portraita

Κώστας Σούρλας
..
.

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα στις 26 Οκτωβρίου του 1923 κοντά στο Νεστόριο Καστοριάς, στη στράτα από το Γράμμο για τα χειμαδιά στη Θεσσαλία, εκεί στο δρόμο γεννήθηκα. Πατέρας μου ήταν ο Βασίλης Σούρλας και μάνα μου η Παναιω, το γένος Σουλιώτη. Παιδιά είμαστε εγώ, ο αδελφός μου και δυο αδελφές.

Οι Σουρλαίοι παλιότερα ήταν τρία αδέλφια. Ήταν ο πατέρας του παππού μου, ήταν ο παππούς του Γρηγόρη απ’ τα Φάρσαλα και ήταν και ο παππούς του πατέρα του βουλευτή απ’ το Κόνιαρι του Βελεστίνου. Αυτή ήταν η ρίζα των Σουρλαίων κι από κει και πέρα γεμάτο οι Σουρλαίοι. Παππούς μου ήταν ο Κώστας ο Σούρλας και γιαγιά μου ήταν η Αγορίτσα που ήταν απ’ τους Παναίους.

Μέχρι το 1922–23 έβγαιναν όλοι στ’ Άγραφα, στο Κνίσοβο της Αργιθέας κοντά στη Δρακότρυπα και το χειμώνα ξεχείμαζαν εδώ στη Θεσσαλία, όπου έβρισκαν λιβάδι.  Ο παππούς μου ξεχείμαζε στη Ντελίχανη, απέναντι απο την Πέτρα της Κάρλας. Η Κάρλα έγινε το 1915 και τότε δεν είχε λίμνη και εκεί που είναι η Πέτρα εμείς είχαμε τα πρόβατα και τα καλύβια. Μετά από κει έφυγαν και πήγαν στην Ποταμιά Αγιάς, στα καλύβια, πέντε χιλιόμετρα πάνω απ’ την Ποταμιά.

Το 1923 οι δικοί μου πήγαν για ένα χρόνο στο Γράμμο, γιατί ήταν καλύτερα τα λιβάδια. Τη χρονιά εκείνη γεννήθηκα εγώ και με ’φεραν μωρό στη Ντελίχανη.

Το 1924 και για δυο χρόνια βγαίναμε στο Καταφύγιο στα Πιέρια, πάνω από τον Βελβεντό. Μικρός, τι να πω  …..σ’κώνοσαν από δω, σ’ έβαζαν στ’ άλογο καβάλα και σε πάαιναν στα β’να. Πως είμασταν στο Καταφύγι δεν θυμάμαι.

Το 1927 και για τρία καλοκαίρια είμασταν στο Τόπτσιλαρ στο Βέρμιο, πάνω απ’ τον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης. Είμασταν εμείς οι Σουρλαίοι με τον μπάρμπα μου, κάτι Παναίοι συγγενήδες και τρία αδέλφια Λιλαίοι απ’ το Αγροκήπιο (πρώτα ξαδέλφια) και είχαμε τσιομπαναραίοι κάτι Κοκκαλαίοι απ την Πρινιά. Εγώ άρχισα να θυμάμαι πως ζούσαμε στο Τόπτσιλαρ και πως ξεχειμάζαμε στην Ποταμιά. Τότε ο πατέρας μου είχε γύρω στα εξακόσια πενήντα πρόβατα, διακόσια πενήντα γίδια και καμμιά δεκαριά άλογα. 



Χάρτης μετακινήσεων


Η ΣΤΡΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΜΙΟ

Τη στράτα από την Ποταμιά προς το Βέρμιο τη θυμάμαι. Ξεκινούσαμε την άνοιξη στις 15 Μαίου και κονάκι σε κονάκι, φτάναμε σε 13-15 μέρες στο Τόπτσιλαρ. Πριν ξεκινήσουμε, κούρευαμε τα πρόβατα, φορτώναμε τα ρούχα, τις μεριές που λέγαμε (κι αν ήταν και κάνα μικρό, απάν απ’ τη μεριά δεμένο στ’ άλογο) και ξεκινούσαμε. Περνούσαμε τη Λάρισα και σταματούσαμε για άρμεγμα στον Αμπελώνα. Έφτιαχναμε μαντρί με τα τσόλια κι αρμέγαμε τα πρόβατα. Μπροστά στη στρούγκα έβαζαν δυο σαμάρια, …ένα από δω κι ένα από κει. Το γάλα έρχονταν και το ’παιρναν Βλάχοι. Το έπηζαν στην τσαντήλα και το πουλούσαν στα χωριά. Το πρώτο κονάκι το κάναμε στη Λυγαριά, μετά στον Τύρναβο στο Καρατζόλι. Κάναμε το κονάκι, έφταχναμε την τσιατούρα και μαζεύονταν όλοι εκει πέρα. Για φαί στο δρόμο είχαμε τη γιαούρτι και την βάζαμε στο τομάρι.  Από κει βγαίναμε στη Μελούνα και μετά στο άλλο λιβάδι στις Πλακότρυπες πάνω απ’ την Ελασσόνα. Μετά, στο Χάνι του Χατζηγώγου και όπως πάμε δεξιά από τον Σαραντάπορο σε μια χούνη. Το βράδυ περνούσαμε έξω απ’ τα Σέρβια, βγαίναμε απέναντι και μετά ανηφορίζαμε. Απάνω, αναλόγως τι χειμώνας ήταν, αν βρίσκαμε τα περσινά τα καλύβια τα συμμορφώναμε.

Στο Βέρμιο, θυμάμαι που με πήρε ο μπάρμπας μου και πήγαμε στο Τσοπανλί, στο γάμο του πατέρα του υπουργού. Η γυναίκα του ήταν απ’ τα Τσεκούρια απ’ τους Γκαρελαίους. Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά. Φλάμπουρα πρόλαβα μόνο στο Βέρμιο. Δώρα τότε πήγαιναν γδαρμένα αρνιά και πρόβατα, γιατί αλλοιώς έπρεπε ο νοικοκύρης να σφάξει είκοσι – τριάντα πρόβατα. Όργανα τότε δεν είχαν, όλα με το στόμα. Στο γάμο τότε είχαν ξύλα και έβαλαν φωτιά και χόρευαν γύρω-γύρω απ’ τη φωτιά, για να βλέπουν. Χωριστά οι άντρες, χωριστά οι γυναίκες. Τραγουδούσαν οι άντρες, το κρατούσαν και μετά έλεγαν : πάρτε το και σεις γυναίκες. Χορός, στα τρία και τσάμικος, δεν υπήρχε άλλος. Οι γυναίκες φορούσαν φουστάνια με λιαγκιόλια και ταντέλες. Οι άντρες φορούσαν μπουραζάνια και οι τσελιγκάδες φορούσαν άσπρα. Μετά γύρισαν στο μαλλίσιο το παντελόνι.


ΑΠ’ ΤΑ ΤΡΙΑ ΞΥΛΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΤΗΜΑΤΟΣ



Το 1929 δεν θέλαμε να πλαιάζουμε στα τρία ξύλα και αγοράσαμε το κτήμα στο Σουφλάρι. Εμείς αγοράσαμε το κτήμα το 1929, αλλά αρκετοί Σαρακατσαναίοι, όπως ο Γάτος, ο Μαλαμούλης, ο Πολύζος και άλλοι, άρχισαν να αγοράζουν κτήματα από το 1923-24. Στο Σουφλάρι είχαν τα καλύβια από το 1925 οι Καραθοδωραίοι. Το κτήμα ήταν 4.850 στρέμματα και το αγοράσαμε μαζί με τον Ξηρομερίτη (είχαν βάλει κι έναν γαμπρό τους Κωτούλα) και πήραμε από μισά. Είχε μέσα παλιά σπίτια, αποθήκες και μύλο. Το αγοράσαμε από κάποιον Αθανασάκη από την Πορταριά του Βόλου που το είχε πάρει όπως όλοι από τους μπέηδες. Όλα τα κτήματα ήταν 18.500 στρέματα και τα 14.000 στρέμματα τα έδωσε ο Βενιζέλος κλήρο στους κολλίγους και τα υπόλοιπα τ’ αγοράσαμε εμείς. Απ’ τα πρόβατα αγοράστηκε το κτήμα. Στη Ντελήχανη είχε καλό χειμαδιό κι από εκεί έκανε λεφτά ο πατέρας μου.

Πριν το πάρουμε εμείς, το νοίκιαζε ένας Δημητρίου, ένας μεγαλέμπορας Βλάχος από την Καλαμπάκα, το είχε Αλτιζάν (όπως ήταν το ενοικιοστάσιο) για πέντε χρόνια και το καλλιεργούσε με κολλίγους. Τότε έμεναν στα σπίτια εκεί και δούλευαν στα χωράφια, ογδόντα άτομα (σαράντα ζευγάρια). Ο Δημητρίου ειδοποίησε τον Αντρέα τον Ξηρομερίσιο που είχε τα πρόβατα στο Αργυροπούλι, ότι πουλιέται το κτήμα. Η γυναίκα του Αντρέα ήταν Σούρλα απ’ το Κόνιαρι και πάει λοιπόν ο Αντρέας ο Ξηρομερίσιος με τον Γιάννη τον Σούρλα τον πατέρα του υπουργού στο Τόπτσιλαρ. Εκεί συζήτησαν με τους δικούς μας και μετά γύρισαν με τον μπάρμπα μου πίσω και έκλεισαν το κτήμα. Ο Ξηρομερίσιος δεν τα είχε τα λεφτά κι έτσι έδωσε ο πατέρας μου προκαταβολή 400.000 για να δώσει εκείνος την άλλη χρονιά. Τους ήρθαν όμως κάτι ατυχίες με τον καιρό και όλοι μαζί αναγκαστήκαμε να πουλήσαμε κάποια χωράφια και στο τέλος μας έμειναν περίπου 2.700 στρέμματα μαζί με τους Ξηρομεριταίους. Στην αρχή δεν κάναμε τίποτα, σπέρναμε διακόσια στρέμματα και παίρναμε ογδόντα οκάδες.


Ο Κώστας Σούρλας με συγγενείς στο Σουφλάρι Λάρισας


ΜΙΑ ΑΤΥΧΗ ΣΤΙΓΜΗ

Στο Τόπτσιλαρ στο Βέρμιο είμασταν μέχρι το 1931 που έγινε ένας φόνος. Πως έγινε ο φόνος : Τα πρόβατα τα είχαν δυο τσελιγκάδες, o Σούρλας και o Λίλος και είχαν τσιομπαναραίοι δυο οικογένειες Κόκκαλης και Μπάρμπας. Ένα τσελιγκάτο, αλλά για να μη σμίγουν, χώριζαν τα γαλάρια τα πρόβατα σε δυο κοπάδια σε λάια και φλώρα. Έλεγαν λοιπόν ότι απόψε θα βγουν τα λάια μπροστά για ν’ αρμέξουν πρώτα. και τα άλλο το βράδυ θα βγουν τα φλώρα. Την ημέρα εκείνη ήταν ν’ αρμεχτούνε πρώτα τα φλώρα, αλλά άργησαν να ’ρθουν τα φλώρα και ήρθαν τα λάια πρώτα. Λεν οι τσελιγκάδες, αφού άργησαν βάλτε τα λάια μέσα. Βάζουν μέσα τα λάια και μόλις τα έβαλαν σε λίγο έφτασαν και τα φλώρα. Φτάνει ο Κόκκαλης απ’ το Κερμελή που ήταν τσιομπάνος στα φλώρα, αλλά ο Μπάρμπας βάραγε στρούγκα στα λάια. Αντιδρά ο Κόκκαλης και λέει : γιατί τα ’βαλες τα πρόβατα μπροστά ; έβγα έξω ! Εγώ ήμαν εκεί και βάραγα στρούγκα και τα θυμάμαι. Και βγαίνει το παιδάκι αυτό ο Μπάρμπας, (ήταν περίπου είκοσι δυο χρονών) και με το βρίσιμο που το ’κανε ο Κόκκαλης πετάχτηκε έξω και πιάστηκαν στα χέρια. Ο αδελφός του παιδιού ο μεγαλύτερος, παίρνει ένα παλούκι και τον βάρεσε εδώ κι έσπασε η σπλήνα. Τον πήραν μετά από κει, τον πήγαν στην Κοζάνη, έκατσε οκτώ μέρες και πέθανε. Η κακιά η ώρα τον έφαγε τον Κόκκαλη. Ήταν δεν ήταν πενήντα πέντε χρονών.
Το φθινόπωρο φύγαμε και από αυτό το γεγονός ύστερα δεν ξαναγυρίσαμε στο Βέρμιο και πήγαμε στον Ασπροπόταμο.


ΞΕΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟ ΣΤΟΝ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ



Το 1931 το καλοκαίρι πήγαμε στον Ασπροπόταμο και εκεί καθήσαμε δώδεκα χρόνια. Βγαίναμε στο Αυγό απέναντι απ’ τη Δέση μέχρι το 1943, εκτός από ένα χρόνο που είμασταν στο Πευκόφυτο.

Το 1939 πέθανε ο πατέρας μου 48 χρονών και εγώ ήμαν 15 χρονών. Είχε σπλήνα και τον είπε ο γιατρός να κάτσει κοντά, αλλά αυτός δεν ήθελε να κάτσει στον κάμπο. Τον έπιασε και τον πήγε η μάνα μου στη Μεσοχώρα και σε δέκα μέρες πέθανε. Άμα ήταν κάτω θα γλύτωνε, σπλήνα ήταν δεν ήταν τίποτε άλλο. Δέκα έξι χρονών ανέλαβα τη διαχείριση εγώ, γιατί τον άλλο χρόνο πέθανε κι ο μπάρμπας μου. Δέκα άτομα, πέντε κορίτσια και πέντε παιδιά, αλλά ήξερα γιατί από επτά χρονών ήμαν στα πρόβατα. Και δεν έμαθα και γράμματα, το δημοτικό δεν το έβγαλα. Σχολείο πήγα στον έλατο. Τρία χρόνια από δυο μήνες στη Δέση στα καλύβια το καλοκαίρι, στον έλατο από κάτω. Σε δάσκαλο στο χωριό στο Σουφλάρι δεν πήγα, γιατί πήγαινα στα πρόβατα. Πλήρωνε ο μπάρμπας μου ένα πεντακοσάρικο πρόστιμο, για να μην πάω σχολείο και να είμαι στα στέρφα τα πρόβατα. Μια μέρα θυμάμαι είμασταν στο Σουφλάρι κι έρχεται ο μπάρμπας μου (εγώ έξι χρονών) και λέει στη μάνα μου : ετοίμασε το παιδί να το πάρω. Με παίρνει απ’ το Σουφλάρι, κατεβαίνουμε στο σταθμό στη Μελία και πάμε στη Λάρισα. Παίρνουμε ένα αυτοκίνητο για την Αγιά, κατεβαίνουμε στο Γερακάρι κι από εκεί το κόβουμε και πάμε στην Ποταμιά. Εκεί φύλαξα τα κατσίκια έξι χρονών. 


ΜΕ ΤΟΝ ΖΕΡΒΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ



Στο Περτούλι γνώρισα και τον Άρη Βελουχιώτη, εκεί ήταν το στρατηγείο του.

Στις 22 Ιουλίου του 1943 έκαναν στο Περτούλι το σύμφωνο μη επιθέσεως. Όταν ξεκίνησε ο Ζέρβας απ’ τη Μεσοχώρα, ειδοποίησε στο μαντρί το δικό μας να φτιάξουμε γιαούρτι. Ο Ζέρβας ήταν κοκκινομάλης και κοντός και έρχονταν με το μπλάρι μπροστά κι εγω πάαινα κατά το μαντρί. Ήταν καμμιά σαρανταριά και αφού έφαγαν το γιαούρτι, έφυγαν για τα καλύβια και εκεί ένας συγγενής Ρίζος έσφαξε πέντε-έξι προβατίνες  και τις έψησαν, έφαγαν και έφυγαν για το Περτούλι. Εκεί ήταν ο Ζέρβας, ο Βελουχιώτης, ο Τζίμας (Βλάχος απ’ τη Σαμαρίνα), ο Σαράφης και οι Εγγλέζοι με τον Woodhouse. Και τότε, όταν έγινε η συμφωνία, ο Άρης έδωσε στο Ζέρβα καμμιά δεκαριά άλογα δώρο.

Στις 8 Οκτωβρίου του 1943 χάλασε το σύμφωνο. Είχα τα πρόβατα απάνω, αλλά εγώ ήμαν κάτω στο Σουφλάρι. Ξεκίνησα να πάω να πάρω την οικογένεια και φτάνοντας στην Πόρτα (στην Πύλη) βλέπω μια κίνηση, να χαλάει ο κόσμος. Όταν έφτασα στο Περτούλι, βρήκα τον Θανάση τον Φιλοκώστα και είδα ότι φύλαγαν το στρατηγείο. Ο Βελουχιώτης δεν έμενε στο Περτούλι, έμενε στα λιβάδια, λίγο πιο πέρα από εκεί που γίνεται το αντάμωμα, που έχει μια βρυσούλα μεσ’ στα έλατα. Ο Σαράφης ήταν στο σπίτι του Χατζηγάκη.

Στις 13 Οκτωβρίου του 1943 το πρωί, πιάστηκαν μάχη, από δω μεριά ο ΕΛΑΣ κι από κει απέναντι απ’ τη Μεσοχώρα ο ΕΔΕΣ. Μόλις χάραξε, πήραμε τα πρόβατα να φύγουμε. Κάποια στιγμή ακούω άλογα και βλέπω τον Βελουχιώτη πάνω στ’ άλογο κι από πίσω έρχονταν όλοι.
- Τι ώρα πιάστηκαν παιδί μου ; μου λέει.
- Έχουν απ’ το πρωί, του λέω εγώ.
Δεν είπε τίποτα και πήρε τον κατήφορο κι έφυγε. Κι εγώ αρπάζω τα πρόβατα από κει και μη τον είδιταν.


-         Το 1944 βγήκαμε στο Βέρμιο στο Τσανακτσί.

-         Το 1945 ξαναπήγαμε στη Δέση, αλλά δεν μας δέχθηκε το χωριό και γυρίσαμε πίσω.

-         Το 1946 πήγαμε στη Φλώρινα, στις Πρέσπες, πάνω απ’ τον Άγιο Γερμανό.

-         Το 1947 πήγαμε πάλι στον Ασπροπόταμο, στην Πύρρα.

-         Το 1948 τέλος, δεν βγήκε κανένας απάνω. Από κει κει πέρα δεν έφυγα από το χωριό. Από τότε τα πρόβατα χειμώνα καλοκαίρι τα είχαμε στον κάμπο.



Ο Κώστας Σούρλας με τη σύζυγο του Κούλα, το γένος Νασιάρα από την Πρινιά Αγιάς.