portraita

Ηλίας Κολοβός
..

Από την Καρύτσα Δολόπων Αγράφων

Επιμέλεια : Γιώργος Κολοβός

Ο Ηλίας Κολοβός γεννήθηκε το 1928 στο Χόλιανο της Καρύτσας Δολόπων. Οι αντί­ξοες συνθήκες της εποχής και του τόπου δεν του επέτρεψαν να λάβει μια πλήρη, σχολική έστω μόρφωση. Από την άλλη, ένα εργατικό ατύχημα του στέρησε σχεδόν τελείως την όρα­ση από την ηλικία των 26 ετών. Εντούτοις, η δύναμη των αγαπη­μένων του βουνών και το καθάριο βλέμμα της ψυχής του τον βοήθη­σαν ν' αναπληρώσει αυτές τις ελλείψεις. Δημι­ούργησε μια επιτυχημένη οικογένεια και παράλ­ληλα, ρωτώντας οποιονδήποτε μπορούσε να του δώσει πληροφορίες -ηλικιωμένους ντόπιους και νεότερους γραμματισμένους- συγκέντρωσε σιγά-σιγά ένα πολύτιμο υλικό για την ιστορία και τη ζωή της γενέτειρας του, το οποίο συστηματοποίησε από μνήμης στο χαρτί, εμπλουτίζοντας το και με τα προσωπικά του βιώματα, σε γλώσσα απλή, μα και αφάνταστα γλαφυρή. Η Καρύτσα Δολόπων - Μια προσωπική μαρτυρία αποτελεί ακριβώς την εκδεδομένη μορφή αυτής της συγγραφής, που μόνο ο θάνατος (1997) κατάφερε να σταματήσει.
Κώστας Παίσης



Χάρτης της περιοχής με τη θέση της Καρύτσας


Η ΚΑΡΥΤΣΑ

Η Καρύτσα Δολόπων -όπως είναι η ακριβής ονομασία της- βρίσκε­ται στα ορεινά χωριά των Αγράφων, νοτιοανατολικά της οροσειράς Πίνδου, σε υψόμετρο 1.150 με 1.200 μέτρα. Περιβάλλεται από πανύψηλα βουνά άνω των 2.000 μέτρων, με υψηλότερη κορυφή το Βουτσικάκι, 2.154 μ. (γνωστό και σα Λάκκος στο χωριό). Από κει πηγάζει ο ποταμός Μέγδοβας, που περνώντας κάτω απ' το χωριό -γι' αυτό λέγεται και Καρυτσιώτης- χύνεται στην τεχνητή λίμνη του Μέγδοβα ή Ταυρωπού, που έγινε το 1959. 'Αλλες βουνοκορφές που περιτριγυρίζουν την Καρύτσα είναι το Μπορλέρο (2.032 μ.), ο Αράπης, ο Καραμανώλης, η Παπατσάβρα, το Γκινέτσι και άλλα καταπράσινα ή δύσβατα βουνά, γεμάτα οξιές και ελάτια.

Διοικητικά ανήκε κατά καιρούς σε διαφορετικούς νομούς. Το 1828, που ιδρύθηκε το νέο ελληνικό κράτος, η Καρύτσα υπαγό­ταν στη Στερεά Ελλάδα -με πρωτεύουσα το Μεσολόγγι-, κοντά στα σύνορα της απελευθερωμένης Ελλάδας και της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας. Σύνορα που μπήκαν το 1831 από διεθνή επιτροπή Ελλήνων, Τούρκων, Ρώσων, Αγγλων και Γάλλων). Εδώ αξίζει να σημειώσουμε μια ιστορία σχετικά με την τοποθέτηση των συνόρων. Οι Τούρκοι ήθελαν τα σύνορα να είναι από τη Μάντζιαρη κι απάνω ολοπόταμα και να βγαίνουν στα Τρία Σύνορα (πάνω απ' τον Καρβασαρά). Μ' αυτόν τον τρόπο, η Καρύτσα θα ήταν τουρκοκρα­τούμενη. Όμως οι κάτοικοι του τότε χωριού μας, με πρωτοστάτη τον οπλαρχηγό Νταίρη -Μήτρο, νομίζω- και με συμπαράσταση του ηγούμενου του μοναστηριού «Παναγία Πελεκητή» και των καλόγε­ρων, πήγαιναν τις νύχτες κι έβγαζαν τα παλούκια που είχαν βάλει οι Τούρκοι και τα έμπηγαν ράχη-ράχη προς την Έγγουρη.



Η Καρύτσα Δολόπων


Το 1823 Ο πασάς της Σκόντρας πήρε εντολή από το σουλτάνο ή από τον Αλή ΙΙοσά να εκστρατεύσει προς τα κάτω, προς τη Ρούμελη, και να κάψει όλα τα χωριά της οροσειράς της Πίνδου, για να μη βρίσκουν καταφύγιο οι επαναστατημένοι Έλληνες. Πράγματι, αυτός ο αιμοβόρος πασάς στο πέρασμα του δεν άφησε τίτοτα όρθιο. Στην Καρύτσα πέρασε τον μήνα Ιούλιο. Έκαψε και ερημωσε. Το μόνο που έμεινε άκαγο ήταν η Παναγία Πελεκητή. Αυτό το γράφει και ο ηγούμενος της Παναγίας πάνω στον τοίχο. Γράφει: «Πέρασε Σκόντρα-πασάς, έκαψε και ερήμωσε.Το μοναστήρι εσώθη».

Το 1937 η επαρχία Ευρυτανίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας έγινε νομός, και η Καρύτσα υπαγόταν εκεί μέχρι το 1971, οπότε για λόγους εξυπηρετήσεως των κατοίκων μεταφέρθηκε διοικητικά στο νομό Καρδίτσας όλος ο δήμος Δολόπων. Ο δρόμος που συνδέει το χωριό με την Καρδίτσα -και έγινε το 1950- ήταν και ο κυριότερος λόγος γι' αυτή τη μεταφορά στο νομό Καρδίτσας. Ακόμα, η Καρδίτσα ήταν το εμπορικό κέντρο της περιφέρειας μας από παλαιότερα-συγκεκριμένα από το 1881, που έφυγαν οι Τούρκοι απ' τη Θεσσαλία. Από κει κουβαλούσαν οι Καρυτσιώτες, οκτώ ώρες με τα πόδια, όλα τους τα τρόφιμα και εμπορεύματα, πότε με τα ζώα και πότε με ζαλίκια — οι γυναίκες, πολλές φορές ξυπόλυτες, με δύσκολες καιρι­κές συνθήκες, χιόνια και λάσπες. Αγώνας σκληρός για την επιβίωση.




Η λίμνη Πλαστήρα όπως φαίνεται απο την Καρύτσα


Η Καρύτσα Δολόπων του νομού Καρδίτσας, λοιπόν, αποτελείται απ' το κυρίως χωριό και εφτά μεγάλους και μικρούς συνοικισμούς: το Πλακωτό, τη Ράφηνα, το Χόλιανο, το Μέγα Ρέμα, τη Λουγγά, τους Παϊσαίους και τους Κατεαίους. Οι παραπάνω συνοικισμοί δημιουργήθηκαν μετά το 1860, από την ανάγκη των κατοίκων για βοσκή και καλλιέργεια. Ήσαν μέρη που φτιάχναν στην αρχή τα μαντριά τους για να βοσκούν τα κοπάδια τους. Σιγά σιγά παίρναν και τις οικογένειες τους, καλλιεργούσαν τη γύρω γη -την οποία ιδιοποιήθηκαν-, τα παιδιά τους έκαναν δικές τους οικογένειες, τα σπίτια μεγάλωναν και έτσι γινόταν ένας συνοικισμός.

Στο Παλιοχώρι, κατά καιρούς βρέθηκαν διάφορα αρχαία αντικείμενα, κυρίως νομίσματα, τα περισσότερα των οποίων είχαν την κεφαλή του Μέγα Αλέξανδρου. Επίσης, έχουν βρεθεί κομμάτια από κατεστραμμένα αγάλματα. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για αγάλματα που βρέθηκαν στο Παλιοχώρι και εξαφανίστηκαν. Απ' το γεγονός ότι η περιοχή εδώ ονομάστηκε Δήμος Δολόπων, δεν αποκλείεται να ήταν στο σημείο αυτό ακόμη και η πρωτεύουσα της αρχαίας Δολοπίας. Απ' ό,τι γνωρίζουμε, στην περιοχή του Δήμου Δολόπων δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο Παλιοχώρι. Το κράτος της αρχαίας Δολοπίας έπιανε όλη την ορεινή Δυτική Θεσσαλία από Καΐτσα μέχρι Ασπροποτάμι και από τον Αχελώο μέχρι Τυμφρηστό.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΕΛΕΚΗΤΗ

Ως κτητωρ της Παναγίας φαίνεται ο ίδιος ο Αγιος Δαμιανός, που κατάγονταν από το Μερίχοβο Καρδίτσης. Το πότε ακριβώς χτίστηκε δεν ξέρουμε — γύρω στα 1600 το υπολογίζουν. Καθώς λέγανε, όταν έχτιζαν τη μονή Σωτήρος και άναβαν το βράδυ την καντήλα της Παναγίας, έφευγε η καντήλα αναμμένη και πήγαινε απάνω στο βράχο. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, το θαύμα, και τότε αποφάσισαν να φτιάξουν και εκεί μοναστήρι. Είδε ο πρωτομάστορας την Παναγία, και του είπε: «Θα πελεκήσεις το βράχο με το κοπίδι και θα φτιάξεις μια εκκλησία, την οποία θα ονομάσεις Παναγία Πελεκητή». Όταν αρχίσανε να χτίζουν, είχαν πρόβλημα από νερό. Και ξαναπαρουσιάστηκε η Παναγία και τους είπε: Σηκώσετε εδώ αυτή την πλάκα και θα βρείτε νερό». Και πράγματι ετσι έγινε- εκεί που είναι σήμερα το πηγάδι.



Η Παναγία Πελεκητή

Όπως και στην αρχή ανέφερα, στην Τουρκοκρατία την Πανάγια Πελεκητή δεν την έκαψε ο Σκόντρα-πασάς. Όταν πήγαν οι Τούρκοι να την κάψουν, λέγει ο ηγούμενος στον αξιωματικό: «θα γεμίσουμε ένα ποτή­ρι με λάδι και θα το πετάξουμε κάτω προς το ριζοστέφανο. Εάν σπάσει το ποτήρι και χυθεί το λάδι, τότε κάψ' το· αν όχι, θα φύγεις». Δέχτηκε ο Τούρκος, και το θαύμα έγινε. Τότε φοβήθηκε ο Τούρκος κι έφυγε. Το βράδυ -λέγανε- τον μάλωσε η Παναγία το γούμενο για το επικίνδυνο στοίχημα που έβαλε. Οι παλιοί λέγανε ότι ήταν πολύ δασωμένο το μέρος και δεν την είδαν, γι' αυτό γλίτωσε. Κάψανε την Αγια-Σωτήρος και νόμισαν ότι δεν είναι άλλο. Είχαν και τα δυο κρυφά σχολειά -που μάθαιναν τα Ελληνόπουλα γράμματα-, μεγάλες κτηματικές περιουσίες, κτηνοτροφία και πολλά μελίσσια. Ακόμα λέμε «στο μελισσομάντρι της Σωτήρος».

Ο ιστορικός, Φωτιάδης γράφει ότι ο Κατσαντώνης νοσηλεύονταν στην Πελεκητή της Καρύτσας. Μετά πήγε στη Στάνα, στο Βελεζντόνι, και τον πρόδωσαν και τον πιάσαν οι Τούρκοι.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΒΑΙΩΝ

Και τώρα θα πω μερικά για τους Κολοβαίους. Γι' αυτούς γνωρίζω όλη τους την ιστορία, όντας Κολοβός και ο ίδιος. Οι Κολοβαίοι ήταν Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι. Τα καλοκαίρια βγαίνανε στα βουνά της Ηπείρου και το χειμώνα στο Ξηρόμερο. Ώσπου έγινε ο διωγμός των Σαρακατσαναίων — με αφορμή το ότι ακολούθησαν τον Σαρακατσάνο Κατσαντώνη στο κλέφτικο. Ένας δάσκαλος από το Βουργαρέλι της Άρτας μού έλεγε ότι οι Κολοβαίοι και οι Μακρυγένηδες, δηλαδή το σόι του Κατσαντώνη, είχαν συγγέ­νεια. Οπότε, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, κατέβηκαν προς τα κάτω, Τζουμέρκα και Άγραφα.


ΟΙ ΚΟΛΟΒΑΙΟΙ


( Φωτογραφία της Αγγελικής Χατζημιχάλη )


Ένας Γιάννης Κολοβός έφερε την οικογένεια του -τη γυναίκα του και δύο παιδιά, τον Γεωργούλα και τον Νίκο- στην Παναγιά. Αυτός αργότερα σκοτώθηκε από τους Τούρκους σε μάχη που έδωσε ο Κατσαντώνης. Τα παιδιά ήταν μεγάλα και είχαν κοπάδια: συνέχισαν έτσι από την Παναγιά, και αργότερα από την Καρύτσα, να είναι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι. Όταν όμως έφτιαξαν κάμποση περιουσία στην Καρύτσα, για να μην την καταστρέφουν οι υπόλοιποι Καρυτσιώτες τον καιρό που έλειπαν αυτοί στα χειμαδιά, αποφάσισαν να μείνει ο ένας μόνιμα στην Καρύτσα. Δεν ήθελε να μείνει κανένας, και έφτια­ξαν κλήρο. Έπεσε στον Γεωργούλα να μείνει μόνιμα στα βουνά. Έτσι, εμείς, οι απόγονοι του Γεωργούλα, εγίναμε χωριάτες, ενώ οι απόγονοι του Νίκου, που συνέχισαν το απάνω-κάτω, τους λέμε βλά­χους, αν και δεν έχουν σχέση με τους βλάχους. Είναι καθαροί Σαρακατσαναίοι.

Πάντως, και τα δυο αδέρφια κάναν μεγάλη οικογένεια, γι' αυτό γέμισε ο τόπος Κολοβαίους, χωριάτες και βλάχους.

Αυτοί οι άνθρωποι ηρθαν στην Καρύτσα λίγους μήνες προτού καεί (γιατί κάψανε πρώτα το δικό τους χωριό, την Παλιοπαναγιά, πιο κάτω από το Μέγα Ρέμα και τον Καρβασαρά, που τότε δεν υπήρχαν). Ο παππούς μου ο Γιώργο Κώστας μού έλεγε ότι το χωριό αυτό κάψαν οι Τούρκοι τη Δευτέρα μέρα της Λαμπρής την ίδια χρονιά που κάψανε και την Καρύτσα, το 1823. Σ' ένα βιβλίο που γράφει ένας Τόλης από το Καροπλέσι, τα ίδια λέει κι αυτός. Το έκαψε ένας Κουρ- Πασάς. Γι' αυτόν δεν έχω πολλά στοιχεία- το μόνο που ξέρω ότι μετά το κάψιμο της Παναγιάς προχώρησε προς το Τροβάτο και τα Πιγγιανά. Γιατί τις μέρες εκείνες ανάμεσα σ' αυτά τα δύο χωριά, σε μια τοποθεσία που λέγεται Κακό, ήταν κρυμμένοι οι Κολοβαίοι με τα κοπάδια τους, να μην τους βρουν οι Τούρκοι. Σε μια στιγμή η γριά μάνα του Γεωργούλα και του Νίκου βγήκε από τη σπηλιά που ήταν κρυμμένη να αγναντέψει αν έφυγαν οι Τούρκοι, να παν παιδιά να συμμάσουν τα κοπάδια. Την είδαν οι Τούρκοι και την πυροβόλησαν. Το βόλι την πήρε στο μάτι και της το 'βγαλε, αλλά δεν πέθανε.



Ο ΤΣΕΛΙΓΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΟΒΟΣ


( Φωτογραφία της Αγγελικής Χατζημιχάλη )


Ο Γεωργουλας είχε πέντε αγόρια και δύο κορίτσια, και ο Νίκος έξι αγόρια και ένα κορίτσι.

Του Γεωργούλα ήταν :

· ο Γιάννης (οι σημερινοί Πετρογιανναίοι και Θοδωραίοι στη Ράφηνα),
· ο Κώστας (οι σημερινοί Γεωργοκωσταίοι και Αντωναίοι στο Χόλιανο),
· ο Αποστόλης (είχε απογόνους τον Αποστόλη της Σταθούλας ή τον σημερινό Τσιγάρα).
· ο Νίκος, (που είχε απογόνους τους Λία Νίκο και Γιώργο Νίκο στο Μέγα Ρέμα),
· και ο Θανάσης, (οι σημερινοί Θανασάκηδες, όπως τους λέμε· και αυτοί στο Μέγα Ρέμα).

Όσο για τις δύο αδερφές, τις είχαν παντρεμένες στα Κανάλια:
· τη μια την είχε κάποιος Ντινίσης (Ντενίσης)
· και την άλλη ο Πάσκος ή Παπαποστόλου — γιατί και τα δύο αυτά ονόματα τα ανέφερε ο παππούς μου ο Γιώργο Κώστας.

Ο Νίκος με τα έξι αγόρια και με τη μια του κόρη, που την πάντρεψε στον Μαλαμούλη, κατοίκησε στην Καρύτσα από τον Αϊ-Γιάννη και πέρα, περιοχή που έχουν και μέχρι σήμερα οι απόγονοί του. Αυτοί, όπως είπαμε, μόνον τα καλοκαίρια μένανε στην Καρύτσα και το χειμώνα πήγαιναν στα χειμαδιά. Έγιναν μεγάλοι τσελιγκάδες τα παιδιά και τα εγγόνια του Νίκου. Το μαντρί στου Καραμανώλη, το Κολοβαίικο, όπως το ονόμαζαν, γνώρισε μεγάλες και ωραίες στιγμές από τους τσελιγκάδες Κολοβαίους.

Αργότερα, ο Κώστας γράφτηκε Γιαταγάνας, δεν ξέρω ακριβώς γιστί. Οι ίδιοι λέγανε ότι φορούσε πάντα ένα γιαταγάνι και μ' αυτό σκότωσε έναν Τούρκο- από το γιαταγάνι αυτό πήρε το επίθετο Γιαταγάνας. Παλιότερα πάντως ήταν Κολοβός.

Τα παιδιά του Νίκου ήταν ο Κώστας Κολοβός, που αργότερα έγινε Γιαταγάνας, ο Ηλίας, ο Γιαννάκης.... Ήταν πολλά αδέρφια, και γέμισε ο τόπος από Κολοβαίους και Γιαταγαναίους. Οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή Λιβαδειάς- αλλά και στα Θεσσαλικά χωριά παντού υπάρχουν Κολοβαίοι.


Ο αείμνηστος μπάρμπα Κώστας Κολ0βός ( μεγαλύτερος αδελφός του Ηλία Κολοβού - τότε επίτροπος της Παναγίας Πελεκητής ) με τον συντάκτη του ιστολογίου Γιώργο Κολοβό - Ετος 1992


ΤΟ ΧΟΛΙΑΝΟ

Θα αναφερθώ στο συνοικισμό Χόλιανο και στους ανθρώπους του όχι για λόγους προβολής, αλλά γιατί εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, και θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες της ζωής και τις ιστορίες που άκουγα από τους γεροντότερους. Γιατί αυτά που θα γράψω θέλω να ειναι η πραγματική αλήθεια. Και αρχίζω την περιγραφή μ' αυτόν το συνοικισμό που μοιάζει να έχει ξενική ονομασία. Έτσι το θεώρησε η τότε Νομαρχία Ευρυτανίας το 1960 και του άλλαξε ονομασία: από Χόλιανο το έβγαλαν Πετρωτό. Και, στην πραγματικότητα, σήμερα του ταιριάζει αυτό το όνομα. Πολύ πετρωτό μέρος είναι. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε μπροστά από εκατό χρόνια. Πόσο αλλάζει ο άνθρωπος τη φύση ή μάλλον, πόσο την κατα­στρέφει!

Όπως ανέφερα και πιο πάνω, ο συνοικισμός αυτός άρχισε να κατοικείται κατά το 1865. Πρώτα ως γιδομάντρι. Πήγε εκεί με τον αδερφό του τον Τόλη ο παραπαππούς μου ο Κώστα Κολοβός, γιατί, όπως προαναφέραμε, είχε πολλές «βουσκές», ήταν πολύ κατάλληλο μέρος για γίδια.



Τα μαντριά πρώτα τα 'φτιαξαν χαμηλά, λίγο πιο πάνω απ' το ποτάμι. Ήταν μια λάκκα, εκεί που κατεβαίνει σήμερα το ρέμα το Χολιανίσιο, πιο δώθε από το σημερινό σπίτι το Νταϊραίικο, στη Σκαλούλα παρακάτω. Μετά από μερικά χρόνια, όταν άρχισαν τα γίδια να κάνουν σουρτάρες μέσα στα λόγγια και να «κόβεται» ο τόπος, ήρθε η πρώτη κατεβασιά, γιατί πριν δεν υπήρχε ρέμα Χολιανίσιο — ήταν πολύ ντυμένο το μέρος και δεν κινούσαν νερά.

«Ηταν Ιούνης μήνας», έλεγε ο παππούς μου. «Θα 'μουν καμιά δεκαριά χρονών, και ο αδερφός μου ο Αντώνης μεγαλύτερος. Φέραμε το μεσημέρι τα κατσίκια στο μαντρί και πέσαμε στην καλύβα για ύπνο. Ο πατέρας μας ήταν με τα γίδια στον ανήφορο. Ήρθε μία μεγάλη μπόρα, βροχή και χαλάζι, που κατέβασαν για πρώτη φορά όλα τα ρέματα. Το μαντρί, με 140 περίπου κατσίκια, το πήρε η κατεβασιά. Ευτυχώς που δεν πήρε την καλύβα και γλιτώσαμε εμείς». Αυτό συνέβη γύρω στα 1870. Μετά ανέβηκαν απάνω ψηλά, εκεί που το λέμε σήμερα «στις Παράγκες». Εκεί φτιάξαν τις καλύβες τους, που τις λέγανε και παράγκες, γι' αυτό και η θέση σήμερα ονομάζεται Παράγκες. Και γύρω γύρω τα μαντριά τους.

Εκεί στις Παράγκες έμεινε κάμποσα χρόνια ο παππούς μου. Το 1881 πήγε φαντάρος, τη χρονιά που έφυγαν οι Τούρκοι από του Καραμανώλη και από όλη τη Θεσσαλία. Έκανε πολλά χρόνια για να γυρίσει, έξι έως εφτά. Είχε πάει αντάρτης στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, για να ενισχύσουν εκεί τους επαναστατημένους Έλλη­νες. Ήταν στρατιώτης στη Λάρισα. Ήρθε μια διαταγή: όσοι θέλουν, να πάνε εθελοντές στη Μακεδονία, να χτυπούν τους Τούρκους μαζί με τους ξεσηκωμένους Έλληνες. Βγήκε απ' τους πρώτους. Τους πέρα­σαν κρυφά στα σύνορα και έτσι βρέθηκαν αντάρτες για χρόνια. Είχε πολύ ανεπτυγμένο το πατριωτικό αίσθημα. Μετά, στα χρόνια του 1941 που μας σκλάβωσαν οι Γερμανοί, πολυ στενοχωρήθηκε και έκλαιγε. Μας έλεγε:«Οργή το 'χει τούτος ο τόπος! Δεν πρόλαβε να λευτερωθεί από τους Τούρκους, τον σκλάβωσαν οι Γερμανοί».



Ο αδερφός του ο Τόλης ξαναγύρισε στην Καρύτσα. Ο Κώστας έμεινε μόνος του στο Χόλιανο, μια οικογένεια με πέντε παιδιά: τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Τα αγόρια ήταν ο Αντώνης και ο Γιώργος. Τα κορίτσια, η Κατερίνη, η Βασίλω και η Τασία. Η γυναίκα του ήταν από τα Άγραφα, από τους Καραλαίους· Παρασκευή τη λέγανε.

Εκείνο, πάλι, που μας διηγούνταν ο παππούς μου ήταν για τα άγρια ζώα: ελάφια και ζαρκάδια - και κοπάδια αγριόγιδα. Τα μέτραγαν σε κάνα ξέφωτο με τον αδερφό του τον Αντώνη και τα κάναν λάθος. Ένας τα έβγαζε εξήντα, ο άλλος πενήντα οκτώ. Άμα σμίγαν τίποτα βετούλια δικά τους με τα αγριόγιδα, τα χάνανε και γίνονταν κι αυτά άγρια. Όταν έριχνε πολλά χιόνια, τα κυνηγάγανε και τα σκοτώνανε, να τα φάνε.

Ο συνοικισμός εν τω μεταξύ μεγάλωνε, γιατί μεγάλωσαν τα παιδιά τους και κάναν δικές τους οικογένειες. Οι άνθρωποι στο συνοικισμό, όπως βλέπουμε, πλήθαιναν: φτάσα­νε κάποτε γύρω στα ογδόντα άτομα. Δεν μπορούσε να τους θρέψει καλά η γης όπως πρώτα, παρ' όλο που καλλιεργούσαν όλα τα μέρη όπου είχε χώμα. Κόβανε τα έλατα, τα κέδρα, και ανοίγανε «μπαίρια» όπως τα λέγανε τα καινούρια χωράφια. Τα πρώτα χρόνια κάρπιζαν πολύ καλά, ήταν ξεκούραστο το χώμα, έλεγαν. Μετά, λόγω και της κλίσης του εδάφους, το 'παιρναν τα νερά το χώμα και η απόδοση έπεφτε. Αυτά τα μπαίρια τα ανοίγανε τους χειμωνιάτικους μήνες, που ήταν και μαλακό το χώμα και δεν είχαν και εξωτερικές δουλειές. Αλλά, παρ' όλο που δεν άφησαν πουθενά άσπαρτο, το ψωμί χρονικής δεν έμπαινε. Κι άντε με τι λεφτά να το αγοράσεις και πώς να το κουβαλήσεις από την Καρδίτσα; Και πολλές φορε'ς δεν έβρισκες ούτε να αγοράσεις. Έπεσε φτώχεια σ' όλο το κράτος - ειδικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε ο αποκλεισμός, και έπεσε πείνα. Όσοι δεν τους έφτανε το δικό τους εισόδημα υπόφεραν πολύ. Μετά, το 1918, η μεγάλη Ασιατική γρίπη· πέθανε πολύς κόσμος. Αργότερα, η Καταστροφή της Μικράς Ασίας το '22 και οι συνεχείς πόλεμοι φέραν σε φτώχεια το κράτος, και υπέφεραν πολλοί. Τα ορεινά χωριά ήταν πολύ πυκνοκατοικημένα, και δεν έφτανε η ντόπια παραγωγή να τους θρέψει. Οι γεροντότεροι λέγανε: «Κάντε το ΄κονομία το ψωμί, να βγάλουμε το σκοτάδι» -εννοούσαν το χειμώνα-κοντά έχει ο θεός. Πιανόμαστε από γάλα». Αυτή η φτώχεια κράτησε και μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι αργότερα, στην Κατοχή. Πέθαναν πολύς κόσμος απ' την πείνα.

Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΟΛΙΑΝΟ


Τώρα θα αναφερθώ στο Χόλιανο, στα χρόνια που έζησα ο ίδιος. Για να περιγράψω την πραγματική ζωή αυτού του τόπου, θα περιγράψω τη ζωή τη δική μου όπως πραγματικά την έζησα, μαζί με τους άλλους κατοίκους του συνοικισμού. Και αρχίζω.

Γεννήθηκα στις 10 Γενάρη 1928, δεύτερο παιδί της οικογένειας. Πρώτος ήταν ο αδερφός μου Κώστας, το '24, κι αργότερα ο Βασίλης, το '30. Ένα άλλο χάθηκε μικρό, Λάμπρο τον έλεγαν, το '32, και το '34 η αδερφή μου Τασία. Ποιος ξέρει πόσα ακόμη θα γεννιόνταν, αλλά αρρώστησε η μάνα μου πολύ βαριά, κόντεψε να πεθάνει. Εν συγκρίσει με τις άλλες οικογένειες, που κάναν οκτώ έως δέκα, εμείς ήμασταν μικρή φαμελιά.

Όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, συνέβη κάτι τρομερό στο σπίτι μας. Τη νύχτα του Αγίου Θωμά πήρε φωτιά και καίγονταν, ενώ εμείς κοιμόμασταν όλοι μέσα. Ο Βασίλης, που τον θήλαζε ακόμα η μάνα μου, ξύπνησε και έκλαιγε, και ξύπνησε και τη μάνα μου. Τότε αυτή τι να δει! Το σπίτι είχε πάρει όλο φωτιά. Βάζει τις φωνές, ξυπνάνε όλοι και μόλις προλάβαμε να βγούμε έξω, γιατί η φωτιά έφτασε και στο δωμάτιο που κοιμόμασταν. Πάνω στην ταραχή μας, το Βασίλη, μαζί με το μπισίκι του, τον ξεχάσαμε μέσα. Όταν έφτασαν οι πρώτοι γείτονες, και συγκεκριμέ­να ο Λεωνίδας Ντόβολος, ρώτησε εάν βγήκαμε όλοι. Η μάνα μου και η βαβά μου λιποθύμησαν απ' τα κλάματα. Όλοι τα είχαμε χαμένα με την τρομάρα που πήραμε πάνω στον ύπνο. «Πού είναι το μικρό παιδί;» ρώτησαν οι γείτονες. Πουθενά. Τότε κατάλαβαν ότι το ξέχασαν μέσα. Πήρε μια κάπα στο κεφάλι ο Λεωνίδας και όρμησε μέσα στη φωτιά και τον έσωσε το Βασίλη. Ήταν το 1932, πιθανόν από λάθος της βαβάς μου, από μια ίσκα, με την οποία κάπνιζαν τα μελίσσια με τον παππού μου. Την πάτησε με μια πέτρα και νόμισε ότι έσβησε, ενώ η ίσκα δύσκολα σβήνει. Μετά την πήρε μέσα στο σπίτι, κάπου την ακού­μπησε, κι αυτή πρέπει να μετέδωσε τη φωτιά. Εμείς ήμασταν χωρίς ρούχα για να αλλάξουμε, χωρίς τσόλια να κοιμηθούμε· ούτε ένα κουτάλι να φάμε δεν είχαμαν.





Ήμασταν πολλά συνομήλικα αγόρια και κοριτσάκια· όλα τα ίδια ρούχα φοράγαμε, κάτι μαλλινούλες μακριές, και τίποτα άλλο από κάτω — ούτε βρακί ούτε παντελόνι. Όταν ξεκινάγαμε για το σχο­λείο, τότε μας φτιάχνανε κάνα αργαλίσιο παντελονάκι και κάνα ζευ­γαράκι γουρ'νοτσάρ'χα, από το φτηνό μέρος του δέρματος. Γιατί τα γερά τα φτιάχναν οι μεγάλοι, να αντέχουν. Εμείς τα παιδιά μόνο το χειμώνα φοράγαμε. Το καλοκαίρι ήμασταν τελείως ξυπόλυτα, όπως μας γέννησε η μάνα μας. Σκλήραιναν τα πόδια μας και τρέχαμε και πηδάγαμε ελεύθερα - ούτε που τα καταλαβαίναμε τα αγκάθια. Και στο σχολείο, όταν δεν χιόνιζε, τα περισσότερα παιδιά έρχονταν ξυπόλυτα. Και να ήταν μόνο η ξυπολυσιά, η ξεζαρκωσιά! Ήταν και η ρημάδα η πείνα! Κάναμε κάθε μέρα δύο σχολεία, πρωί κι απόγευμα. Και μαζί μας εμείς τα εξοχίτικα σε ένα τσιατσιούλι, όπως λέγαμε τις υφαντές τσαντούλες, είχαμε ένα κομμάτι ψωμί από μπομπότα, όπως λέγαμε το καλαμπόκι, που πότε συνοδεύονταν από λίγο τυρί, λίγη αρτμή, και πολλές φορές τελείως ξερό. Και πολλά παιδάκια πολλές φορές δεν είχαν καθόλου ψωμί.

Είχαμε και το άλλο: Τετάρτη και Παρασκευή το 40ήμερο και 50ήμερο να μην αρτυνόμαστε, και πήγαινε το ξεροκόμματο, η μπο­μπότα, καπνός. Δεν μας έφτανε που κάθε μέρα πηγαίναμε τόσο δρόμο -και τι δρόμο! αυτός από το Χόλιανο στην Καρύτσα, με κίνδυ­νο της ζωής μας κάτω από τα τσουγκάνια και δίπλα στο κατεβασμένο ποτάμι - ο δάσκαλος μας υποχρέωνε να πηγαίνουμε και τις Κυριακές στην εκκλησία.

Το χειμώνα, κάθε πρωί έπρεπε να παίρνουμε και από ένα ξύλο στα χέρια μας ή στον ώμο μας, για να καίμε στη σόμπα. Ξεπάγιαζαν τα χεράκια μας από το Χόλιανο μέχρι την Καρύτσα κρατώντας το ξύλο. Αν δεν το πήγαινες, έτρωγες ξύλο από το δάσκαλο — Θεός να τα πει γράμματα αυτά τα βασανιστήρια! Γι' αυτό, βέβαια, και μείνα­με όλοι αγράμματοι. Άσε και το άλλο: εκατόν δέκα παιδιά, ένας δάσκαλος. Για να μπορεί να μας επιβληθεί, έκοβε κάτι μεγάλες βέρ­γες κρανιάς και χτυπούσε αλύπητα, μέχρι που βγάζαμε αίμα. Εκτός από το αναγνωστικό, μια πλάκα και ένα κοντύλι, που είχα­με σχεδόν όλοι, από τα άλλα βιβλία σπάνια να είχε κάνα παιδί - ούτε και τετράδια δε μας παίρνανε. Αλλά ούτε και ενδιαφέρονταν κανένας τι μαθαίναμε. Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν πότε θα γυρί­σουμε, να πάμε να φτιάξουμε κάνα πράμα. Σε μας τα παιδιά πιο πολύ εμπιστεύονταν τα μανάρια – κατσίκια και αρνιά. Τα μεγαλύτερα, που τελειώνανε το δημοτικό ή το εγκαταλείπανε μετά την τετάρτη, περιλάβαιναν τα κοπάδια, πρόβατα ή γίδια.



ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ


Στις 13 Απριλίου του 1947, στον Εμφύλιο Πόλεμο, πεθάνανε από το κρύο πολλοί στρατιώτες και αντάρτες στην κορυφή της Νιάλας. Έκανε επίθεση ο στρατός να καταλάβει το βουνό, που το υπερασπί­ζονταν πολλοί αντάρτες. Το τάγμα του Αλευρά των Αγράφων και ο στρατός ήταν πολύς, ίσως περισσότεροι κι από τάγμα. Η καταστρο­φή αυτή τη φορά δεν έγινε από σφαίρες, παρά από πρωτοφανή για την εποχή χιονοθύελλα. Ήταν αργά, όπως είπα, 13 Απρίλη- το κρύο όμως ήταν τόσο πολύ και η χιονοθύελλα, αέρας και χιόνι, τόσο πυκνή, που δεν έβλεπαν τη μύτη τους. Ήρθαν στα χέρια στρατός και αντάρτες χωρίς να κάνουν χρήση τα όπλα τους. Ήταν μεγαλύτε­ρος ο άλλος εχθρός. Ξενύχτησαν αγκαλιά σε κάτι βλάχικες καλύβες -όσοι κατάφεραν να ζήσουν. Πάρα πολλοί πέθαναν και από τις δυο πλευρές - ακόμη και ο ταγματάρχης του στρατού. Οι άλλοι, που έζησαν, από το πολύ κρύο χώρισαν χωρίς να πολεμήσει ο ένας τον άλλον.


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ' ΤΙΣ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ


Όταν μας πόναγε το κεφάλι μας, η βαβά μας έπαιρνε αγκαλιά και μας σταύρωνε με αναμμένα κάρβουνα, που τα έριχνε μέσα στο νερό και έσβηναν. Τότε αυτό το νερό, μαζί με τα κάρβουνα, το έριχνε πάνω σε ζώα ή σε κότες. Αν τινάζονταν τα ζώα, θα γινόσουν καλά - αν όχι, τότε ήταν άσχημα. Αυτό το σταύρωμα δεν το έκανε μόνο για πονοκεφάλους, αλλά για ό,τι άλλη αρρώστια κι αν είχες. Τώρα, είτε προσευχές χρησιμοποιού­σε είτε μαγείες, εγώ θυμάμαι πολύ καλά, καθώς και τα αδέρφια μου, πως, ό,τι πόνο και να είχαμε, όταν μας έπαιρνε στην αγκαλιά και μας έκανε αυτά τα σταυρώματα, γινόμασταν καλά. Χρησιμοποιούσε και κάτι βότανα σε σκόνη· μας τα ανακάτευε με νερό και τα πίναμε.

Εκεί που ήταν ασυναγώνιστη ήταν ως μαμή. Είχε αποκτήσει μεγά­λη πείρα και μεγάλη φήμη. Την καλούσαν σ' όλα τα γύρω χωριά και έκανε πραγματικά θαύματα, έσωνε πολλές γυναίκες. Την είχαν παραδεχτεί και οι γιατροί. Θα αναφέρω μια περίπτωση: Στη Γιώργαινα Ακρίβαινα ο γιατρός κιότεψε, γιατί δεν είχε και τα μέσα, και τους είπε: «Φτιάξτε φορείο να την πάμε στην Καρδίτσα, στην κλινική· έρχεται ανάποδα το παιδί». Την ώρα που 'τοιμάζονταν να φύγουν, έφτασε η βαβά. Της είπαν οι γριές ότι αυτό κι αυτό λέει ο γιατρός. «Ένα και δυο έβγαλα εγώ που έρχονταν ανάποδα;» απά­ντησε κείνη και σε μισή ώρα το έβγαλε το παιδί ζωντανό. Τότε την παραδέχτηκε ο γιατρός και τη συνεχάρηκε.

Πολλά καλά έκανε, και ο κόσμος την είχε σε μεγάλο σεβασμό. Την ξεχώριζαν από όλες τις άλλες γυναίκες. Πέθανε το 1954 σε μεγάλη ηλικία -96 χρονών-, ενώ η γιαγιά απ' τον πατέρα μου δεν έφτασε τα 90 - πέθανε το 1945.



Πωλητήριο του Γιάννη Γ. Κολοβού το έτος 1866


Η μάνα μου, που γεννήθηκε το 1901 και παντρεύτηκε με τον πατέ­ρα μου -που γεννήθηκε το 1905- το 1922 (η μάνα μου ήταν τότε 21 χρονών και ο πατέρας μου 17), δεν πήρε τίποτα από τα γιατροσό­φια της μάνας της. Το μόνο που έκανε, έριχνε τα ρίτσια που βγά­ζουν οι άνθρωποι στα χέρια. Περίμενε να είναι το φεγγάρι χάση -εκεί δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε, και τα ρίτσια σε λίγες μέρες χάνο­νταν. Θυμάμαι τη ρώτησα κάποτε γιατί δεν έμαθε αυτά που ήξερε η μάνα της, τα πρακτικά. Μου είπε: «Πού ευκαιρούσα εγώ να κάνω τέτοια πράματα; Είχα και σας, τα πρώτα αγόρια, και δεν είχα βοή­θεια».

Εδώ είναι αυτό που γράφω γενικά για τις γυναίκες, ότι δεν ευκαιρούσαν να φάνε ούτε ψωμί. Την τριχιά στην αμασχάλη και με το ψωμί στα χέρια, έκοβαν πέρα για ζαλίκια. Τις άκουγες να λένε: «Δεν μπορώ άλλο, κατέβασα κοκαλάκι απ' τα ζαλίκια, με πέσαν τα πάκια». Και αναθεμάτιζαν τη φτώχεια τους και τη μοίρα τους που βρέθηκαν σ' αυτά τα φτωχά μέρη των Αγράφων και δεν μπορούσαν να θρέψουν τα παιδιά τους όπως ήθελαν. Δίκιο είχαν αυτές οι ηρωί­δες γυναίκες, κάτω απ' αυτές τις δύσκολες περιστάσεις να μπορούν να συντηρούν -μαζί βέβαια με τους άλλους είλωτες, τους άντρες-πολυμελείς οικογένειες. Τότε η οικογένεια ήταν πάνω από δέκα άτομα — φαμίλιες, όπως τις λέγανε. Δεν ρωτούσε κανείς εκείνα τα χρόνια -στα Αγραφα, που ξέρω- πόση οικογένεια έχεις- «πόση φαμίλια» λέγανε). Και απ' ό,τι θυμάμαι, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, δεν μας έλειπαν κανένα βράδυ οι μουσαφιραίοι από τα πίσω χωριά της οροσειράς - Βραγγιανά, Αγραφα, Τροβάτο. Πολλές φορές τούς κλείνανε τα χιόνια, και κάθονταν πολλές μέρες. Τα χωριά αυτά απείχαν με τα πόδια κάμποσες ώρες.