portraita

Νικόλαος Ντέντας


του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1934 στη Νότια κοντά στα σύνορα, στην περιοχή της Αριδαίας του Νομού Πέλλας. Πατέρας μου ήταν ο Γιάννος Ντέντας και μάνα μου η Ολυμπία Καραφυλλιά. Παππούς μου ήταν ο Νικόλας Ντέντας το γένος Γκόγκου και είχε πέντε αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο πατέρας του παππού μου ο Μήτρος,  ήταν γαμπρός Λιάπη. Ο παππούς μου πήρε κορίτσι του Γιάννη του Φαρμάκη που ειχε κτήμα στο Καιμάκτσαλαν. Ο Γιάννης ο Φαρμάκης είχε επτά κορίτσια και το πρώτο κορίτσι τη Χρυσούλα το πήρε ο παππούς μου και ο αδελφός του ο Στέργιος ο Ντέντας απ’ το Βαφειοχώρι, πήρε την άλλη κόρη, τη Ζωίτσα.

Ο παππούς μου ξεχείμαζε στη Χαλκιδική, … Αγ. Νικόλα, Νικήτη, Πολυγερινές Καλύβες. Όλοι οι θ΄κοι μας είναι γραμμένοι στον Πολύγυρο. Με τις συνεχείς μετακινήσεις ήρθαν και ξεχείμαζαν εδώ στη Χαλκιδική και έφτασαν και ξεκαλοκαίριαζαν σ’ ένα βουνο στα Σκόπια που λέγονταν Μπάνια, …..τα Μπανιώτ΄κα τα β΄να, έλεγαν.

Οι Ντενταίοι αγόρασαν ολόκληρη την περιοχή σε κείνα τα βουνά που την είχε ένας Εβραίος που ονομάζονταν Σαούλ. Παλιά οι Τούρκοι τα λέγαν βλέκια – ένα βλέκι αναλλογεί με τέσσερα στρέμματα. Όλη η περιοχή ήταν εβδομήντα πέντε χιλιάδες βλέκια, γύρω στις τριακόσιες χιλιάδες στρέμματα. Όλα αυτά τα είχαν αγοράσει οι Ντενταίοι. Ένα β’νί σαν το Βέρμιο περίπου. Τα Μπανιώτ’κα ήταν καλά βνα … και εγω πηγα και τα αγναντεψα. Για να τα αγορασουν πρεπει να ηταν καλα β’νά κι έτσι μας έλεγε και η βαβά μ΄.

Στα Μπανιώτ΄κα τα β΄νά πήγαιναν πολλές οικογένειες Ντενταίοι και είχαν και έναν γαμπρό Κατσούλα και κάτι σμίχτες. Από τα σύνορα εδώ μέχρι εκεί έκαναν οκτώ κονάκια. Εκεί είχαν τα δικά τους τα καλύβια και είχαν φτιάξει και μια εκκλησούλα. Κατέβαιναν και έκαναν παζάρι σε μια κωμόπολη που λέγονταν Κρίβα Παλάγκα. Τη στράτα από τη Χαλκιδική μέχρι τα Μπανιώτ’κα τα β’νά την έκαναν οι παππούδες μου και ο πατέρας μου μέχρι το 1914. Ο πατέρας μου που γεννήθηκε το 1907 πρόλαβε τη στράτα αυτή, αλλά μετά χάραξαν τα σύνορα και δεν ξαναπήγαν.



Ο Νικόλαος Ντέντας ενός έτους στην αγκαλιά της γιαγιάς του Χρυσούλας Φαρμάκη

Καθιστός ο παππούς Νικόλαος Ντέντας και πίσω όρθιοι απο αριστερά  η μητέρα του Ολυμπία Καραφυλλιά, η Όλγα Ντέντα και ο πατέρας του Ιωάννης Ντέντας 

Στη στράτα για τη Τζένα το 1935


Μετά το 1914 που έκλεισαν τα σύνορα, οι Ντενταίοι διασκορπίστηκαν. Του παππού μου ο αδελφός ο Γιάννος έκατσε στο Λεβεντοχώρι, ο Αποστόλης και ο Δρόσος στο Βαφειοχώρι και ο Χρήστος στο Μεταξοχώρι. Ξεκαλοκαιριαζαν στη Τζένα, εκεί είχαν τσελιγκάτο οι Ντενταίοι και τσέλιγκας ήταν ο μπάρμπα Στέργιος ο Ντέντας απ το Βαφειοχώρι. Οι θ’κοί μας οι Ντενταίοι ξεκαλοκαίριαζαν στη Τζένα και ξεχείμαζαν στην Κολχίδα έξω απ’ την Κρηστώνα.

Όλος ο ορεινός όγκος Τζένα, Πίνοβο, Καιμάκτσαλαν ήταν γεμάτος Σαρακατσάνικα Τσελιγκάτα. Έψαχναν όπου είχε πολλές βοσκές και όπου δεν είχε πολλά κοπάδια αντάμα. Στη Τζένα έβγαιναν οι Ντενταίοι, οι Μπροζαίοι και τελευταία θυμάμαι και οι Χυταίοι. Στη Ντουιντίτσα ήταν οι Ζιουταίοι, οι Μπικαίοι και πιο πέρα οι Γιαννακ’λαίοι. Στον Μακεδονικό αγώνα οι Σαρακατσάνοι βοήθησαν πολύ τα αντάρτικα σώματα, αλλά είχαμε και ενόπλους όπως ήταν ο μπάρμπα Στέργιος ο Χύτας στο Μερίχοβο.


Τη μάνα μου την έφεραν απ το Μπόρτσκο, εκεί έκαναν οι Καραφυλλαίοι και την ήφεραν νύφη με τα μπινέκια το 1932 εδώ στη Νότια, εκεί στεφανώθηκαν. Ο Καραφυλλιάς ο Στέργιος ο Τσάμης είχε επτά κορίτσια. Η μία είχε πάρει έναν Τούμπα που τον σκότωσαν και απόμεινε χήρα και μετά την πήρε ο Στέργιος ο Ντέντας. Τον πατέρα μου τον στεφάνωσε ο Γιώργος ο Μπρόζος και μένα με βάφτισε ο γιός του ο Φώτης. 



Ο Νικόλαος Ντέντας 3 χρονών με τη μητέρα του Ολυμπία Καραφυλλιά την αδελφή του Κωνσταντίνα και τον Περικλή Καραφυλλιά - Μπροστά στο καλύβι στη Τζένα το 1937


Ένα καλοκαίρι οι θ’κοί μας δεν ήθελαν να πάνε στα Φαρμακαίικα και πήγαν σ’ ένα βουνό πάνω από τας Σέρρας, στη Μπόσδα. Εκεί είχε και Βλαχάυς και τ’ Αγίου Κωνσταντίνου τη μέρα, ήπιαν και λίγο και πιάστηκαν στο ξύλο και πρέπει να σκοτώθηκε και ένας Βλάχος. Στα δικαστήρια, οι Βλάχοι είχαν τα μέσα, δικηγόρους και τέτοια και τους πήραν τα πρότα και ο παππούς μου έκανε και έξι μήνες φυλακή. Μετά ήρθαν εδώ στο Δροσάτο σαν σμίχτες με τους Κυριακαίους  με λίγα πρότα και έκτοτε από το 1936 έμειναν εδώ. Τότε σταματήσαμε τα β’νά και μείναμε μόνιμα στο Δροσάτο.


Τη νομαδική ζωή δεν την πρόλαβα, γιατί όταν σταμάτησε το 1935 ήμουνα δύο χρονών. Άρχισα να θυμάμαι γύρω στο 1939-40 όταν είμασταν στο Δροσάτο. Στη αρχή είχε φτιάξει ο πατέρας μου ένα καλύβι και μετά είχαμαν σπίτι μέσα στο χωριό. Το 1946 με τον εμφύλιο σπαραγμό φύγαμε απ’ το Δροσάτο και ήρθαμε εδώ στη Δοιράνη γιατί είχε αστυνομία και από τότε δεν φύγαμε. Μία οικογένεια, τους στέρησαν την Ελληνική ιθαγένεια και έφυγαν στη Βουλγαρία και είχαν ένα χωράφι δέκα πέντε στρέμματα και εμείς εκεί κάναμε τα σπίτια. Είχαμε λίγα πρόβατα και αρχίσαμε να καλλιεργούμε και χωράφια. Μετά με τη λίμνη γίναμε και ψαράδες.  




Το γιλέκο του παππού του Νικ. Ντέντα, Τσάμη Καραφυλλιά - κατασκευης 1883



_____________________________________________________

.Στα Μπανιώτ΄κα τα β΄να

Οδοιπορικό στη στράτα των προγόνων μας



Γράφει ο Νικόλαος Ντέντας

Σε μια κουβέντα η βαβά μου και η μικρή νύφη της η Γιώργαινα η οποία έζησε το νομαδικό βίο της είπε:

 Μάνα, ησείς οι Φαρμακαίοι είχηταν καλά β’νά, εκάναμαν 2 καλουκαίρια και τα πρότα μας είχαν πολύ γάλα. Καλά ήταν τα Φαρμακαίϊκα αλλα΄σαν τα Μπανιώτ’κα τα β’να δεν έχ’ π’θινά, γκ’ζέρσα πουλά β’να αλλά στα Μπανιώτ’κα δεν καταλάβινεις καλουκέρ’, είχε δροσιά και απθαμή και βρύση.

Οι Ντενταίοι είχαν συμπιθιρέψ’ μι τ’ς Φαρμακαίοι καθότι ο παππούς μου ο Νίκος πρώτος γιος του Μήτρου, που είχε 5 αγόρια και 2 κορίτσια πήρε το πρώτο κορίτσι από τα 7 κορίτσια και 4 αγόρια που είχε ο Γιάννης Φαρμάκης. Μετά έκανε προξενιό στον πρώτο εξάδελφο του Στέργιο γιο του Δρόσου, που πήρε το άλλο κορίτσι του Φαρμάκη. Δύο πρώτα ξαδέλφια παντρεύτηκαν 2 αδελφές την Χρυσούλα και τη Ζωή.

Όσο μεγάλωνα με έτρωγε η περιέργεια να δω από κοντά τα περίφημα αυτά βουνά που τόσο πολύ αναστέναξε η βαβά μου. 

Με την επίσκεψη το 1954 του Τίτο στην Ελλάδα οι σχέσεις των 2 κρατών έγιναν καλές, γι’ αυτό ο θείος μας ο Τάκος από το Βαφειοχώρι μαζί με το Γιώργο Γεωργαντά αποφάσισαν να τα επισκεφθούν. Εκεί όμως τους πέρασαν για κατασκόπους και τους ταλαιπώρησαν αρκετά. Τον μακαρίτη Μπαρμπά – Τάκο τον έκλεισαν σε μια βιβλιοθήκη και για να περνάει η ώρα ανακάτευε τα βιβλία. Απ’ έξω οι Σέρβοι έλεγαν, …όντως ο κατάσκοπος θα είναι μεγάλο κεφάλι. Όταν επέστρεψαν ο Τάκος καθώς είχε πολύ χιούμορ έλεγε: Ντεφ’ να γένουν τα β’να και το καλό τ’ς ’αντάμα. …του φόβου π’ τράβ’ξα. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να πάει και έτσι ο ανίκητος εχθρός ο χρόνος που δεν σταματάει, …..όλοι ένας-ένας έφυγαν από τη ζωή. Σήμερα βαδίζουμε με τις αφηγήσεις και τους χάρτες και από τα συμβόλαια που έχουμε στα χέρια.

Τώρα πως περιήλθαν αυτά τα βουνά στην οικογένεια Ντέντα :

Όταν οι Τούρκοι επικράτησαν επί 400 χρόνια στα Βαλκάνια, οι Σαρακατσάνοι καθώς ήταν κτηνοτρόφοι νομάδες ταξίδευαν με τα κοπάδια σ’ όλη την περιοχή, όπου έβρισκαν καλή βοσκή. Μετά όμως τους βαλκανικούς πολέμους και την ήττα της Τουρκίας χαράχθηκαν νέα σύνορα. Τα βουνά αυτά έμειναν 180 χιλιόμετρα στο βάθος του κράτους των Σκοπίων και ένα τεμάχιο στη Βουλγαρία. Η πρώτη αγορά έγινε το 1890, πάντα οι Σαρακατσάνοι ήθελαν να έχουν δικό τους κτήμα. Ακόμα και σήμερα, εδώ έχουν αγοράσει πολλά χωράφια, ενώ η πολιτεία παρά την μεγάλη τους προσφορά στους αγώνες του έθνους, τους αγνόησαν εντελώς από τις διανομές κτημάτων, επειδή ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι. Πόσα χρόνια πήγαιναν στα βουνά αυτά δεν γνωρίζουμε. Η περιοχή αυτή ονομάζεται Μπάνια, γι’ αυτό και οι δικοί μας τα ονόμαζαν Μπανιώτ’κα β’να. Άρα για να αποφασίσουν να τα αγοράσουν πρέπει να πήγαιναν πολλά χρόνια. Αυτό συμπεραίνουμε και από την αλλαγή του επωνύμου. Οπως γνωρίζουμε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας πολλοί άλλαξαν τα επίθετά τους, σύμφωνα με το χρώμα. Έτσι βρίσκουμε πολλά επίθετα όπως Καραγιάννης, Καρακώστας, Καραθόδωρος επειδή ήταν μελαχρινοί, γι’ αυτό και η δικιά μας φάρα πρέπει να ονομάζονταν Καραποστολαίοι για να κυριαρχεί πολύ το όνομα Αποστόλης. 

Το επίθετο Ντέντα το πήραν από τη σλάβικη λέξη που σημαίνει παππού, αφέντη.  Κάποιον από τους προγόνους μας γέρο τον φώναζαν Ντέντα και έτσι το επίθετο το έκαναν Ντέντα. Οταν εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα, μερικές οικογένειες μετέτρεψαν το Ντέντα σε Δέδα. Η οικογένεια η δική μας, τον παππού τον Νίκο και τον αδελφό του Χρήστο, το κράτησαν όπως παλιά.

Όπως είπαμε το πρώτο τεμάχιο το αγόρασαν το 1890 και ακολούθησαν άλλες δύο αγορές. Το 1895 και το 1900 ολοκλήρωσαν την αγορά των τριακοσίων χιλιάδων στρεμμάτων. Η αγορά έγινε από μια οικογένεια Εβραίων ονόματι Σαούλ και έτσι βρέθηκε στη κατοχή αυτή η μεγάλη έκταση. Γύρω στα 1955 έγιναν διαπραγματεύσεις με την τότε Γιουγκοσλαβική ηγεσία να αποζημιωθούν οι περιουσίες εκατέρωθεν των κρατών. Στείλαμε δύο εκπροσώπους μας στην Άγκυρα τον εξάδελφό μου Νίκο και τον Μπαρμπα-Στέργιο από το Μεταξοχώρι, να φέρουν τα συμβόλαια. Στα συμβόλαια είχαν και μια οικογένεια ονόματι Κατσούλα μάλλον πρέπει να τον είχαν γαμπρό. Είχαμε τον αριθμό πρωτοκόλλου, γιατί μέχρι και το 1938 τα νοικιάζαμε σε μια βλάχικη οικογένεια ονόματι Σγκούμα - είχαν και αυτοί αγοράσει ένα τεμάχιο δίπλα στο δικό μας. Κατάπληκτη έμεινε η Γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία όταν είδε τα συμβόλαια. ΄΄Τι κάνετε;  ζητάτε τη μισή Σερβία΄΄ είπαν. Ο μακαρίτης Μπαρμπα Τάκος τους απάντησε : ΄΄οι δικοί μας κάθε 5 χρόνια μάζωναν ένα ντρουβά λίρες και επειδή δεν προλάβαιναν να τις μετρήσουν τις ζύγιζαν με το καντάρι΄΄. Βλέποντας η αντιπροσωπεία τα έγκυρα συμβόλαια συμφώνησε. Οι αποζημιώσεις κάπου σκόνταψαν και η υπόθεση ακόμα εκκρεμεί.

Για να φθάσουν τα σημερινά σύνορα, έκαναν 8 κονάκια όπως έλεγαν. Το τελευταίο κονάκι το έκαναν μεταξύ Δοϊράνης και του χωριού Ακρίτα. Σώζονται ακόμα τα λιθαράκια που έβαζαν γύρω από τις τσατούρες, να μην τις πάρει ο αέρας. Επισκεφθήκαμε με τον μεγαλύτερο αδελφό του πατέρα μου τον Μπαρμπα-Στέργιο και μου έλεγε : ΄΄εδώ έβανε η μάνα μ’ τσατούρα΄΄. Πάντα τα κονάκια τα έφτιαναν κοντά σε νερό για να προλαβαίνουν οι γυναίκες να ζ’μώσουν για να έχουν ψωμί για την άλλη μέρα.

 Εδώ θα σταθούμε λίγο, ως ύστατο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στις ηρωΐδες εκείνες γυναίκες που κατέβαζαν από τα άλογα θέριες τέμπλες και με μαεστρία έφτιαναν τη τσατούρα. Να προλάβουν να μάσουν ξύλα, να ανάψουν φωτιά, να ζυμώσουν το ψωμί και το σ’κλόψωμο (γιατι είχαν και πολλά σκ’λιά) και όλα αυτά σε μια βραδιά – και το πρωί σ’κώνουνταν από χαραή να φορτώσουν να ξεκινήσει το καραβάνι. Δεν προλάβαιναν να πλαϊάσουν ντιπ, μολόγαγ΄ η βαβά μου από την οποία έμαθα πολλά από την νομαδική ζωή. Πέθανε σε ηλικία 93 χρονών. Από τον παππού μου δεν πρόλαβα να μάθω πολλά γιατί τον σκότωσαν το 1944 μαζί με τον αδελφό του Χρήστο κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Την κατάρα αυτή της πατρίδος μας την πλήρωσε η σαρακατσάνικη φυλή με πολύ αίμα λόγω του επαγγέλματος τους και με ανυπολόγιστες υλικές ζημιές, αφού έχασαν 1.000.000 αιγοπρόβατα.

Το 1999 αποφασίσαμε με τον ξάδελφό μου Δημήτρη να τα επισκεφθούμε τα περίφημα αυτά βουνά, ακολουθώντας το ίδιο οδοιπορικό με το αυτοκίνητο. Περάσαμε τη πόλη Στρώμνιτσα, Στηπ, Κότσανη και φτάσαμε στους πρόποδες. Εκεί που σκαρφάλωναν στα ψηλά βουνά, ένα γάργαρο νεράκι κατέβαινε με ορμή. Αφού ξεδιψάσαμε λίγο, φανταστήκαμε πόσα χρόνια οι πρόγονοί μας θα έπιναν από αυτό το νερό. Όπως ανέφερα τα βουνά αυτά ήταν πλούσια σε βλάστηση και νερό.

Το έτος 2000 αποφασίσαμε εκ νέου να πάμε από την άλλη πλευρά, όπου υπάρχει η πόλη Κρίβα Παλάγγα. Οι πρόγονοί μας εκεί κάνανε παζάρι και πουλούσαν τα διάφορα προϊόντα τους, τυριά, μαλλιά και λίπος, αρνιά. Αρνιά μικρά  δεν πουλούσαν γιατί τα έφκιαναν ζ’γούρια και τα πουλούσαν το φθινόπωρο, προτού αναχωρήσουν για τα χειμαδιά. Με τον ανιψιό μου Στέλιο και τον ξαδελφό μου Αριστοτέλη φτάσαμε στην πόλη όπου παζαρεύονταν όπως έλεγαν. Ηταν μια παλιά πόλη χτισμένη στο ρουν ενός μικρού ποταμού με πολλά δέντρα. Περπατώντας μέσα στην αγορά άφησα την φαντασία μου να πάει 150 χρόνια πίσω και έβλεπα τους προγόνους μου Καραποστόλη και μετέπειτα Ντέντα, με τα φλόρα μπουραζάνια και τα παρδαλά τρουβάδια και τα δισάκια στον ώμο, να περιφέρονται στην αγορά για να ψωνίσουν τα απαραίτητα και να φορτώσουν στ’ άλογα που τα είχαν δεμένα εκεί στα πλατάνια στο ρέμα και να ξεκινήσουν πάλι για τα καλύβια. Την άνοιξη περνούσαν από τη λίμνη Δοϊράνη. Από αφηγήσεις ψαράδων και εμπόρων μας έλεγαν ότι οι δικοί σας μας έδιναν παραγγελία και ετοιμάζαμε τα γριβάδια στα κοφίνια. Τα φόρτωναν στα άλογα και τα πήγαιναν στα βουνά και εκεί τα έβαζαν σε μια σπηλιά και διατηρούνταν.

Το 1954 ήρθε εδώ στην Δοϊράνη ο μπαρμπα Νικόλας από το παλιό Γυναικόκαστρο ο οποίος πρόλαβε το οδοιπορικό και μας έδειχνε τα μέρη από όπου περνούσαν οι Ντενταίοι (ήταν μια οικογένεια που αποτελούνταν από ψηλούς και πανέμορφους άνδρες). Θυμάμαι μικρός πήγαμε με τον πατέρα μου στο παζάρι στο Κιλκίς. Εκεί ο πατέρας μου ρώτησε κάποιον στη Σαρακατσάνικη διάλεκτο : ΄΄Έ Γιώρ’, μακ’ιδεις του Μήτρου του Γιαναίικου ; ΄΄- απ’ τούς πιο ψηλούς στου παζάρ΄ ο Μήτρος ο Γιαναίικος ήταν ένα από τα 3 αγόρια που είχε ο αδελφός του παππού μου ο Γιάννος. Με τον πατέρα μου ήταν μια ηλικία και συντροφιά στα ζ’γούρια. Οταν φτάσαμε κοντά είδα έναν άντρα πάνω από 2 μέτρα μεγάλα μαύρα μάτια, όμορφος σαν το θεό Απόλλωνα. Είχε υπηρετήσει τσολιάς στα ανάκτορα. Σήμερα, βλέποντας τον εγγονό του δάσκαλο Γιώργο Μπαλάσκα, πάντα θυμάμαι τον μπάρμπα-Μήτρο.

Τώρα, αν ήμαστε καλά, θέλω να πάμε να δούμε εκεί που είχαν τα καλύβια. Οι Σαρακατσαναίοι πιστοί στα Ελλληνοχριστιανικά ιδεώδη είχαν φτιάξει και μια εκκλησία, η οποία πρέπει να σώζεται ακόμα. Εντύπωση μου έκανε που πήγαιναν τόσα χιλιόμετρα, γιατί πάντα ξεχείμαζαν στην Χαλκιδική. Σκληροτράχηλη αυτή η φυλή, όπως μας λέει και το βραβευθέν στο Τόκιο ντοκυμαντέρ του λογοτέχνη Νέστορος Μάτσα ΄΄Σαρακατσάνικο Οδοιπορικο΄΄, 25000 χρόνια σ’ αυτή τη Γη.




Ο Νικόλαος Ντέντας με φίλους στο Καιμάκτσαλαν το 2008