portraita

..
Η βαβά του Γρηγόρη
..


..
του Γιώργου Κολοβού
Πριν λίγους μήνες, επαγγελματικοι λόγοι με οδήγησαν σε μία μικρη πόλη των Σκοπίων. Ένα ταξιδι με περίεργα συναισθηματα, καθως θα έπρεπε να επισκεφθω τη συγκεκριμένη χώρα και που οι σχέσεις της με την Ελλάδα κάθε άλλο παρα καλες είναι. Μετα τις συστάσεις με τους συνεργάτες, ξεκίνησε ο διάλογος  για τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας και τις λεπτομέρειες κατασκευης, μια και το αντικείμενο ήταν τεχνικης φύσεως. Η συζήτηση συνεχίστηκε και η ομάδα μεγάλωσε όταν προστέθηκε και ένας νεαρος γύρω στα 25, που απλα άκουγε και παρατηρούσε. Ψηλος, αδύνατος, με λεπτα χαρακτηριστικα προσώπου και ευγενικη φυσιογνωμία.

Κάποια στιγμη απευθύνεται προς εμένα και με ρωτα στα Ελληνικα : ’’Ελληνας είσαι ;’’  

Τινάχτηκα και από ένστικτο του απαντω. ’’Ναι - Εσυ Σαρακατσάνος είσαι ;’’ 

’’Ναι’’ μου λέει, απαντώντας καταφατικα.

Χαιρετηθήκαμε θερμα και απομακρυνθήκαμε από τους υπόλοιπους συζητώντας. Ο Γρηγόρης (με επίθετο σε –ωφ) ήταν Σαρακατσάνος από μάνα και πατέρα και ζούσε στη μικρη αυτή πόλη, μαζι με την οικογένεια του. Συζητήσαμε για τους Σαρακατσάνους που ζουν στην περιοχη, ποιοι είναι, πόσοι είναι και πως ζουν σήμερα. Όλα αυτά δεν μου ήταν άγνωστα, καθως είχα την πληροφόρηση για την περιπέτεια των Σαρακατσαναίων των Σκοπίων από μαρτυρίες άλλων Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (κυρίως γεροντάδες του Κορδελιου), όμως ήταν η πρώτη φορα που ζούσα στο δικο τους περιβάλλον και μπορούσα να έρθω σε άμεση επαφη μαζι τους. Ήταν μία μοναδικη ευκαιρία να τους συναντήσω και να μάθω από πρώτο χέρι αυτά που θεωρητικα ήξερα.



Απευθύνομαι στο Γρηγόρη και του ζητω, αν είναι δυνατον,  να με οδηγήσει σε κάποιον ηλικιωμένο Σαρακατσάνο της περιοχης. ’’Πάμε στη γιαγια μου’’ μου απαντα με προθυμία.

Ξεκινήσαμε για το σπίτι του και στη διαδρομη μου έδειχνε μερικα Σαρακατσάνικα σπίτια. ’’Εδώ στο σπίτι αυτό, όλοι είναι Σαρακατσάνοι’’ , παρακάτω ’’ σ΄αυτό το σπίτι, η γυναίκα είναι Σαρακατσάνα αλλα παντρεύτηκε ντόπιο’’ κ.λ.π. Τους έβλεπα να περιποιούνται τον κήπο και αναλογιζόμουν πως τα φέρνει η ζωη και καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων, που από αλλου ξεκίνησαν, προβαταραίοι πριν πολλα χρόνια και αλλου έχουν καταλήξει σήμερα, παρα τη θέληση τους. 

Φτάνουμε στο σπίτι του Γρηγόρη, ένα μικρο διόροφο σπίτι που στον επάνω όροφο έμενε ο ίδιος με τους γονεις του και κάτω η γιαγια του. Ανοίγει την πόρτα και αντικρύζω μία ηλικιωμένη γυναίκα γύρω στα 85 χρόνια. Ήταν η κυρία Παναγιώτα  που μας υποδέχτηκε με ένα καλωσυνάτο χαμόγελο. ’’Σου έφερα έναν Σαρακατσάνο από την Ελλάδα’’ της αποκρίθηκε  ο Γρηγόρης και περάσαμε στο καθιστικο. Αν και η επίσκεψη ήταν ξαφνικη, παρατήρησα ότι όλο το σπίτι ήταν καθαρο και τακτοποιημένο.  ’’Τι κάνεις γιαγια;’’ της λέω. ’’Καλα παιδι μου, μόνο που δεν βλέπω καλα, τα βλέπω όλα θολα, μόνο σκιες’’  μου απαντα. ’’Μπορει και τα καταφέρνει μόνη της’’, απαντα ο εγγονος της, κοιτάζοντας την με τρόπο που έδειχνε πόσο τη λατρεύει.

Από την πρώτη στιγμη η γιαγια Παναγιώτα με εντυπωσιάζει. Ακούω την Σαρακατσάνικη προφορα, όπως ποτε δεν την άκουσα στην Ελλάδα. Μία κοφτη, λιτη γλώσσα αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου που διατήρησε τη μορφη της αυθεντικη, ακριβως επειδη δεν υπήρχαν οι επιρροες για να αλλάξει, απομονωμένη από κάθε εξέλιξη. Πιστεύω ότι έτσι ακριβως θα μιλούσαν οι Σαρακατσάνοι στις αρχες του περασμένου αιώνα, πολύ πριν εγκαταλείψουν τη νομαδικη ζωη. Αξίζει να σημειωθει ότι η γλώσσα της ήταν απόλυτα Ελληνικη χωρις προσμίξεις από τη τοπικη, αν και έζησε όλα της τα χρόνια εκει. Βέβαια ξέρει και την Σλάβικη γλώσσα όμως ήταν φανερο ότι η γλώσσα της καρδιας της είναι η Ελληνικη.

Ζήτησα να μου διηγηθει την ιστορία της και προσπάθησα με ερωτήσεις να οδηγήσω τη μνήμη της σε βιωματικες καταστάσεις του παρελθόντος. Μπροστα μου, μέσα από τη δικη της αφήγηση, άρχισε να ξεδιπλώνεται η ιστορία όλων των Σαρακατσαναίων της περιοχης.

Η γιαγια Παναγιώτα γεννήθηκε στα βουνα της Μπάρας, από την άλλη πλευρα των συνόρων και λίγα χιλιόμετρα μακρυα από το δικο μας Καιμακτσαλαν. Έζησε από μικρη σε τσελιγκάτο  μέχρι τον πόλεμο - το καλοκαίρι στη Μπάρα και το χειμώνα στην περιοχη πάνω από τη  Δοιράνη. Ήταν έντονη η νοσταλγία της για τα  χρόνια εκείνα και οι εκφράσεις του προσώπου της φανέρωναν το νοερο ταξίδι που έκανε πίσω στο χρόνο. Βέβαια η ζωη δύσκολη αλλα οι αναμνήσεις ωραίες.

Μέχρι τη στιγμη που τους πήραν τα πρόβατα.

’’Περάσαμε δύσκολα χρόνια, κακοχειμωνιες, αλλα αυτά που ήρθαν μετα  ήταν πιο δύσκολα. Μετα τον πόλεμο μας πήραν τα πρόβατα και όλοι οι Σαρακατσάνοι ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Μας κατέβασαν στα χωρια και δουλεύαμε  στα χωράφια και στα εργοστάσια. Πολλοι κατάφεραν και γύρισαν στην Ελλάδα, εγω δεν πήγα ούτε μία φορα…..



ΧΩΡΟΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΙΑΙΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΩΝ ΤΟ 1948



..
Εκείνη τη στιγμη θυμήθηκα την εξιστόρηση του μπαρμπα Γιάννη Μαριούλα που γεννήθηκε το 1914 στην ίδια περιοχη και έζησε τα γεγονότα :

’’……Το 1948 τέλος Μαρτίου μήνα ήταν η σειρά να γίνει κρατικοποίηση σε όλους τους κτηνοτρόφους. Μια μέρα βλέπουμε ένα ανοιξιάτικο πρωί προτού τα χαράματα μας είχαν περικυκλωμένοι η αστυνομία και φανατικοί σαν να μας είχαν δικασμένοι σε θάνατο. Εμείς δεν μας έβαζε η ιδέα ότις ήρθε η μέρα να μας ρημάξουν, νομίζαμε θα τα μετρήσουν για φορολογία. Και μόλις ξημέρωσε καλά, ήρθαν στα καλύβια μας και στα μαντριά μας που είχαμε τα κοπάδια μας πρόβατα. Είμασταν όλοι οι αντάμα και μας ρωτούσαν πόσα πρόβατα έχει κάθε οικογένεια και άλογα και σκυλιά και γαιδουράκια. Και εμείς τους ελέγαμε τα σωστά και μας κράτησαν μακρυά από τα μαντριά οι κουμπουράδες, που είχαμε τα όμορφα τα κοπάδια τα καλά ξεχειμασμένα πρόβατα και αρνιά και βλέπαμε από μακρυά να μπαίνουν μες στα μαντριά μας και έβαλαν μπρος να μετράνε και να τα βάφουνε με κόκκινη μπογιά. Εμείς θαμάζαμε τι είναι αυτό που κάνουν και μόλις τα απομέτρησαν μας πήραν τις γκλίτσες και τις έδωσαν σε δικούς τους τσομπαναραίους. Και μας λένε τα πρόβατα είναι δικά μας. Και μας έδωσαν από είκοσι πρόβατα σε κάθε οικογένεια και από ένα άλογο. Και εμείς σαν κτηνοτρόφοι που δεν είχαμε γραμματικές γνώσεις ούτε κοινωνικές και είμασταν μαθημένοι να ζούμε χωριστά και όλοι μαζί να μην Βουλγαρέψουμε σκορπισμένοι μες στα Σερβοχώρια και δίχως καμμιά βοήθεια από το κράτος επέσαμε σε μεγάλη στενοχώρια και θα μενόμασθαν ποιόν δρόμο να πάρουμε με τα είκοσι πρόβατα και από ένα άλογο. ……’’

Από τότε πέρασαν εξήντα χρόνια. Η κτηνοτροφία ήταν παρελθον γι αυτους και τότε προσπάθησαν να επιβιώσουν μέσα από αντίξοες συνθήκες και τα κατάφεραν. Όλα αυτά τα χρόνια, οι εναπομείναντες Σαρακατσάνοι των Σκοπίων, έζησαν απομονωμένοι σε ένα ξένο περιβάλλον, χωρις να αφομοιωθουν. Όμως ακριβως το γεγονός αυτό διαφύλαξε την γνησιότητα της φυσιογνωμίας τους.

Μετα το τέλος της συζήτησης, αποχαιρέτησα το Γρηγόρη και τη γιαγια Παναγιώτα και έφυγα προβληματισμένος και σκεπτικος. Αυτοι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να ζητήσουν. Μήπως πρέπει να δώσουμε εμεις; Πιστεύω ότι είναι καθήκον μας να  δηλώσουμε το ενδιαφέρον και τη στήριξη μας προς αυτους, αν και η δυνατότητα είναι περιορισμένη, λόγω των συνθηκων που επικρατουν στο γειτονικο κρατίδιο. Η γιαγια Παναγιώτα κουβαλάει επάνω της ατόφια όλα εκείνα τα χαρακτηριστικα της Σαρακατσάνικης φυλης, τα οποία έχουν χαθει. Οι τελευταίοι Σαρακατσάνοι στην Ελλάδα σχεδον έφυγαν και σε λίγο θα φύγουν και οι ελάχιστοι Σαρακατσάνοι στα Σκόπια και τη Βουλγαρία. Ας μη χαθει και η ευκαιρία αυτή.