portraita

Η φορολόγηση των νομάδων κτηνοτρόφων στην Τουρκοκρατία


του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Διάχυτη φαίνεται  να είναι η αντίληψη σε πολλούς Σαρακατσαναίους, ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι νομάδες κτηνοτρόφοι μετακινούνταν από τόπο σε τόπο χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες. Η έλλειψη σε πολλούς κτηνοτρόφους, όπως στους Σαρακατσαναίους, μόνιμης κατοικίας πιστεύουν ότι τους απάλλασσε από τυχόν υποχρεώσεις προς τον κατακτητή και οι μετακινήσεις τους δεν υπόκειντο σε ελέγχους και περιορισμούς. Είναι όμως γεγονός ότι η έλλειψη πολλών γραπτών  στοιχείων για την εποχή αυτή, καθιστούν ακόμα περισσότερο δύσκολη τη γνώση για τις διαδικασίες των μετακινήσεων αυτών.

Περίπτωση πληρωμής φόρου κατά τις μετακινήσεις των κοπαδιών αφηγούνταν παλαιότερα, κάπου στη δεκαετία του 1970, στην οικογένειά μου οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τότε άνδρες την οποία με την ευκαιρία αυτή φέρνω στη μνήμη μου. Συγκεκριμένα το χρονικό διάστημα από το 1926 μέχρι τα 1929 που ξεχειμώνιαζαν στην Αλβανία πλήρωναν φόρο για τη διάβασή τους από το ελληνικό στο αλβανικό μέρος. Το νόμισμα που πλήρωναν ήταν τα ναπολεόνια.[1] Θυμάμαι δε που έλεγαν, ότι για να μπει ή να βγει η στάνη από το ένα μέρος στο άλλο και με μέτρο τη δυναμικότητά της σε αριθμό ζώων, πλήρωνε φόρο στους Αλβανούς φοροεισπράκτορες στα σύνορα Ελλάδας- Αλβανίας. Ωστόσο αυτός ο φόρος ήταν στα πλαίσια διακρατικής συμφωνίας για το πέρασμα των κοπαδιών μεταξύ των ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών. Η μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει πλέον διαμελιστεί.


Θα κάνω μια μικρή προσπάθεια να καταπιαστώ με το θέμα της φορολόγησης των νομάδων, αξιοποιώντας μερικά στοιχεία που υπάρχουν γραπτά και αφορούν παλαιότερες εποχές, πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στην ακμή της και δεν είχαν δημιουργηθεί τα ανεξάρτητα βαλκανικά κράτη. Για το θέμα αυτό αφορμή παίρνω, όσο αυτό και αν φαντάζει παράξενο, από τις μετακινήσεις που γίνονταν πολύ αργότερα και στο ελεύθερο πλέον ελληνικό κράτος. Σε αυτές που για πολύ μικρό διάστημα στη δεκαετία του 1960 έζησα και εγώ. Τότε που ακόμα η οικογένειά μου, όπως και πολλές άλλες οικογένειες Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων, μετακινούνταν  με τα πόδια από τα βουνά προς τα χειμαδιά και αντίστροφα.

Την ιδέα της ενασχόλησης μου έδωσε η προσπάθεια να δώσω και στα μέτρα των δυνατοτήτων μου μια ερμηνεία στη λέξη «τλάκι». Μια λέξη που άκουγα κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων των κτηνοτρόφων και αφορούσε την συνδιαλλαγή τους με τους αγροφύλακες που συναντούσαν στις πορείες τους. Ωστόσο επειδή κάποιος πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικός σε αυθαίρετες ερμηνείες και ετυμολογίες κρατώ στο θέμα αυτό και τις επιφυλάξεις μου. Απλά καταθέτω μια άποψη που εκ πρώτης όψεως φαίνεται λογικοφανής.  Και εξηγούμαι με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Στις μετακινήσεις τους οι Σαρακατσαναίοι, καθώς και όλοι οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, στάθμευαν κατά κανόνα για να διανυκτερεύσουν σε περιοχές όπου τους υποδείκνυαν οι κατά τόπους αγροφύλακες. Τούτο είναι κάτι το πολύ φυσιολογικό γιατί αυτοί γνώριζαν τις περιοχές τους. Ήξεραν τα λιβάδια που ήταν ιδιόκτητα ή δημόσια, τις ιδιαιτερότητες των περιοχών τους και συμβούλευαν τους κτηνοτρόφους, ώστε να τους προστατεύουν από τυχόν αγροζημιές. Τους υποδείκνυαν ποια λιβάδια απαντιόνται και ποια όχι. Σε ποια δηλαδή επιτρέπεται η βόσκηση και σε ποια όχι. Η οποιαδήποτε περιστασιακή καταπάτηση λιβαδιών από τους μετακινούμενους νομάδες στο διάβα τους είχε τα επακόλουθά της. Αποκοπή του κόστους της ζημιάς από τους αγροφύλακες και πληρωμή από τους κτηνοτρόφους  σε χρήμα ή σε ζώα.


 Συνήθης ήταν η τακτική όλων των  τσελιγκάδων να δίνουν στους αγροφύλακες και σχετικό φιλοδώρημα για τις εξυπηρετήσεις και τις διευκολύνσεις τους αυτές. Αυτό μπορεί να ήταν κάποιες τσαντήλες τυρί, ένα αρνάκι, μια κλίτσα, λίγα μαλλιά, χρήματα. Το φιλοδώρημα αυτό ονομάζονταν από τους Σαρακατσαναίους «τλάκι». Ο αγροφύλακας θέλει το «τλάκι» του επαναλάμβαναν συχνά πυκνά οι γονείς μου που ήταν έμπειροι στις μετακινήσεις και στις συνήθειες των αγροφυλάκων που συναντούσαν στις στράτες τους. Προς τούτο, πάντα οι επικεφαλής των κοπαδιών είχαν μαζί τους και το σχετικό για αυτούς φιλοδώρημα. Καλά είναι όπου διαβαίνουμε να έχουμε το νου στις ζημιές έλεγαν, για να μην πληρώνουμε τζερεμέδες.

Αυτή τη σύνδεση της λέξης «τλάκι», αλλά και της λέξης «τζερεμές», με τη φορολόγηση θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω στη συνέχεια αξιοποιώντας κάποια γραπτά στοιχεία[2] για τις μετακινήσεις των νομάδων στα χρόνια της τουρκοκρατίας.


 Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρχαν γραπτά κείμενα, που περιείχαν ρυθμίσεις και αφορούσαν το σύνολο των κατοίκων της. Τα κείμενα αυτά ονομάζονταν Κανουνναμέδες. Εκτός από τους γενικούς που απευθύνονταν σε όλη την επικράτεια, ήταν και οι περιφερειακοί που περιείχαν ρυθμίσεις για συγκεκριμένες περιοχές. Οι Κανουνναμέδες αφορούσαν όχι μόνο τους μουσουλμάνους αλλά και τους ραγιάδες. Περιέγραφαν δε πολύ αναλυτικά όλες τις υποχρεώσεις των κατοίκων προς το κράτος σε θέματα φορολογικού χαρακτήρα. Πρέπει να τονίσω, ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ένα καλά οργανωμένο φορολογικό σύστημα.

Δεν θα αναφερθώ γενικά παραθέτοντας στοιχεία φορολόγησης. Θα εστιάσω μόνο σε αυτά που αφορούν τους κτηνοτρόφους και ειδικότερα στη φορολόγηση των προβάτων. Όλοι οι ραγιάδες  πλήρωναν φόρο για τα πρόβατα[3] που εξέτρεφαν. αντεντί αγνάμ (adet- I agnam) τον έλεγαν. Η επιβάρυνση των κτηνοτρόφων σε φόρους ήταν αρχικά σε χρήμα ή σε είδος και σταδιακά εξελίχτηκε αποκλειστικά σε χρήμα. Ωστόσο, έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις όπου ο κτηνοτρόφος είχε την δυνατότητα πληρωμής τόσο σε χρήμα, όσο και σε είδος. Η καθιερωμένη τακτική από την τουρκοκρατία της πληρωμής των φόρων από τους κτηνοτρόφους σε χρήμα και όχι σε είδος, εξακολούθησε και μετά την απελευθέρωση. Με τη διαφορά ότι στο ελεύθερο πια κράτος ο φόρος των κτηνοτρόφων, από φόρος βοσκής μετατράπηκε σε κεφαλικό φόρο ζώων και αυτό λόγω της διαφοροποίησης των λιβαδιών σε ιδιωτικά και δημόσια.


Τα κοπάδια που μετακινούνταν από ένα σαντζάκι (διοικητική περιφέρεια) σε άλλο, ή από ένα χωριό σε άλλο, πλήρωναν δικαίωμα βοσκής που ονομάζονταν ρεσμί οτλάκ βε κισλάκ (resm- I otlak ve kislak). Οι βοσκοί δηλαδή οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα βοσκοτόπια ενός χωριού που ανήκε σε τιμάριο[4], πλήρωναν στον τιμαριούχο άσπρα[5] ανά κοπάδι ως δικαίωμα νομής χειμαδιού (resm-i otlak). Από την καταβολή αυτού του φόρου εξαιρούνταν οι κτηνοτρόφοι που ήταν κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού. Το δικαίωμα της θερινής βοσκής ονομάζονταν ρεσμί γιαγλάκ (resm- I yaylak). Τα δικαιώματα αυτά καταβάλλονταν σε χρήμα στους τιμαριούχους που ανήκαν τα λιβάδια και υπολογίζονταν σε άσπρα. Για κάθε κοπάδι, ανάλογα με τον αριθμό των ζώων που αυτό είχε, υπολογίζονταν και ο φόρος. Π.χ 30 άσπρα για κοπάδι 300 προβάτων. Η φορολόγηση δεν ήταν παντού ίδια σε όλες τις διοικητικές περιφέρειες. Εξαρτιόνταν από τις ρυθμίσεις που γίνονταν σε αυτές και καταγράφονταν στους κανουνναμέδες. Άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις των κτηνοτρόφων ήταν η δεκάτη στα λιβάδια, φόρος στα μαλλιά, στο τυρί, στα δέρματα, στα γαλακτοκομικά. Από του φόρους απαλλάσσονταν τα ζώα που κινούνταν στα όρια του ίδιου χωριού.

Για όλα τα ζώα ανεξαρτήτου αριθμού, οι κάτοχοί τους ήταν υποχρεωμένοι να δηλώνουν κάθε χρόνο τον ακριβή αριθμό τους. Οι φόροι πληρώνονταν αρχές Μαρτίου και Σεπτεμβρίου. Όταν παραλείπονταν κάποια δήλωση, ο φόρος διπλασιάζονταν για κάθε αιγοπρόβατο. Ο έλεγχος δε, ήταν ενδελεχής. Στην καταμέτρηση των ζώων βοηθούσαν και οι τσελιγκάδες ή οι κάτοχοί τους οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να φιλοξενήσουν στα χειμερινά ή θερινά τους βοσκοτόπια και τους υπαλλήλους του κράτους που καταμετρούσαν. Την πρώτη καταμέτρηση ακολουθούσε ύστερα από είκοσι ημέρες και μια δεύτερη. Σε ενδεχόμενη απόκρυψη στοιχείων επιβάλλονταν πρόστιμο τζερεμέ (cereme) τριπλάσιο του κανονικού φόρου.[6] Στους μετακινούμενους κτηνοτρόφους όπου υπήρχε ευχέρεια απόκρυψης στοιχείων για τα ζώα τους ο έλεγχος ήταν περισσότερο εντατικός.


Επανέρχομαι τώρα στην αρχική μου απορία σχετικά με το τλάκι και τους τζερεμέδες. Η λέξη τλάκι στα νεότερα χρόνια και ενόσω ακόμα συνεχίζονταν οι μετακινήσεις των κτηνοτρόφων δήλωνε το φιλοδώρημα. Έχει όμως να κάνει με το φόρο που πλήρωναν οι νομάδες κτηνοτρόφοι στην τουρκοκρατία κατά τις μετακινήσεις  τους από τόπο σε τόπο. Ο φόρος αυτός που τότε ονομάζονταν ρεσμί οτλάκ (resmotlak) έμεινε ως ορολογία και δήλωνε τώρα το φιλοδώρημα του αγροφύλακα. Η λέξη otlak έγινε τλάκι. Μια φορολόγηση βοσκής στο διάβα των κτηνοτρόφων στα χρόνια της τουρκοκρατίας, «διατηρήθηκε» σε ένα πολύ μικρότερο βαθμό  και με τη μορφή φιλοδωρήματος για τους αγροφύλακες, στο ελεύθερο πλέον ελληνικό κράτος. Αλλά και η λέξη (cereme) τζερεμές διατηρεί τη σημασία της από τότε. Για τους Σαρακατσαναίους πληρώνω τζερεμέδες σημαίνει πληρώνω τυχόν απροσεξίες μου και παραλείψεις. Πληρώνω κάτι από δικό μου λάθος που μπορούσα να το είχα αποφύγει. Εύλογα μπορεί να κάνει κανείς την σύνδεση με τους τζερεμέδες που κάποιοι πλήρωναν από την απόκρυψη στοιχείων κατά τη φορολόγησή τους από τους Τούρκους.


[1] Χρυσό νόμισμα των είκοσι φράγκων
[2] Βλ. σχετικά. Ασδραχάς Ι. Σπύρος, Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην τουρκοκρατία σελ. 25-279
[3] Βλ. σχετικά  Ιωάννης Αθ. Καραχρήστος, Η ένταξη της Φθιώτιδας στο διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο κανουνναμές του Ζητουνίου.
[4] Το τιμάριο ήταν ένα κτήμα γης, που παραχωρούσε ο Οθωμανός σουλτάνος σε κάποιον υπήκοό του, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του
[5] Το άσπρο (akse)  ήταν εθνικό νόμισμα του οθωμανικού κράτους

[6] Βλ. σχετικά. Παναγιώτης Δ. Ντάσιος, Η «στράτα» των νομάδων Σαρακατσαναίων Αγραφιωτών και το πολιτισμικό  ίχνος της σελ. 61-62τα» των νομάδων Σαρακατσαναίων Αγραφιωτών και το πολιτισμικό  ίχνος της σελ. 61-62