portraita

 Τα μεταφορικά ζώα των Σαρακατσαναίων
΄΄ τα πράματα ΄΄

Ιωάννης Χρ. Χύτας – στο δρόμο για πώληση τυριού – Καστοριά 1939
Από το αρχείο της Ελευθερίας Γαλατσίδα ( Σ.Σ.Ν.Ημαθίας)

του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Στο νομαδικό βίο των Σαρακατσαναίων το δικό τους σημαντικό ρόλο έχουν τα μεγάλα ζώα της στάνης. Τα φορτηγά ζώα, αυτά που κάνουν τις μεταφορές, «τα χοντρικά», «τα πράματα» που λένε οι Σαρακατσαναίοι. Όταν λέμε μεγάλα ζώα, εννοούμε τα άλογα, τα μουλάρια, τις φοράδες, τα πουλάρια (τα μικρά σε ηλικία άλογα που δεν τα είχαν ακόμα δαμάσει και σελώσει, οι Σαρακατσαναίοι τα έλεγαν αργγιλίσια) και κάποιο αρσενικό γαϊδούρι (από τη διασταύρωση γαϊδουριού και φοράδας γεννιούνται τα μουλάρια) επιβήτορα για τις φοράδες. Το σύνολο δηλαδή των ζώων για τις καθημερινές τους εργασίες. Πρωτίστως όμως για τις μεγάλες μεταφορές των απαραίτητων αντικειμένων της οικοσκευής. Αυτές των μετακινήσεων από τα βουνά στα χειμαδιά και αντίστροφα. Το σύνολο των ζώων αυτών απαρτίζουν ένα άλλο «κοπάδι» που λέγεται λακνιά. Για να ονομάσουμε ένα σύνολο χοντρικών λακνιά, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον παραπάνω από δέκα ζώα.

Σε μια οργανωμένη στάνη υπάρχει και ο αρμόδιος για τη φύλαξη και φροντίδα των μεγάλων ζώων, ο βαλμάς (αυτός που εκτρέφει μεγάλα ζώα). Αυτός έχει την ευθύνη της λακνιάς στο  δικό της ξεχωριστό  τόπο. Θα τα βοσκήσει την ημέρα ή τη νύχτα, ανάλογα με τις εποχές, θα τα μαζέψει να ησυχάσουν και να κοιμηθούν. Θα τα προστατέψει από τα άγρια ζώα που μπορεί να κινδυνέψουν. Ενίοτε τα έκλεινε και σε υπαίθριο ανοιχτό μαντρί τον οβορό (Σλάβικη λέξη που σημαίνει στάβλος). Απαραίτητο ήταν το καθημερινό πότισμα τις ζεστές μέρες του χρόνου. Για αυτό τα οδηγούσε σε χώρους όπου υπήρχε άφθονο νερό, λούτσες, ρυάκια, ποτάμια.



Ο τόπος όπου βόσκουν τα πράματα είναι πάντα μακριά από τα λιβάδια των κοπαδιών των προβάτων. Μέρος  μη αξιοποιήσιμο για λιβάδι μικρών ζώων. Με άγρια χοντρά χόρτα, με «χοντροσπάνι» που λένε οι Σαρακατσαναίοι. Χόρτα που δεν μπορούν να φάνε τα πρόβατα. Τα αλογομούλαρα με τα μεγάλα τους δόντια έχουν τη δυνατότητα να κόβουν τα χοντρά χόρτα. Σε τέτοιο μέρος μπορούν να βοσκήσουν τα χοντρικά. Εξάλλου τα πράματα θέλουν και μεγάλες ποσότητες να φάνε, δεν χορταίνουν εύκολα, έστω και αν υπάρχει λιβάδι με ψιλό χορταράκι. Για αυτό προς εξεύρεση τροφής διανύουν και μεγάλες αποστάσεις. Η κοινή βόσκηση μικρών ζώων και μεγάλων δεν συνίσταται. Τα μεγάλα ζώα μολύνουν τον τόπο, τον μαγαρίζουν με τις κοπριές τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη βόσκουν εκεί τα πρόβατα, όπου είναι έντονες οι μυρωδιές άλλων ζώων όπως  των χοντρικών. Ο βαλμάς ελέγχει τα πράματα στο δικό τους χώρο μακριά από αυτόν των προβάτων.

Όλα τα ζώα της λακνιάς κινούνται κοντά στις φοράδες. Αυτές είναι οι αρχηγοί. Κανένα δε ξεμακραίνει από αυτές. Σε περιπτώσεις που ο βαλμάς δεν ήθελε να απομακρύνονται πολύ, πεδούκλωνε τις φοράδες ή τις έδενε. Τότε τα ζώα δεν έφευγαν. Βοσκούσαν μέχρι εκεί που είχαν οπτική επαφή με αυτές. Πεδούκλωμα ήταν το δέσιμο των δύο μπροστινών ποδιών μεταξύ τους λίγο πιο πάνω από τις οπλές και μάλιστα αρκετά κοντά το ένα πόδι με το άλλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ζώο να μην μπορεί να περπατήσει ελεύθερα. Για να προχωρήσει, αναγκάζονταν να πηδάει, κάτι που ήταν πολύ κουραστικό. Έτσι τα ζώα δεν μπορούσαν ακόμα και να επιδίωκαν, να πάνε εύκολα από ένα μέρος σε κάποιο άλλο και να απομακρυνθούν πολύ. Το μάλλινο σχοινί που έδεναν τα πόδια λέγονταν πεδουκλάρι. Το έφτιαχναν οι γυναίκες με μάλλινα νήματα. Φρόντιζαν να είναι ανθεκτικό ώστε να μη μπορούν τα ζώα να το κόψουν εύκολα κατά την κίνηση τους. Όταν το χορτάρι ήταν λιγοστό και ήθελαν να κάνουν οικονομία σε αυτό ή όταν ήθελαν να μην απομακρυνθούν πολύ, τα έδεναν με μακριές τριχιές. Έτσι έβοσκαν μόνο στο χώρο  όπου  έφτανε το μήκος της τριχιάς. «Μακροσκοίνισμα» το έλεγαν αυτό.



Τη φροντίδα για την εκμετάλλευση των ζώων έχει ο αγωγιάτης ή κυρατζής της στάνης. Ο μοναχικός πολλές φορές οδοιπόρος που με τα ζώα του συντροφιά και τη φορτωτήρα του στο χέρι «ανακαλύπτει» τον κόσμο κάνοντας μεταφορές (Φορτωτήρα έλεγαν το χοντρό μπαστούνι του κυρατζή με διχάλα στο πάνω μέρος του. Βοηθούσε στο φόρτωμα, καθώς στήριζε το φορτίο από το ένα μέρος του σαμαριού, μέχρις ότου ο κυρατζής φορτώσει από το άλλο). Τέτοιος αναδεικνύεται  από την οικογένεια, αυτός που επιδεικνύει και τον καλύτερο ζήλο για τα χοντρικά. Που δεν προσκολλάται  και δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κοπάδι των προβάτων. Εκείνος που θέλει να βρίσκεται στην αγορά, να γκιζεράει σε διάφορα μέρη, να κάνει μεταφορές. Ωστόσο όμως, η σπουδαιότητα του κυρατζή και η συνεισφορά του ήταν μεγάλη. Τα μεταφορικά ζώα με ένα καλό αφεντικό προσθέτουν ένα πολύ σημαντικό  εισόδημα στις στάνες. Παρότι οι Σαρακατσαναίοι δεν ήταν επαγγελματίες αγωγιάτες, αλλά ασκούσαν το επάγγελμα αυτό ως συμπληρωματικό της κτηνοτροφίας των προβάτων, αντιλαμβάνονταν τη σπουδαιότητά του. Στάνη που είχε ισχυρό κυρατζή δεν πείνασε ποτέ. Υπήρξαν στιγμές, όπου κακοτυχίες στα κοπάδια από αρρώστιες και βαρυχειμωνιές μείωναν δραματικά το ετήσιο εισόδημα. Τότε οι αγωγιάτες έσωζαν την κατάσταση. Αυτοί με την αξιοποίηση των χοντρικών έφερναν έσοδα και δεν χρεώνονταν οι οικογένειες. Ένας καλός κτηνοτρόφος παράλληλα με τα πρόβατά του θα έπρεπε να εκμεταλλεύεται και τέσσερα με πέντε χοντρικά. Αν μπορούσε και περισσότερα, τόσο το καλύτερο. Οι μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με τα ζώα. Έτσι ο κυρατζής δε σταματούσε εφόσον το επιδίωκε, να εργάζεται όλες τις εποχές του χρόνου.

Θα σταθώ στη συνεισφορά των χοντρικών στις μετακινήσεις των Σαρακατσαναίων πρωτίστως και δευτερευόντως στην καθημερινότητα. Μεταφορά χωρίς ζώα έστω για τα στοιχειώδη αντικείμενα διαβίωσης μιας παραδοσιακής οικογένειας δε γίνεται. Από τα χοντρικά εξαρτιόταν όλο τους το βιό. Δεν νοείται οικογένεια χωρίς τα δικά της πράματα. Έτσι από καμιά οικογένεια δεν έλειπαν. Το ένα ήταν το λιγότερο που μπορούσε να έχει. Τουλάχιστον δύο φορτηγά ζώα ήταν απαραίτητα, για να μεταφέρουν τα ελάχιστα βασικά είδη του νοικοκυριού της, τα «σέα» της. Το βάρος της μετακίνησης έπεφτε στην κυριολεξία στις πλάτες των πραμάτων.  Δυστυχώς όμως δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις φτωχών οικογενειών που δεν είχαν. Εξυπηρετούνταν με τους άλλους συγγενείς τους ή με αυτούς που θα ήταν αντάμα το χειμώνα ή το καλοκαίρι. Όποιος  τύχαινε να έχει απώλειες σε χονδρικό η στεναχώρια ήταν μεγάλη. Ήταν «σαν να έχαναν άνθρωπο» έλεγαν οι Σαρακατσαναίοι θέλοντας να τονίσουν τη μεγάλη σπουδαιότητά τους. Η απώλεια δεν ήταν εύκολο να αντικατασταθεί άμεσα. Η αγορά ενός φορτηγού ζώου δεν ήταν καθόλου εύκολη. Χρήματα δεν υπήρχαν πάντα και σε όλους.



Για όλη τη διαδικασία της μετακίνησης Άνοιξη και Φθινόπωρο υπήρχε στοιχειώδης προγραμματισμός. Οι γυναίκες θα επιμεληθούν την προετοιμασία της οικοσκευής. Τα μάλλινα σκεπάσματα, την τέντα τα στρωσίδια, τα λιγοστά μάλλινα ρούχα των μελών της, τα είδη μαγειρικής.  Τη φροντίδα της επιμέλειας των ζώων, του φορτώματος και της μεταφοράς αναλαμβάνει ο κυρατζής.

Έτσι τα πράματα ήταν άκρως απαραίτητα. Οι άνθρωποι θα μετακινηθούν με τα πόδια. Αν υπάρχει διαθέσιμο ελαφρύ φορτίο, πάνω στο σαμάρι «πανωσάμαρα» θα βάλουν τα μικρά παιδιά, αυτά που δεν μπορούν να περπατήσουν. Κάποια θα τα μεταφέρουν φορτωμένα στην κούνια τους, «τη σαρμανίτσα», οι μανάδες τους. Τα λίγο μεγαλύτερα «λιανοπαίδια» θα περπατήσουν μόνα τους. Όλοι μαζί θα πάνε  λίγο πιο μπροστά (σια μπροστά) από τα κοπάδια. Θα περιμένουν στους σταθμούς  διανυκτέρευσης.

Η προσφορά των ζώων δεν σταματάει αποκλειστικά και μόνο στις μετακινήσεις από τα βουνά στα χειμαδιά και αντίστροφα. Είναι απαραίτητα και σε πολλές άλλες στιγμές. Με αυτά θα μεταφέρουν το γάλα καθημερινά στο χώρο παραλαβής του εμπόρου. Τα μαντριά και οι στρούγκες δεν είναι υποχρεωτικά κοντά σε δρόμο όπου έχει πρόσβαση αυτοκίνητο. Μάλιστα δε σε παλαιότερες εποχές όπου έλειπαν παντελώς τα αυτοκίνητα, οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν το γάλα με τα δικά τους ζώα στα τυροκομεία, όπου το πωλούσαν. Επιπροσθέτως άλλες εργασίες στις στάνες, όπως το κουβάλημα  ξύλων, φτέρης, καλαμιών, άχυρου και άλλων υλικών για την κατασκευή των μαντριών και των καλυβιών, μεταφορές καυσόξυλων, εμπορευμάτων για τους ανθρώπους της στάνης, κυρίως καλαμποκιού και σιταριού γινόταν αποκλειστικά και μόνο με τα πράματα. Ακόμα η μετάβαση στα χωριά κα τις πόλεις για την εξυπηρέτηση άλλων αναγκών. Έτσι αντιλαμβάνεται κάποιος τη σημαντικότητα που είχαν τα πράματα στη ζωή  όχι μόνο των Σαρακατσαναίων, αλλά και όλων των ανθρώπων της υπαίθρου σε παλαιότερες εποχές.



Τα ζώα που χρησιμοποιούνταν για φόρτωμα ήταν κυρίως τα μουλάρια. Και κατά προτίμηση τα θηλυκά μουλάρια (μούλες). Αυτά είναι τα ανθεκτικότερα και ικανότερα. Τα πουλάρια που συμπλήρωναν πέντε  χρόνια  ηλικίας τα σαμάρωναν. Φορτίο μπορούσαν να μεταφέρουν, αν ήταν προσεγμένα και όχι πολύ ταλαιπωρημένα μέχρι και τα τριάντα χρόνια. Τα καλά μουλάρια τα ήμερα είναι αυτά που στέκονται στο φόρτωμα, αυτά που « κρατούν το σαμάρι». Αυτά δηλαδή που πηγαίνουν προσεκτικά και δεν γυρίζουν το κορμί τους για να ρίξουν το φορτίο. Προτιμούσαν να είναι μεσαίου ύψους και σβέλτα για να τα φορτώνουν εύκολα και να μεταφέρουν γρήγορα τα φορτία. Τα μουλάρια χρησιμοποιούνταν κατεξοχήν για φόρτωμα. Δεν έλειπαν όμως και τα  γερά και δυνατά άλογα.

Ωστόσο στο καλό φόρτωμα, το σημαντικότερο ρόλο παίζει ο αγωγιάτης Αυτός θα μεριμνήσει για το κατάλληλο σαμάρι του ζώου. Να είναι φτιαγμένο στα μέτρα του, να εφαρμόζει στο κορμί του. Να αντιλαμβάνεται με το μάτι του και με το χέρι του, ώστε οι μεριές να είναι ισοβαρείς για να μη γέρνουν «βαϊζουν» κατά τη πορεία. Μεριά λέγεται το φορτίο που βάζουμε στο ζώο από το ένα μέρος. Το φόρτωμα έχει δύο μεριές. Ακόμα ρόλο παίζει και το καλό δέσιμο του φορτίου εκατέρωθεν του σαμαριού. Να είναι ζυγισμένο καλά ανάμεσα στις τριχιές και γερά δεμένο στο κοτσάκι του σαμαριού. Επίσης σημασία παίζει και το ύψος του φορτίου. Όσο πιο ψηλά στο σαμάρι φορτώνεται, τόσο περισσότερο επιρρεπές είναι στην ανατροπή  κατά την μεταφορά του. Το χαμηλό  φόρτωμα είναι καλύτερο. Προσοχή όμως. Να μην πέφτει στην κοιλία του ζώου και το πληγώνει. Η φράση «χαμηλά φόρτωνε και ψηλά τραγούδα» αποδίδει και το νόημα της καλής τεχνικής του φορτώματος, ή «κάλιο να νογάς παρά να δίνεσαι», μας δείχνει ότι δεν απαιτείται μόνο δύναμη, αλλά πρωτίστως σκέψη και προνοητικότητα. Ο καλός αγωγιάτης φορτώνει  μόνο μια φορά. Στην πορεία απλά ελέγχει και δεν φορτώνει και ξεφορτώνει. Θα πρέπει να σημειώσω ότι στις μετακινήσεις και όπου οι πορείες ήταν μεγάλες, τα ζώα τα τάιζαν ξερή τροφή κυρίως κριθάρι με το ταϊστάρι. Αυτό ήταν μάλλινο μικρό σακούλι με μακρύ σκοινί για χερούλι.. Έβαζαν μέσα το στόμα του ζώου όπου υπήρχε η τροφή και με  το  σχοινί το κρεμούσαν στο κεφάλι του στο ύψος των αυτιών. Έτσι το ταϊστάρι δεν έπεφτε και το ζώο έτρωγε μόνο του το περιεχόμενο. Είναι αλήθεια ότι στις πορείες τα ζώα φορτωμένα κουράζονταν και έπρεπε να τρώνε καλά. Το βάρος που θεωρούνταν ικανό και μπορούσαν να μεταφέρουν ήταν κοντά τις ογδόντα οκάδες το καθένα (η οκά ( τουρκ.okka) ήταν οθωμανική μονάδα μέτρησης της μάζας και υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Η αντιστοιχία της με το κιλό ήταν ίση με 1282 γραμμάρια) Όμως πολλές φορές γίνονταν και υπερβάσεις. Συνήθεις ήταν οι φράσεις μεταξύ των αγωγιατών «έπεσε από τα κοντινά», για κάποιο ζώο που κουράστηκε πολύ όταν το φορτίο ήταν βαρύ. Σε ακόμα χειρότερη περίπτωση, «του πήρε τα πέταλα», έλεγαν για εκείνον που φόρτωνε συνέχεια υπερβολικά το ζώο και το εξουθένωνε.



Τα αλογομούλαρα στο δρόμο πηγαίνουν «συγκέρι». Στη σειρά, το ένα πίσω από το άλλο, όπως τα έβαζε ο κυρατζής. Συγκέριασμα ήταν το δέσιμο του καπιστριού ενός ζώου με αυτό που ήταν μπροστά του. Συγκεκριμένα το καπίστρι του  ζώου που ακολουθούσε, δένονταν από το σαμάρι αυτού που προηγούνταν. Έτσι το κάθε ζώο ήταν δεμένο  από το μπροστινό του. Το μήκος του καπιστριού ήταν τέτοιο, που να αφήνει λίγη απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μην πέφτει το ένα ζώο πάνω στο άλλο. Να έχουν δηλαδή μια σχετική ελευθερία κίνησης. Πρώτο πήγαινε αυτό που είχε για να καβαλικεύει ο αγωγιάτης. Βέβαια τα χοντρικά στις πορείες, ακόμα και αν δεν είναι συγκεριασμένα, πάλι το ένα πίσω από το άλλο πηγαίνουν. Ποτέ δεν βαδίζουν παράλληλα Σε πολλές περιπτώσεις και όταν οι πορείες ήταν γνωστές στα ζώα αλλά και δύσκολες, οι κυρατζήδες τα άφηναν να περπατήσουν ελεύθερα χωρίς συγκέριασμα. Απλά μάζευαν το καπίστρι στο καθένα, προκειμένου να μη σέρνεται στο χώμα και το έδεναν στο σαμάρι του. Τότε το αφεντικό ακολουθούσαν στο τέλος του καραβανιού για να έχει καλύτερο έλεγχο.

Τα μουλάρια που αποτελούσαν και το μεγάλο ποσοστό του καραβανιού, για να κάνω γνωστό σε όσους δε γνωρίζουν, είναι διασταύρωση φοράδας και γαιδάρου. Είναι θηλυκά (μούλες) και αρσενικά. Είναι όμως στείρα λόγω της έλλειψης ζυγού αριθμού χρωμοσωμάτων. Πολύ σπάνια υπάρχουν και τα γαΪδαρομούλαρα. Αυτά είναι από διασταύρωση  αλόγου με θηλυκό γαϊδούρι. Τα μουλάρια εκτός από ανθεκτικά και υπομονετικά στις αρρώστιες και στις δύσκολες πορείες και είναι και «νοητά». Το ίδιο και τα άλογα με τις φοράδες. Γνωρίζουν τον αφέντη, υπακούν σε αυτόν. Δεν πειθαρχούν εύκολα σε ξένους. Όταν βλέπουν τα αφεντικά τους εκδηλώνουν την ευχαρίστησή τους με διάφορες κινήσεις του σώματος. Κουνούν  την ουρά τους αργά, τα αυτιά τους. Κινήσεις που γνωρίζει το αφεντικό και διακρίνει τις προθέσεις του ζώου. Το άλογο πολλές φορές ανταποκρίνεται στο κάλεσμά του με χλιμίντρισμα. Απεναντίας οι κινήσεις σε ξένους είναι διαφορετικές. Πολλές φορές φανερώνουν δυσαρέσκεια, αντίδραση και απειλή. Δεν υπακούν στις εντολές τους, τους αποφεύγουν όταν τα πλησιάζουν για να τα πιάσουν. Ξεχωριστά στοιχεία είναι κάποιες φορές  η ανυπακοή και το πείσμα που δείχνουν τα χοντρικά ακόμα και στα αφεντικά τους. Είναι τότε που λένε οι αγωγιάτες, ότι το ζώο  μουλάρωσε ή και αλλιώς «Στίλιωσε τα ποδάρια και δεν έκανε πέρα».  Ωστόσο τα στοιχεία αυτά της άρνησης του ζώου δεν εκδηλώνονται τυχαία. Μπορεί να συμβαίνει για πολλούς και διάφορους λόγους. Γιατί περνά σε απότομο μέρος και φοβάται, γιατί η λακνιά είναι αλλού και δεν θέλει να αποκοπεί από τα άλλα ζώα, γιατί διαισθάνεται ότι ο δρόμος που το οδηγούν είναι λάθος όταν πηγαίνει κάπου για πρώτη φορά, γιατί την ώρα εκείνη βόσκει και όντας πεινασμένο δεν θέλει  να αποχωριστεί την τροφή που βρήκε στο ύπαιθρο.  Είναι  ακόμα η ανυπακοή και σήμα κινδύνου όταν συμβαίνει κατά την πορεία και άξαφνα. Τα ζώα όταν αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους κάποιο κίνδυνο, κατά κανόνα από άγριο ζώο, σταματούν, χτυπούν απειλητικά τα μπροστινά τους πόδια στο έδαφος, φυσούν δυνατά τις μύτες τους για να κάνουν θόρυβο. Ο κυραντζής τότε καταλαβαίνει ότι κάτι συμβαίνει και ελέγχει το χώρο.  Αν είναι έφιππος κατεβαίνει από το ζώο, μπαίνει μπροστά, το τραβάει  από  το καπίστρι, φωνάζει δυνατά για να φοβίσει τα αγρίμια, του δίνει θάρρος.


Ο Μήτρος Μπούτος με το μπενέκι του

Αξιοθαύμαστο στοιχείο του  μουλαριού είναι το «θυμητικό». Τα μουλάρια έχουν «θυμητικό» λένε οι άνθρωποι της υπαίθρου τονίζοντας αυτή την ικανότητα του ενστίκτου. Αναγνωρίζουν με χαρακτηριστική ευκολία τον τόπο από όπου θα περάσουν. Μπροστά όμως στο καλό «θυμητικό», αλλά κυρίως την υπομονή έρχεται το γαϊδούρι. Τα μουλάρια και τα άλογα  έπονται. Αυτή η ενστικτώδης ικανότητα των ζώων, που διατηρείται σε όλη τους τη ζωή, να αναγνωρίζουν το μέρος από όπου περνούν έστω και μια μόνο φορά, ακόμα και νύχτα, έγινε αντιληπτό  από τους ανθρώπους και αξιοποιήθηκε για τις μετακινήσεις τους. Αναφέρω στο σημείο αυτό λίγους στίχους από Ακριτικά τραγούδια και παραλογές όπου φαίνεται η ικανότητα των μουλαριών να αναγνωρίζουν τη στράτα και των αλόγων να συνεργάζονται με τα αφεντικά τους. Στην παραδοσιακή κοινωνία των Σαρακατσαναίων τα ακριτικά τραγούδια και οι παραλογές ήταν γνωστά και έφτασαν από στόμα σε στόμα ως τις μέρες μας. Μπορεί  τα τελευταία χρόνια να μην τραγουδιόνταν, απαγγέλλονταν όμως ξεχασμένα πια από πολλούς ως ποιήματα που κυρίως από τις γυναίκες. Στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον είχα την τύχη να  ακούσω πολλά από αυτά από την αγράμματη μάνα μου.

Από την αρπαγή της γυναίκας του Ακρίτα
Οι μαύροι  όσοι τάκουσαν  ούλοι βουβοί απομείναν
Κι όσες φοράδες τάκουσαν έριξαν τα πουλάρια
Κι ένας γρίβας παλιόγριβας σαρανταπληγιασμένος
Κείνος απολογήθηκε γυρίζει και του λέει,
Εγώ είμαι άξιος και γλήγορος και πάω όθε κι αν είναι
Όπου είναι γάμος και χαρά, πάνε τα νια μουλάρια,
Κι όπου είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.

Από άλλο τραγούδι
Ο νιός αποκοιμήθηκε στη μούλα καβαλάρης
Κι η μούλα παραστράτησε και πήρε άλλη στράτα
πήρε τη στράτα των κλεφτών των καπεταναραίων


Η σπουδαιότητα των χοντρικών  για όλους τους ανθρώπους της υπαίθρου σε παλαιότερες εποχές μέχρι και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο  ήταν γνωστή. Όλα τα μεγάλα ζώα ήταν εγγεγραμμένα στους δήμους και στις κοινότητες όπου έμεναν οι νοικοκυραίοι τους.  Είχαν πιστοποιητικά  όπου περιγράφονταν όλα τα χαρακτηριστικά του ζώου. Είδος, φύλο, χρώμα, ύψος, ηλικία, κάτοχος, τόπος κατοικίας κατόχου κ.λ.π. Και όταν γεννιόνταν ένα ζώο, πάλι τα αφεντικά τους ήταν υποχρεωμένα να τα δηλώσουν, ώστε να είναι καταγραμμένα. Διαφορετικά ζώο αδήλωτο θεωρούνταν προϊόν κλοπής. Ας μη ξεχνάμε ότι τα ζώα σε περίπτωση επιστράτευσης ήταν επιταγμένα. Τα χρησιμοποιούσε ο στρατός για τις μεταφορές. Η καταγραφή τους ήταν επιβεβλημένη για ευνόητους λόγους.

Αγορά ζώου μπορούσε να κάνει κάποιος από τους πλανόδιους πωλητές. Μπορεί να ήταν τσιγγάνοι ή διάφοροι επαγγελματίες οι λεγόμενοι τσαμπάσηδες (Τσαμπάσης, τούρκικη λέξη που σημαίνει έμπορος ζώων). Αυτοί ήταν κατά κανόνα οι έμποροι. Δεν έλειπαν βέβαια και οι λαθραίοι πωλητές οι αλογοσύρτες. Αυτοί που έκλεβαν αλογομούλαρα και τα πωλούσαν σε άλλες περιοχές. Μεγάλες αγοροπωλησίες γίνονταν και στις τοπικές εμποροπανηγύρεις. Σημαντικό στοιχείο αγοράς αποτελούσε κα ο έλεγχος του ζώου προκειμένου να διαπιστωθούν η ικανότητα του, η ηλικία του και η ημεράδα του. Δείγμα ηλικίας κα καλής υγείας φανέρωναν τα δόντια τους. Με μια καλή παρατήρηση ένας έμπειρος κυραντζής καταλάβαινε τα χρόνια του ζώου. Ήξεραν συγκεκριμένα πότε  βγαίνουν και πότε πέφτουν κάποια από αυτά. Ακόμα και το κρέμασμα τω μυών κάτω από το σαγόνι πρόδιδε την ηλικία του ζώου. Τα νεαρά έχουν τεντωμένους τους μύες. Απεναντίας στα ηλικιωμένα οι μύες χαλαρώνουν και πέφτουν προς τα κάτω,  κάνουν προγούλι. Τα πόδια τους στην κνήμη έπρεπε να είναι ίσια και όχι κυρτά. Τα κυρτά πόδια δεν επιτρέπουν να σηκώσει πολύ βάρος και το κουράζουν. Ακόμα το βαθούλωμα πάνω από τα μάτια πρόδιδε την ηλικία του. Οι αγοραστές ακόμα τα χτυπούσαν ξαφνικά στα καπούλια για να δουν τις αντιδράσεις τους ως προς την αγριάδα. Τα ξάφνιαζαν. Έκαναν μια μικρή πορεία τραβώντας τα, το καβαλίκευαν, έβλεπαν πως αντιδρούσαν στα παραγγέλματα, έπιαναν την ουρά τους, σήκωναν τα πόδια για να δουν πως συμπεριφέρονται στο πετάλωμα.



Απαραίτητο ήταν το πετάλωμα (οι επαγγελματίες πεταλωτήδες των ζώων λέγονταν αλμπάνηδες)  για να μην σώνονται τα νύχια τους, όταν πατούσαν σε σκληρά και πετρώδη μέρη. Αυτό ήταν δουλειά του κυραντζή της στάνης. Αυτός φρόντιζε για όλα. Πρώτα και κύρια για την αρμάτα τους. Τα σαμάρια με τα εξαρτήματά τους, τα μπαλντούμια (οι δερμάτινες πλατιές λουρίδες που έδεναν το σαμάρι με τα καπούλια και τα πίσω πόδια του ζώου στη βάση της ουρά του) τις ζώστρες (η πλατιά δερμάτινη ή μάλλινη ζώνη που έδενε το σαμάρι του ζώου με αυτό. Περνούσε κάτω από την κοιλιά του στο ύψος των μπροστινών ποδιών και δένονταν από τις δύο μεριές του σαμαριού) τις τριχιές, τα τσιοκάνια (είδος κουδουνιού που έβαζαν στο λαιμό του αλόγου για να το ακούνε. Διέφερε στον ήχο από αυτό των προβάτων που ονόμαζαν κουδούνι και αυτό των γιδιών που ονόμαζαν κύπρο) την καλυβοθήκη (τη θήκη που έβαζαν μέσα όλα τα εξαρτήματα για το πετάλωμα. Πέταλα, καρφιά σφυρί, μαχαίρι για να κόβουν τα νύχια και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν απαραίτητο). Το σαμάρι χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των φορτίων, σε αντίθεση με τη σέλα που ήταν για τον αναβάτη. Άκρως απαραίτητο ήταν και το αλογότσιολο. Το μάλλινο χοντρό ύφασμα, με υφάδι φτιαγμένο από γιδίσιο μαλλί, που ήταν αδιαπέραστο στο νερό της βροχής. Το σκέπασμα γίνονταν  με το ζώο σαμαρωμένο. Το αλογότσιολο δένονταν πάνω στο σαμάρι και κάλυπτε  σχεδόν ολόκληρο το ζώο. Αυτό προστάτευε το σαμάρι του ζώου από τις βροχές, όσο και το ίδιο το ζώο από το κρύο. Στις κρύες μέρες του χειμώνα δεν ξεσαμάρωναν τα ζώα. Τα σκέπαζαν με τα αλογότσιολα, δένοντάς τα καλά πάνω στα σαμάρια. Έτσι τα προστάτευαν  αφού είχαν σκεπασμένο το κορμί τους σχεδόν από τη χαίτη μέχρι και τα καπούλια. Ξεχωριστά μαντριά για τα άλογα οι Σαρακατσαναίοι δεν είχαν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και σε πολύ μεγάλες κακοκαιρίες τα έβαζαν μέσα σε καλύβες. Εξαίρεση αποτελούσε η μικρή καλύβα που έφτιαχναν για το μπενέκι του τσέλιγκα. Αυτός είχε το δικό τους άλογο, το ρεβανλίτικο (το άλογο που είχε ασκηθεί σε γρήγορο βάδισμα) και ήταν αποκλειστικά και μόνο για τις μετακινήσεις του. Για να έχει το άλογο καλό ριβάνι, δηλαδή γρήγορο  περπάτημα, έπρεπε πρώτα να ιγκλωθεί. Το ίκγκλωμα ήταν η διαδικασία κατά την οποία έδεναν τα πόδια του ζώου με μια πλατιά μάλλινη λουρίδα λίγων εκατοστών που την έλεγαν ίγκλα. Έδεναν ανά δύο τα πόδια πάνω από το γόνατο, το πίσω με το αντίστοιχο μπροστινό. Έτσι το ζώο για να κινηθεί αναγκάζονταν να κάνει μικρό και γρήγορο βηματισμό και όταν έτρεχε  γρήγορα πηδήματα. Το ίγκλωμα γίνονταν στο ζώο όταν αυτό ήταν ακόμα μικρό. Όταν ήταν σε ηλικία  να βάλει σέλα για τον αναβάτη. Η διαδικασία αυτή κρατούσε αρκετούς μήνες μέχρις ότου το ζώο ημερέψει, συνηθίσει στη σέλα και πάρει το βηματισμό  που  ασκήθηκε με την ίγκλα. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τα άλογα αυτά δεν τα άφηναν μαζί με τα άλλα στη λακνιά. Τα κρατούσαν κοντά στα κονάκια. Η εξάσκηση γίνονταν συνήθως σε ομαλό έδαφος, ώστε να μπορεί το ζώο να έχει διάρκεια στο βηματισμό που του έδιναν οι ίγκλες.  Ίγκλωμα δεν γίνονταν στα φορτιάρικα ζώα, αυτά δηλαδή που ήταν μόνο για φόρτωμα, παρά μόνο στα μπενέκια.  Με τέτοια άλογα πήγαιναν οι τσελιγκάδες στη αγορά. Έδεναν τα ζώα στα χάνια όπου έβρισκαν τροφή νερό και ξεκούραση. Έκαναν τις δουλειές τους και επέστρεφαν έφιπποι στις στάνες τους. Η καλύτερη ηλικία για να γίνει ένα άλογο καλό μπενέκι είναι με τη συμπλήρωση των πέντε ετών. Τότε τα άλογα παρουσιάζουν μεγάλη ικμάδα, ταχύτητα και αντοχή. Χαρακτηριστικό είναι το γνωστό σε παλιούς Σαρακατσαναίους δίστιχο.

Φόντα ήμουν παλικάρι δεκαοχτώ χρονών
Και ο φάρος μου πουλάρι πενταϊτικο (δηλαδή πέντε ετών

Αναφορικά με τα ονόματα που έδιναν στα χοντρικά, αυτά σχετίζονταν περισσότερο με το χρώμα τους. Καράς, καράσου. Είναι αυτό που έχει μαύρο χρώμα. Ντορής, Ντοριά. Όταν το χρώμα είναι κόκκινο. Γρίβας, με άσπρο χρώμα. Ψαρής,  άσπρο  χρώμα με μαύρες τρίχες. Ρούσο, Ρούσα. Κοκκινωπό προς το ξανθό χρώμα. Γκέσο, γκέσα. Μαύρο χρώμα με άσπρες παρειές. Αράπης, Αράπου. Αυτό με το πολύ μαύρο. Μπάλιο. Όταν έχει στο μέτωπο άσπρη κηλίδα. Αλτζές. Το άλογο με ξανθό χρώμα.


Ο μπάρμπα Στέργιος Γαλατάς στο Καιμάκτσαλαν

Μικρές ιστορίες με τα «πράματα»

Όπως σε αρκετά σημεία προανέφερα, μια από τις σημαντικότερες παρατηρήσεις των ανθρώπων της υπαίθρου ήταν η ικανότητά των μεταφορικών ζώων να κινούνται με ευκολία σε δρόμους από όπου περνούσαν έστω και μια μόνο φορά. Έχουν θα λέγαμε, πολύ δυνατά τα στοιχεία του προσανατολισμού και της αυτοσυντήρησης. Αυτή η ενστικτώδης σχέση του ζώου με τη φύση το κάνει ικανό να επιβιώνει. Μεταφέρω με δικά μου λόγια, προσπαθώντας όσο μπορώ καλύτερα να αποδώσω τις πραγματικές ιστορίες που άκουσα από τους ίδιους ανθρώπους που έζησαν τις καταστάσεις που καταγράφονται. Τελειώνω με μια ακόμα  εύθυμη αληθινή ιστορία όπου δείχνει και την σημασία που απέδιδαν στην τεχνική του φορτώματος των ζώων.

Μεταφορά σιταριού από τη Βέροια

Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής αλλά και του Εμφυλίου πολέμου, σχεδόν το πλήθος των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου αλλά και άλλοι Ηπειρώτες, ελλείψει πρώτων υλών διατροφής, καλαμποκιού και σιταριού  στον τόπο τους,  ταξίδευαν για προμήθεια στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Οι Σαρακατσαναίοι του Ζαγορίου ταξίδευαν στη Μακεδονία και κυρίως στα Γρεβενά και στη Βέροια. (Τα Βέροια όπως έλεγαν οι Σαρακατσαναίοι). Ένα καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας το σαράντα και ενώ οι Γερμανοί δεν είχαν φύγει ακόμα, καραβάνι κάπου στα σαράντα αλογομούλαρα με πολλούς αγωγιάτες, βρίσκονταν στο δρόμο για τη Βέροια. Το ταξίδι για λόγους ασφαλείας γινόταν νύχτα σε νύχτα. Φόβος υπήρχε από τους Γερμανούς γιατί η κατάσταση ήταν έκρυθμη λόγω του πολέμου και κινδύνευαν από αυτούς να κατηγορηθούν ότι μεταφέρουν εφόδια στις αντιστασιακές οργανώσεις. Ενώ το καραβάνι πλησίαζε προς το τέρμα του, σε κάποιο σταυροδρόμι υπήρξε προβληματισμός, πια στράτα πρέπει να πάρουν. Νύχτα ήταν, μακριά από κατοικημένη περιοχή, άνθρωποι να ρωτήσουν εκείνη την ώρα δεν βρίσκονταν. Πολλοί από τους αγωγιάτες έκαναν το ταξίδι για πρώτη φορά και κάποιοι άλλοι που έτυχε να είχαν ταξιδέψει στα μέρη εκείνα είχαν αποπροσανατολιστεί, είχαν μπερδευτεί λόγω του σκότους και βρίσκονταν σε αμηχανία. Πάνω στις διαφωνίες, στους εκνευρισμούς, στις διενέξεις, στις αποδόσεις ευθυνών από τον έναν στον άλλο και στον προβληματισμό, έμπειρος κυραντζής ανέλαβε πρωτοβουλία. «Βαλτε τη γκέσα μπροστά» είπε. Η γκέσα ήταν ένα από τα μουλάρια του καραβανιού έμπειρο σε ταξίδια, τραβούσε μπροστά, που είχε κάνει  και άλλοτε το δρομολόγιο αυτό για τη Βέροια. Πραγματικά έτσι και έγινε. Η γκέσα πήρε το δρόμο της. Με αυτή οδηγό το καραβάνι προχωρούσε. Προτού ακόμα φέξει για καλά έφτασαν στο χωριό Σταυρός στο κάμπο της Βέροιας. Σε κάποιο σημείο η γκέσα παρέκαμψε του κεντρικού δρόμου, ακολούθησε ένα στενό δρομάκι, μπήκε στην αυλή ενός σπιτιού και σταμάτησε. Ήταν εκεί που είχε πάει και κάποια άλλη φορά. Και για το τέλος της ιστορίας. Όλο το καραβάνι φόρτωσε σιτάρι στο σπίτι αυτό από το ίδιο αμπάρι. Ο συγκεκριμένος γεωργός έτυχε να έχει μεγάλη ποσότητα σιταριού που έφτασε για όλους.


Ταξίδι δίχως το νοικοκύρη

Ήταν μήνας Δεκέμβριος κάπου στη δεκαετία του τριάντα. Σαρακατσάνος τσέλιγκας που ξεχείμαζε με τα κοπάδια του στην περιοχή της Άρτας ετοιμάστηκε να ταξιδέψει με το μουλάρι του στο χωριό Κουκούλι στο Ζαγόρι, όπου είχε μείνει το χειμώνα εκείνο ένας αδελφός του. Αποβραδίς συγκέντρωσε τα σέα που θα φόρτωνε στο μουλάρι του για να πάει στους δικούς του. Τρόφιμα και άλλα καλούδια καθώς και τον τροβά του με λίγο ψωμοτύρι και νερό για τη στράτα. Η πορεία θα κρατούσε δύο μέρες με διανυκτέρευση σε κάποιο χάνι στα Ιωάννινα. Ανήμερα όμως του ταξιδιού δεν ξύπνησε καλά. Σηκώθηκε με υψηλό πυρετό και του ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Ωστόσο θεώρησε σκόπιμο να μην αναβληθεί το ταξίδι σε ό,τι αφορούσε την αποστολή των προϊόντων που είχε για τους δικούς του. Φόρτωσε το μουλάρι του, μούλα ήταν, σιγούρεψε καλά τις μεριές ώστε να είναι καλά φορτωμένες, έριξε πανωσάμαρα το αλογότσιολο και το έδεσε και αυτό καλά. Ξεκίνησε τραβώντας το ζώο, παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε προς τα βουνά. Τη στράτα δηλαδή που έπαιρναν όταν πήγαιναν στο Ζαγόρι. Αφού ξεπροβόδισε τη μούλα σε κάποια απόσταση, της «έμασε το καπίστρι» και με γνωστό στο ζώο παράγγελμα την παρότρυνε να φύγει μόνη της και να πάρει το δρόμο που ήταν μπροστά της. Πράγματι το ζώο πήρε τη στράτα που γνώριζε και προχωρούσε πλέον χωρίς το νοικοκύρη της, μέχρι που  κάποια στιγμή χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Σε δύο μέρες έφτασε στον προορισμό της. Στο σπίτι που ήξερε ότι ήταν των αφεντικών της, εκεί που τα καλοκαίρια την τάιζαν και την φρόντιζαν. Ο αδελφός του όταν είδε το ζώο μόνο του σάστισε. Αμέσως ο νους του πήγε στο κακό. Την ξεφόρτωσε αμέσως προκειμένου να ετοιμαστεί να πάρει το δρόμο της επιστροφής για να τον ψάξει. Ήταν παραπάνω από σίγουρος ότι κάποιο κακό του είχε συμβεί. Ξεφορτώνοντας όμως το φορτίο, πάνω σε ένα τροβά, καλά ραμμένο, ήταν γραμμένο σε χοντρό χαρτί ένα σημείωμα που έγραφε « Ήμουν λίγο ανήμπορος από θέρμη και δεν μπόρεσα να έρθω. Καλά Χριστούγεννα».

Στη στράτα για το μύλο

Δύο χωριανοί μου Κουκουλιώτες φόρτωσαν τα ζώα τους  με γέννημα. Ξεκίνησαν να πάνε σε κάποιο υδρόμυλο  στο μοναστήρι της Βελλάς, κοντά στο χωριό Καλπάκι για να το αλέσουν. Ο ένας είχε το άλογό του και ο άλλος ένα γαϊδουράκι. Η πορεία μάλλον γνωστή και όχι ιδιαίτερα μακρινή. Ξεκίνησαν δυο ώρες νύχτα, για να προλάβουν να αλέσουν και το βράδυ να μπορέσουν να επιστρέψουν πίσω στο χωριό. Στη διαδρομή και ενώ δεν είχε ακόμα φέξει για να έχουν καλό προσανατολισμό, περνώντας πάνω από ένα μικρό πέτρινο γεφύρι σε ένα ρέμα, λέει ο ένας στον άλλο.  «Μου φαίνεται πως δεν πάμε καλά. Μήπως πήραμε λάθος μονοπάτι; Σε αυτό το γεφυράκι νομίζω πως δεν ξαναπέρασα πηγαίνοντας στο μύλο». Ατάραχος ο συνοδοιπόρος θες από τη σιγουριά του για το ότι βάδιζαν σωστά, θες από την εμπιστοσύνη που έδειχνε στο ένστικτο των ζώων του απαντά. «Πάμε καλά. Το γομάρι πήγε και πέρσι στο μύλο. Δεν ξεστρατίζει».


Παλιοί κυραντζήδες - έτσι φορτώνουν ρε χαμένα…………..

Καλοκαίρι στο Ζαγόρι κάπου στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα. Δύο έφηβοι Σαρακατσαναίοι με ένα φρόνιμο άλογο τον καρά, οδοιπορούν σε αμαξιτό δρόμο. Γυρίζουν από κάποιο δρομολόγιο στο χωριό τους. Το ζώο είναι  φορτωμένο με αλάτι. Το αγόρασαν από το μονοπώλιο (μέχρι και το 1985 το αλάτι ήταν υπό κρατικό έλεγχο. Στο μνημόνιο που είχε επιβληθεί από τους ξένους δανειστές στη κυβέρνηση Τρικούπη, είχαν παραχωρηθεί και τα έσοδα από το αλάτι. Οι χώροι όπου πωλούνταν, ήταν γνωστοί με το όνομα μονοπώλια) στο χωριό Κήποι. Η πορεία όμως δεν πηγαίνει καλά. Η έλλειψη εμπειρίας στη φόρτωση των ζώων είχε ως αποτέλεσμα, λίγες μόλις εκατοντάδες μέτρα έξω από το χωριό, το φορτίο να γείρει. Τα σακιά αναγκαστικά ξεφορτώθηκαν από τους νεαρούς και όπως ήταν φυσικό άρχισε η διαδικασία ξαναφόρτωσης ανάμερα του δρόμου.

Την ώρα εκείνη και ενώ προσπαθούσαν να δέσουν καλά τις μεριές στο σαμάρι του καρά, ο οποίος στέκονταν ακίνητος και υπομονετικός, περνούσε αργά -αργά λόγω του χωμάτινου τότε οδοστρώματος και των πολλών στροφών το λεωφορείο της γραμμής που εξυπηρετούσε τα χωριά της περιοχής αυτής. Ξεκινούσε από τα Γιάννινα με τελικό προορισμό το χωριό Λάιστα. Από τη μεριά του λεωφορείου που έβλεπε προς την πλευρά που συνέβη το περιστατικό, κάθονταν έμπειρος αγωγιάτης, ακραιφνής Σαρακατσάνος παλαιών αρχών. Βλέποντας τη σκηνή, τους νέους που προσπαθούσαν και διαπιστώνοντας πως τα τσουβάλια δεν ήταν δεμένα σφιχτά και το περιεχόμενό τους να πηγαίνει μια πέρα μια δώθε, δεν έχασε καιρό. «Σταμάτα ωρέ λίγο» λέει σχεδόν προστακτικά στον οδηγό. Εκείνος θεωρώντας πως κάποια σωματική ανάγκη υπήρχε υπάκουσε. Ο επιβάτης βγάζει αμέσως το σακάκι του, το αφήνει στο κάθισμα, κατεβαίνει γρήγορα-γρήγορα, φτάνει στο χώρο που οι νέοι προσπαθούσαν να φορτώσουν χωρίς όμως αποτέλεσμα, αρπάζει τις μεριές, τις δένει καλά όπως έπρεπε και φορτώνει με χαρακτηριστική άνεση και επιδεξιότητα το ζώο. Ταυτόχρονα και με έντονο ύφος, έδινε στους νεαρούς και τις κατάλληλες οδηγίες σωστής φόρτωσης.

Αφού σε λίγα μόλις λεπτά τελείωσε το ταχύρυθμο μάθημα και «στόλισε» δεόντως τους νεαρούς και με τη φράση «χαμένα έ χαμένα έτσι φορτώνουν», ξαναμπήκε στο λεωφορείο. «Φεύγα τώρα» ξαναλέει στον οδηγό. Μέχρι να πολυκαλοκαταλάβουν οδηγός και  επιβάτες τι είχε συμβεί η δουλειά είχε γίνει. Οι «παθόντες» αμίλητοι, κοκκινισμένοι από την ντροπή τους για το περιστατικό, έχοντας την αίσθηση ότι όλοι οι επιβάτες τους έβλεπαν και γελούσαν μαζί τους, με σκυμμένα τα κεφάλια τράβηξαν το άλογο από το καπίστρι και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν πήραν τη στράτα για το χωριό τους το Κουκούλι. Ήταν ανίψια του κυραντζή. Το λεωφορείο συνέχισε και αυτό το δρόμο του προορισμού του.
Κουκούλι Ζαγορίου

Γεώργιος Κ. Τσουμάνης



Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα