portraita

Η ζωή στα βουνά

Απόσπασμα από σπάνιο χειρόγραφο βιβλίο του κ. Γιάννη Μαργιούλα, ο οποιος γεννήθηκε το 1914 στην παλιά Σερβία, με θέματα από την καθημερινη ζωη των Σαρακατσάναίων, όπως την έζησε εκείνος στις αρχες του περασμένου αιώνα. Καταγράφονται αφηγήσεις για την προετοιμασία στα χειμαδια, το καραβάνι, τη ζωή στα βουνά και την οικονομία του τσελιγκάτου. 
_____________________________________________________________

Το καραβάνι


Μετά τον Άη Γιώργη είμασταν προετοιμασμένοι να φορτώσουμε να βγούμε στα βουνα. Οι γυναίκες μια εβδομάδα είχαν το πλύσιμο, τα φορέματα και τσουβάλιαζαν, σάκιαζαν όλο το σπιτοκόνακο και ταίριαζαν πόσα φορτία γίνονταν και για πόσα άλογα που είχαν σαμάρια. Και όποιος είχε περισσότερα φορτία απ τα σαμαριάτικα άλογα τον έδωναν οι άλλοι. Όσοι είχαν περισσότερα σαμαριάτικα άλογα το είχαν σε καμάρι που βοηθούσαν και είχαν πολλα άλογα .

Τα φορτία έπρεπε να γίνουν με κανονισμένο το βάρος και το είδος που ταίριαζε για φορτίο.

  • Τα χαράργια είχαν τα ρούχα (φορέματα, στρώματα)
  • Τα αλιβροσάκια είχαν το αλεύρι
  • Τα τυροσάκια είχαν το τυρι που το βάζαμε σε προβια, τομάρια η τουλούμια
  • Τα καζανοσάκια, βάζαμε το καζάνι που το είχαμε για πλύσιμο και μέσα στο καζάνι τα ταψια, το εικόνισμα, την καντήλα και γυαλικα.
  • Στις τέντες βάζαμε την βαλέρα για νερο, το σκαφίδι και το πλαστήρι για φυλλα

Στις τέντες που εκάναμε την τσιατούρα η αντίσκηνο ήταν υποχρεωτικα να κουβαλάμε και τρία ξύλα – δύο φούρκες και ένα ίσιο, τημπλη και τις γκλίτσες που τεζάριζαν την τέντα που εκάναμε στο δρόμο. Εκει που θαλα κονέψουμε το λέγαμε κονάκι. Αν ήταν σε μακρυνο βουνο εκάναμε δρόμο και δεκα πέντε κονάκια όσο να φτάσουμε στα βουνα.

Εμεις οι Μαργιουλαίοι ξεκαλοκαιριάζαμε όλα μας τα χρόνια στα βουνα Χασιμπαρίτσα και Αλτσιάκι και τη στράτα την κάναμε απο τα χειμαδια σε τρεις μέρες, εκάναμε τρία κονάκια.

Όταν προετοιμαζόμασταν για τη στράτα μετα τον Άη Γιώργη έπρεπε να φορέσουμε τα καλυτερα ρούχα που τα λέγαμε Στρατιάτικα. Τα παιδια και τα κορίτσια τα μεγαλύτερα που τα είχαν για παντρεια έπρεπε να φορέσουν τα καλύτερα φορέματα. Για νύφη να διαλέξουν η γαμπρο διαλέξουν ήταν πιο βολικα στη στράτα, πιο κοντα να τα ιδουν διότι το χειμώνα στα χειμαδια έκαναν μαζι λίγες οικογένειες και σε πολλα χειμαδια. Το καλοκαίρι μαζεύονταν πολλες οικογένειες και γένονταν η αντάμωση στα βουνα και ολοι ειχαν αρχηγο τον αρχιτσέλιγκα που είχε υπο την εξουσία του πολλες οικογένειες και με δέκα πέντε χιλιάδες πρότα.

Οι άντρες που ήταν στην οικογένεια μαζι με τις γυναίκες φόρτωναν τ΄άλογα και τα καντάριαζαν ένα πίσω από το άλλο και γένονταν το καραβάνι. Το πρώτο άλογο έπρεπε να είναι το πιο εμφανίσιμο και επάνω στο φορτίο το σκέπαζαν με μια άσπρη βελέντζα φλοκιαστη. Το είχαν καμάρι και έπρεπε να το τραβάει το μεγαλύτερο κορίτσι που το είχαν για παντρεια η αν είχαν νεόνυμφη, νεοπαντρεμένη, αυτό το είχαν απαραίτητο καμάρι.

Και το τελευταίο άλογο από το σινγκέρι έπρεπε να είναι η φοράδα που κουβαλούσε τις τέντες και επάνω δεμένα τα τρία ξύλα για την τσιατούρα και πάνω στα ξύλα δέναμε και τις κότες και τα κοκόρια και στο δρόμο κελαιδούσαν.

Τα μικρα παιδάκια, στο δρόμο, τα βάζαμε επάνω στα φορτωμένα άλογα πανωσάμαρα. Τα μεγαλύτερα παιδια ξεκινούσαν πιο νωρις περπατώντας με γουρουνάκια που αγοράζαμε για να θρέψουμε το καλοκαίρι. Το καραβάνι έρχονταν αργότερα και όποιοι είχαν πολλα άλογα πήγαιναν καβάλα, όσοι ήταν φτωχότεροι και είχαν γέρους τους έστελναν πιο νωρις να πηγαίνουν στο δρόμο σιγα σιγα μαζι με τα λιανόπαιδια με τα γουρουνάκια να μην κουράζονται στο δρόμο.

Ο αρχιτσέλιγκας, ο κεχαγιας αυτος πάντα είχε το μπινέκι το καλύτερο άλογο και έδινε διαταγες πότε θα φορτώσουν και που θα ξεφόρτωναν, τραβούσε λογάρια για όλες τις οικογένειες, την άνοιξη για τα βουνα και το χινόπωρο για τα χειμαδια. Το καλοκαίρι ο κεχαγιας το είχε μεγάλο καμαρι. Αγόραζε από το κράτος πολλα βουνα για βοσκότοπο και έμαζε πολλες οικογένειες και συγκέντρωνε πολλες χιλιάδες πρόβατα και έπαιρνε καλο μισθο. Για το χειμώνα γένονταν πιο μικροι κεχαγιάδες διότι δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν πολλες χιλιάδες πρόβατα, δεν τους χωρούσαν τα χειμαδια.

Τα κονάκια των Μαργιουλαίων στην παλιά Σερβία

Η ζωή στα βουνά     

Όταν ξεκινούσαμε τον Μαιο μηνα με τα κοπάδια πρόβατα για τα ψηλα βουνα και για τα δροσερα νερα ήταν μεγάλη η χαρα ολων των Σαρακατσιάνων που θα μαζεύονταν πολλες οικογένειες μαζι. Στην αρχη δεν  εβγαίναμε στο ψηλο μέρος από τα βουνα, που το λέγαμε σπανο, γιατι δεν είχε καθόλου δέντρα και φυτα. Ως τις είκοσι τις μέρες το Μάιο μήνα εβγαίναμε στο κοντοβούνια που τα λέγαμε ξιανξια, όσο να σηκωθει το χιόνι απ τα σπανα και να χορταριάσουν. Εκει είχαμε και τα καλύβια και τη στρούγκα που σώζονταν για πολλα καλοκαίρια. Εκει ήταν και το τυροκομείο και η αποθήκη το μπατζιο που κρατούσαμε το κασέρι, το κασκαβάλι. Όταν εβγαίναμε στο ξανξιο που γίνονταν η πρώτη αντάμωση εκει κοπαδιάζαμε τα πρόβατα και τα σμίγαμε όλοι μαζι καθως το ήθελε ο αρχιτσέλιγκας ο κεχαγιας και τα έκαναν σε μεγάλα κοπάδια από εφτακόσια μέχρι εννιακόσια χωριστα που τα λέγαμε μπουλούκια. Γαλαροκόπαδα, στερφοκόπαδα, ζιγουροκόπαδα και κριαροκόπαδα. Εκει κάθε νοικοκύρης είχε διαφορετικα σημάδια στα πρόβατα στα αυτια και ήξερε πόσα πρόβατα είχε μέσα σε κάθε κοπάδι. Και ο Κεχαγιας με τον παρακεχαγια έβγαναν την απόφαση ποιανους τσομπαναραίους θα στείλουν για γαλαριαραίοι, στιρφαραίοι, ζιγουριαραίοι, και κριαράδες. Και βαλμάδες για τ΄άλογα που είχαν πολλα και είχαν χωριστο μέρος,  μακρυα από τα πρόβατα. Και διόριζαν σε κάθε κοπάδι από δυο άτομα, τον μεγαλύτερο που είχε ευθύνες για το κοπάδι και τον μικρότερο. Τον υπεύθυνο τον λέγαμε γκαβράρο και τον ανεύθυνο τσιράκι. Για τα στερφοκόπαδα χώριζαν στανοτόπια καθως τα λέγαμε χωριστα από τα γαλαροκοπόδα και ήταν μακρυα από τα κονάκια. Στα γαλαροκόπαδα είχαμε από δύο έως τρεις καμαρωτους τράγους με κυπρια στο λαιμο που ήταν σαν στρατηγοι. Και σε ποτάμια και σε κακοκαιρίες τραβούσαν μπροστα σε κάθε δυσκολία. Στις καλύτερες προβατίνες είχαμε μικρα κουδουνάκια, τα γαλαροκούδουνα. Στα στερφοκόπαδα είχαμε τα γκεσέμια δύο εως τρία με μεγάλα κουδούνια για να τραβαν το κοπάδι.

Και έδωνε διαταγη ο κεχαγιας με τον παρακεχαγια πρώτα στους στιρφαραίους σε ποιο στανοτόπι να τραβήξουν. Είχαν για κάθε στερφοκόπαδο κι από ένα γαιδουράκι για να τους κουβαλάει το ψωμι που έπαιρναν για τέσσερις η πέντε μέρες και για τις κάπες. Το καλοκαίρι καλύβα και στρώμα είχαμε την κάπα με την κουκούλα και για προσφάι οι στιρφαραίοι τους έδωναν και από δυο γαλάρες γίδες για να έχουν το γάλα. Είχαμε και τα τσομπανόσκυλα να φυλάνε το κοπάδι από τους λύκους και από τα ζλάπια, αυτή ήταν η συνοδεία και παρέα στους στιρφαραίους. Στα κονάκια πηγαίναμε στις οκτω μέρες σα μουσαφιραίοι να ιδούμε κόσμο και κάνα κορίτσι από μακρυα. Όταν είχε κάνα γλέντι βλεπόμασταν από πιο κοντα. Αυτή την ζωη την έζησα πολλα καλοκαίρια στα χαμένα νειάτα.


Οικογένειες Βαγγέλη και Χρήστου Μαργιούλα - Παλιά Σερβία - 1927

Και όταν έρχονταν ο καιρος μετα τις δέκα πέντε Μαίου μήνα με το παλιο ημερολόγιο έπρεπε να βγούμε στα σπανα βοσκοτόπια στα σπανοτόπια που είχαν λιώσει τα χιόνια και είχε χορταριάσει. Διάταζε ο κεχαγιας ποια μέρα θα βγούμε στα καλύβια που ήταν η συστηματικη στρούγκα που άρμεγαν χιλιάδες γαλάρια. Μπροστα στη στρούγκα είχαμε υπόστεγο για τη βροχη και για τον ήλιο με το όνομα τσαρδάκι και από κάτω είχαμε τα στρουγκόλια που θα κάθονταν οι αρμεχτάδες μέχρι και είκοσι αρμεχτάδες και δίπλα είχαμε το τυροκομείο με τους τυροκόμους που παρέδιναν το γάλα και λίγο πιο μακρυα είχαμε μεγάλη αποθήκη που γίνονταν το κασκαβάλι απο ειδικους μαστόρους.

Την ημέρα που θα φορτώναμε χαλνούσαμε την τσιατούρα με τις τρείς τέντες και με τα τρία ξύλα που κάναμε για το ξιανιξιο και ήταν μεγάλη η χαρα μας που θα βγαίναμε στα καλοκαιρινα καλύβια, χαιρόμασταν τα μαγιάτικα λουλούδια και τα κρύα νερα για πέντε μήνες. Ζούσαμε μια ζωη σκληρη, αλλα χαρούμενη δίχως άγχος. Μόλις βγαίναμε στα καλύβια με τις οικογένειες και με τα γαλαροκόπαδα ο κεχαγιας έδινε διαταγη στους βαλμάδες αμέσως να μάσουν τ΄άλογα για να μην βοσκήσουν το γαλαροτόπι και τα πήγαιναν πίσω στα κοντοβούνια που ήταν όλο δάση. Μόνο ο κεχαγιας και ο παρακεχαγιας κρατούσαν από ένα μπινέκι να το έχουν για κάθε ενδεχόμενο. Οι άλλοι αν ήθελαν να πάνε στο παζάρι η και για όποια δουλεια, εκαι έπρεπε να πάνε.

Τα γαλαροκόπαδα πάντα είχαν τα γρέκια κοντα στο μπατζιο και στα καλύβια. Περνούσαμε το καλοκαίρι πιο χαρούμενοι και οι παντρεμένοι και τα ανύπαντρα παιδια αλλα και οι σμιχταδες εκαναν την καλυτερη ζωη το καλοκαιρι. Οι γναίκες, η δουλεια τους ηταν το γνέσιμο, το ύφασμα, το πλύσιμο και κουβαλούσαν και ξύλα, φορτώνοταν ζαλίκια ξύλα και με τις βερέλες νερο. Παιδεύονταν περισσότερο από τους άντρες.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι το περνούσαμε όλο με χαρα και γλέντια με χορους και με τραγούδια. Τις Κυριακες και τις επίσημες μέρες που είχαμε ταμένες να γιορτάζουμε, το λέγαμε “ Ίψωμα” - έχω τάμα να τάξω ένα ζυγούρι για τον Άγιο Απόστολο, την Παναγια, τον Προφήτη Ηλία και πολλους Αγίους. Ο κάθε νοικοκύρης είχε ταμένο σε όποιον Άγιο φοβόταν η πίστευε, το έκανε “ Ίψωμα “ εέσφαζε κουρμπάνι και έκανε το ορίστε και στους άλλους και τον ευχιόνταν με γλέντι. Τα τραγούδια και οι χοροι γένονταν δίχως λαλούμενο, μόνο με το στόμα καθως γλεντούσαν.

Το χειμώνα τον περιμέναμε με στενοχώριες που δεν είχαμε καμμια προετοιμασία για τα πρότα λόγω που δεν είχαμε μόνιμα χειμαδια και όσο και να εγκατασταθούμε σε καλύβια και μαντρια για τα πρόβατα. Οι Σαρακατσιάνοι ήταν υποχρεωτικα να κάνουν δύο φορες το χρόνο καλύβι για την οικογένεια και καλύβα για τα ρούχα, τα φορέματα. Όταν δεν σώζονταν παλια καλύβια το καλοκαίρι έκαναν μόνο καλύβι για την οικογένεια και καλβούλα για τα φορέματα. Για τον τσομπάνο δεν έκαναν ούτε καλβούλα ούτε μαντρι για τα πρόβατα. Όπου νύχτωνε με τα πρόβατα του, εκει έπαιρνε την κάπα του στραβα. Για το χειμώνα έκαναν το καλύβι για την οικογένεια και καλβούλα για τα ρούχα και μαντρια για τα πρόβατα και καλβούλα για τον τσομπάνο που είχε το μαντρι μακρυα απ τα κονάκια. Τον χειμώνα η ζωη μας ήταν πολυ σκληρη, περνούσαμε μεγάλες ταλαιπωρίες όσο να έρθη η άνοιξη.

Κονάκια Βαγγέλη Μαργιούλα - Παλιά Σερβία - 1936

Η απολαβή από τα πρόβατα

Ο κέρδος ήταν μόνο από το γάλα και το ζιγουρόμαλλο που κουρεύαμε τα ζυγούρια το μήνα Ιούνη. Το γάλα το συμφωνούσε ο κεχαγιας που έπαιρνε τα βουνα από το κράτος, στον έμπορο τον Απρίλιο μήνα και ο έμπορος το έκανε κασκαβάλι, κασέρι και βουτύρο απο αρχας Μαίου ως τις είκοσι Ιουλίου. Μετα ως τις είκοσι Αυγούστου εκάναμε για την οικογένεια τυρι και βούτυρο για να έχουμε ως τον άλλο χρόνο.

Μετα τις είκοσι Αυγούστου τα χωρίζαμε τα πρόβατα και έπαιρνε ο κάθε ένας τα δικα του και απουλούσαμε τα κριάρια να μαρκαλιστουν οι προβατίνες που είχαμε για αναπαραγωγη και διαλούσαν τα καλοκαιρνα μεγάλα κοπάδια και μπαίναμε στο χινόπωρο που άρχιζαν οι κουβέντες και οι σκέψεις : που θα ξεχειμάσουμε. Το Σεπτέμβριο μήνα ως τις δέκα πέντε έπρεπε να σφάξουμε τα γουρούνια, εθρεύαμε κάθε οικογένεια για να έχουμε λίγδα σε δοχεία και ο παστος που βάζαμε σε πρόβειο δέρμα, αυτό ήταν το κυριότερο προσφάι μας για το χειμώνα.

Ο κεχαγιας το Σεπτέμβρη που σήκωνε ο έμπορος το κασέρι από τα βουνα, ξεπλέρωνε ο έμπορος το γάλα, έπαιρνε όλα τα χρήματα ο κεχαγιας και έπρεπε σε μια η δυο μέρες να μαζευτουν όλοι οι νοικοκυραίοι να κάνουν λογαριασμο τι δικαιούνταν ο καθένας. Πάρσιμο και δώσιμο για το καλοκαίρι.

Στο πάρσιμο : Πρώτα έβαναν πόσες χιλιάδες χρήμα πήρε ο κεχαγιας από το γάλα. Δεύτερο, πόσες χιλιάδες γαλάρια πρόβατα ήταν τα όλα και λογάριαζαν στο κάθε πρόβατο πόσο γάλα έδωσε στον έμπορο και πόσα χρήματα έπαιρνε η κάθε προβατίνα. Και ο κάθε νοικοκύρης λογάριαζε στα πόσα γαλάρια είχε και ήξερε πόσα δικαιούται από το γάλα. Αυτό το λέγαμε μαξόλι, λεγόταν πάρσιμο.

Στο δώσιμο : Έβαζε ο κεχαγιας πόσα χρήματα πλέρωσε για βοσκη στο κράτος. Δεύτερο, πόσο κεχαιλίκι έβαζε σε κάθε πρόβατο που ήταν εις γνώσιν στον κάθε μικροκεχαγια από την άνοιξη. Τριτο, πόσα έξοδα έκανε που δέχονταν περαστικους μουσαφιραίους, εκείνοι το λέγανε στρώμα και στο τέλος έβαζε και τα έξοδα όταν έκανε ταξίδι για χωριάτικη δουλεια. Αυτά ήταν απαραίτητα να τα πληρώσει ο κάθε νοικοκύρης ανάλογα τα πρόβατα που είχε.

Το κεχαιλίκι και τα έξοδα του κεχαγια για βοσκότοπο, τα πλέρωναν όλα τα πρόβατα που είχε υπο την εξουσία του ο αρχιτσέλιγκας. Γι αυτό είχαν μεράκι να γίνουν αρχιτσελιγκάδες το καλοκαίρι, να μάσουν πολλες χιλιάδες πρόβατα διότι έβγαινε καλο κέρδος για τον κεχαγια. Για το χειμώνα δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν πολλα πρόβατα στα χειμαδια, δεν είχαν ευρύχωρα μέργια και σλάδια και δεν είχαν τόσο πολύ μεράκι να γίνουν αρχιτσελιγκάδες το χειμώνα όσο χαρα και μεράκι είχαν για το καλοκαίρι.


Ο Γιάννης Μαργιούλας δεξιά (με το βέλος)