portraita


Πάντοτε με γοήτευαν οι ψηλές κορυφές. Στο αντίκρισμα τους ένιωθα μια έλξη απερί­γραπτη. Μια ακατανίκητη δύναμη σέρνει όλο μου το είναι προς τα ύψη τους. Σαν τερά­στιοι μαγνήτες με παρασύρουν σύγκορμο προς το μεγαλείο τους. Η καρδιά μου και ο nους μου είναι μόνιμα θρονιασμένα σ' αυτές. Το γλυκό μου όνειρο ήταν να τις πατήσω όλες κάποτε. Κι ο πικρός μου ο καημός, ο ασίγαστος πόνος μου είναι γιατί δεν τα κατάφερα να φθάσω σε κάποιες απ' αυτές, κι εκείνες θα κρατήσουν για πάντα κρυφά από μένα τα μυστικά τους.

Με θάμπωνε η μεγαλειώδης κορμοστασιά τους, ο τεράστιος όγκος τους, η μακάρια αντσχη τους σ' ανέμους και σε θύελλες, σε μπόρες και σε καταιγίδες, σε βοριάδες και σ' αστροπελέκια, στο ασήκωτο βάρος του χιονιού, που τις σκέπαζε στην απέραντη μοναξια τους.

Τις ζηλεύω γιατί αγγίζουν τον καταγάλανο ουρανό. Τις μακαρίζω γιατί βρίσκονται πιο κοντα στο Θεό και στους αγγέλους. Βλέπουν από ψηλά τα σύννεφα. Ατενίζουν την απεραντοσυνη του κάμπου, που ταπεινωμένος υποκλίνεται μπροστά στη μεγαλειότητα τους. Θαυμάζω το ολόρθο τους ανάστημα, την έπαρση τους ότι «οι κάμποι τρέφουν αλογα και τα βουνά λεβέντες». Τις θαυμάζω για τη δύναμη τους να κρατούν αγέραστη την ομορφια και τη χάρη τους, άφθαρτα τα στολίδια τους, τα πανέμορφα καταπράσινα δαση, τα γάργαρα νερά των ρυακιών τους, τα λογής λογιών λουλούδια τους, τα φαραγγια, τους γκρεμούς τους, τα γεμάτα αετοφωλιές κακοτράχαλα βράχια τους.


Τις λυπαμαι ακούγοντας το πικρό τους το παράπονο, γιατί οι αντάρες εμποδίζουν την αετισια τους ματιά να αγκαλιάσει με το βλέμμα της τον κόσμο ολόκληρο, τους ανθρώπους με τα καμώματα τους κι όλα τα δημιουργήματα πάνω στον όμορφο μας πλανήτη.


Νιωθω τη δυσφορία τους, όταν αυλακώνουν τις πλευρές τους και σχίζουν τις σάρκες τους χαραξεις δρόμων, λατομεία, σήραγγες, κατολισθήσεις, καταποντισμοί. Ακούω το κλάμα, όταν τις ξεγυμνώνουν οι πυρκαγιές, αφήνοντας τες ολόγυμνες ν' αντιμετωπισουν τα στοιχεία της φύσης και βλέποντας τα μικρά τους ρυάκια να μεταβαλλονται σε ορμητικούς χείμαρρους μεταφέροντας κομμάτια τους ολάκαιρα στα πέρατα του κοσμου, στην πλήρη ασημαντότητα και αφάνεια του βυθού κάποιας θάλασσας.

Ζω την χαρα και την αγαλλίαση τους, όταν νιώθουν στη ράχη τους το απαλό περπάτημα του αρνιου και του κατσικιού, το ανάλαφρο τρεμούλιασμα τους, όταν τις χαϊδεύει με το ελαφροπάτημά της η πέρδικα και ο τσαλαπετεινός, τη θαλπωρή τους, όταν φωλιες των πουλιών, που σύντομα θα δώσουν αναρίθμητες στρατιές φτερωτων επισκεπτων τους, που θα γεμίσουν τους αιθέρες με τα γλυκά τους τιτιβίσματα, την αεναη κινηση τους, την ομορφιά τους, την ίδια τη ζωή. Είναι αισθητή η ζεστασιά τους ακόμη και στα ίδια τα αγρίμια, που μένουν πιστοί τους σύντροφοι όταν τις εγκα­ταλείπει τους παγερούς χειμώνες όλη η άλλη ζωή.

Νιώθω τη γρήγορη ανάσα τους, όταν αισθάνονται ότι σιγανοπερπατώντας μέσα από δύσβατα μονοπάτια έρχεται η Ανοιξη. Απολαμβάνω το πλατύ τους χαμόγελο, που εκ­δηλώνεται με το ξεφύλλισμα των δένδρων, με τις μυριάδες των λουλουδιών που γεμί­ζουν τα κλαδιά τους. Θαυμάζω το γιορτινό τους ντύσιμο με φορεσιές με όλα του κόσμου τα χρώματα. Συμμετέχω στο ξέφρενο γλέντι τους για το καλωσόρισμα της ζωής που ξα­ναγεννιέται, κάτω από τους ήχους μιας τεράστιας ορχήστρας ανθρώπων, πουλιών και ζώων που σκορπούν στο σύμπαν ατελείωτες μελωδίες, φωνές, τιτιβίσματα, ουρλιαχτά. Έρχεται η ίδια η ζωή. Και οικοδεσπότες είναι οι ψηλές κορυφές, με τις πλαγιές τους, με τα δάση και τα ξέφωτα τους, με τις πηγές και τα ρυάκια τους, με τα απέραντα λιβάδια τους και με τα ζωντανά που τα κατακλύζουν. Έρχεται η ίδια η ζωή με τα τσελιγκάτα να ξανάρχονται στις παλιές τους στάνες, με τα καραβάνια που μεταφέρουν τις οικοσυσκευές τους, τα κοπάδια τους που βόσκοντας βιαστικά-βιαστικά και περπατώντας γρή­γορα ξαναγυρίζουν στα παλιά τους τα λημέρια.

Ό,τι μέχρι τώρα έχει γραφεί είναι ξεχείλισμα ψυχής ενός σαρακατσιάνου που έζησε τη ζωή του τσελιγκάτου και της στάνης ψηλά στις κορυφές του Βερμίου και του Κάτω Ολύμπου. Ενός σαρακατσιάνου που σφιχταγκάλιασε τα βουνά της πατρίδας μας. Δέθη­κε μ' αυτά πισθάγκωνα. Τ' αγάπησε όσο τίποτε άλλο. Ενός σαρακατσιάνου που και τώ­ρα στις δύσκολες μέρες του, όταν τον βασανίζουν δύσκολα προβλήματα, βρίσκει διέξο­δο στο ανέβασμα σε κάποια κορυφή. Αγναντεύει από εκεί τους κάμπους που η ζωή σ' αυτούς είναι ίσως και η αιτία του προβλήματος. Και αγγίζοντας τις κορυφές παίρνει δύ­ναμη και αποφασίζει. Νιώθει εκεί πιο δυνατός, πιο αποφασισμένος. Νιώθει ότι ο νους του είναι περισσότερο καθαρός και περισσότερο ικανός για ορθές αποφάσεις.


Και φαίνεται από όσα θα ακολουθήσουν ότι οι ορεσίβιοι Έλληνες, οι άνθρωποι που με τα τσελιγκάτα τους όργωναν όλες τις κορυφές των βουνών της πατρίδας μας, υπήρξαν αρκετά δυνατοί να δαμάσουν τις απαιτήσεις της ζωής στους κάμπους. Αντλούσαν τη δύναμη τους από τις ανάγκες αντιμετώπισης των δυσκολιών που συναντούσαν σε κάθε βήμα τους. Οι ανάγκες ανεύρεσης λύσης στα προβλήματα που πρόβαλαν θεόρατα μπροστά τους όξυναν το νου τους. Γέμιζαν το είναι τους με πνεύμα εφευρετικότητας. Επεδείκνυαν τόλμη και αποφασιστικότητα, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Έπαιρναν γρήγορες, προσεκτικές, προσωπικές αποφάσεις, γιατί δεν είχαν την πολυτέ­λεια συσκέψεων και επιτροπών και μελέτης του προβλήματος. Και ήταν σωστές τις πε­ρισσότερες φορές, γιατί ήταν αποφάσεις ζωής. Γιατί η λανθασμένη απόφαση σήμαινε προσωπική καταστροφή, ζημιά του τσελιγκάτου.

"ΤΑ ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΙΚΑ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΣΤΑΝΕΣ ΤΟΥΣ" εί­ναι ένα έργο παρουσίας του θεσμού του τσελιγκάτου, της οργάνωσης και της λειτουρ­γίας του, της μακράς ιστορίας του, της προσφοράς του στο Έθνος, της ίδιας της ζωής του, της ζωής στις στάνες του των οικογενειών που το αποτελούσαν.

Και το έργο αυτό έχει την ιδιαιτερότητα ότι γράφεται από ένα τσελιγκόπουλο, που γεννήθηκε σ' ένα σαρακατσιάνικο καλύβι, μεγάλωσε στη στάνη, ανδρώθηκε σε τσελιγκά­το. Από ένα σαρακατσιανάκι που έζησε τη σαρακατσιάνικη ζωή σ' όλο της το μεγαλείο. Ένα παράξενο όμως «μεγαλείο» με χαρές, ξενοιασιά, απλότητα, ελάχιστες απαιτήσεις αλλά και με ταλαιπωρίες, κόπους, βάσανα, τιτάνιους αγώνες με τα στοιχειά της φύσης.

Είναι ένα έργο αλήθειας, ατομικής εξομολόγησης, μακριά από υπερβολές, παρερμηνεί­ες, αντιγραφές. Γίνεται αναφορά σε προσωπικά βιώματα, που έμειναν αναλλοίωτα στα χρόνια που πέρασαν, γιατί γράφτηκαν ανεξίτηλα στις πρώτες δύο δεκαετίες της ζωής του στα κατάβαθα του είναι του, στον άγραφο πίνακα του νου και της καρδιάς του.

Είναι έργο ζωής ενός τσελιγκόπουλου που είχε την τύχη ή την ατυχία, ποιος ξέρει, να βρεθεί με ένα απλό πήδημα, 10 όμως μέτρων, από την καλύβα, τη στάνη, την ουρά της προβατίνας, δικηγόρος 20 χρόνια κι άλλα 23 βουλευτής και απ' αυτά 11 χρόνια και Αντι­πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Και το παράξενο: νιώθει υπερήφανος για το ξεκίνη­μα του, από το «μηδέν» θα έλεγε κάποιος άλλος. Και αυτό γιατί φαίνεται ότι αυτό το μηδέν» του κάποιου άλλου περιέκλειε τεράστια δύναμη. Ήταν μια γιγαντιαία προωθη­τική προς τα ύψη δύναμη. Δεν εξηγείται αλλιώς. Το ίδιο ξεκίνημα και την ίδια πορεία προς δυσθεώρητα ύψη είχαν και τόσα πολλά άλλα τσελιγκόπουλα. Παρατίθενται και πολλές άλλες θαρραλέες, ειλικρινείς, γενναίες εξομολογήσεις σαρακατσιανόπουλων που τιμούν σήμερα τις ψηλές θέσεις στις οποίες βρίσκονται.

Φαίνεται ότι η έλξη προς τις ψηλές κορυφές, που κληρονόμησαν οι σαρακατσιάνοι ανά τους αιώνες από «πάππο προς πάππο» και ενσταλάχθηκε βαθιά μέσα στην ψυχή τους, τους εμπότισε με το συνεχές και ατελείωτο κυνήγι τους για να τις κατακτήσουν όποιες κι αν ήταν.

Τώρα, που ξεψύχησαν τα σαρακατσιάνικα τσελιγκάτα και έμεινε η ανάμνηση τους, ξεθωριασμένη στους πολλούς, ζωντανή όμως σ' όσους τα έζησαν, ένιωσα ιερο μου χρέος να θυμισω σ' όλους το εντυπωσιακό τους πέρασμα, τη μεγάλη τους προσφορά και στα μελη τους, αλλά και στην ίδια την πατρίδα μας. Και θεωρώ ιερό αυτό το χρέος μου και επιτακτικό το καθήκον μου να παρουσιάζω ένα θεσμό που έδωσε εξετάσεις και πέτυχε, ένα θεσμο του οποίου είμαι γέννημα και θρέμμα.

Με τα σαρακατσιάνικα τσελιγκάτα ασχολήθηκαν πολλοί. Κυρίως έγραψαν γι' αυτά μη σαρακατσιάνοι. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν την ενημέρωση τους ως προς τη δομη, και την εσωτερική τους οργάνωση από πληροφορίες. Πολλοί λίγοι είχαν στενότερη που τους εξασφάλισε κάποια προσωπική γνώμη. Ελάχιστοι (π.χ. η Αγγελική Χατζημιχαλη, έζησαν για λίγο καιρό σε τσελιγκάτα και στάνες και μετέφεραν στα συγγραφικα τους έργα τις εμπειρίες τους. Αλλά κι αυτές τόσες, όσες μπορούσαν να γνωρίσουν στο λιγο καιρό της διαμονής τους στο περιβάλλον κάποιου ή κάποιων τσελιγκάτων. Ακριβεστερες αναφορές έκαναν για τα τσελιγκάτα σαρακατσιάνοι συγγραφείς (Μποτός, Καλοδήμος κ.α.). Οι εργασίες τους αυτές, καθ' όλα αξιόλογες και σημαντικές, αφηνουν πολύ έδαφος συμπλήρωσης.


Γονος μιας σαρακατσιάνικης οικογένειας ο ίδιος, που το τσελιγκάτο της, κατά την παραδοση της αριθμεί δύο περίπου αιώνες, ζώντας τη ζωή του ο ίδιος, μέχρι την ημέρα που αρχισα να ασκώ το λειτούργημα του δικηγόρου στη Λάρισα το 1961, έχω την πεποιθηση οτι μπορώ να παρουσιάσω την αληθινή του εικόνα. Τη ζωή του μετακινούμενου τσελιγκατου από τα χειμαδιά στα ξεκαλοκαιριά, πεζοπορώντας με τα καραβάνια του με τα κοπάδια του. Ξεφορτώνοντας τα ζώα, που μετέφεραν όλη την οικοσκευή και όλα τα πράγματα της οικογένειας του. Στήνοντας τις τέντες για να περάσει τη νύχτα του. Ξαναφορτώνοντας την ημέρα που ξημέρωνε πρωί-πρωί για τη συνέχιση της πο­ρείας προς τον τόπο του προορισμού. Ξενυχτώντας τα κοπάδια. Φυλάγοντας τα από τα αγρίμια και τους κλέφτες. Αρμέγοντας τα, πήζοντας το γάλα τους και μεταφέροντας το φρέσκο τυρί από στάση σε στάση (από κονάκι σε κονάκι) για να το πουλήσει μέσα στις τσαντίλες σε κάποιο χωρικό με αντάλλαγμα λίγο σιτάρι, καλαμπόκι, ένα ζευγάρι παπούτσια, τσαρούχια με φούντες και πρόκες κατά προτίμηση.

Έζησα το στήσιμο των καλυβιών της στάνης και των φριτζιάτων. Την κατασκευή της βάτρας, των τσαρδακιών και των μαντριών. Την νυχτερινή πορεία του κοπαδιού βόσκο­ντας προς το γρέκι, το σκάρο του με τα συνεχή χουϊάσματα του βοσκού και τα αλυχτήματα των τσοπανόσκυλων, το πρόγγισμά τους με την απειλή κάποιου κινδύνου, το φίδιασμά του και τα γιατροσόφια του βοσκού για να πλύνει με γάλα το φιδιασμένο μέρος και να ρουφήσει και να φτύσει ακόμη τα δηλητηριασμένα υγρά του. Μετείχα στις χει­ρουργικές επεμβάσεις των τρελών προβάτων ζεσταίνοντας και απολυμαίνοντας τα χει­ρουργικά εργαλεία του «χειρουργού» κτηνοτρόφου (ένα κοφτερό μαχαίρι και κάποια τσιμπίδα) και είδα την «τρέλα», μια φούσκα γεμάτη άσπρα σπυριά. Έτσι μου την είπε ο «χειρουργός»! Έζησα τη ζωή της στάνης και του τσελιγκάτου. Είδα να στήνονται τα κα­λύβια, να σκεπάζονται με κλαδιά και με βρίζα, να παλαμίζονται εσωτερικά από τις γυ­ναίκες, να γίνονται τα πεζούλια τους και τα κρεβάτια τους, να συνδέονται μεταξύ τους με φράχτες για να «κόβεται» ο αέρας.

Παρακολούθησα τους λογαριασμούς του τσελιγκάτου Ανοιξη και Καλοκαίρι. Την κατα­νομή των εξόδων του στα μέλη του και τη διανομή σ' αυτά των κερδών του. Τη σοφή κατανομή των κοπαδιών για βοσκή στα «σύρματα» του βοσκότοπου (τμήματα του λιβαδιού με σαφή όρια) για να αποφεύγεται το σμίξιμό τους και οι διενέξεις μεταξύ των βοσκών. Το διαχωρισμό του λιβαδιού σε διάφορες περιοχές ανάλογα με τη μορφή του και τις εποχικές ανάγκες των προβάτων (χεινοπώρια, γκαστρολίβαδα, σερκολίβαδα, στερφολίβαδα).

Θαύμασα το «γνώρο» των Σαρακατσιάνων των προβάτων τους, όταν ανάμεσα σε ένα κοπάδι 400-500 απ' αυτά μπορούσαν να πουν πιο είναι απ' όλα ακούγοντας μόνο το βέλασμα τους ή βλέποντας μόνο το πίσω μέρος τους ή μόνο το μουσούδι τους ή ανά­μεσα στα 100 αρνιά που γεννιόνταν μέσα στις λάσπες του μαντριού μπορούσαν να κα­ταλάβουν ποια ήταν η μάνα κάποιων απ' αυτά που δεν τα πλησίαζε, δεν τα βύζαινε, τα εγκατέλειπε. Την υποχρεωτική υιοθεσία και των ξένων ακόμη αρνιών από τις προ­βατίνες, για να τα «πάρουν» και να τα δεχθούν να τις βυζαίνουν, ως παιδιά τους. Έζη­σα το γέννο τους, τις κτηνιατρικές γνώσεις των βοσκών, όταν έρχονταν το αρνί «ανά­ποδα», με τα πίσω πόδια δηλαδή για να γεννηθεί. Είδα το «πάτωμα» των μαντριών με παχύ στρώμα θάμνων για να απορροφούν τα νερά της βροχής και τα απορρίμματα των ζώων. Αυπήθηκα τις ζαλικωμένες σαρακατσιάνες βλέποντας τες να μεταφέρουν τα «στρώματα» για τα μαντριά, αγριόχορτα, βούζια, καναπίτσες, φιλύκια και πουρνάρια και να παρασύρονται απ' τους αέρες και τις θύελλες και να μη μπορούν να σταματή­σουν στα πόδια τους.

Έπαιξα με τ' άλλα παιδιά της στάνης όλα τα σαρακατσιάνικα παιχνίδια. Διακρίθηκα στην «τσιλίκα» με τα πολλά «σουκούζια» της, στη «γιαλάκα» και στα «σκλαβάκια». Μά­ζεψα μαζί τους «κουκουμπε'λες» στα ισάδια του Μπεϊμπουνάρ, «λεφτοκάρυα» στο Ακρι-νιώτικο, «τσιάϊ» στα βουνά της Γκιώνας και στο «Μετρήτσιο», «χαμοκέρασα» και «ξούκε-ρα» κάτω από τις οξυε'ς του «Καρατσαΐρι».

«Βάρεσα» στη στροΰγγα για να περάσουν και ν' αρμεχτούν τα «πρότα» και τα γίδια. Θύμωσα με τις «ντουμουσιάρες» προβατίνες που πηδούσαν τους φράχτες, ακόμη και πάνω από τα κεφάλια των αρμεχτάδων για ν' αποφύγουν το άρμεγμα. Βοήθησα στο κούρεμα, πιάνοντας πρόβατα και παραδίδοντας τα στους «κουρευτε'ς». Ίδρωσα δένο­ντας τα κεφάλια από τις γίδες με'σα στις μπηγμένες στο έδαφος διχάλες για να κουρευθοΰν όρθιες. Ακόνισα «τα κουροψάλιδα» για να κόβουν καλύτερα. Κούρεψα και ο ίδιος και γέμισαν φουσκάλες οι ασυνήθιστες παλάμες μου και πληγές στο σώμα τους κάποι­ες προβατίνες, που τις κούρευα και ήταν απείθαρχες (σίγουρα από τα κοψίματα).

Έκανα το γραφιά σε κάποια «ξελογαριάσματα» του τσέλιγκα με τα μέλη του τσελιγκά­του. Είδα κι έπαθα κάποιες φορές να εξηγήσω σε μερικούς βοσκούς ή και σμίχτες κυρίως την ορθότητα κάποιων αριθμητικών πράξεων.

Έζησα την απόλυτη πειθαρχία της σαρακατσιάνας, τον απέραντο σεβασμό της στους γεροντες και στις γριές, την αγάπη της για τα παιδάκια της, τη μόνη που της επέτρεπαν τα σαρακατσιάνικα ήθη να εκδηλώσει, το κοκκίνισμα της από ντροπή μπροστά στους άνδρες, στους ξένους και θυμάμαι τώρα το λόγο ενός πόντιου δικηγόρου-συναδελφου μου στη Λάρισα που έλεγε ότι το ομορφότερο χρώμα είναι «το της αιδούς ερυθριασμα».

Θαυμασα τη γρηγοράδα της στην ετοιμασία του τραπεζιού με τις πίττες της, τα τηγανιτα της, το ψητό της στη γάστρα, το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού, το κουβάλημα του νεροό με τη «βαρέλα» και των ξύλων με το «ζαλίκι» της. Καμάρωσα τη λεβεντια της κόνοντας και δύσκολες ακόμη αντρικές δουλειές. Έζησα τη «συνεριά» της (τον ανταγωνισμο της) με τις άλλες κοπέλες. Ποια να γνέσει πιο λεπτό «γνέμα» για τ' «αγέννωτα. Ποια θα υφάνει πιο «κρουστά» και πιο γρήγορα. Ποια θα το βάψει για να μη βγαζει. ΙΊοια θα πετύχει τα καλύτερα χρώματα στις βελέντζες, και τα «τσιόλια», στις ποδιες και τα «μεντερλίκια», στα «στρωσίδια» και στις «μπατανίες». Ποια θα πλέξει τα καλυτερα πλεχτά πετυχαίνοντας πρωτότυπα, τετραγωνισμένα πάντοτε, σχέδια.

Μαζεψα το «γνέμα» απ' τα αδράχτια και τις «βάντες» στα κουβάρια για το ίδιασμα.

Και παρακολουθησα όλη τη διαδικασία του ιδιάσματος, του μπήξιμου μερικών ξύλων στο εδαφος, το άπλωμα σ' αυτά του «γνέματος» από φουρκούλα σε φουρκούλα και το μαζεμα του μετα στο «αντί» για να οδηγηθεί στον αργαλειό.

Μετειχα στις χαρες και στις λύπες της στάνης. Έζησα τα γλέντια της, τη φιλοξενία του ξενου, το ξεπφοβόδισμά του αγαπημένου συγγενή με το «ξενίτεμα» της Σαρακατσιάνας μανας, αδελφης. Μου έσχισε τα σωθικά το πικρό κλάμα, τα αμέτρητα δάκρυα, τα ατέλειωτα μοιρολογια, σταν η μοίρα έφερνε το θάνατο σε κάποιον από τα μέλη του τσελί­κιγκατου, οσο μεγαλος κι αν ήταν.

Επελεξα τα σαρακατσιανικα τσελιγκάτα του Βερμίου γιατί αυτά έχουν γράψει ένδοξη ιστορια και κατά τη δηρκεια του Μακεδόνικου αγώνα, στην οποία και θα αναφερθώ.

Επέλεξα τις σαρακατσιάνικες στάνες του Βέρμιου, γιατι' η θερινή ζωή, το ξεκαλοκαιριό των Σαρακατσιάνων, στα πλούσια σε βοσκή και σε νερά, στα πολύ ομαλά σε γεω­γραφική διαμόρφωση λιβάδια του, είναι ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής τους. Εί­ναι η περίοδος με την λίγη ξεκούραστη δουλειά για τον άνδρα και την παραγωγικότερη περίοδο της ζωής της για τη γυναίκα. Είναι η εποχή της χαράς και του γλεντιού, των ε­πισκέψεων και των γάμων. Είναι το ξεκαλοκαίριασμα σε ένα καλό λιβάδι η περίοδος που τη λαχταράει περιμένοντας την ο κτηνοτρόφος ως λύτρωση από τη δύσκολη ζωή του χειμώνα και των μετακινήσεων της Άνοιξης και του Φθινοπώρου.

Περιγράφω όλα τα λιβάδια του Βερμίου με τα τσελιγκάτα και τις στάνες που φιλοξε­νούσε το καθένα. Είναι το ε'ργο μου αυτό ένα ύστατο χαίρε, ένα ιερό μνημόσυνο στους τσελιγκάδες του Βερμίου, που έβαλαν τις βάσεις για τη μεταγενέστερη επιτυ­χημένη πορεία της σαρακατσιάνικης οικογένειας, σε οποιοδήποτε περιβάλλον κι αν βρέθηκαν οι απόγυνοί τους. Και είναι καιρός, γιατί τώρα πλέον «ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ουδέ μάντιδα δάφνην ... απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Αναφέρομαι στην καθημερινή ζωή της στάνης και της σαρακατσιάνικης οικογένειας, μέσα και έξω από το κονάκι. Τη ζωή του κοπαδιού και των βοσκών του. Την εκμετάλ­λευση των προϊόντων τους. Τις προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων της στάνης. Τους κανόνες που όριζαν τις συμπεριφορές τους. Αναφέρομαι σε μερικούς ακατάλυτους θε­σμούς, που τους τηρούσαν με δέος. Εκθειάζω την πειθαρχημένη ζωή της σαρακατσιά­νικης κοινωνίας, προϋπόθεση επιβίωσης του τσελιγκάτου και επιτυχούς αντιμετώπισης των μύριων δυσκολιών της. Ασχολούμαι με μερικές από τις αρετές του σαρακατσιάνου και της σαρακατσιάνας που αποτέλεσαν θεμέλιο της εντυπωσιακής ανέλιξης της σαρα­κατσιάνικης οικογένειας.

Ο έντονος συναισθηματισμός μου δεν με οδηγεί σε υπερβολές. Χρωματίζει αλήθειες. Αποκαλύπτει συμπεριφορές, ικανότητες, αντοχές της σαρακατσιάνικης γενιάς. Σκια­γραφεί το συμπαγές υπόστρωμα της που την κράτησε χωρίς κλυδωνισμούς όρθια αμνημόνευτα χρόνια στην όμορφη πατρίδα μας, τα σταθερά της θεμέλια για δυνατή στήριξη και εκτίναξη προς τα πάνω.

Αποδεικνύει τη διαχρονικά αμετακίνητη πίστη των Σαρακατσιάνων σε αρχές και αξί­ες της ελληνικής φυλής, τις οποίες έκαναν κανόνα ζωής τους και λειτουργίας του τσελι­γκάτου τους.

Και τέλος, είναι ένα ηχηρό σάλπισμα προς τις νεότερες σαρακατσιάνικες γενιές που θα τους θυμίζει «από πού κρατάει η σκούφια τους» και θα τους διαμηνύει ότι όλα είναι δυνατά σ' αυτόν που τα τάσσει ως στόχο του και αναλώνει τις δυνάμεις του στο κυνήγημά τους.

Νίκος Κατσαρός
Επίτιμος Δικηγόρος

πρ. Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων




Το Σάββατο 25 Ιουλίου 2009 πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική επιτυχία στην κατάμεστη αίθουσα του Δημοτικού περίπτερου της ΕΛΗΑΣ στη Βέροια η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου.

Η εκδήλωση οργανώθηκε από τον Σύλλογο Σαρακατσαναίων Νομού Ημαθίας "ΟΙ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΙ" ο οποίος είναι και ο εκδότης του βιβλίου και τελούσε υπό την αιγίδα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας.

Πρώτος μίλησε ο Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Σούρλας Γεώργιος ο οποίος μεγάλωσε σε Σαρακατσάνικη στάνη και γνωρίζει την ζωή του Σαρακατσάνικου τσελιγκάτου από πρώτο χέρι. Ο κ. Σούρλας συνεχάρη το κ. Κατσαρό για το έργο του και κατέθεσε τις δικές του προσωπικές εμπειρίες από την ζωή στη στάνη.

Στη συνέχεια μίλησε ο κ. Καψάλης Γεώργιος, Καθηγητής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο κ. Καψάλης προέβη σε μία διεξοδική παρουσίαση του βιβλίου με έναν ομολογουμένως απολαυστικό τρόπο. Ο κ. Καψάλης συγγραφέας και ο ίδιος με πλούσιο συγγραφικό έργο αλλά και Σαρακατσάνος στην καταγωγή αποδείχθηκε ο πλέον κατάλληλος παρουσιαστής του βιβλίου του κ. Κατσαρού.

Το λόγο έλαβε στη συνέχεια ο κ. Χιονίδης Γεώργιος, πρώην Βουλευτής, Ιστορικός και συγγραφέας με συγγραφική δραστηριότητα σχετική με την Βέροια και την περιοχή της Ημαθίας. Ο κ. Χιονίδης συνέδεσε την ιστορική παρουσία των Σαρακατσάνικων τσελιγκάτων του Βερμίου με την ιστορία της Βέροιας. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως το τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου καταγράφονται τα τσελιγκάτα του Βερμίου ένα ένα, είναι "άξιο διδακτορικής διατριβής".

Τέλος τον λόγο έλαβε ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος και αφού ευχαρίστησε όλους τους ομιλητές, εξήγησε τους λόγους οι οποίοι τον ώθησαν στη συγγραφή αυτού του έργου ενώ συνεχάρη και το Σύλλογο για την πρωτοβουλία του και ευχήθηκε η προσπάθεια του Συλλόγου να βρεί μιμητές.