portraita

..
Ο κούρος στους Σαρακατσάνους
..

..
της Βασιλικής Ζαγναφέρη
Νομαδική η ζωή των Σαρακατσαναίων κι άρα άρρηκτα συνδεδεμένη και επηρεαζόμενη από την φύση και ιδίως τις κλιματολογικές μεταβολές που αυτή προκαλεί. Έτσι, λοιπόν, υποταγμένοι σ’ αυτόν τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής, οι Σαρακατσάνοι ήταν υποχρεωμένοι να ανεβαίνουν το καλοκαίρι στα βουνά για το “ξεκαλοκαιριό”, ενώ το χειμώνα να κατεβαίνουν στα χειμαδιά, αναζητώντας ομαλότερες συνθήκες διαβίωσης τόσο για τους ίδιους όσο και για τα κοπάδια τους.

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι το καλοκαίρι αποτελούσε για τους Σαρακατσάνους την ομορφότερη εποχή. Κι αυτό γιατί ήταν κοντά στα αγαπημένα τους βουνά, μακριά απ’ τον κάμπο και τις δυσκολίες που συνεπάγονταν η διαμονή τους σ’ αυτόν. Άλλωστε, το καλοκαίρι ήταν και η περίοδος όπου πραγματοποιούσαν τους γάμους (“Χαρές”) τους καθώς και τα γλέντια και τα πανηγύρια τους.

Έτσι, λοιπόν, με τον ερχομό της Άνοιξης και συγκεκριμένα του Αγίου Γεωργίου “κίναγαν” με τα καραβάνια τους για τα ψηλά βουνά. Μόλις έφθαναν, πρώτη ασχολία τους ήταν η τακτοποίηση των ζώων τους, δηλαδή ο σχηματισμός κοπαδιών από “γαλάρια”, “ζυγούρια” και “στέρφα”, καθώς επίσης και η επιλογή των καταλληλότερων τοποθεσιών για βοσκή. Μετέπειτα, καταπιάνονταν με την κατασκευή των “κονακιών” τους, δηλαδή το στήσιμο των καλυβιών, των φρεντζάτων και των μαντριών τους.




Μια σημαντική δραστηριότητα των Σαρακατσαναίων κατά την χρονική αυτή περίοδο ήταν ο “κούρος”, δηλαδή το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και των προβάτων. Να σημειώσουμε ότι η εργασία αυτή αποτελούσε μια ιδιαίτερα επίπονη και κοπιαστική διαδικασία, καθώς το μαλλί των ζώων είναι ποτισμένο με λίπος (σαργιά), το οποίο εμποδίζει σημαντικά την εισχώρηση του ψαλιδιού στα μαλλιά και κατ’ επέκταση το κόψιμό τους.

Ο χρόνος του κούρου ήταν συγκεκριμένος. Έτσι, τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου έκαναν μόνο το “κουλούριασμα”, δηλαδή έκοβαν με το “πρατοψάλιδο” τα μαλλιά που σκέπαζαν τους μηρούς, το στήθος και την κοιλιά των προβάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανακούφιζαν τα ζώα απ’ την ζέστη αλλά και τα παράσιτα, αφαιρώντας το πυκνό τους τρίχωμα. Σημειώνεται πως το μαλλί αυτό ήταν κοντόινο και, γενικά, κατώτερης ποιότητας και ονομαζόταν: «κουλόκρα» ή «κοιλόμαλλο». Αντιθέτως, το καλό μαλλί προέκυπτε απ’ τον τακτικό κούρο που γινόταν τον Μάιο, δηλαδή αφότου περνούσαν τριάντα με τριάντα πέντε ημέρες στα βουνά και βελτιωνόταν ο καιρός. Τα μαλλιά αυτά ήταν μακρόινα και λέγονταν: «μαΐσια». Από αυτά έβγαινε, επίσης, κι η «σούμα» ή «λαγάρα».

Ένα χαρακτηριστικό τραγούδι που έχει καταγράψει ο Ευριπίδης Μακρής στο βιβλίο του «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων» περιγράφει γλαφυρά την χρονοβόρα αλλά και κουραστική διαδικασία του κούρου ως ακολούθως:

“Στειροχωρίζουν στου Κλαδά, τυροκομούν στου Ζέρβα
στου Ακρίβου αλλάζουν τα μαντριά, στου Μπάρδα κούρον έχουν.
Είκοσι πέντε είν’ οι κοπές, διακόσιοι οι κουρευτάδες
κι άλλ’ εκατό που κουβαλούν κι άλλ’ εκατό που στρίβουν,
που στρίβουν το κωλόκουρα, που δένουν τα ποκάρια.
Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.”



Ο κούρος έμοιαζε, γενικά, με πανηγύρι, ήταν ημέρα γιορτής και χαράς στην οποία συμμετείχε όλο το τσελιγκάτο. Κυρίως, πρωτοστατούσαν οι άντρες, ενώ οι γυναίκες βοηθούσαν, μαζεύοντας και αποθηκεύοντας το μαλλί με το οποίο θα δημιουργούσαν μετέπειτα μια μεγάλη ποικιλία από μάλλινα υφάσματα. Όσον αφορά στις προλήψεις των Σαρακατσαναίων, να επισημάνουμε πως οι Σαρακατσάνοι δεν άρχιζαν ποτέ τον κούρο τις ακόλουθες ημέρες: Κυριακή, Τρίτη και Παρασκευή. Ειδικά, να σημειώσουμε, ότι την Τρίτη δεν ξεκινούσαν καμία τους δουλειά, γιατί την θεωρούσαν κακή και γρουσούζικη ημέρα. Επιπλέον, φρόντιζαν, όταν θα γινόταν η πρώτη ψαλιδιά, να είναι ο ουρανός ξάστερος και καθαρός.

Περιγράφοντας την όλη διαδικασία, να αναφέρουμε ότι από πολύ νωρίς τοποθετούσαν στην στρούγκα από 50 με 60 πρόβατα, οι κουρευτάδες κάθονταν στον «στρουγκόλιθο» (έξοδο της στρούγκας) και έπιαναν ένα – ένα τα πρόβατα, τα ξάπλωναν κάτω και τα κούρευαν. Παράλληλα, οι γυναίκες μάζευαν τα “πλοκάρια” των μαλλιών και τα αποθήκευαν σε σωρό στα βοηθητικά καλύβια τους.

Πιο συγκεκριμένα, να αναφέρουμε πως οι γυναίκες ξεχώριζαν αυτά τα πλοκάρια σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που θα κρατούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν για πούλημα. Μια άλλη κατηγοριοποίηση των πλοκαριών γινόταν με βάση το είδος του υφάσματος (“σκουτί”) που ήθελαν να κατασκευάσουν. Έτσι, για να φτιάξουν φούστες, φουστάνια, παλτά, γιλέκα, μπουραζάνες χρησιμοποιούσαν μαλλί όχι αδρύ. Για τις φανέλες και τα κατασάρκια χρησιμοποιούσαν μαλακό μαλλί, κυρίως αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα διάλεγαν τα ασπρόμαυρα μαλλιά (τα “σίβα”).



Μετά το πλύσιμο και το στέγνωμα των μαλλιών που είχαν συγκεντρώσει οι Σαρακατσάνες στα καλύβια τους, σειρά είχε το “ξάσιμο”, δηλαδή η διαδικασία με την οποία έξαιναν το μαλλί με τα δάχτυλα και έβγαζαν από αυτό τις κολτσίδες και τυχόν άλλα παράσιτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί γινόταν αφράτο και μαλακό για να περάσει στην επόμενη φάση, αυτή του “λαναρίσματος”. Κατόπιν, τύλιγαν το λαναρισμένο, πλέον, μαλλί σε τουλούπες, για να ακολουθήσει το γνέσιμο με τη ρόκα.


Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχε η ρόκα στη ζωή της Σαρακατσάνας, μιας και αποτελούσε την αχώριστη συντροφιά της. Από μικρή ηλικία μάθαινε την τέχνη του γνεσίματος και έτσι μπορούσε να στριφογυρίζει με μεγάλη ευχέρεια το αδράχτι της στο σφοντύλι και να μαζεύει σ’ αυτό περίτεχνα και με βιάση το γνέμα.



Χαρακτηριστικά είναι και τα τραγούδια της μουσικής μας παράδοσης που περιγράφουν, παραστατικά, την Σαρακατσάνα με την ρόκα της:

  1. Πάνω σε ψηλή ραχούλα, κάθεται μια βλαχοπούλα,
    και τη ρόκα της κρατάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει.
    Κι ο τζομπάνος από πέρα, τραγουδάει με τη φλογέρα.
    - Βλάχα μ' τ' είσαι σκουμπουμένη και βαριά βαλαντωμένη;
    Βλάχα τ' έχεις και φωνάζεις, όλο κλαις κι αναστενάζεις;
  1. Μια βλάχα εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα,
φέρνει την ρόκα γνέθοντας, την ρόκα στο ζωνάρι
ένα λεβέντη απάντησε, στέκει και τη ρωτάει.
- Κόρη μην είδες πρόβατα, κόρη μην είδες γίδια.
- Στην μία πλαγιά είν’ τα πρόβατα την άλληνε τα γίδια.
Στην πλάτη του την έβαλε, στη στάνη του την πάει.
  1. Πέρασ’ από την πόρτα σου κι έγνεθες τη ρόκα σου,
είδα το χεράκι σου, πο ‘γνεθε τ’ αδράχτι σου.
Δαχτυλίδι λάμπησε κι η καρδούλα μ’ ράγισε
- Μην αρραβωνιάστηκες, μήνα καπαριάστηκες;
- Δεν αρραβωνιάστηκα, ούτε καπαριάστικα.




Κλείνοντας αυτήν την μικρή αναφορά, όσον αφορά στις ασχολίες των γυναικών κατά την καλοκαιρινή περίοδο, θα πρέπει να εξάρουμε ιδιαίτερα την εργατικότητα, την νοικοκυροσύνη και την υπερηφάνεια τους, παραθέτοντας τα εξής λόγια της Π. Χατζημιχάλη: « Μονάχα οι Σαρακατσάνοι δε φόρεσαν ποτέ ούτε τσόχες, ούτε βελούδα, ή άλλο ξενικό ύφασμα ή και στολίδι, γαϊτάνια ή χρυσογάϊτανο κτλ., παρά μονάχα υφάσματα και ποικίλματα δικής τους κατασκευής, γινωμένα από τις γυναίκες που οι ίδιες ράβανε και ράβουν, κεντούσανε και κεντούν, ως σήμερα ακόμη και όλες τις αντρικές φορεσιές. Το ‘χουν ντροπή να ντύνονται οι ίδιοι και το σπίτι τους με ρούχα αγορασμένα, που δεν είναι καμωμένα από τις γυναίκες τους».




Περνώντας και πάλι στην περιγραφή μας, να προσθέσουμε ότι το μεσημέρι διακόπτονταν ο κούρος, ενώ έστρωναν πλούσιο τραπέζι για να αρχίσει το φαγοπότι, το οποίο θα κρατούσε έως αργά το απόγευμα. Συνήθως, έστρωναν στο έδαφος μια μεγάλη τέντα, η οποία περιλάμβανε ψητά αρνιά, τυρόπιτες, καθώς και άφθονο κρασί. Εκεί, καθισμένοι γύρω – γύρω σταυροπόδι, έτρωγαν, έπιναν και άρχιζαν τα τραγούδια. Τραγουδούσαν χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, με τη σειρά, τραγούδια κλέφτικα, της αγάπης, του χωρισμού κ.α., εκφράζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την χαρά τους για τον χειμώνα που άφηναν πίσω και την ευχή τους για καλό ξεκαλοκαίριασμα. Ορισμένα ξεχωριστά τραγούδια που συνήθιζαν να λένε είναι τα ακόλουθα:


1) Φίλοι μ’ καλωσορίσαταν σε τούτο το τραπέζι,
πο ‘χει στρωμένο μάλαμα, ποτήρια ασημένια.
Φάτε και πιείτε φίλοι μου, χαρείτε να χαρούμε
τούτο τον χρόνο τουν καλό, τουν άλλουν ποιος του ξέρει,
για ζούμε για πεθαίνουμε, για σ’ άλλουν τόπο πάμε.

2) Σε τούτη τάβλα που ‘μαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τρεις μαυρομάτες μας κερνούν και τρεις καγκελοφρύδες.
Ν- η μια κερνάει με το γυαλί κι η άλλη με την κούπα
κι η τρίτη ν- η μικρότερη με μαστραπά ασημένιο
κέρνα μας, ρούσα μ’, κέρνα μας γλυκό κρασί.

3) Παίρνουν να ανθίσουν τα κλαριά, κι ο πάγος δεν τ' αφήνει.
Θέλω κι εγώ να σ' αρνηθώ, βλάχα μ', κι ο πόνος δε μ' αφήνει.
Το χέρι σου το παχουλό, το κονδυλογραμμένο,
να το 'βαζα προσκέφαλο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Οι μέρες να 'ναι του Μαϊού κι οι νύχτες του Γενάρη,
να σε χορτάσω φίλημα, στα μάτια και στα φρύδια.



Όταν έφευγαν τα τελευταία ζώα έτοιμα απ’ τα χέρια των κουρευτάδων, έριχναν μερικές ντουφεκιές για τη χαρά της νέας εποχής και έδιναν ευχές για «καλό καλοκαίρι» και «του χρόνου». Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αυτή η φυσική, αυθόρμητη και πατροπαράδοτη γιορτή είχε το δικό της, ιδιαίτερο νόημα καθώς και τον ξεχωριστό, ιδιόμορφο συμβολισμό της στην όλη αυτή περιγραφόμενη διαδικασία του “κούρου”.