portraita

Το δικό μας Καϊμακτσαλάν

του Δημήτρη Λώλου
Ο Βόρας (ή Καϊμακτσαλάν ή Καϊμάκι) είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Πέλλας έως τα όρια με το νομό Φλώρινας. Συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα, στην πλευρά της ΠΓΔΜ.  Η ψηλότερη κορυφή είναι το Καϊμάκτσαλαν με υψόμετρο 2.524 μέτρα και σημαίνει "Γη Απαλή σαν Κρέμα".
Η οροσειρά Βόρας (Καϊμακτσαλάν) αποτελεί σήμερα το φυσικό σύνορο της χώρας μας με την ΠΓΔΜ, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913. Ο Βόρας συνδέεται νότια και ανατολικότερα  με τα βουνά Πιπερίτσα (1.998 μέτρα), Πίνοβο (2.156 μέτρα) και Τζένα (2.182 μέτρα), τα οποία αποτελούν τμήμα της ίδιας οροσειράς. Καλύπτεται από δάση δρυός, οξιάς και πεύκης. Στην ψηλότερη κορυφή του υπάρχει μικρή εκκλησία, μνημείο Σέρβων πεσόντων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βόρεια της Όρμας Αλμωπίας εκτείνεται το Μαύρο Δάσος του Βόρα με πυκνή βλάστηση. Από τις νότιες πλαγιές του πηγάζει ο ποταμός Εδεσσαίος και από τις δυτικές ο Μογλενίτσας, τμήμα του οποίου είναι ο Λουδίας μετά τα αποστραγγιστικά έργα που πραγματοποιήθηκαν στην πεδιάδα των Γιαννιτσών.


Καϊμακτσαλάν και Σαρακατσάνοι
Το Καϊμακτσαλάν υπήρξε προαιώνιος τόπος "ξεκαλοκαιριού" σαρακατσάνικων τσελιγκάτων που είχαν τα χειμαδιά τους στην Κεντρική Μακεδονία (Χαλκιδική κλπ) καθώς και τσελιγκάτων της Θεσσαλίας. Πριν την οριστική χάραξη των συνόρων, τα τσελιγκάτα έφταναν μέχρι τα Βουνά Περιστέρι  και Πεταλίνα στα Μπιτόλια, όπως επίσης και σε όλη την σημερινή βόρεια πλευρά του που ήταν τόπος τσελιγκάτων της Παλιάς Σερβίας. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να μην επιλεγεί αυτός ο τόπος από τους έμπειρους Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους μιας και ήταν ιδανικός βάσει των χαρακτηριστικών του που δύσκολα συναντώνται σε άλλα βουνά της Ελληνικής επικράτειας. Εύκολη και γρήγορη πρόσβαση και υψόμετρο που μέχρι 1600-1700 μέτρα καλύπτεται από πυκνά δάση οξιάς και από εκεί και πάνω ατέλειωτα λιβάδια –βοσκότοπους που μπορούσαν να φιλοξενήσουν χιλιάδες ζωντανά. Γάργαρα και παγωμένα νερά που πηγάζουν από πολύ μεγάλο υψόμετρο σχηματίζουν ρυάκια που με τη σειρά τους χύνονται στο Ρέμα της Παπαδιάς δυτικά και της λίμνης της Βεγορίτιδας νότια.
Σε αυτό, λοιπόν, το ιδανικό για την κτηνοτροφία περιβάλλον αναπτύχθηκαν και συγκεντρώθηκαν, όπως αναφέρει η Αγγελική Χατζημιχάλη -η γυναίκα που αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στα κονάκια των Σαρακατσάνων ανά την Ελλάδα- 56 τσελιγκάτα, 285 οικογένειες και 70.650 γιδοπρόβατα. Από την Τουρκοκρατία μέχρι τον πόλεμο του 1940 ανέβαιναν και άλλα μεγαλύτερα τσελιγκάτα με 295 οικογένειες και 58.000 γιδοπρόβατα που ωστόσο αγόρασαν δικά τους κτήματα και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις περιοχές της γύρω από την Θεσσαλονίκη, το Κιλκίς, την Αξιούπολη και τα Γιαννιτσά.



Ποιος από εμάς δεν έχει ακούσει από τους γονείς του και τους παππούδες του για τα λιβάδια και τα γρέκια;

Μαλκοτσίτσα-Μπασίνα-Στάλος–Στρογγύλη–Πυργάκια-Σαρμανίτσα-Σαμπάνι-Μετερίζι-Κουτσουμπέι-Κρέμενο–Κριαρόγραικο:  όλα σε υψόμετρο πάνω από 1.600 μέτρα, σε τεράστιες εκτάσεις το καθένα τόσο που ακόμη και σήμερα κοπάδια των 600-700 αιγοπροβάτων φαίνονται από μακριά σαν μικρή συστάδα από άσπρες πέτρες και μόνο ο γλυκός ήχος από κουδούνια τους που ακούγεται από πολύ μακριά δηλώνει την ύπαρξη ζωής σ' αυτά τα "ασπρολίθαρα". Φανταστείτε τον ήχο που έβγαζαν τα κουδούνια  τόσων χιλιάδων αιγοπροβάτων.

Ποιος από εμάς, τη γενιά που δεν έζησε στα βουνά, δεν έχει ακούσει για τις περίφημες βρύσες με το γάργαρο νερό;

Τη βρύση της Φλώρας πάνω από τα Φαρμακαίικα, όπου οι γεροντότεροι έστελναν τα μικρά παιδιά να τους φέρουν νερό να πιούν για να ξαποστάσουν, τη βρύση της Χάιδως λίγο πάνω από τα Γιαννακλαίικα που ακόμη και σήμερα συνεχίζει να μας δροσίζει. Τη Βρύση Τζιότζιου κάτω από το παλιό φυλάκιο τη βρύση Χατζηβρέτα πάνω από τα Γουλαίικα καλύβια. Και βέβαια πάνω απ όλα  τις περίφημες Σαραντόβρυσες, όπου μια πλαγιά ολόκληρη αναβλύζει μέχρι σήμερα παγωμένο νερό. Νερό που δρόσισε γενιές ολόκληρες των προγόνων μας και σαν "μεταλαβιά"  σήμερα κοινωνούμε και εμείς οι απόγονοί τους.    

Ποιος από εμάς δεν έχει ακούσει για τα καλύβια;

Καραγιανναίικα, Φαρμακαίικα, Γιαννακλαίικα, Σουλτογιανναίικα , Γουλαίικα, Νανά, Γκόγκου, Καραφυλλιά, Αλεξη Γιαννακούλα στο Καϊμακτσαλάν. Ζαραλή, Μπακαίικα, Σίσκου, Κυριακαίικα, Φλώρου, Κωνσταντούλα στην Πιπερίτσα και καλύβια Ζιούτα, Ντέντα, Σπυρογιάννη στη Ντοιντίτσα, το Πίνοβο και την Τζένα. Σε αυτά τα "μόνιμα" καλύβια αλλά και στα υπόλοιπα, που ήταν και τα περισσότερα, πόσα γλέντια με το στόμα άραγε έγιναν, πόσοι γάμοι και μετακινήσεις των συμπεθεριών από κονάκι σε κονάκι και πόσα -αμέτρητα  πραγματικά- κουρμπάνια δεν σφάχτηκαν στη χάρη του, για τον Άγιο (Αη-Γιώργη), τα Αη-Λιός ( προφήτη Ηλία) και την Παναγιά.

Ποιος δεν έχει ακούσει για τις κορυφές;

Χασανάκου (Οσμανάκου) με το παλιό Στρατιωτικό φυλάκιο, τον "Παπαλάζο" μεταξύ Καϊμακτσαλάν και Πιπερίτσας, του Κόζιακα πάνω από τον παλιό Άγιο Αθανάσιο, το Κοτρώνι πάνω από το Μαύρο Δάσος  και βέβαια τον Προφήτη Ηλία που στέκει επιβλητικά και αγναντεύει το Βέρμιο, την Βασιλίτσα, τον Όλυμπο, το Πάικο, το Βίτσι, το Γράμμο και το Σμόλικα.  




Για την ιστορία θα πρέπει να αναφέρουμε  μερικά τσελιγκάτα (σε ολόκληρη την οροσειρά από τον Σκοπό Φλώρινας μέχρι την Τζένα)  όπως τα έχει καταγράψει η Αγγελική Χατζημιχάλη από τις αρχές της δεκαετίας του 30 μέχρι το 1958: Γκόγκος, Γιαννακούλας, Γίδαρης, Γκανάτσος, Γουλής, Ζούτας, Ζαραλής ,Καραγιάννης, Καραφυλιάς, Κυριάκου, Κουτσονίκος, Κωτούλας, Λώλος, Μπάκας, Μπίκος, Μπρόζος, Μάμαλης, Μπομπότας, Ντέντας, Ξηρομερίσιος, Σουλτογιάννης, Φαρμάκης, Φούντας, Χύτας και πολλοί άλλοι ακόμη.



Αυτό είναι το δικό μας Καϊμακτσαλάν. Δεν είναι απλά ένας πανέμορφος περίπατος το καλοκαίρι για picnic-weekend ή μια χειμωνιάτικη απόδραση για σκι όπως τον αντιλαμβάνονται σήμερα οι νεοέλληνες. Eίναι αναγκαία, βέβαια, και αυτά σήμερα. Όμως, για εμάς τους Σαρακατσάνους στην καταγωγή είναι πολύ περισσότερα. Είναι ο ομφάλιος λώρος που μας δένει με τους προγόνους μας. Μας θυμίζει πράγματα και ιστορίες που ακούγαμε από τους γονείς μας όταν, "λιανοπαίδια" τα βράδια, δεν βλέπαμε τηλεόραση, δεν κάναμε chat στο internet και το facebook αλλά μαζεμένοι γύρω τους κρεμόμασταν από τα χείλη των γεροντότερων και ακούγαμε τις ιστορίες τους. Πού ήμασταν τη μια χρονιά και πού την άλλη, ποιον "κισλά" είχαμε εκείνη την χρονιά και πόσα γαλάρια και στέρφα είχαμε, ποιος συγγενεύει με ποιον, πότε παντρεύτηκε ο τάδε. Αυτό είναι που σήμερα μας κάνει ανήσυχους μόλις πιάνει ο  Μάης και αναζητούμε να βρούμε λίγο χρόνο να ανεβούμε προς τα πάνω. Αυτό είναι που μας τραβά από το χέρι να μην θέλουμε να διανυκτερεύσουμε στα πολλά ξενοδοχεία που έχει τριγύρω η περιοχή αλλά να κάνουμε την "τσιατούρα" μας κάτω από τις οξιές και κοντά στη "διασέλα"  για να έχει αγνάντι και αέρα, όπως έλεγαν οι γονείς  μας. Να ανάψουμε  φωτιά που θα καίει μέρα-νύχτα και γύρω από αυτή να πούμε τραγούδια με το στόμα (όσο τουλάχιστον υπάρχουν αγαπημένοι φίλοι που θα το ξεκινούν), να θυμηθούμε ιστορίες που ακούσαμε και ας τις έχουμε ξανακούσει. Δεν μας πειράζει. Για εμάς είναι πάντα η πρώτη φορά. Είναι αυτό που μας κάνει να "βουρκώνουμε"  και να "τρέχει κορόμπλο το δάκρυ"  γιατί μέσα από όλα αυτά ξανασυναντιόμαστε με πολύ αγαπημένα μας πρόσωπα που μας λείπουν. Αυτό είναι το δικό μας <<αντάμωμα>>. Σε αυτό το <<αντάμωμα>> περνάμε από τον ρόλο του παθητικού θεατή στο ρόλο του πρωταγωνιστή. Και βέβαια είναι αυτό που μας κάνει να ξεκινάμε την κουβέντα από τον Οκτώβριο για το πότε θα ανέβουμε το επόμενο καλοκαίρι. Γιατί πολύ απλά εκεί είναι οι ρίζες μας και εκεί χτυπάει η καρδιά μας…            
Δημήτρης Α. Λώλος
ΣΣ. Αφιερωμένο στην μνήμη του πατέρα μου Αθανασίου Δ. Λώλου (Απρίλιος 1926-Σεπτέμβριος 2012).



Ο πατέρας του Δημήτρη Λώλου Αθανάσιος (δεύτερος απο αριστερά), στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του Καιμακτσαλαν, το 1989.