portraita

Αγραφιώτικες στράτες - Ο Μαλαμούλης


Αφήγηση της Γιαννούλας Κάππα – Κουτσουπιά στον εγγονό της Λάμπρο Κάππα (Μελβούρνη Αυστραλίας)

Θ’μάµι, δέκα χρουνώ, δώδικα ήμ’ταν (1934-1936), κι µ’ έπιρνι ου µακαρίτ’ς ου πατέρας µ’ ου Πανα’ιώτ’ς κι πάιναµι απ’ του Μαναστ’ράκ’, στ’ Καρδίτσα να πάρουµι σουδειές. Καµµιά φουρά έπιρνι κι κάνα µπλάρ’ κι έρχουνταν μαζί μας κι κείνουςπου ’χι του μπλάρ’. ΄Εφιβναμι απ’ του Μαναστ’ράκ’ κι κατέβιναµι κάτ’ στου πουτάμ’, τουν Αγραφιώτ’. Δεν πέρναγαµι του πουτάμ, αλλά έστριβαμι πάν’ αριστιρά κι ανέβιναµι του β’νό, µι τουν Αγραφιώτ’ στα διξιά μας κι έγυρναµι κατά κείνα τα χουργιά ικεί. Πέρναγαμι απ’ τουν πάτου απ’ τα Μπιγγιανά (Επινιανά) κι όλ’ µέρα στου δρόμου να πιρπατάµι κι κατά του βράδ’ έφταναµι κουντά στα Βραγγιανά. Κάπ’ ικεί έµιναµι του βράδ’. Δε θ’μάμι πού, αλλά καλουκαίρ’ ήτανι κι µπορεί να κ’μόµασταν όξου. Απού κει πριν ξηµιρώσ’ απάν’ στ' ράχ’! Ικεί ήτανι οι τσιλιγκάδις! Πρόβατα ;! Ουουου! Τσιλιγκάδις αυτοί. Κάθ’ αυτού Σαρακατσιάν’, ... σκηνίτις Σαρακατσιάν’, ... κι μι τ’ς καλύβις ικεί.


Ο Τσέλιγκας Μαλαμούλης

Μιτά τα Βραγγιανά, ικεί θ’μάμι ήταν οι στάνις τ’ Μαλαµούλ’ ! Αυτός ου Μαλαµούλ’ς ήταν πλούσιους τσέλιγκας, µι χιλιάδις πρόβατα, άρχουντας, κι είχι ικεί δυο τρία, τρία νουµίζου σπίτια, απ’ πάν, απ’ του δρόμου όπους πέραγαµι, κι µαντριάκι στρούγγις κι κτήματα ικεί κι σκ’λιά γιµάτου ικεί στα κουνάκια µέσα να γαυγίζ’νι,  π’ πέραγαµι ιµείς ικεί πιο κάτ’. Του θ’μάμι πουλύ καλά αυτό, σαν τώρα, να πααίνου μι τουν πατέρα μ’ κι να μας γαυγίζ’νι τα σκ’λιά τ’ Μαλαμούλ’! Τα πρόβατα αυτός δεν τα ’χι ικεί όταν πέρασαµι ιμείς. Δεν ξέρου πού τα πήγινι αυτός τα πρόβατα. Αλλά θ’µάµι τα σπίτια αυτά που ’ταν ικεί, µιγάλα κι ουραία σπίτια! Αυτός ου Μαλαµούλ’ς ήταν γνουστός παντού ικείνα τα χρόνια! Αφού στου Μαναστ’ράκ’ καµµιά φουρά άκ’γις κανέναν κι έλιγι σι κάποιουν άλλουν: Τ ι, Μαλαμούλ’ς είµι γω ; " ή άμα πήγινι συνέχεια καµµιά γυναίκα ικεί στ’ γειτουνιά σι ένα άλλου σπίτ’ να δαν’στεί τίπουτις, έλιγι καµµιά φουρά η άλλ’ η γυναίκα: Ούι, τι έχου ιγώ ιδώ, τ’ Μαλαµούλ’ τ’ σταν’ έχου ιδώ ; !


Γαμήλιος κλουροτροβάς. Δώρο στα μαντηλώματα, στο καλύβι του γαμπρού, από τη νύφη Σταυρούλα Τζαμπύρα στον κουνιάδο της Βαγγέλη Μαλαμούλη, την ημέρα του γάμου της με τον Δημήτρη Μαλαμούλη, την dεκαετία του ’30. Από την συλλογή του Λάμπρου Κάππα. Δωρεά της Μαρίας Διβάνη, κόρης του Βαγγέλη Μαλαμούλη. 


Μιτά τα Βραγγιανά πιρπάταγαμι πάλι ούλου β’νό. Δεν έχ’ άλλα χουργιά ικεί. Κι έπιρναμι να γύρουμι απ’ τ’ν άλλ’ µιριά απ’ του β’νό, όπους ξημέρουνι κι έπιφταµι στ’ Καρίτσα κι μιτά στου Μπιλουκουµύτ’ κι απού ’κεί στου Νιχώρ’, κι έπιφταµι µιτά σ’ένα χουργιό π’ το ’λιγαν Μπλαζ (Μπλάζντ, το σηµερινό Μοσχάτο) κι απού κει έπιρναμι τουν κάµπου ίσα κι πάiναμι στ’ Καρδίτσα κάτ’. Πουλύ μακρυά! Πουλύς δρόμους! Πιρπάταγα κι δε σώνουνταν!


Κοντόκαππα Αγράφων


● ● 
ί

Ο Λάμπρος Κάππας

Το όνομα που μου δώθηκε σαν έπεσε το πρώτο λάδι απάνω μου ήταν «Λάμπρος», προς τιμή του παππού μου. Το επώνυμο «Κάππας» το πήρε η γενιά μου στην πορεία, στην μεγάλη της ζωής στράτα. Από την μάνα μου κρατιέμαι από την Αγ. Τριάδα (Μπερμπάτη) Ναυπακτίας, και από τον πατέρα μου από το «Μαναστ’ράκ’» (Μοναστηράκι) Αγράφων. Ετούτη, η δεύτερη ρίζα, απ’ τον πατέρα μου, είναι και αυτή που κρατάει κάτι απ’ «τ’ς σκηνίτις», ... το «Σαρακατσαναίικο». «-Ν’ αλλάξου τ’ όνουμα μ’!», είπι στου Πρόιδρου απ’ του Μαναστ’ράκ’ ο ξένος που στέκονταν μπροστά του. «-Του Γιώργους βέβια δεν τ΄αλλάζου, αλλά απού Κίτσους θα γράψου άλλου όνουμα!» είπε. Γεννημένος γύρω στα 1790-1800 και κυνηγημένος απ’ τους Τούρκους, ο Γιώργος Κίτσος είχε φτάσει στα Άγραφα, ερχόμενος από την περιοχή του Σουλίου, στην Ήπειρο, και έπρεπε να «χαθεί» να μην τον βρουν. Ο Πρόεδρος, τον καλοκοίταξε και «θάμαξε» την πανέμορφη κάπα του. «Ισύ τόχ’ς τ’ όνουμα σ’ μαναχός! Δε χρειάζιτι να σ΄δώκου ιγώ! Κάππας θα σι γράψου!» του ’πε. Και τον έγραψε Γιώργιους Κάππας. Αυτός «έπιασε» έναν τόπο στις Γκούρες, έξω από το χωριό και είχε εκεί τις στάνες του, όχι πολύ μακρυά από τον τόπο που λέγονταν αργότερα «ξεράδια» και όπου είχαν τις στάνες τους και ξεκαλοκαίριαζαν τα παλιά χρόνια οι Σαρακατσαναίοι.

Εκεί στις Γκούρες λοιπόν ήταν πάντοτε το Καππαίικο από τότε έως τα σήμερα. Ο Γιώργος, κάποτε πήρε μια παρέα από κει και πήγε πέρα στα μέρη από όπου είχε έρθει, «όπ’ είχι μανία» και «έκουψι» καμμιά πεντακοσαριά γίδια και τα έφερε στις Γκούρες. Πώς έκανε, πώς τα κατάφερε, τα κράτησε όλα, και με τα χρόνια τα έκανε 1500! Αφού, όπως λέγανε οι παλιοί γέροι στο χωριό, που τον θυμούνταν καλά, είχε 900 γίδες μόνο για άρμεγμα! Αυτός παντρεύτηκε στο χωριό και απέκτησε 8 αγόρια, σχεδόν όλα «’νουματ΄σμένα» απ’ τον παππού μου με την σειρά «π’ γιννέθ’καν»: Θανά’ης, Σπύρους, Βασίλ’ς, Βαγγέλ’ς, Χρήστους, Νίκους, Γιάνν΄ς και ένα τελευταίο «π’ σκουτώθ’κι μ’κρός κι δεν έφτιαξι οικουγένεια». Εγώ «κρατιέμαι» απ’ τη γενιά του Γιάννη, του παππού του παππού μου, «τ’ Λαμπρου-Κάππα».

Εποχικά, αφήνανε οι Καππαίοι και άλλοι «Μαναστηριώτις» τη μισή οικογένεια στο Μαναστ΄ράκ’ και κατέβαιναν με τα ζώα, πρόβατα και γίδια, αρχικά στην Τατάρνα και αργότερα στο Λεσίνι της Αιτωλοκαρνανίας, όπου ο Λάμπρο-Κάππας έστηνε το «σουρλοκάλυβο», όπως το ’λεγαν οι «θ΄κοί μας». «Στου δρόμου, έστ΄ναμι τ΄ς τέντις να πιράσουμε του βράδ’ κι καμμιά φουρά παραμέραγαμι κι πέραγαν κι οι σκηνίτις οι Σαρακατσιάν’» άκουγα απ΄τις διηγήσεις...

Στην πορεία, και για να μην «χ’θεί αίμα απάν’ στου αίμα» (μην ρωτάτε γιατί, θα σας την πω την ιστορία με τον καιρό...) οι Καππαίοι συγγένεψαν με «τ΄ς Κουτσ’καίους», π΄ πέραγαν απ’ έξου απ’ του Μαναστ’ράκ’, όλα τα «κονάκια» και τα «πράματα», «πάν’, κάτ’», δυο φορές τον χρόνο, ακολουθώντας μια παμπάλαιη Σαρακατσάνικη στράτα. Έγιναν κουμπάροι. Ένας Κάππας, ο μπαρμπα-Θώμος βάφτησε παιδί των Κουτσικαίων και έτσι έπιασαν φιλία. Γιατί αλλιώς θα σκοτώνονταν κάποια μέρα...

Από την γιαγιά μου την Γιαννούλα, γυναίκα τ’ Λαμπρο-Κάππα, κουβαλάω στην τσέπη μου τα αντίδωρα από 2 οικογένειες Σαρακατσαναίων: Σακκαίων και Ζαρκαδαίων. Στα 1700 και κάτι, «... ο μεγαλο-τσέλιγκας Αποστόλης Σακκάς, στριμώχνεται από Τουρκικό φοροεισπραχτικό απόσπασμα στη θέση Λόγγος, στην στάνη του, ανάμεσα από Κατούνα και Τρύφο, στην Ακαρνανία. Αναγκάζεται να πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για φόρους που χρωστούσε, και έτσι έμεινε απένταρος. Τότε τα 5 παιδιά του, Μήτρος, Νίκος, Γιώργος, Γιάννος και Κώστας (Κωστούλας), με μερικούς τσοπάνηδες του κοπαδιού τους, έστησαν καρτέρι στο απόσπασμα, ανάμεσα από Καρβασαρά και Βόνιτσα, σκότωσαν όλους τους Τούρκους της συνοδείας και πήραν όλους τους φόρους. Μετά από αυτό, ο γερο-Αποστόλης, μαζί με τους τσοπάνηδες πήρε το κοπάδι του και ανέβηκε στ’ Άγραφα». Στην συνέχεια, τα 5 παιδιά μοιράζουν το κοπάδι και για να χαθούν τα ίχνη τους από τις τουρκικές αρχές χωρίζουν και παίρνουν διαφορετικά επώνυμα, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά τους, ο Μήτρος το επώνυμο Πλατής, ο Νίκος το Κοψιάς, ο Γιώργος το Κολοκύθας, ο Γιάννος το Τσιάκας, και ο Κώστας (Κωστούλας) το Κουτσουπιάς. Από αυτόν τον Κουτσουπιά που έφτασε στο Μαναστ’ράκ’ κρατιέται η γιαγιά μου η Γιαννούλα, 91 χρονών σήμερα (γενν. 1924). Ο παππούς της, ο Κώστας, παντρέφτηκε την Μαρία Ζαρκάδα, «σκηνίτ΄σσα Σαρακατσιάνα» όπως λέει η γιαγιά μου. Το Σαρακατσαναίικο το αίμα ξανασυναντήθηκε.

Γεννήθηκα στην Μελβούρνη το 1970. Μεγάλωσα ακούγοντας από τον παππού μου ιστορίες για τον Κατσαντώνη, την σπηλιά του στο Μοναστηράκι, το χωριό μας και ρουφούσα, αθώο παιδί ακόμα, ούτε 7 χρονών, όλα αυτά που άκουγα για τα κατορθώματα του μεγάλου Ήρωα. Στην φαντασία μου δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ένας υπερφυσικός γίγαντας που δρασκέλιζε τα βουνά και έτρεμε ο τόπος. Θυμάμαι κάποτε να κλέβω 2 τραπεζομάντηλα από το συρτάρι της κουζίνας και να τα φοράω «φουστανέλες» μία σε μένα και μία στον 3χρονο-4χρονο αδερφό μου, να αρπάζω δυο ξύλα για σπαθιά και να ορμάμε από δέντρο σε δέντρο στην πίσω αυλή του σπιτιού μας στην Μελβούρνη, το πρώτο σπίτι που θυμήθηκα και είπα «σπίτι μου». Θυμάμαι ακόμα τον παππού μου να σφάζει το αρνί της Λαμπρής, στην πίσω αυλή του σπιτιού και μετά στο τραπέζι να «διαβάζει» την πλάτη από το ζώο... Όλα αυτά στην άλλη άκρη της γης.

Έζησα στην Ελλάδα από τα 8 μέχρι τα 17 μου χρόνια, ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου μέχρι και την 1η Λυκείου. Ανάσανα και τα πανηγύρια και τους τάφους των προγόνων μου και περπάτησα δρόμους που περίμεναν καρτερικά να σβήσουν από τις πατούσες μου το γρασίδι της Μελβούρνης και την άσφαλτο της Αθήνας. Ύστερα, ξαφνικά, όπως οι πρώτες σταγόνες τις βροχής που σκοτώνουν το καλοκαίρι, που λέει και ο ποιητής, και πάλι στην ξενιτιά. Από τα 17 μου μέχρι και σήμερα ζω και εργάζομαι στην Μελβούρνη. Παντρεμένος με ελληνίδα, με δυο κόρες. Με πτυχίο Βιολογίας και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην ΄Ερευνα της Αγγειογέννεσης του Καρκίνου, εργαζόμενος σε πολυεθνική εταιρία στον τομέα των πωλήσεων σκιαγραφικών. «Εργαλείο» με γραβάτα, βαλιτσάκι και γυαλισμένο παπούτσι, σε έναν κόσμο τόσο τεράστια απλωμένο γύρω μου, αλλά και τόσο απόμακρο και χάρτινο. Η ψυχή τρέφεται με το χώμα και εκεί θέλει να αισθάνεται τις πατούσες της. Κάποτε, βρίσκω τον εαυτό μου με νοτισμένα μάτια να ρουφώ τις ακτογραμμές των νησιών του Αιγαίου, σφίγγοντας στα χέρια μου κάποιες παιδικές μνήμες που όλο και θεριεύουν. Τα ταξίδια στην Ελλάδα με φέρνουν και πάλι στην αυλή των προγόνων. Εκεί που είχα περιπλανηθεί νεαρός, περπατούν τώρα τα παιδιά μου. Πετρόχτιστα χωριά, βρύσες με μαρμαρένιο νερό, πλατάνια, γεφύρια των μαστόρων, ιδρωμένα χέρια στον χορό, έρημες περιπλανήσεις σε βουνοκορφές, αλλά και μουσεία, και παλαιοπωλεία... Εκεί, το 2004, σε ένα παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι, στην καρδιά της Αθήνας, πέφτει στα χέρια μου ένα «περίεργο» αλλά και τόσο όμορφο υφαντό με τρίγωνα μαύρα, γαλάζια και πράσινα. «Ζωνάρι, Σαρακατσάνικο» μου λέει αδιάφορα ο πωλητής. Κουβαλώντας αυτό το ζωνάρι μαζί μου, στην ψυχή μου, πορεύτηκα τόσα χρόνια... Σήμερα αντιλαμβάνομαι ότι τότε, ανεπαίσθητα, γεννήθηκε μέσα μου το ενδιαφέρον για την Σαρακατσάνικη υφαντική και τέχνη. Πολύ πριν ακούσω από την γιαγιά μου και τον παππού μου τις ιστορίες για τους «σκηνίτες Σαρακατσιάνους» που κατέγραψα χρόνια αργότερα, και ακόμα περισσότερο πριν αντιληφθώ ότι αυτό το αίμα ρέει και μέσα σε μένα! Μου φαίνεται πολλές φορές απίστευτο.

Από τότε, αρχίζουν οι περιπλανήσεις μου στον Ελλαδικό χώρο για υλικό, αλλά και στο διαδίκτυο, όπου ανακαλύπτω αντικείμενα που πουλιούνται σε δημοπρασίες, κυρίως από την Βουλγαρία, από Βούλγαρους παλαιοπώλες. Βρίσκω μια δερμάτινη ζώνη με γκουμπέ να πωλείται στην Αμερική! Τα αγοράζω. Αργότερα να και 3 ζευγάρια παμπάλαια τσαρούχια που πουλιούνται στην Αμερική! Ψάχνω να βρω σε λευκώματα παρόμοια τσαρούχια. Βλέπω μια Σουλιώτισσα να φοράει παρόμοια αλλά και όλους τους Σαρακατσαναίους στην εκπληκτική φωτογραφία του γάμου, από το 1880 στην Θήβα! Τα αγοράζω και τα 3 ζευγάρια. Έτσι πορεύτηκα, αγοράζοντας ό,τι με ενδιέφερε και είχα την δυνατότητα να αποκτήσω.

Βρίσκω κάποτε τον εαυτό μου σε ένα υπόγειο ενός παλαιοπωλείου στην Θράκη, μέχρι τα γόνατα βουτηγμένος σε Σαρακατσάνικες στολές, σχεδόν όλες κατεστραμμένες από την μούχλα. «Πλημμύρισε το κατάστημά μου κάποτε και βράχηκαν όλα» μου λέει ο μαγαζάτορας. Ανεβαίνω πάνω ασθμαίνοντας ύστερα από κάποιες ώρες έχοντας στα χέρια μου κάποια πράγματα που ήθελα να αγοράσω. Ένα γκουζόκι, κάτι ζυμοπόδιες, ζγαρόνια, κτλ. Πληρώνω και πηγαίνω στο ξενοδοχείο. Βρίσκω τον ξενοδόχο. Ζητάω λεκάνες και ένα κουτί απορρυπαντικό ή σαπούνι. Αρχίζω να πλένω προσεκτικά τα πράγματα, με κρύο νερό, να μην τρέξουν τα χρώματα. Απλώνω στο μπαλκόνι τα πράγματα, και επειδή δεν φτάνει ο χώρος στο μικρό μπαλκόνι, απλώνω και στο διπλανό μπαλκόνι, του άλλου δωματίου, στο οποίο δεν μένει κανείς. Κοιμάμαι με την έγνοια μην τα πάρει ο αέρας το βράδυ ή κάποιος από το διπλανό δωμάτιο αν καταφτάσει κάποιος. Όλα καλά. Φτάνοντας στην Μελβούρνη τα ξαναπλένω, ακόμα καλύτερα και έτσι σώζω κάποια κομμάτια που θα ήτανε σήμερα κατεστραμμένα.

Άλλοτε φτάνω σε ένα χωριό στην Αλεξανδρούπολη, και φιλοξενούμαι σε Σαρακατσάνικο σπίτι. Συζητώντας περί Σαρακατσάνικων φορεσιών τυχαία ακούω ότι πριν κάμποσα χρόνια μάξεψαν όλοι οι Σαρακατσαναίοι του χωριού ό,τι είχαν και τα πέταξαν στην πλατεία του χωριού και «ήρθαν τα σκουπιδιάρικα και τα πήραν». Θλίβομαι. Ταξίδια σε Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρο κτλ. συζητήσεις με συλλέκτες, επισκέψεις σε παλαιοπωλεία, καταστήματα με αντίκες, παζάρια, κτλ. Βρίσκω υλικό και αποκτώ ό,τι με ενδιαφέρει. Στην πορεία και λάθη και μαθήματα. Συναντώ ανθρώπους, κάνω φιλίες, μοιράζομαι εμπειρίες.

Κάπου στην Μακεδονία, σε παλαιοπωλείο, ένα πρωινό, με το που ανοίγει το κατάστημα ο άνθρωπος, απέξω εγώ! Ενώ εγώ βιάζομαι να δω το υλικό και να φύγω, μου λέει ο ιδιοκτήτης ευγενικά «ξάδερφε, να σε κεράσω, έναν καφέ πρώτα» και ανάβει την γκαζιέρα με το μπρίκι. Μέχρι να γίνει ο καφές, γυρίζω με μπουγάτσα και τυρόπιτα. Καθόμαστε μέσα στο μαγαζί σαν δυο παλιοί, καλοί φίλοι, παρόλο που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ ο ένας τον άλλον και τα λέμε με τον καφέ και το πρωινό... και όλο «άκου ξάδερφε» και «άκου ξάδερφε» και να ακούω τις ανησυχίες του.

Στα Γιάννενα κάποτε βρίσκω σε ένα παλιοπωλείο μια κόκκινη κορμόφουστα με σχέδια στον ποδόγυρο. Δεν είμαι βέβαιος εάν είναι Σαρακατσάνικη αλλά ο παλαιοπώλης το ’χει βέβαιο. Του λέω ότι θα την αγοράσω αλλά αν δεν είναι Σαρακατσάνικη θα την φέρω πίσω! Το βράδυ έχω να πάρω το αεροπλάνο για την Αθήνα γιατί την άλλη μέρα φεύγω για Αυστραλία. Έχω μπροστά μου 5-6 ώρες... «Πού έχει Σαρακατσαναίους να μου πουν εάν είναι Σαρακατσάνικη η κορμόφουστα; Στο Κοκκούλι Ζαγορίου!» σκέφτομαι. Μια και δυο με το αυτοκίνητο στο Κοκκούλι! Σταθμεύω πάνω από την πλατεία και με το σακκίδιο στα χέρια κατηφορίζω στην πλατεία. Όρθιος μπροστά στην πόρτα του καφενείου ένας συμπαθέστατος κύριος, που αργότερα μου συστήθηκε ως «ο Βικογιατρός». Καθισμένοι είναι 4-5 ντόπιοι ηλικιωμένοι άντρες και μια γυναίκα σε δυο τραπέζια. Δυο παίζουν τάβλι. Καλημερίζω, συστήνομαι, και τους λέω «συμπαθάτε με για την ενόχληση». Με κερνούν τσίπουρο και βγάζω την κορμόφουστα και ρωτάω αν είναι Σαρακατσάνικη. Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας έχουν σχεδόν αρπαχτεί, διαφωνώντας για το εάν είναι ή όχι Σαρακατσάνικη! Οι περισσότεροι λένε «όχι». Απογοητεύομαι. Προσπαθώ να ρωτήσω κάτι χωρίς να μπορώ. Ο «Βικογιατρός» παίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, επαναλαμβάνοντας, «Βρε, αφήστε το παιδί να μιλήσει!». Ένας γέρος ζητάει να τον βοηθήσουν να την πιάσει στα χέρια του, και μου λένε ότι είναι σχεδόν τυφλός και δεν μπορεί να δει για να με βοηθήσει. Το μόνο που μας λέει ο καημένος είναι ότι είναι πολύ βαρύ πράγμα αυτή η κορμόφουστα! Ξαφνικά εμφανίζεται ένας γέροντας και μας πλησιάζει και ακουμπώντας στην γκλίτσα του, όπως είναι όρθιος ρωτάει «τι θέλ’ του πιδί να μάθ’;» Ήταν ο μπαρμπα-Αχιλλέας Μακρής. «Το και το» του λένε... «Για να ιδού κι γω!» λέει... Με το που βλέπει την κορμόφουστα χαμογελάει. «Κι βέβια είνι Σαρακατσάνικ’! Αφού τέτοια φόρα’ι η γυναίκα μ’! Πάμε να στ’ δείξ’. Τ’ν έχ’ φυλαμέν’!»... Και έτσι έγινε. Γνώρισα την κυρα-Σταματία. Έβγαλε απ΄την ξύλινη κασέλα μια παρόμοια μαύρη κορμόφουστα, με τα ίδια σχέδια στον ποδόγυρο και τη φωτογράφησα. Στο καθιστικό τους πολλά κειμήλια Σαρακατσάνικα, οικογενειακά. Τα φωτογράφησα όλα και μου είπε για το καθένα. Την φίλησα στα χέρια για τον κόπο της. Ανηφόρησα με τον μπαρμπα-Αχιλλέα μέχρι την πλατεία και με το δικό μου κειμήλιο στα χέρια, την κόκκινη κορμόφουστα, τους χαιρέτησα όλους και έφυγα για το αεροδρόμιο.

Κάπως έτσι, στην πορεία απέκτησα όλο το υλικό που έχω, κομμάτι, κομμάτι, μέσα στα τελευταία 10 χρόνια. Όλα τα κομμάτια αγορασμένα με ξεχωριστές, προσωπικές ιστορίες, όπως και καμμιά δεκαριά κομμάτια που είναι δωρεά και τα οποία αναφέρω λεπτομερώς, με ευχαριστίες, στις σημειώσεις στην συλλογή μου. Τμήμα αυτού που είμαι σαν άνθρωπος. Μέρος ενός αόρατου μίτου που με συνδέει με κάτι παλιακό, αλλά ζωντανό. Μιας ταυτότητας που αρνείται να ξεθωριάσει. Στην προσωπική μου σελίδα “Stratiaris” στο facebook, είμαι στην διάθεσή σας.

Λάμπρος Κάππας