portraita



Ο μικρός Σαρακατσιάνος …κρεμάει την κλίτσα και παίρνει τη στράτα για το ονειρεμένο ταξίδι

Με τα «φέγινα πουλιά» ο Θ. Γιαννακός προσπαθεί να προσεγγίσει την παράδοση μέσα από το δρόμο της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας εμπνέεται από την προγονική του κληρονομιά και προσπαθεί να αναδείξει σημαντικά στοιχεία της. Η αύρα κάποιας παλιότερης εποχής (όχι και τόσο μακρινής) έρχεται να αγγίξει τη μνήμη που όλο κι αρχίζει να ξεθωριάζει. Το βιβλίο, στο μεγαλύτερο μέρος του, είναι γραμμένο (και όσο αυτό στάθηκε μπορετό) στη σαρακατσιάνικη λαλιά.
Η γλώσσα είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Η γλώσσα είναι η ψυχή του ανθρώπου.
Η γλώσσα των Σαρακατσιαναίων, καθάρεια ελληνική γλώσσα αιώνων, έχει πάψει να μιλιέται. Ένας ολόκληρος πλούτος από λέξεις, φράσεις, παροιμίες, γνωμικά, παραμύθια, μουραπάδες έχει περάσει στη λησμονιά.
Η νεοελληνική μας γλώσσα, καλλιεργημένη γλώσσα, έχει βάλει στο περι­θώ­ριο όλα τα τοπικά ιδιώματα. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι προηγούμενες μορφές γλώσσας, όπως τα ιδιώματα, πρέπει να τις παραδώσουμε στη λήθη. Τα ιδιώματα και οι διάλεκτοι είναι οι πηγές της γλώσσας μας, κρύβουν μέσα τους θησαυρούς, και πρέπει να τις κρατάμε ζωντανές. Ένας τρόπος να κρατήσουμε ζωντανές αυτές τις πηγές είναι και η λογοτεχνία. Τα «φέγινα πουλιά» αποτελούν μια τέτοια απόπειρα.
Ένας άλλος σκοπός του παραπάνω βιβλίου είναι να παρουσιάσει μια ενιαία σαρακατσιάνικη παράδοση, συγκαιριάζοντας τα πολλά κοινά μας στοιχεία με τις ιδιαιτερότητές μας.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από βιώματα του ίδιου του συγγραφέα αλλά και άλλων Σαρακατσιαναίων, που μεταφέρονται βέβαια σε άλλον τόπο και άλλο χρόνο. Ένα μικρό μέρος από το βιβλίο, αυτό που είναι γραμμένο στη νεοελληνική, είναι φανταστικό.

Ο Δημήτρης (Μπούτος) Ντέντας στο Θεοδωρίτσι Σερρών το 1919

Νια σιαρακατσιάν’κη στάνη στου Ζαγόρι

Tου Μιτσ’κέλι, του ζάρκου κι του Ζαγόρι

Στα μ’σά τ’ Αϊ-Δ’μ’τριoύ έρ’ξι νια γάνα[1] χιόνι στα ζαγουρίσια τα β’νά. Η λαλάς[2] η Κου­σταντής έπισι σι σ’λλουή· έπριπι να βιαστούν. Ιπριόπιρ’σι του χ’νόπουρου τ’ς είχαν λάβει τα χιόνια στα ψ’λώματα κ’ είιδαν κ’ ιάπαθαν να γλυτώσουν του βιο τ’ς.

Η Κουσταντή Ταργαζίκας, τρανός Σιαρακατσιάνους τσιέλιγκας, ξικαλουκαίριαζι μι τ’ στάν’ τ’ στου Μιτσ’κέλι, ψ’λά στου ζάρκου, μπρουστύτιρα πάηνι στα β’νά τ’ς Αστράκα[3]. Ίσια μι τρι(γι)άντα κουνάκια μέτραϊ η στάν’ τ’ μι πουλλά κουπάδια πρότα κι πουλλά κιφάλια άλουγα.

Του Μιτσ’κέλι απ’ τ’ μίνια τ’ μιργιά*[4] έχει τα Γιάννινα, μι τα στινά σουκάκια. Η λίμνη τ’ς κυρα-Φρουσύνη, μι τα ζαρουμένα τ’ς κύματα, απαγκιάζει στα ρ’ζά απ’ του β’νί. Του ν’σάκι τ’ Αληπασιά, μι τ’ αρχουντ’κά τ’ μαναστήρια, στέκιτι ατάραου κατάνακρα τ’ς λίμνη.

Απ’ ’ν άλλη τ’ μιργιά του β’νί έχει του Ζαγόρι μι τα πουλλά αρχουντόσπ’τα, τα χαϊάτια, τ’ς πιργουλιές κι τα λουλούδια στ’ς πόρτις, τα πλατάνια στα μ’σουχώργια, τα γκαλντιρίμια, τα γκιουφύργια στα πουτάμια. Παράμουρφους τόπους, σ’ λιάου!

Στα ζαγουρίσια τα β’νά ξικαλουκαίριαζαν σιαρακατσιάν’κις στάνις κουντά διακόσια χρόνια. Σ’ν Αστράκα είχι ξικαλουκιριάσει, κάποιις χρουνιές, κ’ η Κατσιαντών’ς μι τ’ς κουπές τ’.

Κουντά απ’ του στιρνό τρανό πόλιμου, πουλλοί Σιαρακατσιαναίοι κατασιαίνουντι στου Ζαγόρι. Τσακάν’ ’γ κλίτσα κι ρ’ζώνουν. Του ρίζουμα ήταν δύσκουλου, όπους τα τρανά τα κλαργιά απ’[5] τα ξιρ’ζών’ς κι τα βάν’ς αλλού. Δύσκουλα ρ’ζώνουν. Τα κούτσ’κα, όθι κι να τα βάλ’ς, πιάνουν όφκουλα.

Ιδώ αντάμουσαν η κλίτσα κ’ η πένα· αμπόλι κι κλαρί. Δύσκουλου τ’ αμπόλιασμα. Πουλλές καρδιές μάτουσαν. Οι ντουπιανοί τ’ς είχαν τ’ς βλάχοι[6], όπους τ’ς έλιγαν, σαν τ’ αγκάθι απ’ αγκυλώνει του δάχ’λου, κι του δάχ’λου πουλιμάει ’ια να τ’ απιτάξει.

Μι του γκιρό, όμους, οι δυο ξιένοι, πόζ’γαν στα ίδια τόπια, έπαψαν τ’ς αμάχις κι τ’ς ουχτρουπάθειις. Αγροίκ’σαν πως ου άνθρουπους χρειάζιτι κι ’μ πένα κι ’γ κλίτσα,’ια να πατάει γιρά στα πουδάργια τ’*.

Οι β’νίσιοι κι τιτραπέρατοι Σιαρακατσιαναίοι ιάδουκαν ζουή στου Ζαγόρι, απ’ ψ’χου­μάχαϊ, κι του κράτ’σαν ζουντανό πουλλά χρόνια.

Απ’ τ’ μιργιά τ’ Ζαγουριού τα ιλάτια φτάνουν μέχρι τ’ γυφτουκκλησιά. Τα ρ’ζά απ’ του β’νί είνι γιουμάτα μι δέντρα[7], μιράντσις, ξηρουπλατάνια κι φραξιές. Η κίσσαρ’ς, θιόρατου τσιουγκάνι μι νια σπ’λιά στα σπλάχνα τ’, στέκιτι ’λόρθους στου πλάι μι τα γιρουντουιάλατα κι απού κει καραουλίζει ούλου του Ζαγόρι.

Παραπανούλια απ’ του γκίσσαρη είνι ξέθρου[8]. Απού κει αρχ’νάει του ζάρκου. Του ζάρκου είνι γιουμάτου τούφις. Νάνις γιένουντι ψ’λά στ’ χιουνότρυπα κ’ ημιρουχόρταρα στ’ς γούρνις τ’. Τούρτις κι σπλώνια βρίσκ’ς ιδώ κι κει. Πού κι πού γλέπ’ς βρουμουκλάρια, μιραντζούλις, κουντουιάλατα κι κιδράκια.

Του καλουκαίρι, μουσκουβουλάει του ζάρκου απ’ του τσιάι, τ’ μέντα, ’ν αγριουρίγανη κι τα χαμουκιάρασα.

Του χ’νόπουρου, μι τ’ς πρώτις βρουχάδις, οι γούρνις τ’ γιουμίζουν κουκουμπέλις[9].



[1] Λίγο, ένα πασπάλι.
[2] Θείος, μπάρμπας.
[3] Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται περισσότερο στους Σαρακατσιαναίους της Θεσσαλίας και της Βόρειας Ελλάδας (βλ. Χεγκ, σελ.229, 231).
[4] Όσες λέξεις έχουν αστερίσκο τις παρουσιάζουμε όπως τις έχει καταγράψει ο Χεγκ. Κάνουμε την επισήμανση αυτή γιατί υπάρχει κάποια αμφιβολία κατά πόσο πρέπει να ακούγεται ο φθόγγος -γ- μετά το φθόγγο -ρ-.
[5] Ή π’.
[6] Σαρακατσιαναίους.
[7] Βελανιδιές.
[8] Ξέφωτο.
[9] Είδος μανιταριού.



Σαρακατσιάνικη στάνη στο Ζαγόρι (Φωτογραφία Carsten Hoeg)



Στ’ αφρύδι τ’ ξέθρου στέκιτι ’λόρθους – στ’χειό ακέργιου* – η ιλατιάς. Η κουρ’φή τ’ τσακιότι απ’ τα ρούμπαλα. Του καλουκαίρι η Βουλής κ’ η Πρόκους[10], πιδιά τ’ Σίμου Ταργαζίκα, στάλ’ζαν τα ζ’γούργια* στα παχιά ήσκια τ’ ιλατιού. Στα σταυρώματα απ’ τα κλουνάργια τ’ είχαν φκειάσει δυο κριβάτις. Ικεί, στου ζύιασμα τ’ς μέρα[11], έπιαναν τ’ γκβέντα, κ’ η νους τ’ς αλάργιβι. Πάηνι σι μέργια* που – όπους τ’ς έλιι η δάσκαλους – η κόσμους έχει άλλα σ’λούπια, άλλη γκβέντα κι άλλα χούια.


- Tι λες, Πρόκου, θα μας αξιώσει η Θιός να πάμι κι μεις κάπουτις σ’ αυτίνα τ’ αλαργ’νά τα μέργια;


- Μπα, κάνας Σιαρακατσιάνους δεν έφκι πουτές απ’ τα μέργια τ’!


- Κι τα γράμματα τότις τι διάτανου τα θέλουμι.


- ’Ια να μη μας γιλάει η τσιέλιγκας στου ξ’λουγάριασμα.


- Η δάσκαλους άλλα μας ουρμ’νεύει στου σκουλειό.


- Η δάσκαλους δεν έχει ζ’γούργια κι στέρφα. Ιμείς ιάχουμι τ’ δ’λειά μας. Όπους τούβραμαν, έτσι θα του πάμι. Δε γλέπ’ς η Δρόσους, η Τακούλας κ’ η Κουσταντής, όντα ξισκόλ’σαν, πήγαν στα πρότα.


- Τιλεύιτι[12] νια ζουή μι τα στέρφα κι τα ζ’γούργια;


- Θα πάμι κι στα γαλάργια*.


Ικεί σκόλαϊ η γκβέντα τ’ς, κι τα μάτια τ’ς σφάλ’ζαν. Φουσκουμπουνιασμένοι[13] σ’κώ­νουνταν, αργά, τ’ απόγιουμα.


Kάποιις δρασκ’λιές παρέκει απ’ τουν ιλατιά είνι η ξιάρακας. Στου γκιρό τ’ ήταν κι αυτίνους ν’σιάνι[14]· τώρα ήταν κούσιαλου. Τα κλαργιά* κι τα κλουνάργια του ’χαν πέσει απού κιρό· μαναχά, δυο-τρία ’λατουκλώναρα κι κάνα δυο τούφις μιλός[15], απ’ του ’χαν απουμείνει, τόδουναν ψια[16] παρηγουριά. Έτσι ξιζάρκουτους[17] κι άσαρκους στέκουνταν μαραμένους η λιγόημιρους γιρουιάλατους. «Παλιά μου χρόνια κι κιροί, νιάτα μου πιρασμένα» σκέπτουνταν, κάτους έγλιπι τ’ αϊκάλλια τ’ ιλατιά. «Ικεί που είσι ήμουνα κι δω που είμι θά ’ρθεις» έλιι, αγναντεύουντα τουν ιλατιά· γιρουντουζήλιβι.


Αγνάντια απ’ τουν ξιάρακα στέκιτι ζαρουμένη η αστραπουκαμένη ουξιά. Η αστραπόβουλους είχι κάψει του μ’σό τ’ς κουρμί, απ’ ’γ κουρφή μέχρι τ’ ρίζα. Τ’ς είχι πάρει τ’ μ’σή ανάσα, κ’ η φουκαριάρα πουλέμαϊ να ζήσει μ’ ιάνα πλιμόνι.


Στου μπάτου απ’ του πλάι μι του χαλιά, είνι δυο μουναχουζώικα ξηρουπλατάνια. Ικεί στάλ’ζαν τα γαλαρουκόπαδα.


Κάτ’ απ’ τα πλατάνια είνι η Αρκουδόβρυση· στα κανάλια τ’ς ξιδίψαγαν ούλα τα κουπάδια απ’ τ’ στάνη.


Στου μπέτακα[18] που ’νι απ’ κάτ’ απ’ τ’ βρύση λημιριάζουν αϊτοί, κι γιατακιάζουν αγριόιδα.


Ιάνα κουδ’λιαστό[19] μουνουπάτι χαϊδεύει του β’νί, διαβαίνουντα μέσα απ’ τα μαλλιαρά τ’ αστήθια. Κάθι ’βδουμάδα οι ζαγουρίσιις γ’ναίκις τ’ ανιβουκατέβιναν, ζαλ’κουμένις τ’ς πραμάτειις τ’ς, ’ια να πάν’ στα Γιάννινα. Στου ιάλα απ’ ’μ πόλη, ψ’λά στουν Αϊ-Ν’κόλα, τ’ς καρτέρ’γαν πώς κι πώς τα πιδιά, ’ια να πάρουν τα καλούδια απ’ τ’ς ήφιρναν.


Ήταν, ακόμα, τουν παλιό κιρό, κ’ ιάνα απ’ τα μουνουπάτια τ’ς ξιν’τειά. Πουλλά πιδιά μίσιβαν στ’ Βλαχιά, σ’μ Πόλη, στου Μισίρι… Τα ξινιτ’μένα π’λιά τ’ Ζαγουριού πότ’ζαν μι του καυτό τ’ς δάκρυου του λισβό[20] τ’ χώμα.


Κατάραχα στου ζάρκου είνι του τρύπιου λ’θάρι· χ’λιότρανη παλιουκιρίσια δικάρα, μπ’μένη βαθιά στ’ς σάρκις απ’ του β’νί, του ζ’ιάζει[21] στα δυο· ανιώνιου ριζ’μιό λ’θάρι.Του κουρμί τ’ είνι μακιλλειμένου απ’ τ’ς αστρουπιλέκις, απ’ πέφτουν στου καταράχι. Οι αλ’χήνις τ’ μοιάζουν μ’ αβδέλλις, απ’ τ’ς είνι κουλλ’μένις απάν’ στου μαρμαρένιου τ’ αστήθι.Του χ’μώνα η βουριάς διαβαίνει μέσα απ’ του, δίχους σουθ’κά, κουρμί τ’ λ’θαριού κι σιουράει σαν ξιχασμένους τζιουμπάνους, απ’ σαλαγάει βιαστ’κά του κουπάδ’ τ’.


[10] Υποκοριστικό του ονόματος Προκόπης.
[11] Μεσημέρι.
[12] Υποφέρεται.
[13] Πρησμένοι στο πρόσωπο από τον πολύ ύπνο.
[14] Παλληκάρι.
[15] Τούφα που φύεται παρασιτικά στον κορμό των ελατιών.
[16] Λίγη.
[17] Γυμνός.
[18] Γκρεμό βαθύ κι απότομο.
[19] Μαιανδρικό.
[20] Φτωχό, άγονο.
[21] Χωρίζει σε δυο περίπου ίσα μέρη.



Σαρακατσιάνικη στάνη στο Ζαγόρι (Φωτογραφία Carsten Hoeg)



Πόσοι κι πόσοι τζιουμπαναραίοι δεν απάγκιασαν στ’ ρίζα τ’, κ’λλουριασμένοι μι ’γ κάπα, ξιν’χτώντα του κουπάδι! Πουλλά είνι τα τραγούδια απ’ άκ’σι απού στιρφάρ’δις. Πιτρίτις κι σιαΐνια κάθουνταν, μι τ’ς ώρις, απάν’ σ’ αυτίνου τ’ αλλόκουτου του λ’θάρι κ’ έλιγαν τα ντέρτια τ’ς κι τα παράπουνα τ’ς. Απουσταμένοι πιράτις ακούμπαγαν τ’ς πλάτις τ’ς απάν’ τ’ ’ια να ξιαπουστάσουν. Η ξαναμμένη ανάσα τ’ς ζέστινι του κουρμί τ’, κι του ίδρουτου τ’ς πότ’ζι τα ζντρίμιρα[22] κι τα πιντάνιβρα, απ’ γιένουνταν στ’ ρίζα κι στ’ς γράβις τ’.


Παρέκεια απ’ του τρύπιου λ’θάρι είνι του ’κόν’σμα τ’ Αϊ-Βασίλη. Ικεί η κόσμους απ’ του β’νί άναβι του κιράκ’ τ’ κι γκβέντιαζι μι τουν άιου.


Σαν σκαφίδι, απ’ τ’ απέταξαν απάν’ στ’ς ράχις, είνι η κάμπους κάτ’ απ’ τουν Αϊ-Βασίλη.


Βαθιά χαρακιά στου κ’φάρι απ’ του β’νί είνι η λαγκαδιά απ’ δένει του γκόσμου τ’ μι του γκόσμου τ’ς χώρα.


Του σύρραχου τιλιουμό δεν έχει. Η μίνια κουρ’φή είνι τρανύτιρη απ’ ’ν άλλη· του Μιρουτόπι, η Λαχανόκ’πους, η Πύργους, τα Στιρφόγρικα, οι Νάνις, η Τσιόγκας. Σ’ν άκρη απ’ του ζ’γό[23] η μύτ’κας απ’ του β’νί – μι τα δυο τ’ κιφάλια – βιγλίζει ’μ πόλη τ’ς κυρα-Φρουσύνη.


Η Μπόλκου είναι μίνια απ’ τ’ς δυο κουρ’φάδις τ’. Πήρι τ’ όνουμα τ’ς – όπους λέει η μύθους – απ’ τ’ Γιανιώτ’σσα αρχόντ’σσα Μπόλκου. Σ’ ικειά τα τόπια βόσκαϊ τ’ς κουπές τ’ς η Καραλής. Κάθι βουλά πόβγιναν αλουγουσύρτις στα β’νά, η αμπιστ’μένους[24] έβγινι σ’γ κουρ’φή κι βάριγι τ’ φλουιάρα. Η Μπόλκου αγροίκαϊ κι έστιλι τ’ς κουρουφ’λάκοι στου β’νί. Οι κλέφτις αγροίκ’σαν τι γιένουνταν κι τ’ κουτσιούμπλιασαν του κούτσ’κου του δάχ’λου, ’ια να μην μπουρεί να βαρεί τ’ φλουιάρα. Η τζιούμπανους[25] όμους έκουψι ράγα απού μαστάρι πρατίνας, ’γ κόλλ’σι στου κουτσιουμπλιασμένου δάχ’λου κι λάλαϊ.


Απ’ ’γ κουρ’φή τ’ς Μπόλκου γλέπ’ς ούλα τα β’νά. Ίσια μπρουστά η Τσιουκαρόσια, η Βαλιακάρδα κι, αχνά αχνά, η Έλυμπους. Στου δέξιου του χέρι του Πιριστέρι κ’ η Ουλύτσ’κα· στου ζέρβιου η Σμόλ’κας κ’ η Γράμους· απ’ ’μ πίσου τ’ μιριά τα β’νά τ’ς Αλβανία. Αυτίνους η τόπους είνι πνιμένους στα β’νά!

[22] Κυκλάμινα.
[23] Κορυφογραμμή.
[24] Έμπιστος βοσκός.
[25] Παράξενος ιδιωματισμός των Σαρ. της Βόρειας Ελλάδας.





Ευχαριστώ θερμά τους: Γιώργο Καψάλη, Γιώργο Φυτιλή και Γρηγόρη Κυριακού για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφεραν.
Ευχαριστώ θερμά το Μιχάλη Λοκοβίτη, πρόεδρο του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Κιλκίς «Ο ΦΛΑ­ΜΠΟΥΡΑΣ», και το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου που στάθηκαν αρωγοί και στην προσπάθειά μου αυτή.
Ευχαριστώ θερμά τους χορηγούς του βιβλίου κ.κ. Μπομπότα Βασίλειο, Γιαννούλη Παναγιώτη και Κυριάκου Ευάγγελο του Ιωάννη.

Θόδωρος Γιαννακός


Ο Θόδωρος Γιαννακός γεννήθηκε στον Ανθρακίτη Ιωαννίνων. Είναι εκπαιδευτικός και εργάζεται στο Κιλκίς. Το 1994 εξέδωσε το βιβλίο «Σαρακατσιάνικη λαλιά». Η «Σαρακατσιάνικη λαλιά» του 2009 είναι, σημαντικά εμπλουτισμένη, επανέκδοση του πρώτου βιβλί­ου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ :

2341027453 - 6979316841