portraita

Η Κλίτσα
Το απλό και ταπεινό εργαλείο του τσομπάνου


του Γεωργίου Τσουμάνη
Σκοπός της παρούσης μικρής αναφοράς μου για την κλίτσα, είναι  η κατάθεση μερικών σκέψεων για το ταπεινό, απλό και καθημερινό εργαλείο χρήσης του τσομπάνου, την κλίτσα του ή (αγκλίτσα), καθώς και κάποιες πληροφορίες για την κατασκευή της.

Δε νοείται τσομπάνος Σαρακατσάνος και όχι μόνο, χωρίς την κλίτσα του. Είναι το απλό και απαραίτητο εργαλείο που απαιτεί η δουλειά του, ο καθημερινός του σύντροφος. Το σύμβολο του τσοπάνου. Η προέκταση του χεριού του.

Η χρήση της απλή και σημαντική. Απαραίτητη για το όρμωμα (Ορμώνω: κατευθύνω, οδηγώ εκεί που θέλω) των ζώων στη βοσκή και στο δρόμο. Κουνώντας την θα τα κατευθύνει εκεί που πρέπει. Με αυτή θα πιάσει αυτά που θέλει όταν χρειαστεί από το πισινό πόδι στο άρμεγμα, στο μαντρί στο λιβάδι. Θα την χρησιμοποιήσει για το πέρασμα των ζώων στη στρούγκα, θα ξεχωρίσει τα κριάρια που χτυπιούνται την άνοιξη κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος των προβάτων.

Πάνω σε αυτή θα στηριχτεί  κατά τη διάρκεια της ημέρας, που θα ανεβαίνει και θα κατεβαίνει με το κοπάδι του σε δύσκολες κακοτοπιές, λόφους και λαγκάδια, σε σύντομες στιγμές ξεκούρασης από τον κάματο της ημέρας, αλλά και σε ατέλειωτες ώρες μοναξιάς. Ακουμπώντας σε αυτή και με την κάπα του στο κεφάλι θα σταθεί όρθιος στη βροχή. Θα  στηριχτεί για να καθίσει κατάχαμα, να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά και να ξεκουράσει τα χέρια του  βάζοντάς την δίπλα στους ώμους του. Θα τη χρησιμοποιήσει σαν στήριγμα για να μεταφέρει στον ώμο του τον τροβά του ή άλλα αντικείμενα. Θα την τοποθετήσει όρθια και θα κρεμάσει τη βρεγμένη κάπα του  στο κονάκι.

Ακόμα με αυτή θα συμπίσει (Συμπάω: Συδαυλίζω, τακτοποιώ τα αναμμένα ξύλα της φωτιάς) τη φωτιά στη μοναξιά του τις κρύες νύχτες, θα φέρει κοντά του τα μακρινά κλαδιά τραβώντας τα, θα κατεβάσει  τα ξηρά  κλαδιά του δέντρου να τα έχει για προσάναμμα, θα φτάσει κανένα φρούτο (μήλο, αχλάδι, σύκο σταφύλι, κεράσι) που δεν μπορεί με το χέρι του, θα αντιμετωπίσει τα σκυλιά που θα του χυθούν από τις άλλες στάνες,  θα κάμει θόρυβο για να φύγουν τα φίδια που θα συναντήσει  στο δρόμο του, ή θα τα σκοτώσει όταν νομίζει πως κινδυνεύει. Θα αναμερίσει (Aναμεράω: Παραμερίζω, βάζω στην άκρη) τα ξερά χόρτα, ή όσα τον εμποδίζουν στο διάβα του, θα σηκώσει τις κλάρες για το φράχτη και τη στρούγκα, θα επεξεργαστεί  κάτι που δε θέλει να πιάσει με το χέρι  του.

Επιπλέον είναι και το όπλο του για ενδεχόμενο καβγά συνήθως με άλλο τσομπάνο, ή αγροφύλακα. Το κοπάδι είναι λαίμαργο και οι διαπληκτισμοί δε λείπουν. Τότε θα τη χτυπήσει πολλές φορές στο χώμα για να δείξει το θυμό του.

Αλλά και σε αφηρημένο επίπεδο έχει τη δική της σημασιολογία κα νοηματοδότηση για το κοινωνικό περιβάλλον των Σαρακατσαναίων και άλλων κτηνοτρόφων. Με αυτή δηλώνεται και η εγγραμματοσύνη ενός ανθρώπου. «Έμαθε δυο κλίτσες γράμματα», έλεγαν για κάποιον που πήγε σχολείο. Είναι κάποτε και μέτρο προσδιορισμού μιας απόστασης. «Ο ήλιος ήθελε δυο-τρεις κλίτσες να γείρει». Αλλά και τεκμήριο δύναμης. «Τον σαλάγγισα με την κλίτσα», «του έριξα δυο κλιτσιές και κατάλαβε». « Έμεινε με την κλίτσα στο χέρι» έλεγαν για κάποιον που έπαθε ζημιά στο κοπάδι του. Αλλά  και «ήταν νοικοκύρης και πήρε την κλίτσα» για αυτόν που έχασε την περιουσία του .

Οι Σαρακατσαναίοι ποτέ δεν ξέγναγαν την κλίτσα τους φεύγοντας για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Ακόμα δε περισσότερο απαραίτητη ήταν κατά το διάστημα των μετακινήσεων για τα βουνά ή τα χειμαδιά.

Η κλίτσα είναι πρωτίστως εργαλείο χρηστικό. Είναι όμως και εργαλείο αυτοπροσδιορισμού του κάθε κτηνοτρόφου και επίδειξης κύρους. Ένα σύμβολο εξουσίας που επιβεβαιώνει την ηγετική παρουσία αυτού που την κρατάει στο χέρι του και την επιδεικνύει δημόσια.

Έτσι θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε δύο τύπους κλίτσας ως προς τη χρήση της. Αυτή του τσομπάνου που χρησιμοποιεί καθημερινά στο κοπάδι του και αυτή του παζαριού, που κρατούν στο χέρι τους οι κτηνοτρόφοι , όταν βγαίνουν στο παζάρι, ή οι γεροντότεροι στην καθημερινότητας τους. Αυτή του τσομπάνου είναι συνήθως απλή, χωρίς κεντήματα στο ξύλο, με μακρύ κλιτσόξυλο για λόγους καθαρά πρακτικούς.

Η κλίτσα του παζαριού είναι περισσότερο επιμελημένη. Με πολλά κεντήματα και τα  ξεχωριστά γνωρίσματα του τεχνίτη της, Το κλιτσόξυλο όμως κοντό. Συνήθως λίγο παραπάνω από ένα μέτρο. Κοντά στο 1,10 μ. Ποικίλει ανάλογα με το ύψος αυτού που την κρατάει. Εδώ ο ρόλος της είναι διαφορετικός.

Είναι εργαλείο επίδειξης κύρους του κτηνοτρόφου και ύστερα χρηστικό. Πρέπει όμως να είναι βολικό. Να μην είναι μακριά και ακαλαίσθητη, Να φτάνει στο ύψος του ώμου του κατόχου της όταν αυτός είναι καθιστός. Να κάθεται στο κάθισμα του λεωφορείου και αυτή να μην ξεπερνάει το ύψος του ώμου του. Να την κρεμάει στο τσεπάκι του γελέκου του. Να μπορεί ακόμα και στην Εκκλησία να την έχει μαζί του επιμελώς «κρυμμένη» στο στασίδι που κάθεται. Για αυτό η κλίτσα του παζαριού ονομάζεται και κοντόκλιτσα.



Η κλίτσα αποτελείται από δύο μέρη. Το πάνω μέρος , το κεφάλι, η κυρίως κλίτσα,  η χειρολάβή με το κυκλικό της σχήμα και το κάτω μέρος το κλιτσόξυλο. Από μόνη της η χειρολαβή λέγεται κλίτσα, αλλά και με το κλιτσόξυλο μαζί πάλι κλίτσα λέγεται.

Η κατασκευή της  μπορεί να φαίνεται απλή, ωστόσο δε μπορούν να την φτιάξουν όλοι οι τσοπαναραίοι. Μεγαλύτερη δυσκολία έχει το πάνω μέρος. Αυτό είναι που θέλει επιδεξιότητα από τον τεχνίτη, έτσι ώστε να έχει το ανάλογο άνοιγμα για το χέρι, αλλά και το ανάλογο γύρισμα μπροστά, το λεγόμενο καρτέρι. Επίσης προσοχή θέλει στο τρύπημα για να στέκεται πάνω στο ξύλο κάθετα σε αυτό και να μην στραβώνει δεξιά ή αριστερά. Χρειάζεται για όλα τούτα και ο κατάλληλος τεχνίτης. Το κλιτσόξυλο είναι σχετικά περισσότερο απλό. Η επιλογή μιας ίσιας βέργας, από κατάλληλο ξύλο μπορεί να γίνει ευκολότερα.

Κλίτσα μπορεί να φτιάξει κάποιος από ξύλο ή από κέρατο κριαριού ή βουβαλιού. Συνηθέστερη είναι αυτή του ξύλου. Αυτό γιατί ξύλο μπορεί να βρει κάποιος πολύ ευκολότερα. Για την κατασκευή μιας καλής κλίτσας, ο τεχνίτης πρέπει να έχει υπόψη του κάποιες γνώσεις σχετικά με την επιλογή του ξύλου, τον τρόπο επεξεργασίας του το χρόνο κοπής του. Πρωτίστως όμως απαιτείται μεγάλη υπομονή. Από το κόψιμο του κατάλληλου ξύλου, μέχρι την επεξεργασία του, πρέπει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα. Το ξύλο πρέπει να απορροφήσει τους χυμούς για να μην σκιστεί.

Απαραίτητα και τα εργαλεία της κατασκευής της. Αυτά είναι κυρίως δύο. Το ξουράφι και το τρυπητήρι. Στη συνέχεια θα κάνω μια προσπάθεια  να δώσω μερικές πληροφορίες σε όσους δε γνωρίζουν για τη κατασκευή της και ενδεχομένως  θέλουν να ασχοληθούν.




ΜΕΡΙΚΕΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΛΙΤΣΑΣ

Θα καταθέσω μερικά στοιχεία για την κατασκευή της, όπως εγώ τα γνωρίζω, από τη δική μου εμπειρία φτιάχνοντας κλίτσες, αλλά και από αυτά που έχω ακούσει από άλλους πελεκητές συζητώντας μαζί τους. Οι πληροφορίες αυτές ωστόσο, δε σημαίνει ότι είναι και οι μοναδικές. Κάθε τεχνίτης έχει να προσθέσει τις δικές του εμπειρίες και δίνει τη δική του οπτική για την κλίτσα, όπως ίδιος την προσλαμβάνει και την αξιολογεί.

Οι  πληροφορίες μου στο παρόν άρθρο, θα εστιαστούν πρωτίστως στη επιλογή του κατάλληλου υλικού, για την κατασκευή της. Η κατασκευή ως τεχνική, είναι θέμα εμπειρίας. Για να γίνει κάποιος καλός τεχνίτης, πρέπει να καταπιαστεί ο ίδιος και να κάνει την προσπάθειά του. Οι όποιες πληροφορίες, σίγουρα θα τον βοηθήσουν, δεν αρκούν όμως από μόνες τους να τον κάνουν καλό μάστορα. Εκείνο που έχει σημασία, είναι το γεγονός, ότι ο καθένας δίνει το δικό του στίγμα ως κατασκευαστής και βλέπει με το δικό του μάτι που είναι ξεχωριστό. Κάθε τεχνίτης είναι μοναδικός και το έργο που κάνει είναι ξεχωριστό και διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο, έστω και αν είναι φτιαγμένο από τον ίδιο. Εξάλλου εδώ έγκειται και η αξία του χειροποίητου. Κάθε φορά το μάτι βλέπει διαφορετικά. Τίποτα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε ακριβώς το ίδιο όπως η μηχανή. Ο καθένας μας όμως έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις κατασκευές του, που τον κάνουν μοναδικό. Είναι τα στοιχεία εκείνα που σε κάνουν να ξεχωρίζεις από τους άλλους και αποτυπώνονται στα έργα σου. Η κλίτσα αυτή είναι του τάδε λένε εκείνοι που μπορούν να ξεχωρίζουν κάποια στοιχεία του τεχνίτη, χωρίς να πέφτουν έξω Με αυτή την έννοια, θέλω να παροτρύνω κάποιον που ενδεχομένως έχει μεράκι και  θέλει να φτιάξει μόνος τους μια κλίτσα, ας το δοκιμάσει. Τα πρώτα εφόδια που πρέπει να έχει είναι το μεράκι και η υπομονή. Ακολουθούν τα κατάλληλα εργαλεία και υλικά.

Για να φτιάξει κανείς μια κλίτσα, μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ξύλο θέλει . Όλα τα ξύλα, υπό μια αυστηρή έννοια, μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα. Δεν είναι όμως όλα το ίδιο ποιοτικά. Κάθε ξύλο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, ως προς την σκληρότητα, το χρώμα, το ειδικό βάρος. Για να φτιάξουμε μια καλή κλίτσα, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα ξύλο το οποίο να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά στοιχεία και ιδιότητες που το κάνουν ποιοτικά καλύτερο από κάποιο άλλο. Ως πρώτο τέτοιο στοιχείο μπορώ να πω ότι είναι η σκληρότητά του. Όταν είναι σκληρό, τα μοριά του έχουν μεγάλη συνοχή και πελεκιέται  καλύτερα χωρίς να αγκιδιάζει. Σημαντικό στοιχείο είναι και το χρώμα του. Καλή κλίτσα μπορούμε να κάνουμε από σκληρό ξύλο, «χωρίς νερά» με γλυκό χρώμα. Πάνω σε ένα τέτοιο ξύλο μπορούμε να κεντήσουμε ευκολότερα και να κάνουμε ψιλά κεντήματα. Ένα τέτοιο ξύλο έχει μεγαλύτερη δυσκολία στην επεξεργασία του, λόγω της σκληρότητάς του, υπερτερεί όμως ποιοτικά.

Ποια είναι όμως τα κατάλληλα ξύλα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Εξαρτάται από τον τόπο που ζούμε. Από τα φυτά που υπάρχουν στην περιοχή μας μπορούμε να επιλέξουμε τα σκληρότερα, που η επιφάνειά τους κατά την επεξεργασία τους δίνουν στιλπνότητα αλλά και καλό χρώμα. Οι μερακλήδες ωστόσο της κλίτσας, ψάχνουν το κατάλληλο ξύλο, όπου και αν βρίσκεται.

Πολλά ήμερα και άγρια κλαδιά και ρίζες φυτών, είναι κατάλληλα για πελέκημα. Κόβοντας ένα ξύλο θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ορισμένα πράγματα. Κανένα ξύλο δεν μπορεί να δουλευτεί μόλις κοπεί. Θα πρέπει να το αφήσουμε να ξεραθεί πολύ καλά. Για να μη σκάσει μετά το κόψιμο, θα πρέπει να μην το αφήσουμε εκτιθέμενο στον αέρα. Παλαιότερα το έχωναν στο χώμα, μέσα σε αλεύρι,  σε πριονίδι, σε κοπριά, για να στεγνώσει γρηγορότερα. Από τη δική μου εμπειρία έχω διαπιστώσει, πως και μέσα σε μια σακούλα νάιλον μπορούμε να το προφυλάξουμε από σκάσιμο. Το στέγνωμα του ξύλου δεν γίνεται σε λίγες μέρες.  Σε φυσιολογικές συνθήκες χρειάζονται αρκετοί μήνες. Μάλιστα δε, κάποια φυτά, όπως το ρείκι και το πυξάρι χρειάζονται κοντά στο χρόνο για να στεγνώσουν. Αν θέλουμε να πετύχουμε γρηγορότερο στέγνωμα, βράζουμε το ξύλο για πολλές ώρες.  Σημαντικό ρόλο παίζει και η εποχή που θα το κόψουμε. Ποτέ δεν κόβουμε την άνοιξη που οι χυμοί ανεβαίνουν, γιατί τότε σκάει και μαυρίζει. Προτιμάμε το χειμώνα που οι χυμοί δεν κυκλοφορούν στο φυτό.

Ένα κομμάτι όμως ξύλου, με πλάτος όσο μια παλάμη, θέλει πολύ κόπο μέχρι να γίνει κλίτσα. Αρχικά κάνουμε το περίγραμμά της πάνω στην επιφάνεια του ξύλου το οποίο προηγουμένως έχουμε κάνει επίπεδο, αφήνοντας ανάλογο πάχος. Αφαιρούμε το ξύλο που περισσεύει και στη συνέχεια τρυπάμε. Πάντα έχουμε για οδηγό ένα μικρό κλιτσόξυλο 20-30 εκατοστών για να παίρνουμε τα σωστά ζύγια. Να μην μας ξεφεύγει η κλίτσα δεξιά ή αριστερά, αλλά να είναι σε μια ευθεία με το κλιτσόξυλο. Ακόμα προσέχουμε  να έχει το ανάλογο άνοιγμα για το χέρι, αλλά και το καλό γύρισμα μπροστά, το λεγόμενο καρτέρι. Μια καλοφτιαγμένη κλίτσα έχει καλό άνοιγμα και προσεγμένο το πίσω μέρος και το γύρισμα μπροστά. Μεγάλη σημασία έχουν και οι καμπύλες που θα δώσουμε στην όλη κατασκευή. Βλέπετε η κλίτσα είναι γένους θηλυκού και οι  καμπύλες την ομορφαίνουν.




Στη συνέχεια  θα αναφέρω μια σειρά ξύλων τα οποία θεωρούνται μάλλον από τους περισσότερους τεχνίτες ως τα καλύτερα, για την στιλπνότητά τους, το χρώμα τους, τη δυνατότητα για ψιλό κέντημα.                                     

Το πυξάρι. Πολύ γνωστό στους Σαρακατσαναίους κατασκευαστές και όχι μόνο. Σκληρό ξύλο, δέχεται ψιλό κέντημα με υποκίτρινο χρώμα, που με το πέρασμα του χρόνου κοκκινίζει και αποκτά γυαλάδα.

Η μαυραγκαθιά. Ίσως το καλύτερο ξύλο για κλίτσα. Είναι μικρός θάμνος που ζει σε βράχια και σε χαμηλά υψόμετρα. Πολύ σκληρό, το χρώμα του είναι λαδί και με το πέρασμα του χρόνου γίνεται μαύρο και αποκτά ξεχωριστή γυαλάδα. Πολύ σπάνιο ξύλο.

Η κουμαριά. Δίνει ωραίο κοκκινωπό χρώμα και κεντιέται με ευκολία.

Το ρείκι. Από τα καλύτερα επίσης ξύλα. Χρησιμοποιούμε κυρίως τη ρίζα του. Εξαιρετική στιλπνότητα και χρώμα.

Άλλα κατάλληλα ξύλα. Αγριελιά, πουρνάρι, σφένδαμος, πικροφέλικο, κοκορεβιθιά αγραπιδιά, και από τα ήμερα λεμονιά, μεσπολιά, ελιά. κ.λ.π

Οι ξύλινες κλίτσες έχουν τα θετικά τους, αλλά και τα μειονεκτήματά τους. Στα θετικά τους είναι η μεγάλη ποικιλία που προσφέρει το ξύλο, τα ωραία τους χρώματα, η δυνατότητα ποικίλης επεξεργασίας από κάθε τεχνίτη, η δημιουργία πολλών σχεδίων, το κέντημα.  Θέλουν όμως μεγάλη προσοχή γιατί σπάνε εύκολα.

Ένα άλλο υλικό που χρησιμοποιείται ευρέως για την κατασκευή της κλίτσας είναι το κέρατο ζώου. Συνηθέστερο αυτό του κριαριού που το βρίσκεις ευκολότερα, αλλά είναι και ποιοτικά καλό. Σπανιότερα χρησιμοποιούμε κέρατο γιδιού που υστερεί ποιοτικά και δεν είναι πάντα κατάλληλο. Ποιοτικά καλύτερο όλων είναι αυτό του βουβαλιού. Δίνει εξαιρετική στιλπνότητα και μαύρο χρώμα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να το βρεις.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι όλα τα κέρατα των ζώων δεν γίνονται κλίτσες. Πρέπει να είναι αρκετά μεγάλα, να μην είναι ραγισμένα, να έχουν κατάλληλο γύρισμα.  Επιπλέον απαιτούν τη δική τους επεξεργασία. Στα θετικά τους είναι, ότι δεν σπάνε εύκολα, όπως το ξύλο και πελεκιούνται χωρίς να αγκιδιάζουν. Αντίθετα χρειάζεται υπομονή και χρόνο κατά το στάδιο της επεξεργασίας, γιατί δεν είναι καθαρά όπως τα ξύλα. Η κατασκευή μιας κλίτσας από κέρατο δεν είναι ίδια με αυτή του ξύλου. Το γύρισμα γίνεται αφού το κέρατο βραστεί για να μαλακώσει. Ο τεχνίτης θα πρέπει να ξέρει το σημείο που θα κάνει την τρύπα,  ποιο μέρος του κέρατου θα αφαιρέσει, ποιο θα λυγίσει, πώς και πού θα δέσει, για να δώσει την τελική φόρμα στην κλίτσα.

Για μια καλή κλίτσα, σημασία  έχει και η επιλογή του κλιτσόξυλου. Η καλύτερη κλίτσα πάνω σε ένα οποιοδήποτε ξύλο χάνει την αξία της. Το κλιτσόξυλο πρέπει να είναι ίσιο, με ανάλογο για τον κάτοχό του ύψος και πάχος. Μιλώ για την κλίτσα του παζαριού, αυτή που είναι επιμελημένη και προσεγμένη.

Καλά κλιτσόξυλα μπορούμε να φτιάξουμε από πολλά φυτά. Συνηθέστερο είναι αυτό της κρανιάς. Είναι ξύλο πολύ ανθεκτικό, μπορούμε αρκετά εύκολα να το βρούμε και βγαίνει σε βέργες. Με απλή επεξεργασία, ένα καλό καψάλισμα στη φωτιά για να στεγνώσει γρήγορα και να ισιώσει, αρκεί, για να φτιάξουμε ένα καλό κλιτσόξυλο κρανιάς.

Για τους Σαρακατσαναίους στην κορυφή των κλιτσόξυλων ήταν αυτό της αριάς και του πουρναριού. Τόσο η αριά (είναι είδος πουρναριού), όσο και το πουρνάρι, δίνουν κλιτσόξυλα βαριά με πολύ καλό χρώμα κοκκινωπό. Ωστόσο και άλλα φυτά μπορούν  να δώσουν πολύ καλά κλιτσόξυλα. Αναφέρω ενδεικτικά την αμυγδαλιά και την αγριελιά.
Τέλος απαραίτητα και τα κατάλληλα εργαλεία. Τα παραδοσιακά, ξουράφι και τρυπητήρι  και οποιοδήποτε άλλο σύγχρονο μπορεί να μας βοηθήσει.

Γεώργιος Κ .Τσουμάνης
Κουκούλι Ζαγορίου Ιωαννίνων