αριθμητική, γραμματική, έκθεση. Στον λίγο ελεύθερο χρόνο τους τα κορίτσια, τουλάχιστον τα μεγαλύτερα, έπρεπε να μάθουν, το ένα από το άλλο ή από τις μανάδες τους να κεντάνε και ό,τι άλλο επιτάσσει η παράδοση για τα κορίτσια.

Να θυμίσω ότι ήμαστε στην εποχή που επίσημη γλώσσα είναι η καθαρεύουσα, υπάρχουν η οξεία και η περισπωμένη με τους κανόνες τονισμού, οι λέξεις που παίρνουν δασεία ή ψιλή , οξεία ή περισπωμένη, το –ι- στο τέλος των ρημάτων που άλλοτε γράφεται με –η- κι άλλοτε με –ει- και άλλα γραμματικά φαινόμενα που μας ταλάνισαν όλους ως μαθητές. Να θυμίσω ακόμα, ότι οι μαθητές των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού, θα έπρεπε να μπορούν να λύνουν προβλήματα απλής και σύνθετης μεθόδου των τριών, Τόκου και Κεφαλαίου, λες και προορίζονταν να γίνουν  Τραπεζίτες.

Το σημαντικότερο όμως, ως προς το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής, ήταν το ότι τα παιδιά  για να πάνε από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο έπρεπε να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις, και  στις οποίες ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών απορρίπτονταν. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα, κατάφορα άδικο για τα παιδιά του αγροτικού πληθυσμού, και περισσότερο των Σαρακατσαναίων που διέμεναν έξω από οικισμούς. Όλα τα παιδιά που είχα μαθητές στο Μιτσικέλι πήγαιναν το χειμώνα στα επίσημα σχολεία και έμεναν και στα χειμαδιά επίσης σε κονάκια, μακριά από τα σχολεία τους, σε απόσταση γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Ήταν κατά συνέπεια φυσικό, με αυτές τις συνθήκες μετάβασης στο σχολείο και της διαμονής των, να έχουν σημαντικές ελλείψεις που πίστευαν οι γονείς τους ότι θα κάλυπτα εγώ με τις αυτοσχέδιες παιδαγωγικές μεθόδους. Ο βασικός σκοπός που κλήθηκα να βοηθήσω τα παιδιά αυτά ήταν γιατί οι γονείς τους επιθυμούσαν μετά το Δημοτικό να τα στείλουν στο Γυμνάσιο, να πάνε τα κορίτσια  τους παραπέρα, κι αυτό έχει σίγουρα τη δικιά του σημασία. Είναι η εποχή που όλοι οι Σαρακατσαναίοι στην Ήπειρο βλέπουν ως διέξοδο από τη μίζερη ζωή τους τα γράμματα και στέλνουν κάποιοι από αυτούς τα κορίτσια στο Γυμνάσιο. Εποχή που κάνουν τη μετάβαση από τη νομαδική στην αστική διαβίωση με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς καμιά κρατική κατεύθυνση και βοήθεια, με τρόπο αξιοθαύμαστο όπως βεβαιώνουν ειδικοί κοινωνιολόγοι που ασχολήθηκαν με το θέμα.

Όταν κατέβηκα δυο τρία Σαββατοκύριακα στο χωριό μου, οι μεγαλύτεροι Σαρακατσαναίοι με συμβούλευαν να μη ζορίζω και πολύ τα παιδιά, για να μη την πάθω σαν τον Παπακολιά, έναν παπά και δάσκαλο στα σαρακατσάνικα κονάκια του Μιτσικελιού την περίοδο του μεσοπολέμου, που κάποιοι από τους μαθητές του, όταν τους δυσκόλεψε, έβαλαν φωτιά και έκαψαν το δασκαλοκάλυβο με τα υπάρχοντά του. Το δασκαλοκάλυβο χρησιμοποιούσε και ο ίδιος  να μένει, όπως οι περισσότεροι δάσκαλοι, εκτός εκείνων των περιπτώσεων που έμεναν σε κοντινά χωριά .

Η αμοιβή μου ήταν 2000 δραχμές το μήνα, ένα ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, και ίσο περίπου με το μισθό ενός κανονικού δασκάλου, το οποίο και αποδεικνύει την σημασία που έδιναν στην εκπαίδευση των παιδιών τους και τις προσδοκίες τους από το σχολείο στα κονάκια. Πώς αυτό κατανεμήθηκε δεν το ξέρω. Ειλικρινά θεωρώ μεγαλύτερη ανταμοιβή, το ότι πριν από λίγα χρόνια με πήρε στο τηλέφωνο ένα εικοσάχρονο, άγνωστο σε μένα  παιδί, που μου είπε ότι είναι γιος κάποιας μαθήτριάς μου. Όταν του εξήγησα ότι δεν είμαι εκπαιδευτικός, μου διευκρίνισε ότι είχα μαθήτρια τη μάνα του στα σαρακατσάνικα κονάκια στο Μιτσικέλι. Για αρκετά χρόνια, μετά το «δασκαλίκι» μου, όταν συναντούσα άτομα από τις στάνες που δίδαξα με αποκαλούσαν «δάσκαλο».

Πρέπει να πω ότι η περίοδος αυτή, μου έδωσε παράλληλα τη δυνατότητα να γνωρίσω τη λειτουργία και τη δομή μιας σαρακατσάνικης κοινωνίας, μετά τη διάλυση των τσελιγκάτων. Παρότι τα αδέρφια είχαν  ο καθένας τα δικά του πρόβατα, ο ηγετικός ρόλος των μεγαλύτερων αδελφών, του Λάμπρου και του Γιαννούλη Ζήγου ήταν αισθητός. Αντίστοιχος ήταν ο ρόλος και η ιεραρχική θέση των μεγαλύτερων συννυφάδων που τις ορμηνεύονταν οι μικρότερες, ακόμα και για θέματα της καθημερινότητας.

Εκτός από τους Ζηγαίους στις στάνες είχαν κονάκια και οι Χασιακαίοι, τα αδέλφια Γιάννης και Λάμπρος ενώ ένα χρόνο πριν τη «λειτουργία» του σχολείου σταμάτησαν να ανεβαίνουν οι Ντετσικαίοι. Οι Χασιακαίοι είχαν για πολλά χρόνια κονάκια στη θέση Τσάικα στο Μιτσικέλι και στη ίδια θέση είχε γίνει ο γάμος του Λάμπρου Χασιακή στις 3 Οκτωβρίου 1943. Όταν οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν ανέβει στους Λυγκιάδες και είδαν από μακριά το ψίκι του γάμου  με το φλάμπουρα μπροστά, το εξέλαβαν ως αντάρτικη ομάδα και, κατά μία  εκδοχή,  αυτό ήταν αφορμή να κάψουν τους Λυγκιάδες σκοτώνοντας  73 άτομα.

Θυμάμαι μερικά βράδια που ερχόταν κάποιος από τα Γιάννενα, από το παζάρι, πώς μαζεύονταν οι υπόλοιποι να ακούσουν και να μάθουν, τι είδε τι άκουσε, και ιδίως αν αντάμωσε κάποιον από το δικό τους σόι. Χαιρόσουν να τους ακούς να κουβεντιάζουν. Κι εγώ απολάμβανα την κουβέντα τους που με επέτρεπαν να συμμετέχω, αφού, παρότι ήμουν λιανοπαίδι, ήμουν ο δάσκαλος.

Η λειτουργία του σχολείου, όπως ανέφερα, αποσκοπούσε στην παροχή συμπληρωματικής βοήθειας προς την τότε επίσημη δημόσια εκπαίδευση. Ήταν πρωτοβουλία κάποιων ανθρώπων που η νομαδική τους διαβίωση και η διαμονή σε κονάκια έξω από οικισμούς δημιουργούσαν προβλήματα στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Ήταν η συνέχεια των σχολείων που με πρωτοβουλία και με δαπάνη των πατεράδων, ανάλογα με τα παιδιά-μαθητές του καθενός, λειτούργησαν τους θερινούς μήνες στις περισσότερες στάνες των Σαρακατσαναίων όλης της χώρας, τα χρόνια που η νομαδισμός ήταν στην ακμή του. Τότε, που καλούσαν από ένα κοντινό χωριό κάποιον εγγράμματο να μάθει τα παιδιά τους στα δασκαλοκάλυβα κυρίως να γράφουν και να διαβάζουν καθώς και στοιχειώδεις γνώσεις αριθμητικής. Σημειώνω, με κάποια επιφύλαξη ότι οι Σαρακατσαναίοι είναι οι μοναδικοί νομάδες του ελλαδικού χώρου που πλήρωναν δασκάλους να έρθουν στις στάνες των να παραδώσουν μαθήματα στα παιδιά τους. Η διαφορά από το σχολείο που δίδαξα εγώ είναι το ότι εκείνα τα σχολεία ήταν τα μοναδικά στα οποία φοιτούσαν τα παιδιά, και ως προς τον εξοπλισμό οι μαθητές των παλιών σχολείων έγραφαν σε πλάκες με κοντύλια ενώ οι δικοί μου σε τετράδια.




Ο Δανός Γλωσσολόγος Κάρστεν Χέγκ που περιηγήθηκε τις Σαρακατσάνικες στάνες το 1922 γράφει για τα σαρακατσάνικα σχολεία:

«Οι Σαρακατσαναίοι είναι πολύ έξυπνοι και μαθαίνουν γρήγορα να γράφουν και να διαβάζουν. Συχνά με λύπη μου διαπίστωνα ότι οι μαθητές ήταν εξυπνότεροι από το δάσκαλό τους. Δυστυχώς χάνουν τον καιρό τους – όπως όλα τα ελληνόπουλα- προσπαθώντας να μάθουν την καθαρεύουσα, πράγμα που είναι προφανώς αδύνατο. Δεν είναι απλή υπόθεση να κάνεις μάθημα σε αυτά τα παιδιά.»

Η πολιτεία, σε ό,τι αφορά στη εκπαίδευση των Σαρακατσανόπουλων, αγνόησε την ιδιαιτερότητα που είχε ο νομαδικός τρόπος ζωής. Μοναδική ίσως εξαίρεση η λειτουργία από το 1930 περίπου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε ελάχιστα Ζαγοροχώρια των θερινών σχολείων, δηλαδή Δημοτικών που διέκοπταν τη λειτουργία τους το χειμώνα, ξανάρχιζαν την άνοιξη  και συνέχιζαν μέχρι τα μέσα Αυγούστου για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν μαθήματα τα Σαρακατσανόπουλα που ανέβαιναν από τα χειμαδιά, όπου αδυνατούσαν να πάνε σε σχολεία.

Ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Ακρόπολη, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σημειώνει ότι σε επίσκεψή του στα Σαρακατσάνικα κονάκια στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών του ειπώθηκε από τον επικεφαλής της στάνης, ότι δεν χρειάζεται να νοιάζεται η πολιτεία για τα σύνορα γιατί τα φυλάνε αυτοί.  Εκείνο όμως που θέλουν, είναι να τους στείλουν δάσκαλο, να μορφώσουν τα παιδιά τους, να μάθουν τα γράμματα από το άλφα μέχρι το ωμέγα.

Ο τρόπος που οι Σαρακατσαναίοι εκπαίδευαν τα παιδιά τους στα δασκαλοκάλυβα αλλά και τα κατάρτιζαν επαγγελματικά για τη συνέχιση της παραδοσιακής τους δραστηριότητας μέσα από τις δομές της κοινωνίας τους,  είναι κομμάτι της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Η παρουσίαση και γνώση αυτού του τρόπου δεν είναι για μας απλά εμπλουτισμός των εγκυκλοπαιδικών μας γνώσεων ούτε εκπλήρωση κάποιας υποχρέωσης. Αποσκοπεί κυρίως στην απόκτηση ουσιαστικής γνώσης για μια πτυχή του χθες, από την οποία μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το αύριο.