portraita

..
..Νομαδισμός και κονάκια
..

Δύο έννοιες αλληλένδετες στη ζωή των Σαρακατσαναίων

της Βασιλικής Ζαγναφέρη
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς τη δική τους γη και μόνιμη κατοικία, περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα… αυτοί είναι, σύμφωνα με την Αγγελική Χατζημιχάλη, οι Σαρακατσαναίοι. Υποταγμένοι από το επάγγελμά τους στο κλίμα, στη φύση και στις αντιθέσεις της που προκαλούν το νομαδισμό, ζούνε στους κάμπους το χειμώνα και ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Κάνουν πάντα την ίδια ζωή χάρις στα κοπάδια τους, τη μοναδική τους περιουσία. Σε αυτά χρωστάνε την ύπαρξή τους και ζουν αποκλειστικά από τα προϊόντα των κοπαδιών τους.»

Ανοίγοντας μία μικρή παρέθενση, επισημαίνεται πως αυτός ο τρόπος ζωής, της μη μόνιμης κατοικίας λαών ή φυλών και της μετακίνησής τους από τόπο σε τόπο, αποτελεί μία θεμελιώδη έννοια για την κατανόηση, σε σημαντικό βαθμό, της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με τον Γάλλο δημοσιογράφο Ζακ Αταλί, ο νομαδισμός υπήρξε η κινητήρια δύναμη της προόδου και της εξέλιξης. Καθώς, η ανανέωση είναι μία δυναμική, κι όχι στατική, κατάσταση που εμπεριέχει την κίνηση, είναι προφανές, ότι συνδέεται, από την ίδια της τη φύση, με τον νομαδισμό. Κατ’ επέκταση, είναι γεγονός πως οι μεγαλύτερες και σπουδαιότερες ανακαλύψεις και μεταβολές στον κόσμο, επήλθαν μέσα από τις επινοήσεις των διαφόρων νομαδικών λαών, όπως: η φωτιά, ο τροχός, η τέχνη, η μουσική, η γεωργία κτλ.


«Στράτα», «Βουνά», «Χειμαδιά»: τρεις λέξεις που μέσα τους κλείνουν ολόκληρη τη ζωή των Σαρακατσαναίων, αναφέρει, χαρακτηριστικά, ο Ευριπίδης Μακρής. Οι Σαρακατσάνοι, ως αυτόχθων νομαδικός λαός, απ’ τα πανάρχαια ακόμη χρόνια, μετακινούνταν συνεχώς μεταξύ βουνών και πεδιάδων. Αυτές, οι εποχικές μετακινήσεις τους βρίσκονταν σε άμεση συνάρτηση κι επιβάλλονταν, κατά κάποιο τρόπο, αφενός μεν, απ’ την τεχνική της κτηνοτροφίας, κι αφετέρου δε, απ’ τις ανάγκες των κοπαδιών τους.



Έτσι, την Άνοιξη, και συγκεκριμένα του Αγίου Γεωργίου, “κίναγαν” με τα καραβάνια τους για τα ψηλά βουνά, αναζητώντας κατάλληλα βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους. Απ’ την άλλη, με τον ερχομό του φθινόπωρου, κοντά στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, ξεκινούσαν τις προετοιμασίες τους για τα «χειμαδιά». Έχοντας ορίσει ημερομηνία αναχώρησης για την μεγάλη «στράτα», η οποία θα διαρκούσε εφτά με δέκα ημέρες, αποχαιρετούσαν τα βουνά τους και έπαιρναν το δρόμο για τις πεδιάδες, προκειμένου να ξεχειμωνιάσουν τα ζώα τους.

Πατρίδα, λοιπόν, των Σαρακατσαναίων θεωρούνταν, αναμφισβήτητα, τα βουνά, μιας και αποτελούσαν γι’ αυτούς το σταθερό σημείο των μετακινήσεών τους, τα μέρη του «ξεκαλοκαιριού» τους. Έτσι, κάθε καλοκαίρι επιφορτίζονταν με την κατασκευή, στο ίδιο, συνήθως, βουνό ή περιοχή, των «κονακιών» τους. Αυτά, περιλάμβαναν τα καλύβια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για την κατοικία τους, τα μαντριά και κάθε άλλη, απαραίτητη για τις εργασίες τους, κατασκευή. Αντιθέτως, τον χειμώνα επέλεγαν, για την εγκατάστασή τους, οποιαδήποτε πεδινή τοποθεσία τους προσέφερε καλύτερα βοσκοτόπια και, γενικά, ομαλότερες και ηπιότερες συνθήκες διαβίωσης.


Η βάση της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής των Σαρακατσαναίων, ήταν το «Τσελιγκάτο», το οποίο χαρακτηρίζεται ως ένα είδος παραγωγικού συνεταιρισμού, μία μικρή κοινωνία, αποτελούμενη από, περίπου, 20-50 οικογένειες. Το κάθε τσελιγκάτο εξασφάλιζε και προωθούσε τη συνεργασία κι αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ήταν η οικονομική και κοινωνική αυτάρκεια, η ανεξαρτησία κι η ελευθερία του, ενώ η κτηνοτροφία κι η τυροκομία αποτελούσαν τη βασική πηγή των εσόδων του.



Αρχηγός του τσελιγκάτου, ήταν ο τσέλιγκας ή αρχιτσέλιγκας. Αυτός κατείχε, μέσα σ’ αυτό, τον κυρίαρχο ρόλο, διασφαλίζοντας την ομαλή κοινωνικο – οικονομική λειτουργία όλης της κοινότητας. Επιπλέον, αναλάμβανε την οικονομική διαχείριση των κοπαδιών των οικογενειών, διεκπεραίωνε όλες τις εμπορικές και διοικητικές επαφές τους με την περιβάλλουσα κοινωνία, αποφάσιζε για τον τόπο της εγκατάστασης του κονακιού κτλ.

Το σύνολο των κονακιών, που διαμόρφωνε τον σαρακατσάνικο οικισμό, φανέρωνε το πρόσκαιρο κι εφήμερο της διαμονής της ομάδας σε κάθε μέρος. Κι αυτό γιατί, τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των καλυβιών, περιλάμβαναν τα πιο απλά μέσα καθώς και τις ακατέργαστες πρώτες ύλες που τους προσέφερε, απλόχερα, η φύση: τα ξύλα, τις πέτρες, το μαλλί των ζώων κ.α.

Τα κονάκια εκτείνονταν, συνήθως, σε αρκετά μεγάλη έκταση, όπου οι καλύβες καθώς κι οι διάφορες άλλες κατασκευές τοποθετούνταν κατά ομάδες, ανάλογα με τη συγγένεια και τις διαμορφούμενες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων οικογενειών. Τα μικρά τσελιγκάτα αποτελούνταν από δύο έως πέντε καλύβια, τα πιο συνηθισμένα από δώδεκα έως δεκαπέντε, ενώ τα μεγαλύτερα τσελιγκάτα περιλάμβαναν πάνω από πενήντα καλύβες.



Το γενικό σχήμα της καλύβας των Σαρακατσαναίων ήταν ιδιαίτερο, καθώς είχε κυκλική κάτοψη με ωοειδής τομή. Η διάταξή της συνδύαζε τη λειτουργικότητα με την πρακτικότητα, καθώς και την οικονομία του χώρου. Στοιχεία αυτής της αυθόρμητης αρχιτεκτονικής των Σαρακατσαναίων έχουν, βαθιά, τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και αντιστοιχούν στις κυκλικές κατοικίες που εντοπίζονται σ’ όλες τις αρχέτυπες μορφές πολιτισμού. Θεωρείται, επίσης, σκόπιμο να επισημάνουμε στο σημείο αυτό, και τον ιδιαίτερο συμβολισμό του κύκλου καθώς και τις, όποιες, μαγικές – αποτρεπτικές του ιδιότητες, στις οποίες πίστευαν οι διάφοροι λαοί, απ’ τα πανάρχαια ακόμη χρόνια.

Αναφέρεται, ότι οι κύριοι τύποι του σαρακατσάνικου κονακιού είναι δύο. Ο πρώτος, λέγεται ορθό καλύβι ή κονάκι. Αυτό ήταν κυκλικό στην κάτοψή του, ενώ στένευε προς τα πάνω, καταλήγοντας σε μια κωνική κορυφή. Ο δεύτερος τύπος, είναι το μεγάλο - διπλό καλύβι, το οποίο είχε διπλή σκεπή, με τη σαμαρωτή του στέγη να στηρίζεται σ’ έναν μεγάλο σκελετό. Το σχήμα του είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, ενώ σημειώνεται, ότι αποτελεί νεότερη κατασκευή, κυρίως, μεταπολεμική. Ο φράχτης που, πολλές φορές, κατασκευάζονταν γύρω – γύρω απ’ τα καλύβια, ονομαζόταν φριτζάτο και διαμόρφωνε σ’ αυτά μία ευρύχωρη αυλή. (Ευριπίδης Μακρής, «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων», Ιωάννινα 1997).

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η κατασκευή ενός κονακιού αποτελούσε κύριο μέλημα των γυναικών. Έτσι, πρώτη ενέργειά τους, ήταν η συγκέντρωση των απαιτούμενων υλικών: μεγάλα κλαριά, μικρά δεντράκια, χόρτα, βούρλα, φυλλώματα κ.α. Ανάλογα με την περιοχή της εγκατάστασής τους, χρησιμοποιούνταν για τα κάθετα στοιχεία του καλυβιού, τα λεγόμενα «μπηχτάρια»: οξιές, έλατα, ιτιές, πεύκα και βελανιδιές. Διάφορες βέργες χρησίμευαν για τα δεσίματα, ενώ οι κατασκευές σκεπάζονταν ολόκληρες με φυλλώματα από έλατα, πεύκα, σπάρτα, άχυρα, πουρνάρια, φτέρες, νεροκάλαμα κ.α.



Περνώντας, τώρα, επιγραμματικά στην περιγραφή της κατασκευής του κονακιού, είναι αξιοσημείωτη τόσο η ακρίβεια των μετρήσεων όσο κι η σχολαστικότητα, με την οποία πραγματοποιούνταν τα επιμέρους τμήματα του κονακιού.

Έτσι, αναφέρεται ότι για να επιτύχουν το ακριβές σχήμα του κύκλου, έστηναν έναν πάσσαλο στο κέντρο της περίκεντρης καλύβας και μ’ ένα σχοινί το οποίο περιέστρεφαν, γύρω απ’ αυτόν, χάραζαν την περιφέρεια του κύκλου, κάνοντας τρύπες, σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις, τοποθετώντας μέσα σ’ αυτές τα κλαριά, δηλαδή τα κάθετα στοιχεία μήκους 2,5 – 3 μ., που θα χρησίμευαν για το στερέωμα του κονακιού. Όσον αφορά τη διάμετρο της κυκλικής βάσης, αυτή άγγιζε συνήθως τα 6μ., ενώ υπολογιζόταν, πρακτικά, με τα πόδια (περίπου 20 πόδια).



Στο επόμενο στάδιο της όλης κατασκευής, περιέπλεκαν στα κάθετα κλαριά βέργες, τα λεγόμενα «λούρα», με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ομόκεντροι κύκλοι, ως προς την περιφέρεια της καλύβας, σε ύψος περίπου 2 μ. Κατόπιν, κατασκεύαζαν τη στέγη, δηλαδή την «κατσούλα». Αυτή η κατασκευή, που ήταν το τελείωμα του κονακιού, αφού την έφτιαχναν, επίσης από διάφορα κλαριά, την σήκωναν μ’ ένα μακρύ ξύλο, ώσπου να φθάσει στο επιθυμητό, για το κονάκι, ύψος. Η σημασία της ήταν ιδιαίτερη, καθώς αποτελούσε το βασικότερο σημείο στήριξης και στατικής ισορροπίας του καλυβιού.

Τελικό στάδιο, αποτελούσε το σκέπασμα του περιγραφόμενου σκελετού με το «σάλωμα». Αυτό περιλάμβανε διάφορα φυλλώματα, άχυρα και φτέρες, τα οποία, τοποθετούμενα, κάλυπταν όλη την κατασκευή. Σημειώνεται, πως η εργασία αυτή, της επικάλυψης, άρχιζε, πάντα, από κάτω προς τα πάνω, με κάθε στρώση να καλύπτεται, πλήρως, απ’ την αμέσως ψηλότερη απ’ αυτήν, αποτρέποντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, την είσοδο του νερού της βροχής στο εσωτερικό του κονακιού.

Με το τελείωμα της κατασκευής, συνήθιζαν πάντα στην κορυφή της κατσούλας να τοποθετούν δύο χαρακτηριστικά σύμβολα, έναν ξύλινο σταυρό κι ένα κλαρί σπαραγγιάς. Ο σταυρός αποτελεί το σύμβολο της πίστης τους στο Θεό, ενώ η σπαραγγιά, ως κατάλοιπο ειδωλολατρικό, θεωρούνταν φυλαχτό και γούρι, για την αποτροπή κάθε κακού πνεύματος.




Στο εσωτερικό μέρος του καλυβιού, οδηγούσε μόνο ένα άνοιγμα, η πόρτα. Η θέση της ήταν πολύ σημαντική για το κονάκι. Έτσι, γινόταν σε σημείο με κατεύθυνση είτε προς την Ανατολή είτε προς τον Νότο (ποτέ όμως προς τον Βορά), ανάλογα, βέβαια, με την εκάστοτε κλίση του εδάφους κα τη φορά των ανέμων στην περιοχή.

Εσωτερικά, λοιπόν, και σ’ όλο το μήκος της περιφέρειας του κονακιού, κατασκεύαζαν διάφορους πάγκους, από ξύλο ή πηλό, στους οποίους θα τοποθετούσαν οι Σαρακατσάνες το “νοικοκυριό” τους, δηλαδή διάφορα οικιακά σκεύη, υφαντά, σακιά, εργαλεία κτλ. Η “εστία” ή “βάτρα” του κονακιού, τοποθετούνταν στο κέντρο της κυκλικής κάτοψης, με κατεύθυνση προς την εξωτερική πόρτα.



Τέλος, κλείνοντας την περιγραφή μας, αναφέρεται, επιπλέον, ότι στους εσωτερικούς τοίχους συνήθιζαν να κρεμούν ξύλινους σχηματισμούς, για την τακτοποίηση των διαφόρων αντικειμένων τους, παραδείγματα αποτελούν: η πιατοθήκη, αλλά και το εικονοστάσι με το καντηλάκι του καλυβιού.