portraita

Το χτένισμα της Σαρακατσάνας
,
.η τεχνική – η αισθητική – η σημειολογία

του Γιώργου Κολοβού

Στην κλειστή κοινωνία των Σαρακατσαναίων υπήρχαν κωδικοποιημένα στοιχεία, τα οποία υπάκουαν σε συγκεκριμένους κανόνες και τα οποία είχαν τυπολογική σημασία στην καθημερινότητα τους.  Έτσι λοιπόν και το χτένισμα του μαλλιού ήταν ένα στοιχείο το οποίο αποτύπωνε με συμβολικό τρόπο την ταυτότητα της Σαρακατσάνας. Το άρθρο που ακολουθεί είναι μία ελεύθερη συζήτηση με τη Βάγια Γίδαρου-Φαρμάκη, όπου περιγράφεται η τεχνική, η αισθητική και η σημειολογία του χτενίσματος της Σαρακατσάνας.


Πες μας Βάγια, τι σήμαινε το χτένισμα για τη Σαρακατσάνα ;

Το χτένισμα στο μαλλί το έκαναν οι Σαρακατσιάνες για να ξεχωρίζουν ποιά γυναίκα είναι παντρεμένη και ποιά είναι ελεύθερη. Ένας που έβλεπε και  ήθελε μιά κοπέλα, ήξερε ότι αυτή είναι ελεύθερη και το έβλεπε απ’ το μαλλί. Ακόμα και μεγάλες γυναίκες που δεν είχαν παντρευτεί, το μαλλί το είχαν όπως ακριβώς οι μικρότερες ελεύθερες.

Πως γίνονταν το χτένισμα ;

Κάθε γυναίκα χτενίζονταν μόνη της. Και τα μαλλιά τα είχαν πολύ μακρυά και παλιά τότε τι έκαναν : έβαζαν τη λίγδα στα χέρια και τα λάδωναν, τα έβρεχαν έτσι τα μαλλιά, για να γίνουν ίσια και να μπορούν να τα πλέξουν, να μπορούν να τα χτενίσουν καλύτερα. Τα μαλλιά άμα μάκραιναν πάρα πολύ και δεν μπορούσαμε να τα κάνουμε κουμάντο, τα κόβαμε μόνες μας.

Υπήρχαν τότε γυναίκες με κοντά μαλλιά ;

Κοντά μαλλιά δεν είχαν οι γυναίκες τότε. Σαρακατσιάνα με κοντά μαλλιά και χωρίς πλεξούδα δεν υπήρχε. Και τώρα που βλέπω τα κορίτσια στο χορευτικό να βάζουν τη μαντήλα και να έχουν κοντά μαλλιά και ελεύθερα,…δεν είναι σωστό. Θες να ντυθείς Σαρακατσιάνα …πρέπει να έχεις εδώ το μαλλί. Έρχεσαι να δείξεις ομορφιά η έρχεσαι να δείξεις πως ήταν οι Σαρακατσαναίοι τότε ;



Πού χτενίζονταν οι Σαρακατσάνες ;

Οι γυναίκες χτενίζονταν μέσα στο καλύβι. Καθρέφτη μεγάλο δεν είχαν, αλλά είχαν καθρεφτάκια μικρά που έκλειναν και τα είχαν μέσα στην τσέπη τους και οι γυναίκες και οι άντρες. Τα καθρεφτάκια ήταν μικρά χωρίς χερούλι. Καμμιά φορά, άμα ήθελε κανένας κανά κορίτσι, πήγαινε τ’ αγόρι κι έβγαζε το καθρεφτάκι και με τον ήλιο έκανε σήμα να καταλάβει ότι την αγαπάει. Θυμάμαι η ξαδέλφη μου η Ελευθερία πήγε με άλλα κορίτσια να μαζέψουν ξύλα κι εκει κοντά έβοσκε τα πρόβατα ένας Αποστόλης απ’ τους Καλαίους.  Την ήθελε κι αρχίνισε να τραγουδάει κι έβγαλε το καθρεφτάκι και την έκανε σινιάλο και τα κορίτσια μετά πήγαν σπίτι κι έλεγαν… να τι μας έκανε ο Αποστόλης.

Όλες οι γυναίκες έκαναν το ίδιο χτένισμα, μικρές και μεγάλες ;

Όλες το ίδιο … ακόμα και τα μικρά κοριτσάκια. Από τότε που γεννιένταν φορούσαν σκουφάκια με κάτι φραμπαλάδες εδώ και μόλις μεγάλωναν λίγο φορούσαν μαντήλα και έκαναν πλεξούδα. Κανένα δεν τα είχε ελεύθερα. Και στα βουνά θυμάμαι το μαλλί το ΄πλεγαμε πίσω.

Οι Σαρακατσάνες τι χρώμα μαλλί πιο πολύ είχαν ;

Είχαν σκούρο μαλλί, καστανό και μαύρο, …ξανθές δεν υπήρχαν. Δεν θυμάμαι καμμιά ξανθιά.

Υπήρχαν κάποιες που έβαφαν τα μαλλιά τους ;

Όχι, όχι, με τίποτα, ..δεν υπήρχε τότε. Όπως γεννιένταν απ’ τη μάνα τους έτσι ήταν.



Πάμε λοιπόν να δούμε πως έφτιαχναν τα μαλλιά τους οι ελεύθερες και πως οι παντρεμένες !


ΟΙ ΑΝΥΠΑΝΤΡΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ

Τα κορίτσια το χώριζαν το μαλλί στη μέση, το μισό κατά δω,..το μισό κατά κει. Οι ελεύθερες το ’πιαναν από δεξιά το μαλλί και το μάζευαν, το ’στριβαν και το έφερναν στη μέση, απάνω στο μέτωπο. Μετά έπαιρναν και το άλλο από αριστερά και το ’φερναν κι αυτό στη μέση. Όλα μαζί τα ένωναν και μετά τα χώριζαν και τα έκαναν τρία. Τα έπλεκαν και τα έκαναν όλα μαζί μια μεγάλη πλεξούδα στη μέση. Μετά εκείνη την πλεξούδα τη γύρναγαν προς τα δεξιά και την έπιαναν πίσω. Τα μαλλιά ήταν μακρυά, αλλά όσο πλέκεται η πλεξούδα μαζεύεται.  Πίσω, έβαζαν κι ένα γαιτάνι και το θήλιαζαν από κάτω να μη χαλάει και να μην πέφτει η πλεξούδα και έτσι έδεναν τα μαλλιά. Αργότερα έφτιαναν και κάτι δυχτάκια για να μη χαλάει το μαλλί. Τελευταίο έβαζαν το μαντήλι με παραμάνες και κάτι χάντρες. Έτσι φαίνονταν μπροστά η πλεξούδα και από πάνω το μαντήλι.

ΟΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Οι παντρεμένες χώριζαν το μαλλί στη μέση, στη χωρίστρα. Μισό κατά δω, μισό κατά κει. Ξεκινούσαν από το κέντρο απ’ το μέτωπο από παν και έστριβαν. Το έπλεκαν και το ’φερναν δεξιά κοντά στο αυτί και έκαναν μια πλεξούδα στα τρία. Μετά έπαιρναν και έκαναν το ίδιο με τα άλλα μισά μαλλιά προς τα αριστερά και έκαναν κι εκεί άλλη μια πλεξούδα. Μετά έπιαναν τη δεξιά πλεξούδα και την αριστερή πλεξούδα και τις έφερναν μπροστά στο μέτωπο και τις θήλιαζαν. Μετά τις έφερναν πίσω και τις έδεναν μ’ ένα γαιτάνι τις δύο άκρες. Μετά έβαζαν τη μαντήλα και φαίνονταν οι δυό πλεξούδες. Το μαντήλι το έκαναν ένα τετράγωνο έτσι και το δίπλωναν το ’βαζαν μπροστά και το γύρναγαν προς τα πίσω. Και μπροστά είχαν την καρφίτσα και φαίνονταν η πλεξούδα μπροστά.



Τα μαλλιά τα είχατε πλεξούδα στην καθημερινή ζωή, η μόνο σε κάποια γιορτή ;


Κάθε μέρα. Αν γινόταν κανένας γάμος φόραγαν τα πιό καλά ρούχα, αλλά το μαλλί το ίδιο ήταν.  Όταν πήγαιναν οι Σαρακατσιάνες σε κάποια γιορτή, έβαζαν στις πλεξούδες και κορδέλες. Όταν τις χώριζαν στα τρία, έβαζαν μέσα και μια κορδέλα και πλέκονταν μαζί. Κορδέλες στην πλεξούδα έβαζαν και οι παντρεμένες και οι ανύπαντρες γυναίκες όταν στολίζονταν.

Εκτός από το μαλλί, υπήρχε κάποια άλλη περιποίηση στο πρόσωπο ;

Όχι, οι γυναίκες έβαζαν μόνο λίγη κοκκινάδα στα μάγουλα. Κρατούσαν το χαρτί  απ’ τις καραμέλες, απ’ τα ζαχαράτα που δίναμε στους γάμους και στα υψώματα για να καλέσουμε τον κόσμο και αυτό είχε κοκκινάδα και έβαζαν λίγο στα μάγουλα.



Το βράδυ οι γυναίκες κοιμόταν με τις πλεξούδες η τις έλυναν ;

Όχι, έτσι κοιμάνταν, δεν τις έλυναν. Αν το πρωί χαλούσαν οι πλεξούδες τις ξανάφτιαχναν. Μπορεί να μη χαλούσε και να μη χρειαζόταν να ξαναχτενιστεί. Δεν χτενίζονταν κάθε πρωί. Αλλά ήταν και οι ψείρες !!!

Οι ψείρες ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μαλλί ;

Ναί. Τότε χτενίζονταν κάθε μέρα γιατί είχαν και ψείρες πολύ. Είχαν κάτι χτενάκια, .. απ’ τη μία πλευρά ήταν πιο αρύ, απ’ την άλλη ήταν το πυκνό. Έκαναν τα μαλλιά στην αρχή με το αρύ και μετά τα ’καναν με το πυκνό για να πέσουν οι ψείρες. Τότε δεν είχε ψειροβότανο.

Κάθε πότε έλουζαν οι γυναίκες τα μαλλιά τους ;

Κοίτα, τα ’λουζαν μιά φορά την εβδομάδα.

Που τα έλουζαν ;

Μέσα στο καλύβι. Έβαζαν ένα καζάνι, έβραζαν νερό και είχαν μιά λεκάνη και εκει μετά έβαζαν νερό και λούζονταν και έριχναν κι άλλο νερό από πάνω και τα ξέπλεναν τα μαλλιά. Μόνο τα μαλλιά, όχι το σώμα, ούτε τα ρούχα.

Το σώμα κάθε πότε και πού το έπλεναν ;

Το σώμα μπορεί και στις δέκα πέντε μέρες. Πήγαιναν να πλύνουν στο ρέμα και μπανίζονταν. Και τα μαλλιά και το σώμα. Εκείνη τη μέρα όλες μαζί (καμμιά δεν πήγαινε μόνη της), φόρτωναν τα καζάνια και τα ρούχα στην πλάτη και πήγαιναν, …μιά εδώ το καζάνι, άλλη πιό πέρα και έπλεναν.  Ζημάταγαν τα ρούχα στο βραστό το νερό για να καούν οι ψείρες και μετά τα σαπούνιζαν και τα βαρούσαν με τον κόπανο και τα ’ριχναν στο ρέμα και τα ξέβγαναν. Μετά τα άπλωναν στα πουρνάρια να στεγνώσουν και το βράδυ τα μάζωναν. Ολονών τα ρούχα, …τα δικά τους, …τζιομπαναραίοι, όλη η οικογενεια έβγαζε εκείνη τη μέρα όλα τα ρούχα. Ανά δέκα πέντε μέρες έπρεπε να παν στο ρέμα να πλύνουν τα ρούχα. Φορτωμένες να τα παν, φορτωμένες να τα φέρουν, μαζί με το καζάνι.

Και γιατί δεν πέρνατε άλογα να τα κουβαλήσουν ;

Γιατί τα ξύλα ποιός τα κουβαλούσε ; Η γυναίκα να φορτώσει τη βαλέρα να πάει να φέρει νερό, η γυναίκα να κάνει το τυρί, η γυναίκα να γνέσει, η γυναίκα να υφάνει, όλα η γυναίκα να τα κάνει. Οι άντρες άρμεγαν τα γαλάρια και χουζούρευαν.

Κάθε μία είχε το δικό της καζάνι ;

Ναι κάθε μίνια είχε το δικό της καζάνι. Είχε τη ζηματαριά όπως έλεγαμε εμείς και ήξερε τις πέτρες που είχε κάθε μίνια για να βράσει. Πήγαινε, έβαζε το καζάνι, άλλη από δω, άλλη από κει και το ρέμα ήταν στη μέση το έβραζαν και πλένονταν και ξέπλεναν και τα ρούχα. Εμάς τα παιδιά μας έβαζαν στο καζάνι μέσα και μας έκαναν μπάνιο.



Υπήρχε κάτι άλλο που έκανε τη γυναίκα να ξεχωρίζει εκτός από το μαλλί ;

Βέβαια. Μόλις παντρεύονταν μία νύφη φορούσε τα νυφιάτικα τα ρούχα με τα κεντήματα και τα κυπαρρίσια. Και όπου πήγαινε, ακόμα και με τη βαλέρα για νερό και όποιον συναντούσε ακόμα κι ένα παιδάκι, έπρεπε να προσκυνήσει και να του φιλήσει το χέρι. Αυτό το έκανε νιόπαντρη περίπου για σαράντα μέρες. Μετά έβγαζε μία δεύτερη φορεσιά λιγότερο επίσημη, που τη φορούσε μέχρι που να γεννήσει το πρώτο της παιδί. Μετά έβαζε σκούρα ρούχα. Μόνο σε γάμους έβαζε την πρώτη η τη δεύτερη φορεσιά. Έτσι καταλάβαινε κάποιος με τη φορεσιά που φορούσε η νιόπαντρη αν είχε γεννήσει, ακόμα και μετά από ένα χρόνο.

Η νύφη φορούσε και διπλή ποδιά. Είχε την καλή και είχε κι άλλη από μέσα. Άμα είχε να κάνει καμμιά δουλειά, την καλή την ποδιή την έπιανε εδώ να μη λερώνεται και είχε την άλλη μπροστά, να μη φαίνεται η φούστα. Η νύφη έπρεπε να σ’κωθει, ν’ ανάψει τη φωτιά, ….τότε οι πεθερές είχαν ζωή.

Η νύφη με τι μαλλί πήγαινε στο γάμο ;

Την Παρασκευή πριν το γάμο, η νύφη ήταν κλεισμένη μέσα στο καλύβι όλη τη μέρα και δεν έβγαινε καθόλου. Κοιμόταν όλο το βράδυ μέσα στο καλύβι και ξυπνούσε το πρωί του Σαββάτου και έμενε πίσω απ’ το τσόλι, για να μην τη δει κανένας. Το μεσημέρι του Σαββάτου λοιπόν έπρεπε να την στολίσουν γιατί μετά θα έρχονταν οι σχαριάτες και οι συμπεθέροι. Όταν λοιπόν τη στόλιζαν, ενώ μέχρι τότε το χτένισμα ήταν σαν ελεύθερη με μονή πλεξούδα, για πρώτη φορά το Σάββατο το μεσημέρι τη χτένιζαν σαν να είναι παντρεμένη, με σταυρωμένο μαλλί και διπλή πλεξούδα.

Εσύ πότε σταμάτησες να κάνεις πλεξούδα ;

Την πλεξούδα τη σταμάτησα όταν ήμαν περίπου δώδεκα-δεκατρία χρονών, αλλά τη μαντήλα τη φορούσα. Πρέπει να ήταν το 1955. Το 1963 που ήρθαμε στην Ελλάδα απ’ την Παλιά Σερβία δεν είχαμε πλεξούδες, αλλά οι παλιές οι γιαγιές τις είχαν και τις κράτησαν.
Η Βάγια Γίδαρου-Φαρμάκη το 1953 σε ηλικία 11 χρονών