portraita

Ευαγγελία Χαμορούσου-Ξηρομερίτη
..

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα την άνοιξη του 1932 στα Ρετζούνια Τυρνάβου, στα Μεσαλάρια κατ’, ...στο ριζό, ...εκει είχαμε καλύβια οι Χαμουρ΄σαίοι και οι Γκανατσαίοι. Τον παππού μ’ τον Χαμορούσο δεν τον γνώρισα και η γιαγιά μ΄ ήταν απ’ τ’ς Αλεξαίοι. Παλιά πήγαιναν κατά τον Ασπροπόταμο και μετά ήρθαν εδώ στα Μασ΄λάρια. Ο πατέρας μ’ ήταν ο Θανάσης ο Χαμορούσος και η μάνα μ’ ήταν απ’ τ’ς Γκανατσαίοι, ..εκει μαζί έκαναν και πάντρεψαν και τα παιδιά τ’ς.

Το 1936 πέθανε η μάνα μ’,  και τότε ο πατέρας μ’ θα΄ταν δε θα΄ταν σαράντα χρονών και έμεινε με εφτά παιδιά, ..είμασταν πέντε αδελφές και δυό αδέλφια. Δεν ξαναπαντρεύτηκε και καλά έκανε, ..πού να πάει με εφτά παιδιά. Εγώ ήμαν τέσσερα χρονών όταν πέθανε η μάνα μ’. Το σπίτι μετά το΄κανε κουμάντο η μεγαλύτερη η αδελφή μ’ που ήταν δώδεκα χρονών. Οι δυό οι μεγαλύτερες αδελφές μ’ έβαζαν το καζάνι, έπλεναν, ζύμωναν, ..όλες τις δουλειές τις έκαναν. Κι εγω πάαινα, φόρτωνομαν ξύλα και άναβαμαν και φωτιά και έψηναμαν, πότε πίτα και πότε ψωμί.

ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΑ

Χάρτης μετακινήσεων

Οι δικοί μ’ τότε έβγαιναν στα Πιέρια, στη Φτέρη, όσο ήμαν κορίτσι, εκει έβγαιναμε. Από τα Ρετζούνια ως τη Φτέρη, δεν έκαναν μέρες πολλές, είμασταν κοντά, γύρω στα τέσσερα-πέντε κονάκια έκαναμε. Απ’ την Ελασσόνα στην Καλλιθέα, μετά έπιαναμε το Λιβάδι, το πέρναγαμαν και πάαιναμε στη Φτέρη. Όταν ξεκινούσαμε να πάμε στη Φτέρη, η μάνα μ’ φόρτωνε σ’ ένα τσουβάλι το γάστρο, το ταψί, το κόσκινο, τα χλιάρια, τα πιάτα και κανόνιζαν κι απ’ την άλλη μεριά τι θα έβαζαν και τα φόρτωναν στα αλογα. Έπαιρναμε και τα αλεύρια γιατί ήθελαμε να ζυμώσουμε στη στράτα και όταν ξεφόρτωναμε, έκαναμε και βάτρα, να καεί το μέρος για να ρίξουμε το ψωμί. Έστρωναμε πετρούλες καταή κι τις έφτιαναμε ενωμένες και ψένονταν το ψωμί στο γάστρο κι απ’ τις δύο τις πλευρές.

Στη στράτα μας έπαιρναν οι γιαγιές μπροστά. Οι τζιομπαναραίοι έφευγαν πρώτοι, πρωί-πρωί κι εμεις πάαιναμε παρακοντά. Όταν σταμάταγαμε, ξεφόρτωναμε κι έφτιαναμε τις  τσιατούρες να μην πιάσει καμμιά βροχή. Τσιατούρες είχαμε άσπρες, σκέτες άσπρες από γιδόμαλλο. Εμείς οι Μωραϊτες δεν ήθελαμε μαύρες, τα άλλα τα μελέτια τις είχαν μαύρες. Εκει που σταματούσαμε εύρισκαμε τα πρόβατα, τα άρμεγαμε κι αυτοί έφευγαν κι εμείς έμεναμε κι έφτιαχναμε το τυρί. Τελείωνε το τυρί, το΄βαζαμε στις τσαντήλες, το πέρναγαμε στα ζώα κι έφευγαμε απάν ύστερα. Στη στράτα κάθονταν και κα΄νας άντρας να μας βοηθάει, σε μας κάθονταν ο μπάρμπα Τάσος, ..αυτός αγάπαγε το κατσιό. 


Ξηρομεριταίοι


ΣΤΗ ΦΤΕΡΗ

Όταν έφταναμε στη Φτέρη τα περσινά τα καλύβια τα βρίσκαμε, ..άφηναμε άνθρωπο απ’ τη Μόρνα τα Σκοτεινά και μας τα πρόσεχε. Στη Φτέρη έβγαιναν πάρα πολλοί, … Φασούλας, Τσινής, Μπατζογιανναίοι, Ταναίοι, Δαλακ’ραίοι, Γ’ρουναίοι (παλαιοελλαδίτες ήταν αυτοί) και πολλοί άλλοι. Εκει που είμασταν στα καλύβια δεν είχε δέντρα, ούτε ένα, αλλά γυροβολιά είχε. Όλοι μιά γειτονιά, αλλά ο καθένας με το σόι του. Είχαμε κουμπαριό με τον Τανό και τον Δαλακούρα και είμασταν κοντά κι έκαναμε παρέα. Τα καλύβια τα΄φτιαναμε με πελεκούδες, δίπλα τα είχαμε τα καλύβια, όχι όρθια. Τα΄χαμε παλαμισμένα από μέσα και καταή, και από γυροβολιά τα΄φτιαναμε με βούρλα, …βούρλα είχε πολλά το βουνό και στη σκεπή έβαζαμε στη σειρά τα πελεκούδια, ήταν πιό σίγουρα.  Κάναμε κρεββάτια με ξύλα κι έστρωναμαν πυκνά τα κούτσουρα και έριχναμαν και φτέρες και μαλάκωνε κι έστρωναμαν και καθόμασταν. Έξω το φριτζάτο του΄χαμε όλο γυροβολιά με κλαριά και με βούρλα, είχαμε μέσα τη βάτρα μας και το γάστρο και είχαμαν και πόρτα και την κλείναμε.

Τα πρόβατα όταν έφταναμε απάν τα΄χαμε ακούρευτα, δεν τα κούρευαμε γιατί έκανε κρύο και έπαιρναν και βροχές και χαλάζι. Δεκαπέντε-είκοσι μέρες τα΄φηναμε ακούρευτα και μετά τα κούρευαμε. Τα μαλλιά τα΄πλεναμε, τα δούλευαμε στο λανάρι, το ένα το είχαμε καταή και το άλλο το κράταγαμε στα χέρια. Όταν το λανάριζες το καθαρό έβγαινε πιό μετά. Εκατό κιλά μαλλιά τα΄πλεναμε κι ύστερα τα΄ξυναμε με τα χέρια. Τράβαγαμε και το φίνο και το΄φτιαχναμε αγένωτο για τα κουστούμια, για γαμπρό, για καλό να παν στα παζάρια οι άντρες. Την κάπα την έραβε η γιαγιά μ΄, αλλά τις φορεσιές δεν μπορούσαμε να τις ράψουμε, έρχονταν ράφτης απάν κι έραβε. Τα΄χαμε απ’ την προηγούμενη χρονιά τα υφάσματα και τα κουβαλούσαμε, δεν ήταν από κείνη τη χρονιά. Όλες οι γυναίκες μικρές και μεγάλες φουστάνια φορούσαμε. Λίγες πολύ μεγάλες γυναίκες φορούσαν τα Σαρακατσάνικα τα ρούχα. Είχαν μάλλινο φουστάνι και είχαν τέσσερις-πέντε κορδέλες απάν και ποδιά ροζ μπροστά και πουκάμισο ροζ κι έβαζαν μπουλκάκι ωραίο, κόκκινο, πράσινο και ζακέτα ξανά μαύρη μάλλινη, αγένωτη, δεν γένονταν χοντροσκούτια. Στο κεφάλι εμείς φορούσαμε λευκό μαντήλι και οι παλαιοελλαδίτες άσπρο και μαύρο, παρδαλό. Οι Σαρακατσάνες ένα μαντήλι φορούσαν και να πένθαγαν ένα μαντήλι είχαν.



Τα ρούχα τα βάφαμε με πίνο, έπλεναμε τα μαλλιά, τα΄βαζαμε δυό φορές στο καζάνι, τα κοπάναγ’μαν και ύστερα τον βάσταγαμε τον πίνο σε ντενεκέδια για να βάψουμε τα υφάσματα που ύφαιναμαν. Τον αφήναμε δύο-τρεις μέρες και ξύνιζε. Μετά έβαζαμε και λάπατα και τα΄βραζαμε καλά και μόλις τα βούταγαμε μιά φορά δυό και το΄παιρνε όλο το ύφασμα, …ήταν δυνατό το λάπατο και γένονταν μαύρο, κατράμι, λάιο ντιπ. Έφτιαναμε και κεντίδια και μαντανίες, στα καλύβια σήκωναμε μαντανίες και τα΄λεγαμε μεντερλίκια, όλο γυροβολιά και ήταν πολύ όμορφα. Και αργαλειό είχαμαν με τα μ΄τάρια, τα καρούλια, τ΄αντί και το πανάντι.  Εμείς τα παιδιά παίζαμε, έφτιαναμε μια στραμπάλα μ’ ένα χοντρό μεγάλο ξύλο γυαλερό και το άλοιβαμε με κάρβουνο και με λάδι κι έφερνε γυροβολιά και κ΄νιόμασταν ..ένας κατέβαινε άλλος ανέβαινε. Ήταν μεγάλη, έμπαιναμε τρία-τέσσερα από δω, τρία-τέσσερα από κει και το΄φερνε ένας γυροβολιά. Στη Φτέρη το καλοκαίρι είχαμε και σχολείο με δάσκαλο απ’ την Κατερίνη και πάαιναν όλα τα παιδιά και μάθαιναν γράμματα και τον τάιζαμαν και όσοι είχαν δύο παιδιά τον τάιζαν δυό μέρες, όσοι τρία τρείς. Γλέντια πολλά έκαναν εκεί κι εμείς τα κορίτσια αγνάντευαμε.


Ξηρομεριταίοι

ΣΤΟ ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ

Το 1948 πήγαμε στο Καιμάκτσαλαν, για έξι-εφτά χρόνια μέχρι το 1955, ήταν πολύ το μέρος και ήταν πάρα πολλοί Χασσανδρινοί. Στο Καϊμάκι πήγαμε γιατί είχε μέρος πολύ και ήταν τα πρόβατα πολλά, δεν είμασταν μόνο εμείς οι Γκανατσαίοι, ήταν κι άλλοι. Όταν πηγαίναμε στο Καιμάκτσαλαν τα πρόβατα τα΄βαζαμε στο τραίνο, ..πού να φτάσουν με τα πόδια στο Καϊμάκι. Εκεί πήγαμε με δυό-τρία αμάξια φορτηγά και τα πρόβατα τα φόρτωσαμε στους Γόννους και τα ξεφόρτωσαμε στη Ζέρβη, στο ριζό απ’ το Καιμακτσαλαν και τ΄ ανέβαζαμε στο βουνό. Αυτό το μέρος που είμασταν εκεί ήταν Σουλτογιαννέικο και το νοίκιαζαμαν. Οι Σουλτογιανναίοι δεν είχαν πρόβατα, μόνο κτήματα είχαν και τ’φέκαγαν τα ελάφια.

Στο Καϊμάκι έκαναμε καλύβια όρθια και τα σκέπαζαμε με βούρλα, έβγανε νερά εκεί και είχε πολλά. Περνούσαμε πάρα πολύ καλά, αργαλειό, γνέσιμο και τραγούδι. Λύκο είδα πολλές φορές, κανταρέλα ήταν οι λύκοι και ελάφια είχαμε, να ιδείς τα ελάφια να πηγαίνουν δέκα-δεκαπέντε, να τα χαίρεσαι. Στο βουνά είχαμαν γάμοι και θυμάμαι στο Καϊμάκι όταν παντρεύονταν ο Ντιζές ο Μήτρος, ένας πρώτος ξάδελφος του άντρα μ’, ο Αντρέας ο Ξηρομερίτης είχε φέρει κάτι φίλοι τ’ Χασσανδρινοί που είχαν και αυτοί εκεί πρόβατα. Αυτοί οι Χασσανδρινοί ήρθαν με τα κουστούμια και γυάλιζε ο τόπος και θυμάμαι ήφεραν και πρότα, κουβάλησαν δέκα αρνιά για δώρο. Οι Χασσανδρινοί ήταν πιό μοντέρνοι απ’ τ’ς Μωραϊτες, εμείς φόραγαμε αγένωτα κι αυτοί φόραγαν κουστούμια, από πολλά χρόνια.


Τα πεθερικά της Κας Ευαγγελίας Αθανάσιος και Αικατερίνη Ξηρομερίτη

Ο ΓΑΜΟΣ

Το 1956 δεν ξαναπήγαμε στο Καϊμάκι και έμεναμε στα χειμαδιά στα Ρετζούνια. Εκεί νοίκιαζαμε σπίτι για χρόνια κι ύστερα πήραμε σπίτι δικό μας. Το 1959 παντρεύτηκα με τον άντρα μ’ τον Ηλία Ξηρομερίτη απ’ την Καρίτσα, ..το προξενιό το΄κανε ο Αντρέας ο Ξηρομερίτης, τον είχε πρώτο ξάδελφο τον άντρα μ’, ..οι πατεράδες τ’ς ήταν αδέλφια. Εμείς τον μπάρμπα Αντρέα τον είχαμε γαμπρό από ξαδέλφη και γνωρίζομασταν, ..έμενε στο Άνω Αργυροπούλι και είμασταν κοντά κι έρχονταν στο σπίτι μας και ήταν ειδικός σε τέτοια, ..προξενιά και γκιζέρια. Ο γάμος έγινε τη μέρα του Πάσχα στα Μεσαλάρια, την Παρασκευή έπιασαμε τα προζύμια, μετά χόρευαμε με τα γραμμόφωνα  και ήρθαν και τα όργανα, ο Καλούσης ήταν, αυτόν έπαιρναμε πάντα. Την Κυριακή στεφανώθηκα και πήγα κατευθείαν στην Καρίτσα. Ο πατέρας μ’ έδωσε προίκα ογδόντα λίρες.  Σ’ όλα τα κορίτσια, ..λίγα πρότα, ..λίγα λεφτά, ..έδωσε.


Στη μέση σε μικρή ηλικία, ο σύζυγος Ηλίας (Νίδας) Ξηρομερίτης

Όταν πήγα στην Καρίτσα, ο άντρας μ’ νοίκιαζαν σπίτι, ..δεν είχε κανένας καλύβια τότε, μόνο απ’ όξω απ’ την Κατερίνη είχε ο Χαρδαμπάκος, ο Χύτας κι ο Σαμουρέλης. Τότε εδώ στην Καρίτσα είμασταν εμείς οι Ξηρομεριταίοι, ο Τσακνάκης, ο Τσινής και ο Νταλακούρας. Το 1959, με τον άντρα μ’ πήγα τρία-τέσσερα χρόνια στο Βέρμιο. ..στο Ιμπιλί, στο Σακλάρι πήγαιναμε, εκει είχαμε καλύβια. Με το τρακτέρ και την πλατφόρμα πήγαιναμε όλη η οικογένεια. Απ’ το Αιγίνιο, Λιβάδι, Νιόκαστρο, Βέροια, Καστανιά, Ιμπιλί, δρόμος καλός. Έναν χρόνο έκατσαμε και στο χωριό στη Ζωοδόχο Πηγή, εμείς κι οι Αλεξαίοι, κάτι πρώτα ξαδέλφια κι ένας Καπετάνος. Τελευταία χρονιά το 1963 πήγαμε στη Τζουμαγιά. Ύστερα σταμάτ’σαμαν, έβαζαμε καπνά κι έκατσαμαν και είχαμε και τα πρόβατα, αλλά μετά τα πούλ΄σαμε. Έκαναμε τρία παιδιά, τον Θανάση την Κατερίνη και τον Βασίλη. Τώρα πρόβατα έχει ακόμα ο γιός μ’ ο Βασίλης, τετρακόσια πρόβατα έχει.


Ο Αθανάσιος Ξηρομερίτης (πεθερός) χορεύει πρώτος στο Άνω Αργυροπούλι - 1963


Ευχαριστώ τον Χρήστο Ξηρομερίτη 
για τη συμμετοχή του στη συνέντευξη.